Ομιλία για την επέτειο της 25ης Μαρτίου
Κείμενο: Χαράλαμπος Σπυρόπουλος
«Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά,
να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές
που σιγά – σιγά βουλιάζει»
Αυτά τα λόγια, αναφέρει ο νομπελίστας ποιητής μας Γιώργος Σεφέρης σ’ ένα ποίημά του, και αυτά τα λόγια μου ήρθαν στο νου, όταν μου ανατέθηκε να μιλήσω για τη σημερινή γιορτή, η οποία, πραγματοποιείται και φέτος όπως κάθε χρόνο, για να τιμήσουμε όσους ξεσηκώθηκαν το 1821 για να αποτινάξουν την οθωμανική κυριαρχία κάτω από την οποία βρίσκονταν οι Έλληνες για σχεδόν 400 χρόνια, σβησμένοι από τον κατάλογο των ελεύθερων εθνών…
Αυτές τις ημέρες, στις εκδηλώσεις που γίνονται στα σχολεία και αλλού για να τιμηθεί η επέτειος της Επανάστασης του 1821 περισσεύουν τα μεγάλα λόγια για να υμνήσουν το γεγονός και έτσι το απομακρύνουν από την ουσία του. Η Επανάσταση του 1821 δεν χρειάζεται μεγάλα λόγια για να αναδειχθεί· είναι από μόνη της ένα μεγάλο γεγονός, το σημαντικότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας μας. Είναι η επανάσταση ενός λαού που, απογοητευμένος από τη στάση των τότε Με-γάλων Δυνάμεων, αποφασίζει να πιστέψει στον εαυτό του και να προσπαθήσει με τις δικές του δυνάμεις να διεκδικήσει τη Λευτεριά του: «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη / των Ελλήνων τα ιερά / και σαν πρώτα ανδρειωμένη / χαίρε ω χαίρε Ελευθεριά» γράφει ο Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερία». Με την Επανάσταση του 1821, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο προοίμιο του πρώτου Συντάγματος, που ψηφίστηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, «Το ελληνικόν έθνος κηρύττει ενώπιον Θεού και ανθρώπων την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Πως φτάσαμε όμως ως την κήρυξη της Επανάστασης του 1821; Είχαν προηγηθεί 400 χρόνια καταπίεσης, διώξεων και αυθαιρεσίας από την Οθωμανική εξουσία, καταπίεσης που οδηγούσε τα πιο δυναμικά στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας είτε στη μετανάστευση (έτσι έχουμε τη δημιουργία του παροικιακού ελληνισμού που βοήθησε τα μέγιστα στην υπόθεση της Ελευθερίας), είτε όσοι δεν αντέχουν να ζουν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία καταφεύγουν στα βουνά και εκεί σχηματίζουν ένοπλα σώματα που μάχονται την οθωμανική εξουσία. Αυτούς η εξουσία θα τους ονομάσει απαξιωτικά κλέφτες. Οι κλέφτες, όπως αναφέρει κάπου ο Μακρυγιάννης, θα αποτελέσουν τη μαγιά της λευτεριάς.
Σε αυτά τα 400 χρόνια είχαν προηγηθεί και άλλες προσπάθειες οι Έλληνες να αποτινάξουν την Οθωμανική κυριαρχία και να κερδίσουν την Ελευθερία τους. Η διαφορά όμως των προηγούμενων εξεγέρσεων από την Επανάσταση του 1821 είναι ότι οι προηγούμενες εξεγέρσεις έγιναν με τη βοήθεια ή την υποκίνηση κάποιας ξένης δύναμης (των Βενετών αρχικά και των Ρώσων κατά το β΄μισό του 18ου αι.), ενώ τώρα το έθνος αποφασίζει να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις. Και αυτό μέσα σ’ ένα αρνητικό διεθνές περιβάλλον απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα από τις δυνάμεις της Ιερής Συμμαχίας, η οποία είχε συγκροτηθεί το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης. Οι Έλληνες δεν λογάριασαν με τη λογική ούτε τη δύναμη του αντιπάλου, ούτε τι στάση θα κρατούσαν οι τότε μεγάλες Δυνάμεις. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στο λόγο που εκφώνησε στην Πνύκα στους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών τον Οκτώβριο του 1838: «Όταν αποφασίσαμε να κάμωμε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πως δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».
Και αυτό δεν θα ήταν δυνατόν να συμβεί, αν δεν είχε προηγηθεί στο β΄μισό του 18ου και στις αρχές του 19ου αι. η αναγέννηση της Παιδείας, που ονομάστηκε αργότερα από τους μελετητές Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Παντού, ιδρύονταν σχολεία και φωτισμένοι Δάσκαλοι του Γένους όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Μοισιόδακας, ο Άνθιμος Γαζής, ο Ρήγας Βελεστινλής κ.α. δίδασκαν σ’ αυτά και έτσι το έθνος μας αποκτά τη συνείδηση της ύπαρξής του και στη συνέχεια την επιθυμία να αγωνιστεί για να αποτινάξει τον οθωμανικό ζυγό. Χωρίς το Νεοελληνικό Διαφωτισμό οι επαναστατικές ιδέες της Φιλικής Εταιρίας δεν θα έβρισκαν γόνιμο έδαφος στις καρδιές των υπόδουλων Ελλήνων. Δανείζομαι και πάλι ένα απόσπασμα από το λόγο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα: «Εις αυτήν την δυστυχισμένη κατάσταση μερικοί από τους φυγάδες γραμματισμένους εμετάφραζαν και έστελναν εις την Ελλάδα βιβλία, και εις αυτούς πρέπει να χρωστούμε ευγνωμοσύνη, διότι ευθύς οπού κανένας άνθρωπος από το λαό εμάνθανε τα κοινά γράμματα, εδιάβαζεν αυτά τα βιβλία και έβλεπε ποίους είχαμε προγόνους, τι έκαμεν ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης και άλλοι πολλοί παλαιοί μας, και εβλέπαμε και εις ποίαν κατάσταση ευρισκόμεθα τότε. Όθεν μας ήλθεν εις το νου να τους μιμηθούμε και να γίνουμε ευτυχέστεροι. Και έτσι έγινε και επροόδευσεν η Εταιρεία».
