21 Νοεμβρίου 2015 at 15:17

Ο Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον και η παραγωγή των ηλιθίων

από

Ο Μίχαελ  Σμιτ – Σάλομον και η παραγωγή των ηλιθίων

“Όποιος ξέρει πολλά, δεν είναι κατ’ ανάγκη μορφωμένος, θα μπορούσε μάλιστα να είναι άκρως παραμορφωμένος.”

Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον

Γράφει ο Θανάσης Μπαντές 

                Αναμφισβήτητα, κανένα ον δε θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον άνθρωπο. Θα ήταν αστείο – και μόνο ως σκέψη – να υπάρξει οποιαδήποτε σύγκριση σε επίπεδο πολιτισμικό ή επιστημονικό μαζί του. Ο άνθρωπος κυριάρχησε στη γη και κατάφερε να υποτάξει όλα τα άλλα είδη. Αναζητώντας τα αίτια που έδωσαν στον άνθρωπο τέτοια υπεροχή ο Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον στο βιβλίο «Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία» παραθέτει: «Ο άνθρωπος είναι ο πίθηκος που πιθηκίζει καλύτερα απ’ όλους. Στην πραγματικότητα, οι εγκέφαλοί μας ρυθμίστηκαν στην πορεία της εξέλιξης κατά τέτοιο τρόπο, που γίναμε πραγματικοί μαιτρ της μίμησης». (σελ. 133).

Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον: «Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία», εκδόσεις «γράμματα», Αθήνα 2013
Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον: «Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία», εκδόσεις «γράμματα», Αθήνα 2013

                Για τον Σάλομον, η δυνατότητα της μίμησης είναι το μυστικό της ευκολίας που έχει ο άνθρωπος στη μάθηση. Προς απόδειξη αυτού, επικαλείται το βιολόγο Γιούνκερ: «Απ’ αυτήν ακριβώς τη σκοπιά είμαστε σαφώς ανώτεροι των χιμπατζήδων: “Αν συγκρίνουμε τη μαθησιακή ικανότητα των χιμπατζήδων και των παιδιών” γράφει ο εξελικτικός βιολόγος Τόμας Γιούνκερ, “βλέπουμε ότι τα παιδιά έχουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στην αντιγραφή. Ενώ οι χιμπατζήδες είναι περισσότερο πραγματιστικά προσανατολισμένοι στο στόχο τους, τα παιδιά προσπαθούν να μιμηθούν με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια τη συμπεριφορά των άλλων, ακόμη και αν κάτι τέτοιο είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση λιγότερο αποδοτικό”». (σελ. 134). Το τελικό συμπέρασμα είναι καταλυτικό: «Χωρίς την ικανότητά μας να μιμούμαστε τέλεια τη συμπεριφορά των άλλων, δε θα μπορούσαμε να μάθουμε γλώσσες, πολύπλοκες πολιτιστικές τεχνικές όπως το διάβασμα, το γράψιμο, το μέτρημα δε θα τις είχαμε ποτέ αναπτύξει, για να μη μιλήσουμε βέβαια για την επιστήμη, τη φιλοσοφία και την τέχνη». (σελ. 134).

                Το ότι η φιλοσοφία και η τέχνη προϋποθέτουν αναντίρρητα την κριτική σκέψη και την πρωτοτυπία δεν αναιρεί ότι βασίζονται επίσης στη μίμηση. Το ζήτημα είναι τι ακριβώς μαθαίνει να μιμείται κανείς. Με άλλα λόγια, υπάρχει η ποιοτική μίμηση, που σταδιακά θα οδηγήσει στην πνευματική ανεξαρτησία, και ο στείρος μιμητισμός, που απλώς θα αναπαράγει τις πεπατημένες αντιλήψεις, όποιες κι αν είναι αυτές. Η πρώτη εκδοχή αφορά την εκμάθηση της ελευθερίας στη σκέψη και την έκφραση. Εστιάζει στην αμφισβήτηση και στην επιχειρηματολογία. Απαιτεί κριτική στάση απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα, εγρήγορση κι ενεργητικότητα. Η δεύτερη εκδοχή προϋποθέτει την παθητικότητα, αφού όλα υιοθετούνται άκριτα διαμορφώνοντας προσωπικότητες, που, εν πολλοίς, δεν καθορίζουν τον εαυτό τους. Οι χαρακτήρες αυτού του είδους κρίνονται ανίσχυροι, δηλαδή εύκολα χειραγωγήσιμοι κι ως εκ τούτου επίφοβοι μπροστά σε οποιαδήποτε ανοησία μπορεί να προταθεί ως μόδα. Αν μεταθέταμε το θέμα σε πολιτικό επίπεδο, θα λέγαμε ότι έχει άκρως  επικίνδυνες διαστάσεις.

