Ο Δημήτρης Ψαθάς και ο βλάκας ως θύμα των ηλιθίων
” Στις 13 Ιανουαρίου του 1956 ανεβαζόταν για πρώτη φορά στο θέατρο Αθηνών η κωμωδία «Ένας βλάκας και μισός. Όταν λίγους μήνες πριν τη διάβαζα στον αξέχαστο Λογοθετίδη, σε μια στιγμή καθώς έκανα να γυρίσω το φύλλο του κειμένου, αναποδογύρισα το φλιτζάνι του καφέ και το περιεχόμενο πλημμύρισε τη σελίδα.
— Μπράβο, φώναξε χαρούμενος ο Λογοθετίδης, σταμάτα, δε θέλω να μου διαβάσεις άλλο!
— Μα πώς, απόρησα, δεν τέλειωσα ακόμη τη δεύτερη πράξη και δεν άκουσες τίποτα από την τρίτη.
— Δε χρειάζεται, απάντησε με πεποίθηση. Θα έχουμε μεγάλη επιτυχία.
— Ώστε σου άρεσε τόσο πολύ το έργο;
— Δεν πρόκειται γι’ αυτό. Χύθηκε ο καφές.”
Δημήτρης Ψαθάς
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Το έργο του Ψαθά «Ένας βλάκας και μισός» έχει παιχτεί κι έχει ξαναπαιχτεί και θα παίζεται διαρκώς, όσο υπάρχει θέατρο. Εξάλλου, όσες φορές και να το δει κανείς, είναι βέβαιο ότι θα γελάσει, ακόμη κι αν έχει μάθει τις ατάκες απ’ έξω. Οι ανατροπές, οι ακραίες καταστάσεις που εκτυλίσσονται, η διαπόμπευση κάθε ηθικής μέσω της υποκρισίας των χαρακτήρων, η κωμική συμφεροντολογία της κοντόφθαλμης σκέψης, οι εμμονές και τα ασυγκράτητα πάθη των ανθρώπων που παρελαύνουν συνθέτουν το πορτρέτο της ολικής ηλιθιότητας, η οποία, όμως, κρίνεται τόσο δεδομένη, σχεδόν αυτονόητη. Όλοι συμπεριφέρονται ανοήτως και ταυτόχρονα εκπληρώνουν τις συνθήκες που ορίζει η κοινή λογική. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι τα πρόσωπα που συντρίβονται, αλλά οι κοινωνικές αντιλήψεις που τα διαμορφώνουν.

Για την Ουρανία, την τριανταπεντάρα χήρα του μακαρίτη κυρ – Σωτήρη, κρίνεται λογικό να παντρευτεί έναν άντρα που δεν ήθελε, είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, γιατί είχε λεφτά. Με το που χήρεψε τα έμπλεξε και με τον Καραμήτσο και με το Χατζημελέτη. (Εξάλλου, και όσο ζούσε ο κυρ – Σωτήρης, η γειτονιά είχε να λέει πολλά…). Το υποκριτικό της πένθος με το πανάκριβο μνημόσυνο και την παρουσία του μητροπολίτη, τα καινούργια μαύρα φορέματα και τις κραυγές οδύνης είναι το θέατρο που πρέπει να παιχτεί μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής αποδοχής. Η υπερβολή είναι το επιστέγασμα του κύρους. Από την πλευρά του, ο κόσμος, αν και γνωρίζει καλά τις διαθέσεις της χήρας, θα παίξει το δικό του ρόλο παριστάνοντας ότι συμμετέχει στη θλίψη. Το θεαθήναι μετατρέπεται σε κοινωνική αποστολή. Θα λέγαμε ότι ως ένα βαθμό, όλα αυτά κρίνονται αναπόφευκτα. Η υποκρισία είναι αλληλένδετη με την κοινωνική συμπεριφορά. Θα μπορούσε κάποιος ακόμη και να συμπονέσει τη χήρα για όλη αυτή τη ματαιότητα που πρέπει να υποστεί.
