Ο Ξενοφώντας, η Σπάρτη και οι περιπέτειες των ισχυρών
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Όταν ο Δερκυλίδας κατέλαβε τη Γέργιθα, ήταν φανερό ότι είχε υπό τον έλεγχό του την περιοχή της Αιολίδας. Ο σπαρτιατικός επεκτατισμός ήταν πλέον απολύτως ορατός, και η Σπάρτη ήταν ξεκάθαρος ρυθμιστικός παράγοντας στα παράλια της Ασίας. Ο Δερκυλίδας είχε καταφέρει να κυριεύσει εννιά πόλεις μέσα σε οχτώ μέρες.
Ο Φαρνάβαζος φοβούμενος ότι θα μπορούσε να κινδυνεύσει και η Φρυγία προτίμησε να κάνει ανακωχή με το Δερκυλίδα. Μετά από αυτά ο Δερκυλίδας δεν είχε τίποτε άλλο κατά νου απ’ το να βρει ένα ασφαλές μέρος να ξεχειμωνιάσει, χωρίς να επιβαρύνει τους συμμάχους, όπως έκανε ο Θίβρων. Αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη Θράκη της Βιθυνίας: «τούτο δεν πολυστενοχώρησε τον Φαρνάβαζο, που βρισκόταν συχνά σε πόλεμο με τους Βιθυνούς. Το μεγαλύτερο διάστημα ο Δερκυλίδας λεηλατούσε ανενόχλητος τη Βιθυνία κι είχε άφθονα τα εφόδια. Αργότερα ωστόσο του ήρθαν σύμμαχοι από την αντικρινή όχθη, σταλμένοι από τον Σεύθη, κάπου διακόσιοι Οδρύσες ιππείς και τριακόσιοι πελταστές». (3,2,2).
Αυτές οι συμμαχικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν σε διαφορετικό σημείο από το στρατό του Δερκυλίδα κι άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο μάζεψαν τόσους αιχμαλώτους και λάφυρα, που οι Βιθυνοί θορυβήθηκαν. Τελικά, αφού παρακολούθησαν την κίνηση του στρατοπέδου, επιτέθηκαν τη στιγμή που ο κύριος όγκος του στρατού ήταν εκτός, κατέσφαξαν τους φρουρούς, πήραν πίσω τα συγκεντρωμένα λάφυρα κι άφησαν πίσω τους γυμνά πτώματα.
Ο Δερκυλίδας, όταν πληροφορήθηκε τη σφαγή, έσπευσε να βοηθήσει, αλλά ήταν πολύ αργά. Κατόπιν αυτών, οι Οδρύσες σύμμαχοι στρατοπέδευσαν στο ίδιο μέρος με τους σπαρτιάτες και συνέχισαν να πλιατσικολογούν τη Βιθυνία.
Με τον ερχομό της άνοιξης ο Δερκυλίδας κατέφυγε στη Λάμψακο, όπου συναντήθηκε με τον Άρακο, το Ναυβάτη και τον Αντισθένη, οι οποίοι ήρθαν από τη Σπάρτη για να του δηλώσουν την ικανοποίηση των σπαρτιατικών αρχών από τη δράση του, κυρίως επειδή δεν προσπάθησε να απομυζήσει τους απελευθερωμένους συμμάχους προξενώντας δυσαρέσκεια, όπως είχε κάνει ο Θίβρων πρωτύτερα.