                Με άλλα λόγια η μίμηση, ως απαραίτητος μηχανισμός της ανθρώπινης διαμόρφωσης, μπορεί να έχει δύο όψεις· την ευεργετική και τη ζημιογόνα. Είναι ξεκάθαρο θέμα χειρισμών: «Η ικανότητα επακριβούς μίμησης είναι η ρίζα όλων των ανθρώπινων πολιτιστικών επιτευγμάτων, ωστόσο όμως: είναι και η ρίζα κάθε ανθρώπινης βλακείας». (σελ. 134). Κι αυτή ακριβώς είναι η ευθύνη της εκπαίδευσης, που οφείλει να στρέψει τους νέους προς την πρώτη εκδοχή δημιουργώντας πολίτες με πνευματική εγρήγορση, κατάλληλους να ελέγξουν την εξουσία και να θρέψουν τη δημοκρατία προσφέροντας όραμα και δημιουργικότητα. Σε τελική ανάλυση, αυτό που ονομάζουμε ευφυΐα δεν είναι τίποτε άλλο από τη δυνατότητα της σκέψης να συνθέτει πληροφορίες επιφέροντας καινούργια δεδομένα, που χρήζουν διερεύνησης. Η άκαμπτη εμμονή σε δεδομένα του παρελθόντος είναι η στασιμότητα, που, σε τελική ανάλυση, υποθάλπει το φανατισμό. Ο Σάλομον ξεκαθαρίζει: «Όλες οι κουλτούρες που δημιούργησε ο άνθρωπος, έδιναν πάντα πολύ μεγάλη σημασία στο να διαμορφώσουν, όσο το δυνατό νωρίτερα, τους απογόνους τους κατ’ εικόνα και ομοίωση του εαυτού τους». (σελ. 135 – 136).

                Αν δεχτούμε ότι το πρώτο μέλημα όλων των πολιτισμών είναι να διαιωνίσουν τα χαρακτηριστικά τους διαμορφώνοντας ανάλογα τους απογόνους τους, γίνεται αντιληπτό ότι τελικά είναι περισσότερο επιθυμητό το δεύτερο είδος της μίμησης, αφού η παθητική μίμηση είναι δύσκολο (αν όχι αδύνατο) να επιφέρει ιδεολογικές διαρροές. Η περιχαράκωση της ταυτότητας ενός πολιτισμού προϋποθέτει το πλήθος των ηλιθίων, που θα μιμηθεί  άκριτα οτιδήποτε εκείνος πρεσβεύει και ταυτόχρονα θα απορρίψει τις αξίες των άλλων. Υπό αυτή την έννοια, οι πολιτισμοί αποκτούν ανταγωνιστικό περιεχόμενο, αφού ο καθένας υπάρχει για να προστατέψει τον εαυτό του. Τα ιερά, τα όσια, οι θρησκευτικής αξίας αλήθειες, που είναι βλασφημία να αμφισβητήσει κανείς, υψώνουν τα τείχη προστατεύοντας τα καθ’ ημάς. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεπερνιούνται τα εσκαμμένα. Ο Σάλομον, προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής, καταφεύγει στους προβληματισμούς του Φρόυντ: «Ήδη ο Σίγμουντ Φρόυντ προβληματιζόταν για την “ανησυχητική αντίθεση ανάμεσα στην απαστράπτουσα ευφυΐα ενός υγιούς παιδιού και τη νοητική αδυναμία του μέσου μεσήλικα”». (σελ. 131).