Η ηλιθιότητα της Ουρανίας αφορά πρωτίστως τις επιλογές της ιδιωτικής της ζωής. Τάζει γάμο στον κουτο – Θωμά και τον εκμεταλλεύεται προκειμένου να φέρει σε πέρας διάφορες εκκρεμότητες – κυρίως στην είσπραξη της ασφάλειας, που προέβλεπε παχυλή αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου του συζύγου – γνωρίζοντας ότι είναι ερωτευμένος μαζί της πάνω από εικοσαετία. Τον φέρνει στα άκρα προτείνοντας τη σεξουαλικότητα, αλλά ποτέ δεν τον αφήνει να απλώσει χέρι. Την περίπτωση να εξαγριωθεί ο Θωμάς και να υπάρξουν ακρότητες ούτε που την υπολογίζει, ακόμη κι όταν η μητέρα της την προειδοποιεί γι’ αυτό. Όταν εμφανίζεται ο σύζυγος, που κάθε άλλο παρά είναι νεκρός, προτείνει στο Θωμά να τον δολοφονήσει στο όνομα της μελλοντικής ευτυχίας που του υπόσχεται. Το ότι τελικά ο Θωμάς δέχεται και προσπαθεί να τον δηλητηριάσει δεν την προβληματίζει στο ελάχιστο.
Κι εδώ δεν έχει σημασία η αποτυχία της απόπειρας – το δηλητήριο αποδεικνύεται ζαχαρίτσα – αλλά η ψυχολογική κατάσταση του Θωμά, που αποδεικνύεται ικανός για τα πάντα. Η επιπολαιότητα της Ουρανίας κρύβεται ακριβώς στην αίσθηση της παντοδυναμίας πάνω στον άλλο, που νομίζει ότι μπορεί να τον εξευτελίσει μέχρις εσχάτων χωρίς την ελάχιστη συνέπεια. Αδυνατεί να κατανοήσει τα αυτονόητα, αφού ο Θωμάς πράγματι θα γινόταν ανεξέλεγκτος και θα την εκδικούταν, όταν θα ένιωθε προδομένος – πράγμα που τελικά έγινε στο δικαστήριο της τρίτης πράξης. Από την άλλη, έχοντας το χρήμα της ασφάλειας είναι έτοιμη να παντρευτεί το νεαρό – πλην άφραγκο – Χατζημελέτη βάζοντας τον εαυτό της στη θέση του συζύγου της, που προσπαθεί να εξοντώσει. Η διαχείριση του μέλλοντος είναι αδύνατη για την Ουρανία.
Από την άλλη, ο κυρ Σωτήρης, ο σύζυγος, δεν έχει άλλη σκέψη από το χρήμα. Στην ουσία δεν έχει αγαπήσει τίποτε. Ακόμη κι όταν ομολογεί στο Θωμά ότι γνωρίζει πως η Ουρανία τον απατά δηλώνει αδιάφορος: «Όταν μ’ απατά, νομίζει πως δεν το ξέρω… χε, χε, χε… Δε με νοιάζει… Εγώ τα λεφτουδάκια ξέρω. Μόνο τα λεφτουδάκια αγαπάω». Όταν μετά το ναυάγιο κατάφερε να σωθεί περνώντας στην Τουρκία πάνω σε μια σανίδα, το πρώτο που σκέφτηκε ήταν ότι, αν όλοι τον θεωρούσαν πνιγμένο, θα μπορούσε να εισπράξει τα λεφτά της ασφάλειας. Δεν έδωσε κανένα στοιχείο στους χωροφύλακες που τον βρήκαν με αποτέλεσμα να μπει φυλακή – προς μεγάλη του χαρά – για ένα χρόνο, εξασφαλίζοντας ότι δε θα υπήρχε η ελάχιστη υποψία ότι είναι ζωντανός. Τώρα πια έφτασε στο σπίτι προς κατάπληξη όλων, μία μόνο μέρα πριν το μνημόσυνο. Φυσικά, δίνει εντολές να γίνουν όλα κανονικά. Κανείς δεν πρέπει να μάθει ότι ζει. Με τίποτε δεν πρέπει να κινδυνέψουν τα λεφτά της ασφάλειας.