Ήταν βέβαιο ότι ο Δερκυλίδας θα παρέμενε αρχηγός του σπαρτιατικού στρατού στην Ασία: «Την ώρα που οι απεσταλμένοι της Σπάρτης βρίσκονταν στην ίδια σκηνή με τον Δερκυλίδα, κάποιος από την ακολουθία του Αράκου θύμισε ότι είχαν αφήσει στη Λακεδαίμονα πρέσβεις των Χερσονησιωτών, που δήλωναν ότι δεν μπορούσαν πια να καλλιεργήσουν τη Χερσόνησο επειδή την καταλήστευαν οι Θράκες – ενώ αν χτιζόταν ένα προστατευτικό τείχος από τη μια θάλασσα ως την άλλη θα υπήρχε άφθονη κι εύφορη γη να καλλιεργήσουν κι αυτοί κι όσοι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν. Για τούτο, είπαν οι απεσταλμένοι, δεν θα τους παραξένευε αν η πόλη έστελνε κάποιον Λακεδαιμόνιο, με στρατό, γι’ αυτόν τον σκοπό». (3,2,8).
Ο Δερκυλίδας, χωρίς να δείξει τις προθέσεις του για το θέμα, έστειλε τους πρέσβεις στην Έφεσο με σκοπό να περάσουν από όλες τις ελληνικές πόλεις και να διαπιστώσουν προσωπικά τις συνθήκες ειρήνης κι ευημερίας που απολάμβαναν. Αφού ανανέωσε την ανακωχή με το Φαρνάβαζο κατευθύνθηκε προς τη Χερσόνησο. Όταν κατάλαβε ότι τα πράγματα ήταν ακριβώς όπως τα έλεγαν οι Χερσονησιώτες, ανέλαβε αμέσως δράση: «Μετρώντας τον ισθμό βρήκε πως είχε πλάτος τριάντα εφτά στάδια· τότε, χωρίς να χάσει καιρό, έκανε θυσία κι άρχισε να κατασκευάζει τείχος, μοιράζοντας τη δουλειά στις μονάδες με την υπόσχεση ότι θα ‘δινε βραβεία σ’ εκείνους που πρώτοι θα τέλειωναν το κομμάτι τους, και στους άλλους ανάλογα με την επίδοσή τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωσε το τείχος – που ‘χε αρχίσει μόλις την άνοιξη – πριν τελειώσει το καλοκαίρι». (3,2,10).
Όλα είχαν διευθετηθεί σύμφωνα με τις επιθυμίες του Δερκυλίδα· μόνο μία υπόθεση έμενε να εκκρεμεί: «εξόριστοι από τη Χίο κατείχαν τον Αταρνέα, ισχυρή τοποθεσία απ’ όπου έκαναν εξορμήσεις και καταλήστευαν την Ιωνία, ζώντας από τη λεηλασία». (3,2,11). Δεν έχασε καθόλου χρόνο: «Σαν έμαθε πως είχαν πολύ στάρι, στρατοπέδευσε τριγύρω τους και τους πολιόρκησε. Σ’ οχτώ μήνες τους ανάγκασε να συνθηκολογήσουν». (3,,2,11).
Ο Δερκυλίδας είχε αναδειχθεί σε άνθρωπο για όλες τις δουλειές. Όποια πόλη είχε προβλήματα κι ένιωθε ότι καταπιέζεται ή αδικείται δεν είχε παρά να απευθυνθεί σ’ αυτόν. Όταν διευθετήθηκε και το θέμα στον Αταρνέα, αυτό που έμενε ήταν η επόμενη αποστολή. Κι όσο κρατούσε η ανακωχή με το Φαρνάβαζο, ήταν φανερό ότι τα πράγματα θα οδηγούσαν στον Τισσαφέρνη: «Ως εκείνο τον καιρό οι σχέσεις ανάμεσα στον Τισσαφέρνη και τον Δερκυλίδα, καθώς κι ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους της περιοχής, ήταν ειρηνικές. Τότε όμως πήγαν στη Λακεδαίμονα πρέσβεις από τις ιωνικές πόλεις κι εξήγησαν ότι στο χέρι του Τισσαφέρνη ήταν, αν ήθελε, να παραχωρήσει αυτονομία στις ελληνικές πόλεις και θα τους την παραχωρούσε μια ώρα αρχύτερα, είπαν, αν πάθαινε καταστροφές η Καρία όπου ζούσε ο ίδιος. Ακούγοντας αυτά οι έφοροι έστειλαν διαταγή στον Δερκυλίδα να πάρει τον στρατό και να διαβεί το ποτάμι προς την Καρία, ενώ ο ναύαρχος Φάραξ θα πήγαινε από τα παράλια με τον στόλο. Έτσι κι έγινε». (3,2,12).
