Η Παναγία, η γυναίκα και ο ιπποτισμός
Κείμενο: Παναγιώτης Κανελλόπουλος*
Ο IB’ αιώνας, που μέσα του άρχισε ν’ αποκρυσταλλώνεται ο γοτθικός ρυθμός, είναι σ’ όλες τις πνευματικές και ψυχικές εκδηλώσεις του ένας αιώνας θαυμαστός. Στον αιώνα τούτο σημειώνεται κι έξω από τα όρια των πλαστικών τεχνών η ολοκληρωτική παρουσία του νεώτερου δυτικού ανθρώπου, και σημειώνεται —αυτό ακριβώς είναι το θαυμαστό— μέσα στο πλαίσιο των μεσαιωνικών ακόμα κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών θεσμών (και δεσμών). Η ψυχή και το πνεύμα του δυτικού ανθρώπου (στην πλούσια σύνθεση που, όπως ξέρουμε, τον χαρακτηρίζει) εκδηλώνεται με τις λεπτότερες, αλλά ταυτόχρονα και με τις εντονότερες και επιβλητικότερες γραμμές.
Η μεγάλη γιορτή της ψυχής του δυτικού ανθρώπου στο IB’ αιώνα είναι η γιορτή που προκάλεσε η «ανακάλυψη» και η αποθέωση της «γυναίκας». Η γιορτή αυτή προβάλλει σεμνή και υπέροχη, δεν είναι διόλου οργιαστική και διόλου ασυγκράτητη. Όπως μας το δείχνει η γοτθική γλυπτική, που αρχίζει τότε ακριβώς να εκδηλώνεται, όπως μας το δείχνει επίσης η λυρική ποίηση, που παίρνει στο IB’ αιώνα ένα βαθύ προσωπικό χαρακτήρα, όπως μας το δείχνει τέλος το ήθος των ιπποτών που σε τούτον ακριβώς τον αιώνα πηδούν στο προσκήνιο της ιστορικής ζωής, η Παναγία παίρνει ένα χαρακτήρα γυναικείο μ’ όλη τη γλυκύτητα του ανθρώπινου, μα και η γυναίκα παίρνει στα μάτια της εποχής το χαρακτήρα της Παναγίας, μ’ όλη την αγνότητα της θείας Παρθένας. Η λατρεία της γυναίκας έχει στο IB’ αιώνα ένα βαθύτατα θρησκευτικό και μυστικό χαρακτήρα και οι ιππότες αγωνίζονται και πολεμάνε για την πίστη και για τη γυναίκα.
Η σημασία επίσης που παίρνει η γυναίκα μπαίνοντας στο κέντρο της ζωής, όχι μόνο δεν εκφυλίζει τον ανδρισμό κι όχι μόνο δε δίνει ένα θηλυκό χαρακτήρα στον αιώνα, παρά προκαλεί αντίθετα τον άντρα σε ανδραγαθήματα και σε πράξεις τολμηρές, ή σε μυστική αφοσίωση, σε αχαλίνωτη εμβάθυνση, σε «μυστικισμό» (που θα μπορούσε πρόχειρα να ορισθεί σαν ένας έντονος ρομαντισμός με συνειδητό θρησκευτικό χαρακτήρα, που σαν έντονος ρομαντισμός βυθίζει το Θεό στα βάθη της υποκειμενικής ψυχής, συνυφαίνοντας και ταυτίζοντάς τον μαζί της). Έτσι βλέπουμε το IB’ αιώνα να τον χαρακτηρίζουν —καμιά φορά μάλιστα και συνδυασμένα στο ίδιο πρόσωπο— δυο φαινόμενα: ο ιπποτισμός και ο μυστικισμός. Ο ιππότης δεν υπάρχει στην κοινωνική ιεραρχία της παλιάς μεσαιωνικής ευγένειας, παρά προβάλλει αργότερα, και προπάντων στον ΙΑ’ και στο IB’ αιώνα. Η προέλευσή του είναι η προσωπική διάκριση και όχι η καταγωγή.