Ζητάει από τη γυναίκα του τη βαλίτσα με τα λεφτά. Αμέσως μετά κάνει φασαρία για τα ποσά που ξοδεύτηκαν για την κηδεία και το μνημόσυνό του και απαιτεί από το Θωμά να ακυρώσει την παρουσία του μητροπολίτη που του στοιχίζει ένα χιλιάρικο: «Να τον κόψεις το μητροπολίτη! Δε θέλω μητροπολίτη… Εννιακόσιες δραχμές για παπάδες! … Πόσους παπάδες πήρες μωρέ; … Γιατί δεν τους έκανες παζάρια; … Διακόσιες πενήντα δραχμές για κόλλυβα! Πα, πα, πα! Μα εσείς ξεσηκωθήκατε να θρέψετε τη γειτονιά! … Από μια χουφτίτσα φτάναν … έπρεπε να πάει όλη η ασφάλεια σε κόλλυβα;» Κι αφού περνά αυτό έρχεται άλλος καημός να τον βασανίσει: «Καίγεται η ψυχή του, λέει που έχει τόσα λεφτά στα χέρια του και δεν μπορεί να τα τοκίσει! … Έκατσε κι έκανε λογαριασμό. Σε τόσες μέρες πόσους τόκους χάνει».
Όταν ο ξάδερφος της υπηρέτριας, ο Αναστάσης, του κλέβει τα λεφτά δε διστάζει να βγει ουρλιάζοντας στο σαλόνι όπου είναι μαζεμένος όλος ο κόσμος του μνημόσυνου. Προκαλείται πανικός! Σκάνδαλο! Στην τρίτη πράξη θα δικαστεί μαζί με τη γυναίκα του για εξαπάτηση της ασφαλιστικής εταιρείας. Η καταδίκη είναι βέβαιη… Η ηλιθιότητα του κυρ – Σωτήρη εκδηλώνεται ως συναισθηματικός ακρωτηριασμός. Σε τελική ανάλυση δεν αγαπάει ούτε τον εαυτό του. Προτίμησε να μείνει φυλακή για ένα χρόνο ζώντας την ευτυχία των χρημάτων που θα αποκτούσε. Φανερώθηκε διακινδυνεύοντας τα πάντα προκειμένου να πιάσει τον κλέφτη. Κι ας μην εννοηθεί ότι αυτό ήταν μια ασυλλόγιστη πράξη πάνω στον πανικό του. Έχει ήδη αποδείξει ότι δεν υπολογίζει τη φυλακή, αν είναι για το χρήμα. Εξάλλου, τα σχέδιά του να διαφύγει στην Αργεντινή με τα λεφτά της ασφάλειας δεν έχουν πια καμιά αξία. Θα έλεγε κανείς ότι μετά την κλοπή ολόκληρη η ζωή του δεν έχει καμιά αξία.