Υπό αυτές τις συνθήκες, η συνάντηση Τισσαφέρνη και Φαρναβάζου κρίνεται απολύτως αναμενόμενη. Βρισκόμαστε μπροστά στον ίδιο αιώνιο νόμο της ιστορίας που θέλει το δυναμικό επεκτατισμό της ισχύος να συνασπίζει όλους τους άλλους προς αποκατάσταση των ισορροπιών. Το ότι οι σχέσεις Τισσαφέρνη και Φαρναβάζου δεν ήταν οι καλύτερες, αφού ανταγωνίζονταν για το ποιος θα ευνοηθεί περισσότερο από το βασιλιά – και το γεγονός ότι δόθηκε η αρχιστρατηγία στον Τισσαφέρνη είχε δυσαρεστήσει το Φαρνάβαζο –, δε θα μπορούσε να επηρεάσει στο ελάχιστο τις εξελίξεις.
Η ιστορία φαίνεται να επαναλαμβάνεται με τους ίδιους νόμους, όπως τους είχε ορίσει ο Θουκυδίδης. Τότε, μπροστά στην αθηναϊκή ισχύ συμμάχησαν οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες. Τώρα, που η Αθήνα έχει εξουδετερωθεί, η απειλή είναι η Σπάρτη και θα συμμαχήσουν ο Τισσαφέρνης με το Φαρνάβαζο. Είναι βέβαιο ότι, αν δεν υπήρχε στο προσκήνιο η Σπάρτη, ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος θα είχαν τις χειρότερες σχέσεις. Η δύναμη που κινεί την ιστορία είναι το συμφέρον. Και το συμφέρον είναι υπόθεση των ισχυρών. Οι ανίσχυροι δεν μπορούν να έχουν αξιώσεις.
Ο Τισσαφέρνης και ο Φαρνάβαζος, αφού οχύρωσαν την Καρία, ώστε να είναι αδύνατο στο Δερκυλίδα να την καταλάβει, κατευθύνθηκαν προς την Ιωνία: «Μαθαίνοντας ο Δερκυλίδας ότι είχαν ξαναπεράσει τον Μαίανδρο, είπε στον Φάρακα ότι φοβόταν μήπως ο Τισσαφέρνης κι ο Φαρνάβαζος, βρίσκοντας τη χώρα απροστάτευτη, κάνουν επιδρομές και τη λεηλατήσουν· διάβηκε λοιπόν κι αυτός το ποτάμι. Ενώ όμως βάδιζαν με τον στρατό τους ασύνταχτο, νομίζοντας ότι ο εχθρός είχε κιόλας προχωρήσει προς την περιοχή της Εφέσου, βλέπουν ξαφνικά […] Κάρες με λευκές ασπίδες. Όλο τον περσικό στρατό που έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή, όλους τους Έλληνες μισθοφόρους του ενός και του άλλου σατράπη και πολύ ιππικό – του Τισσαφέρνη στο δεξιό κέρας και του Φαρναβάζου στο αριστερό». (3,2,14).
Η σύγκρουση απεφεύχθη χάρη στην πρωτοβουλία του Τισσαφέρνη να στείλει απεσταλμένους και να ζητήσει συνάντηση. Η αλήθεια είναι ότι δίστασε να δώσει τη μάχη «λογαριάζοντας το πώς είχαν πολεμήσει τους Πέρσες οι μισθοφόροι του Κύρου και πιστεύοντας ότι όλοι οι Έλληνες τους έμοιαζαν…». (3,2,18).