Δεν θα αναφερθώ εδώ με λεπτομέρεια στα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης· άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός μιας ομιλίας για να τιμηθεί η επέτειος της έναρξης της Επανάστασης. Θα ήθελα να σταθώ όμως σε δύο σημεία του Αγώνα που, αν και δεν ανήκουν στις ένδοξες στιγμές του, πρέπει όμως να αναφέρονται για να αποκτήσουμε επιτέλους εθνική αυτογνωσία ως λαός. Το ένα είναι οι δύο εμφύλιοι πόλεμοι που έγιναν μέσα στην Επανάσταση κατά τα έτη 1823 & 1824, οι οποίοι έθεσαν σε κίνδυνο την Επανάσταση και το άλλο τα δάνεια του Αγώνα.
Αν και τα δύο πρώτα χρόνια οι Έλληνες αγωνίστηκαν ενωμένοι κατά των Οθωμανών και κατάφεραν να ελευθερώσουν σχεδόν ολόκληρη την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες τη Σάμο και τα Ψαρά, εντούτοις κατά τα έτη 1823 & 1824 ξεσπούν δύο Εμφύλιοι πόλεμοι για την εξουσία, οι οποίοι έθεσαν σε διακινδύνευση την έκβαση του Αγώνα. «Η Διχόνοια που βαστάει / Ένα σκήπτρο η δολερή / Καθενός χαμογελάει, / Πάρ’ το, λέγοντας, και συ», γράφει ο Σολωμός σε μια στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερία». Οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν τις εμφύλιες διαμάχες και, σε συνεργασία με τους Αιγύπτιους, κατά τα έτη 1825 – 1827 ανακαταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, τη Στερεά Ελλάδα, τα Ψαρά την Κάσο & την Κρήτη. Η Επανάσταση πέρασε δύσκολες στιγμές και μόνο στην Ανατολική Πελοπόννησο & στα νησιά του Αργοσαρωνικού απομένουν ορισμένες επαναστατικές εστίες. Χρειάστηκε τελικά η παρέμβαση των τριών Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και η Ναυμαχία του Ναυαρίνου για να κερδίσουμε την ανεξαρτησία μας. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι Μεγάλες Δυνάμεις να αυτοαναγορευτούν σε Προστάτιδες Δυνάμεις και να θέσουν την ανεξαρτησία της Ελλάδας υπό την εγγύησή τους. Αυτό σήμαινε ότι διατηρούσαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά του καινούργιου κράτους, κάτι που έκαναν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αι. και σε μεγάλο μέρος του 20ου αι. Ενώ, αν οι Έλληνες συνέχιζαν ενωμένοι τον Αγώνα για Ανεξαρτησία και δεν ξεσπούσαν οι εμφύλιες συγκρούσεις του 1823 –1824, αυτό θα το είχαμε αποφύγει σε μεγάλο βαθμό…
Και έρχομαι τώρα στο ζήτημα των δύο δανείων που πήραν από την Αγγλία οι Έλληνες κατά τη διάρκεια του Αγώνα για να καλύψουν τις οικονομικές ανάγκες του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Το ζήτημα έχει δύο διαστάσεις: τη διπλωματική και την καθαρά οικονομική. Όσον αφορά τη διπλωματική διάσταση, τα δάνεια αυτά ήταν μια μορφή έμμεσης αναγνώρισης από την Αγγλία της διοίκησης της επαναστατημένης Ελλάδας ως εμπόλεμο κράτος. Όσον αφορά την καθαρά οικονομική διάσταση, τα δάνεια δόθηκαν με επαχθείς όρους και μικρό μόνο μέρος του ονομαστικού κεφαλαίου τους έφτασε στην Ελλάδα για να καλύψει τις ανάγκες του Αγώνα. Ακόμα όμως και αυτό το μικρό μέρος των χρημάτων που έφτασε στην Ελλάδα σπαταλήθηκε από τις κυβερνήσεις των ετών 1825 – 1826 στις εμφύλιες συγκρούσεις. Έτσι, ταυτόχρονα σχεδόν με τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους, ξεκινά και μια από τις παθογένειες που αντιμετωπίζουμε σαν χώρα μέχρι σήμερα: αυτή της οικονομικής μας εξάρτησης από το εξωτερικό.
Παρ’ όλα αυτά, η Ελληνική Επανάσταση είναι το μείζον γεγονός της νεότερης ιστορίας μας αφού με τον ηρωισμό τους οι Έλληνες εκείνης της γενιάς κατάφεραν να ελευθερώσουν μια μικρή έστω γωνιά της ελληνικής γης που περιλάμβανε τη Στερεά, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Βόρειες Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Το αποτέλεσμα αυτό δεν ανταποκρίνονταν στις θυσίες που έκαναν και άλλες περιοχές που επαναστάτησαν, όπως η Κρήτη, η Σάμος, η Χίος, η Κάσος, τα Ψαρά, που τελικά έμειναν εκτός των εδαφών που συμπεριλήφθηκαν στο νεοελληνικό κράτος. Αυτή η μικρή γωνιά όμως που ελευθερώθηκε αποτέλεσε το εφαλτήριο για την απελευθέρωση και των υπόλοιπων αλύτρωτων περιοχών στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ο Χαράλαμπος Σπυρόπουλος είναι δάσκαλος και εργάζεται στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.