Από τη μεριά της, η κυρά – Θοδώρα, μητέρα της Ουρανίας, δεν κάνει τίποτε για να αποτρέψει το φιάσκο του μνημόσυνου υποθάλποντας την εξαπάτηση της ασφαλιστικής. Η προειδοποίηση για την εκδικητικότητα του Θωμά – μετά την ολοκληρωτική του ματαίωση – και η δυσφορία για τις ερωτικές δραστηριότητες της κόρης είναι λόγια χωρίς περιεχόμενο. Στην πράξη συμμετέχει ενεργά. Όταν ο Φώτης, ο φωτογράφος, προειδοποίησε το Θωμά για τις σχέσεις της Ουρανίας με τον Καραμήτσο, η κυρα – Θοδώρα έδωσε παράσταση: «Μα πώς πίστεψες αυτόν τον παλιάνθρωπο, Θωμά; Ξέρεις τι ακάθερμα είναι αυτός;» Επί της ουσίας είναι ίδια με την κόρη της. Στο δικαστήριο ξεσπάθωσε εναντίον όλων· στο δικηγόρο της Ουρανίας: «Άφησες και είπαν του κόσμου τις αηδίες κι ούτε μίλησες καθόλου. Σπουδαίο δικηγόρο βρήκαμε! Αν θέλαμε να πάμε φυλακή, δεν είχαμε ανάγκη από δικηγόρο…»· στο δικηγόρο της εταιρείας: «Τι κουβέντες είναι αυτές που είπες, δε μου λες; Δεν ντρέπεσαι, κοτζάμ άντρας;»· στον πρόεδρο του δικαστηρίου: «Α, μα δεν κρατιέμαι άλλο! Τι σουτ και σουτ κύριε πρόεδρε; Δεν άκουσες τι είπε ο αδιάντροπος; Φτου σου να χαθείς, να χαθείς!» Τελικά έφαγε δεκαπέντε μέρες κράτηση για προσβολή δικαστηρίου.
Ακόμα και το δικαστήριο αποδίδεται σαν φάρσα. Το δίδυμο των δικηγόρων με τις φλυαρίες, τους άκαμπτους – απολύτως ξένους – νομικούς όρους και τα κωμικά ονόματα (Περλεπές και Σαματάς) πιστοποιούν το γκροτέσκο της διαδικασίας. Η κατάθεση του Θωμά είναι απλώς το φυτίλι προκειμένου να πυροδοτηθεί το γελοίο. Ο πρόεδρος που προσπαθεί να φανεί αυστηρός και τα χάχανα του κοινού σηματοδοτούν τις αρχές της παρωδίας. Όσο για την υπηρέτρια, ανεψιά του κυρ – Σωτήρη, την Ανθή, η οποία είναι παράφορα ερωτευμένη με το Θωμά, είναι επίσης ανόητη, όταν νομίζει ότι ο χρόνια ερωτευμένος με την Ουρανία Θωμάς (που για χάρη της μπήκε και σε μοναστήρι) τρέχει από πίσω της λόγω των χρημάτων της ασφάλειας και βάζει τον ξάδερφό της να τα κλέψει προκειμένου να τον κερδίσει.
Ο Ψαθάς παρουσιάζει τη βλακεία σαν σύνδρομο που εκδηλώνεται τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι θεσμοί, οι κοινωνικές αξίες, οι ανθρώπινες σχέσεις και η τρέχουσα ηθική είναι μοιραίο να γελοιοποιηθούν, αφού, τελικά, ο κυνισμός είναι που σκεπάζει τα πάντα. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται και η πηγή της κωμικότητας. Ο άκρατος κυνισμός των χαρακτήρων (όλοι αδιαφορούν παντελώς για τις επιθυμίες ή την αξιοπρέπεια του άλλου) και το ατόφιο που κρύβεται μέσα στον τρόπο της πραγμάτωσής του (όλοι συμπεριφέρονται σαν μικρά παιδιά που θέλουν να κλέψουν το γλειφιτζούρι), σηματοδοτούν το γελοίο του απροσάρμοστου, που δεν μπορεί να διακρίνει τίποτε άλλο πέρα από την προσωπική επιθυμία. Όσο πιο ποταπή, όσο πιο ευτελής, πιο παράδοξη ή πιο υπερβολική είναι η επιθυμία, τόσο πιο έντονο το στοιχείο της κωμικότητας. Βρισκόμαστε μπροστά στην ύψιστη βλακεία της πονηριάς που διατίθεται να φτάσει στα άκρα. Το γέλιο του θεατή είναι η συμμετοχή μπροστά σε μια γνώριμη πραγματικότητα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Θωμάς Κατσαρός, ο μεγάλος βλάκας του έργου, μετατρέπεται σε θύμα. Είναι ο βλάκας, που αδυνατεί να ελιχθεί μπροστά στη βλακεία των άλλων. Τα χαρακτηριστικά που του δίνει ο Ψαθάς είναι βαθιά μελετημένα. Η κυκλοθυμία του σηματοδοτεί την ομολογία ότι δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί. Εκεί που είναι πρόσχαρος και φιλικός, εκεί που έχει διάθεση για αστειάκια και χαριεντίζεται, εκεί θυμώνει και γίνεται απειλητικός· μπορεί να γίνει επικίνδυνος. Κι αντιστρόφως. Όταν κάθεται με τον κυρ – Σωτήρη στη σκηνή του καφέ με το δηλητήριο, τη στιγμή δηλαδή που είναι αποφασισμένος να σκοτώσει, με ελάχιστες φιλοφρονήσεις που δέχεται φτάνει σε έξαρση χωρίς προηγούμενο. Είναι έτοιμος να αγκαλιάσει το θύμα· να τα τινάξει όλα στον αέρα.