Όμως, κι ο Δερκυλίδας, αν και παρατάχτηκε κανονικά, ήταν φανερό ότι επίσης δεν ήθελε αυτή τη μάχη: «Ενώ […] οι Πελοποννήσιοι στρατιώτες ετοιμάζονταν ήρεμα να πολεμήσουν, από τους άλλους – όσοι ήταν από την Πριήνη, το Αχίλλειο, τα νησιά και τις ιωνικές πόλεις – μερικοί το ‘βαλαν στα πόδια πετώντας τα όπλα τους μέσα στα στάχυα […] αλλά κι εκείνοι που έμεναν στις θέσεις τους έδειχναν φανερά πως δεν θα ‘μεναν για πολύ. Ταυτόχρονα μαθεύτηκε ότι ο Φαρνάβαζος ζητούσε να δώσουν μάχη». (3,2,17-18).
Στη συνάντηση, ο Δερκυλίδας ζήτησε να μεταφέρουν στο βασιλιά το αίτημα να αφήσει ελεύθερες τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ο Τισσαφέρνης και να αποσυρθούν άμεσα τα σπαρτιατικά στρατεύματα από την Ασία: «Έπειτα απ’ αυτή την ανταλλαγή απόψεων έκαναν ανακωχή, ώσπου ν’ αναφερθούν ο Δερκυλίδας στη Λακεδαίμονα κι ο Τισσαφέρνης στον Βασιλέα». (3,2,20).
Από την άλλη, και μέσα στην Πελοπόννησο το κλίμα ήταν επίσης συγκρουσιακό. Οι Ηλείοι έχοντας κερδίσει συμμαχίες προκαλούσαν ανοιχτά τη Σπάρτη: «… δεν άφηναν τους Λακεδαιμονίους να πάρουν μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες – ούτε στους ιππικούς ούτε στους αθλητικούς –, με τον ισχυρισμό ότι είχαν σε βάρος τους καταδίκη· κι ως να μην έφταναν αυτά, όταν ο Λίχας – που ‘χε δώσει το άρμα στους Θηβαίους – μπήκε να στεφανώσει τον ηνίοχο την ώρα που τους ανακήρυξαν νικητές, τον μαστίγωσαν – γέρον άνθρωπο – και τον έδιωξαν. Αργότερα πάλι, μια φορά που ο Άγις στάλθηκε να κάνει θυσία στον Δία σύμφωνα μ’ έναν χρησμό, οι Ηλείοι δεν τον άφησαν να προσευχηθεί, για νίκη στον πόλεμο, λέγοντας ότι αποτελούσε αρχαίο έθιμο να μη ζητάνε οι Έλληνες χρησμό για πολέμους αναμεταξύ τους· έτσι ο Άγις έφυγε δίχως να κάνει θυσία». (3,2,21-22).
Οι Ηλείοι, προφανώς, θεωρώντας ότι μπορούν να τα βγάλουν πέρα με τους Λακεδαιμονίους θέλησαν να επιδείξουν τη δική τους δύναμη καθιερώνοντας το δικό τους πόλο ισχύος μέσα στην Πελοπόννησο. Κι αποθρασύνθηκαν εντελώς, όταν, ενώ εκστράτευσαν οι Σπαρτιάτες εναντίον τους, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω ματαιώνοντας την εκστρατεία λόγω ενός σεισμού. Την επόμενη χρονιά όμως, η Σπάρτη έκανε πραγματική επίδειξη δύναμης: «Μόλις ο Άγις εισέβαλε από την Αυλώνα, αμέσως αποστάτησαν από τους Ηλείους και πήγαν με το μέρος τους οι Λεπρεάτες, το ίδιο και οι Μακίστιοι, κι αμέσως μετά οι Επιταλιείς· καθώς περνούσε το ποτάμι προσχώρησαν οι Λετρίνοι, οι Αμφίδολοι κι οι Μαργανείς». (3,2,25).