                Παρακολουθώντας την εκπαιδευτική πραγματικότητα στη Γερμανία επικαλείται ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα «ιδεολογικής κακοποίησης των ανηλίκων» (όπως την αποκαλεί) τη θρησκευτική αγωγή: «Πουθενά δε γίνεται αυτό φανερότερο – εδώ θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Σίγμουντ Φρόυντ – απ’ όσο στην περίπτωση της θρησκευτικής αγωγής […] Έτσι λένε στα παιδιά, συχνά ήδη απ’ το νηπιαγωγείο και το αργότερο βέβαια μέχρι την πρώτη τάξη του δημοτικού, τον αφελή “μύθο του θεού που πλάθει κουλουράκια”, δηλαδή τη βιβλική ιστορία περί δημιουργίας του κόσμου, τους αποκρύπτουν ωστόσο τη γνώση της εξελικτικής βιολογίας, η οποία αντικρούει ευθέως το μύθο αυτό. Τελικά οι μαθητές και οι μαθήτριες στη Γερμανία, μόλις στο δέκατο σχολικό έτος, και αν, αντιμετωπίζουν πιο διεξοδικά το θέμα “εξέλιξη”, ωστόσο μέχρι τότε οι παραστάσεις περί δημιουργίας του κόσμου έχουν από καιρό αγκιστρωθεί στον εγκέφαλό τους… Δε θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετό;» (σελ. 136 – 137).

“Αν συγκρίνουμε τη μαθησιακή ικανότητα των χιμπατζήδων και των παιδιών” γράφει ο εξελικτικός βιολόγος Τόμας Γιούνκερ, “βλέπουμε ότι τα παιδιά έχουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στην αντιγραφή
“Αν συγκρίνουμε τη μαθησιακή ικανότητα των χιμπατζήδων και των παιδιών” γράφει ο εξελικτικός βιολόγος Τόμας Γιούνκερ, “βλέπουμε ότι τα παιδιά έχουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια στην αντιγραφή

                Όμως, πέρα απ’ αυτό, ο Σάλομον θεωρεί παράλογο το διαχωρισμό των παιδιών ανάλογα με το θρήσκευμά τους: «… οι περισσότεροι πολίτες εξακολουθούν να θεωρούν αυτονόητο και να ξεκινούν απ’ αυτή την προϋπόθεση, ότι δηλαδή υπάρχουν πράγματι “καθολικά” και “προτεσταντικά” ή “μουσουλμανικά” παιδιά. Ισχύει πράγματι κάτι τέτοιο; Όχι βέβαια! “Καθολικά” ή “προτεσταντικά” ή “μουσουλμανικά” παιδιά δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν και “χριστιανοδημοκρατικά”, “φιλελεύθερα”, “σοσιαλδημοκρατικά” ή “Πράσινα” παιδιά. Τι θα λέγαμε, αν για τα παιδιά των ψηφοφόρων της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης ίσχυε στο δημοτικό το βασικό πρόγραμμα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης, και για τα παιδιά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος το πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος – όπως γίνεται σήμαρα, που τα παιδιά των καθολικών κάνουν καθολικό μάθημα θρησκευτικών και τα παιδιά των προτεσταντών προτεσταντικό; Όλοι θα υποστήριζαν πως πρόκειται για μια ανεπίτρεπτη πλύση εγκεφάλου, ναι: θα επρόκειτο για ιδεολογική κακοποίηση ανηλίκων. Γιατί λοιπόν, ειδικά σε ό,τι αφορά τη θρησκεία, τα πράγματα αντιμετωπίζονται με τόσο διαφορετικό τρόπο;» (σελ. 138).

                Κι εδώ βέβαια, ο Σάλομον δεν αρνείται το δικαίωμα του καθενός να επιλέξει τη θρησκεία που τον εκφράζει περισσότερο, αλλά το υπερασπίζεται. Όπως είναι δικαίωμα κάθε πολίτη να ενημερωθεί για όλα τα οικονομικοπολιτικά συστήματα, προκειμένου να τα αποδεχτεί ή να τα απορρίψει, έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει και με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, ώστε να επιλέξει αυτές που πράγματι του ταιριάζουν ή (αν το επιθυμεί) να τις απορρίψει όλες. Το ζήτημα της θρησκευτικής κατήχησης από πολύ μικρές ηλικίες όχι μόνο ακυρώνει την έννοια της ελεύθερης επιλογής, αλλά μπορεί να λειτουργήσει πολωτικά υπονομεύοντας την ενότητα. Ο Σάλομον κάνει λόγο για θρησκευτική γκετοποίηση «η οποία βλάπτει τη συλλογικότητα». (σελ. 138).