Τελικά αυτό που ζητάει είναι αποδοχή. Η βλακεία του είναι η ανασφάλεια που μετατρέπεται σε σύνδρομο κατωτερότητας. Και η παραμικρή αμφισβήτηση τον εξαγριώνει. Γι’ αυτό και συνεχώς θέλει να αποδείξει. Να καταστήσει σαφή την αξία του· πρωτίστως στον εαυτό του. Κι αυτή ακριβώς την αδυναμία χειρίζεται ιδανικά η Ουρανία. Όταν μετά τις αποκαλύψεις του Φώτη για το δεσμό της με τον Καραμήτσο παριστάνει τη θιγμένη κάνοντας το Θωμά να αισθανθεί ενοχές που το πίστεψε, τον προκαλεί: «Θέλω να του δώσεις ένα καλό χαστούκι». Κι αφού ο Θωμάς χαστουκίσει το Φώτη, τρέχει να εισπράξει την ανταμοιβή του: «Είμαι άντρας;» «Ναι Θωμά μου. Μπράβο σου». Ο Θωμάς νιώθει κατώτερος, επειδή νιώθει αποτυχημένος και οι άλλοι το έχουν καταλάβει καλά αυτό. Επί της ουσίας η αποτυχία του έγκειται ακριβώς στο ότι δεν μπόρεσε να την κρύψει. Το κατά πόσο οι άλλοι είναι περισσότερο πετυχημένοι απ’ αυτόν είναι απολύτως αδιάφορο. Αυτό που έχει σημασία είναι το πρόταγμα του εαυτού στον κοινωνικό περίγυρο. Κι αυτό συνδέεται άμεσα με την αίσθηση του συμφέροντος.

Ο Θωμάς δεν έχει καμία επίγνωση του συμφέροντος, αφού όλα περιπλέκονται υπό το βάρος της μηδαμινής αυτοεκτίμησης. Τελικά, για το Θωμά συμφέρον είναι οτιδήποτε του δίνει αυτοπεποίθηση. Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το ότι έγινε θύμα μιας γυναίκας. Ο έρωτας μπορεί να τυφλώσει και τον πιο ευφυή. Εδώ μιλάμε για την πρωτοφανή έλλειψη αντίληψης των κοινωνικών ερεθισμάτων ακόμη και μέσα στο δικαστήριο, όταν βρίζει το δικηγόρο που προσπαθεί να τον αθωώσει παρουσιάζοντάς τον ως βλάκα και επαινεί τον αντίπαλο δικηγόρο που θέλει να τον καταδικάσει τονίζοντας το πόσο έξυπνος είναι. Η πραγματικότητα είναι συγκεχυμένη για το Θωμά. Τα πάντα αφορούν τη στιγμή που εκτυλίσσονται και είναι αδύνατο να γίνει οποιαδήποτε σκέψη ακόμη και για το επόμενο δευτερόλεπτο. Γι’ αυτό κι όλα αλλάζουν αστραπιαία. Γιατί τα δεδομένα αναπροσαρμόζονται αστραπιαία. Από αυτή την άποψη, παρακολουθούμε το συναισθηματικό μπλοκάρισμα ενός ανθρώπου που νιώθει απολύτως ανίσχυρος. Η βλακεία γίνεται ψυχολογικό σύνδρομο που χρήζει βοήθειας και ο κοινωνικός περίγυρος το επιδεινώνει σ’ ένα φαύλο κύκλο ανοησίας. Το ερώτημα του Ψαθά, αν και δε διατυπώνεται, είναι ξεκάθαρο. Τελικά ποιος είναι ο βλάκας;