Ο ιππότης παίρνει θέση στην κατώτατη βαθμίδα της ευγένειας, μα — αυτό είναι ακριβώς το θαυμάσιο— τόσο καταφέρνει να επιβληθεί με το γενναίο του ήθος και με την ευγενικιά του μορφή, που και οι πραγματικοί και ανώτεροι τιτλούχοι (κι αυτοί ακόμα οι βασιλιάδες) τον παίρνουν για πρότυπο και προσπαθούν να τον μιμηθούν. Πολλοί ηγεμόνες στο IB’ και στο IΓ’ αιώνα προβάλλουν σαν ιππότες, κι άλλοτε βέβαια ατυχούν στη μιμητική τους προσπάθεια και καταντούν, σαν το βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο, λιγάκι τυχοδιώκτες, άλλοτε όμως δείχνονται αντάξιοι προς τους ιππότες, όπως δείχτηκαν αντάξιοι οι Γάλλοι βασιλιάδες Λουδοβίκος ο Θ’ (ο Άγιος) και Φίλιππος ο Δ’ (ο Ωραίος) κι οι τρεις Χόενστάουφεν, οι αυτοκράτορες Φρειδερίκος Βαρβαρόσας, Ερρίκος ο Ϛ’ και Φρειδερίκος ο Β’. Στον τυχοδιωκτισμό βέβαια ήταν φυσικό να ‘ναι εκτεθειμένος ο ιπποτισμός, αφού το κυνήγημα του κινδύνου και της περιπέτειας —κυνήγημα, που εκδηλώθηκε καθαρά και στις Σταυροφορίες— είχε μέσα του και το σπόρο του τυχοδιωκτισμού. Πάντως, στο βάθος του ιπποτισμού (και στην επιφάνειά του, όπου φυσικά εκδηλώθηκε γνήσια) πιστοποιούμε την τάση του ιππότη ν’ αγωνισθεί για την πίστη, καθώς και για τους φτωχούς κι αδικημένους, κάνοντας πράξεις άξιες της αγάπης των αγνών γυναικείων ψυχών. Έτσι συνυφάνθηκε στον ιπποτισμό —ας πούμε: στο γοτθικό τύπο του νεώτερου ευρωπαϊκού ανθρώπου— η χριστιανική πίστη μ’ ένα ρομαντικό λυρισμό, μα και με το αρχαίο ελληνικό στοιχείο του ωραίου σώματος και του ηρωικού ήθους. Μ’ άλλα λόγια: απ’ τη μια μεριά η χριστιανική πίστη δεν οδήγησε —όπως οδήγησε στην Ανατολή— στην άρνηση του σώματος και της χαράς, κι απ’ την άλλη μεριά το ηρωικό ήθος και η λατρεία του ωραίου δεν έμειναν στο ψυχρό επίπεδο το στερημένο από αγάπη κι από πόνο, αλλά συνδυάστηκαν στενά με την υποκειμενική ψυχή, με το «εγώ» που τραγουδάει λυρικά και πονάει, που αγαπάει και κλαίει ανθρώπινα.
Η ποίηση στο IB’ αιώνα σπάζει περισσότερο από κάθε προηγούμενη εποχή και τα ψυχρά δεσμά της λατινικής γλώσσας και παντού σχεδόν προβάλλει ζωντανή η φωνή της ψυχής με την εθνική της φορεσιά. Στη βόρεια μάλιστα Γαλλία άρχισε ν’ αναπτύσσεται με ωραία αποτελέσματα και το έμμετρο μυθιστόρημα. Η κελτική ψυχή έγινε η πηγή —κι αυτό βέβαια πρέπει να αναχθεί σε μια καλλιέργεια αιώνων— ενός καινούριου λογοτεχνικού είδους, άγνωστου ως τις μέρες εκείνες. Το «ηρωικό» τραγούδι δε μπορούσε πια να ικανοποιήσει τις ψυχές. Ποιο ήταν όμως το λεγόμενο «ηρωικό» άσμα; Πριν μιλήσουμε για τα δημιουργήματα της κελτικής (δηλαδή γαλατικής) ψυχής και φαντασίας, πρέπει να γνωρίσουμε το καθαρά «φραγκικό» (δηλαδή γερμανικό) στοιχείο του γαλλικού πνεύματος. Το γαλατικό και το φραγκικό στοιχείο συνυφάνθηκαν βέβαια με τον καιρό, μα στους πρώτους αιώνες της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας προβάλλουν χωρισμένα.
*Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Πάτρα, 13 Δεκεμβρίου 1902 – Αθήνα, 11 Σεπτεμβρίου 1986) υπήρξε Έλληναςφιλόσοφος, πολιτικός και ακαδημαϊκός. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος. Τόμος Α’, εκδόσεις Αετός Α.Ε., Αθήνα, 1942.
http://imaginemdei.blogspot.gr/2011/07/glorious-st-anne-iconography-of-st-anne_19.html