Τώρα πια κανείς δεν εμπόδισε τον Άγι να κάνει θυσία. Οι Σπαρτιάτες λεηλάτησαν τη χώρα και κυριολεκτικά κατέστρεψαν την ύπαιθρο. Ο Άγις έφτασε μέχρι την πόλη χωρίς καμία αντίσταση και διέλυσε τα προάστια. Την πόλη όμως δεν την κατέλαβε, αν και ήταν ανοχύρωτη. Η άποψη που επικράτησε ήταν ότι δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό. Το επόμενο καλοκαίρι οι Ηλείοι αναγκάστηκαν να αποδεχτούν όλους τους όρους που επέβαλε η Σπάρτη.
Όταν κάποιος προκαλεί την ισχύ, χωρίς να έχει τα μέσα να την αντιμετωπίσει, δεν προβάλλει τη γενναιότητα αλλά την ανοησία. Ο συμβιβασμός είναι η μοναδική διέξοδος – εκτός αν επιλέξει την καταστροφή. Τελικά, αυτό που απομένει είναι μάλλον η γελοιοποίηση. Το σίγουρο είναι ότι η ισχύς δεν επαναπαύεται ποτέ. Είτε ασκώντας επεκτατισμό είτε αντιμετωπίζοντας προκλήσεις – σοβαρές ή γελοίες – είναι αναγκασμένη σε διαρκή εγρήγορση. Ο πόλεμος μετατρέπεται σε μόνιμη συνθήκη. Ο εφησυχασμός είναι το τέλος της ισχύος. Όποιος δεν έχει όρεξη για περιπέτειες, δε θα γίνει ποτέ ισχυρός.
Ακόμη και μέσα στην πόλη τα πράγματα δεν ήταν ήρεμα. Ο θάνατος του Άγιδος έφερε τη διαμάχη της διαδοχής: «Τότε τσακώθηκαν, για το ποιος θα γίνει βασιλιάς, ο Λεωτυχίδης – που έλεγε πως ήταν γιος του Άγιδος – κι ο Αγησίλαος, που ήταν αδελφός του». (3,3,1).
Έχουμε περάσει πια στο 398 π. Χ., όταν τα πράγματα έδειχναν ότι έφταναν σε αδιέξοδο. Ο Αγησίλαος επανέφερε στο προσκήνιο τις φήμες που έλεγαν πως ο Λεωτυχίδης ήταν νόθο παιδί του Αλκιβιάδη, ο οποίος υπήρξε εραστής της γυναίκας του Άγιδος, όταν εγκατέλειψε την Αθήνα και πέρασε στη Σπάρτη. Εφόσον δεν υπήρχε γνήσιος απόγονος έπρεπε ο αδερφός να αναλάβει τη βασιλεία.
Από την πλευρά του κι ο Λεωτυχίδης κάθε άλλο παρά ήταν πρόθυμος να εγκαταλείψει τον αγώνα. Κι όπως ήταν φυσικό, ο καθένας είχε τους δικούς του συμμάχους: «Ο Διοπείθης – δεινός ερμηνευτής χρησμών – υποστήριξε τον Λεωτυχίδη λέγοντας πως υπήρχε και χρησμός του Απόλλωνα που συμβούλευε να φυλαχτούν από “κουτσή βασιλεία”. Ο Λύσανδρος όμως, παίρνοντας το μέρος του Αγησιλάου, του αποκρίθηκε ότι κατά τη γνώμη του δεν είχε συμβουλέψει ο θεός να φυλαχτούν από άνθρωπο που θα κούτσαινε από χτύπημα, αλλά μάλλον να μη γίνει βασιλιάς κάποιος που δεν βαστούσε από βασιλική γενιά – γιατί τότε θα ήταν κουτσή η βασιλεία, όταν δεν θα κυβερνούσαν την πόλη απόγονοι του Ηρακλή». (3,3,3). Τελικά, οι πολίτες επέλεξαν για βασιλιά τον Αγησίλαο.