Δεν είναι παράξενο που ο Θωμάς, όταν διαβάζει το γράμμα της Ουρανίας, που αρπάζει από τα χέρια του προέδρου στο δικαστήριο, θέλει να εκδικηθεί: «… Ο κουτοθωμάς μ’ εβοήθησε πολύ. Μα το τι κέφι σπάω μ’ αυτόν το βλάκα δε λέγεται…». Κι όχι μόνο εκδικείται· γίνεται ανελέητος. Καταγγέλλει τους πάντες και τα πάντα: λέει όλη την αλήθεια για τα λεφτά της ασφαλιστικής, ξεσκεπάζει τα ψέματα που τον δασκάλεψε να πει ο δικηγόρος, κυριολεκτικά κατακεραυνώνει την Ουρανία. Όμως, πρωτίστως συντρίβεται ο ίδιος. Τώρα πια τα προσχήματα δεν έχουν καμία σημασία. Το δικαστήριο λειτουργεί καθαρά ψυχαναλυτικά, ώστε ο Θωμάς να φτάσει για πρώτη φορά στην καρδιά του προβλήματος· στη δημόσια ομολογία της ανασφάλειας, που τον ακυρώνει συναισθηματικά: «Κύριε πρόεδρε… κύριε εισαγγελεύ… Το ζήτημα αν είμαι βλάκας ή όχι δεν είναι σημερινόν… Είναι παμπάλαιον… Από μικρό παιδί όλοι με λέγαν βλάκα. Στο σχολείο ο καθηγητής μούλεγε “σήκω βλάκα να πεις μάθημα”! Στο στρατό ο επιλοχίας έλεγε “στείλε το βλάκα γι’ αγγαρεία”. Κι όταν έγινα υπάλληλος “βλάκα” ο προϊστάμενος “βλάκα” οι υφιστάμενοι, όλοι με λέγαν βλάκα. Εγώ όμως δεν το παραδεχόμουν. Αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι, τι να σας πω; Σαν ν’ αρχίζω να το παραδέχομαι. Μάλιστα … Που λέτε, κύριε πρόεδρε, ασχέτως φυλακίσεως ή μη, φαίνεται πως είμαι λίγο βλάκας – δεν εξηγείται αλλιώς … Γιατί αυτή η κακούργα, όπως είδατε, με έβαζε εμένα να ξαποστείλω των κυρ – Σωτήρη και τάψηνε με άλλους. Δηλαδή δεν είμαι μόνο ένας βλάκας, αλλά ένας βλάκας και μισός!»
Η αθωωτική απόφαση «λόγω βλακείας» είναι η πιστοποίηση της κάθαρσης. Οι εξομολογήσεις της Ανθής και το τρυφερό αγκάλιασμα του Θωμά δεν είναι μόνο το happy end, που οφείλει να έχει μια κωμωδία, αλλά και η υπόσχεση ότι πλέον ο Θωμάς μπορεί να κρίνει σωστά την πραγματικότητα: «Θεέ μου, κάνε να απαλλαγεί κι αυτή λόγω βλακείας! Βλάκας εγώ, βλάκας αυτή, θα κάνουμε ένα βλακοζεύγαρο! Μα ένα βλακοζεύγαρο!…».
Δημήτρης Ψαθάς: «Ένας βλάκας και μισός», εκδόσεις ΜΑΡΗ, Αθήνα.