Όμως, πριν κλείσει χρόνος, οι θυσίες που έκανε ο Αγησίλαος στους θεούς έδειχναν ξεκάθαρα αρνητικά σημάδια. Ο μάντης – ερμηνευτής της θεϊκής βούλησης διέβλεπε συνωμοσία σε βάρος του νέου βασιλιά. Οι θυσίες έγιναν τρεις φορές δίνοντας πάντα τα ίδια αποτελέσματα. Λίγες μέρες αργότερα έφτασε στους εφόρους επίσημη καταγγελία για τη συνωμοσία που γεννιόταν, εμπνευστής και οργανωτής της οποίας ήταν ο Κινάδων, ένας γενναίος νεαρός, που δεν ανήκε στους καθαυτό Σπαρτιάτες.
Ο άνθρωπος που έκανε την καταγγελία ανέφερε «ότι κατά τα λεγόμενα του Κινάδωνος αυτός κι οι άλλοι ηγέτες είχαν μυήσει λίγους, αλλά έμπιστους· οι ίδιοι όμως έλεγαν ότι ήταν μαζί τους όλοι οι είλωτες, οι νεοδαμώδεις, οι υπομείονες και οι περίοικοι – γιατί όποτε γινόταν λόγος ανάμεσα σ’ αυτούς για τους Σπαρτιάτες, κανένας δεν μπορούσε να κρύψει ότι μ’ ευχαρίστηση θα τους έτρωγε κι ωμούς». (3,3,6).
Οι είλωτες, οι φτωχοί και οι νεοφερμένοι πολίτες, που δεν απολαμβάνουν τη ζωή και την αναγνώριση των άλλων αποτελούν πάντα την προσφιλέστερη μαγιά για τα επαναστατικά κινήματα. Το μόνο που μένει είναι η οργανωτική πνοή και η πίστη της επιτυχίας, που, συνήθως, παρέχουν κάποιοι επιφανείς εποφθαλμιώντας την εξουσία.
Η Σπάρτη είχε γνωρίσει πολλές φορές απειλή από τους είλωτες. Πού αλλού θα μπορούσαν να απευθυνθούν οι δυσαρεστημένοι από τα υψηλά στρώματα, που θέλουν ανατροπές; Ο ίδιος ο Κινάδων, όταν τον ρώτησαν μετά τη σύλληψή του τους λόγους που τα έκανε όλα αυτά, απάντησε: «Να μην είμαι κατώτερος από κανέναν στη Λακεδαίμονα». (3,3,10). Όσο για τον οπλισμό: «μαχαίρια, σπαθιά, σούβλες, τσεκούρια, αξίνες και δρεπάνια […] κι όλα τούτα, που μεταχειρίζονται οι άνθρωποι για να δουλέψουν τη γη, το ξύλο ή το λιθάρι, αποτελούν όπλα». (3,3,7).
Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για τον Αγησίλαο. Δεν ήταν όμως εύκολα ούτε και για το λαό της Σπάρτης, που διαρκώς εκστράτευε είτε στα παράλια της Ασίας, προς απελευθέρωση των άλλων, είτε μέσα στην Πελοπόννησο προς συμμόρφωση όσων αυθαδιάζουν. Το όραμα της νίκης επί των Αθηναίων, που υποσχόταν ήρεμη και χωρίς κινδύνους ζωή δε φαίνεται να επαληθεύεται. Η αναταραχή του αρχαίου κόσμου συνεχίζεται, αν και οι «κακοί» Αθηναίοι έχουν φύγει από το προσκήνιο…
Ξενοφώντος: «Ελληνικά», βιβλίο τρίτο, μετάφραση Ρόδης Ρούφος, εκδόσεις «Ωκεανίδα», πρώτος τόμος, Αθήνα 2000.
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AC_%CE%91%CF%83%CE%AF%CE%B1
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AC_%CE%91%CF%83%CE%AF%CE%B1
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B5%CE%BB%CF%84%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82