                Ωστόσο, η έλλειψη αμφισβήτησης και κριτικής συμμετοχής του μαθητή δεν αφορά μόνο τα θρησκευτικά, αλλά αποτελεί γενική εικόνα της εκπαίδευσης. Το εξετασιοκεντρικό σύστημα της στείρας απομνημόνευσης, η βαθμοθηρία, η συλλογή γνώσεων που είναι αποκομμένες από την πραγματικότητα, ο ανταγωνισμός, η σύνδεση της εκπαίδευσης με μελλοντικές εργασιακές επιταγές, η εντατικοποίηση και το ωφελιμιστικό πνεύμα της διαδικασίας απαξιώνουν τη μάθηση μετατρέποντάς τη σε τυπική – μηχανιστική διαδικασία.

Ο Σάλομον είναι καταιγιστικός: «Η πανταχού παρούσα παιδαγωγική παράνοια (η παιδαγωγοαποβλακωτική) εκφράζεται κυρίως στον παράλογο καταναγκασμό σε γνωστική βουλιμία, ο οποίος καλλιεργείται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα: Μαθήτριες και μαθητές εκπαιδεύονται να καταβροχθίζουν στον ελάχιστο δυνατό χρόνο όσο περισσότερες νεκρές γνώσεις γίνεται, για να τις ξεράσουν την κατάλληλη στιγμή, δηλαδή την ώρα των εξετάσεων, με αντάλλαγμα κάποιους βαθμούς. Το ότι μέσα απ’ αυτή τη μανιακή διαδικασία μόρφωσης – κατάποσης – ξεράσματος ελάχιστο γνωστικό περιεχόμενο παραμένει στα μυαλά των μαθητών, δε θα έπρεπε να παραξενεύει κανέναν». (σελ. 142). Για να συμπληρώσει: «Όταν μαθητές και μαθήτριες παραγεμίζονται με κατακερματισμένη γνώση σαν να πρόκειται ν’ απαντήσουν στον Εκατομμυριούχο, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη μόρφωση… Παιδεία δε σημαίνει να συσσωρεύουμε όσο το δυνατόν περισσότερες κατακερματισμένες γνώσεις, αλλά απεναντίας, να μπορούμε, από την τεράστια πληροφοριακή βάση που έχουμε στη διάθεσή μας, να επιλέξουμε τις σωστές και καίριες για κάθε περίπτωση πληροφορίες». (σελ. 145).

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να γίνει λόγος τη μίμηση που θα επιφέρει τις επιδιωκόμενες πνευματικές ανατροπές, όπως αρμόζει στον ελεύθερο άνθρωπο. Οι μαθητές, πλημμυρισμένοι από ασύλληπτο πλήθος πληροφοριών και υπό το βάρος των εξετάσεων και της βαθμολογίας είναι αδύνατο να σταθούν κριτικά απέναντί τους. Όπως είναι αδύνατο και να τις συγκρατήσουν. Πολύ περισσότερο να αντιληφθούν τη βαρύτητά τους μέσα στην καθημερινότητα. Τελικά, η γνώση γίνεται απεχθής. Ο μηχανισμός που καθιστά απεχθή τη γνώση είναι ο μηχανισμός που καθιστά τους ανθρώπους ηλίθιους: «Η “περιπέτεια μάθηση” παρουσιάζεται στα παιδιά του σχολείου ως επί το πλείστον με τόσο αφόρητα βαρετό τρόπο, ώστε μετά από ελάχιστο χρόνο χάνουν εκείνη ακριβώς την ιδιότητα με την οποία τους έχει εξοπλίσει η φύση για να μαθαίνουν: την περιέργεια». (σελ. 143).

Η εξουδετέρωση της περιέργειας είναι η εξασφάλιση της παθητικής μίμησης, που αρκείται ακολουθώντας τις προτιμήσεις των πολλών. Το συμπέρασμα του Σάλομον φαίνεται καυστικό: «Αν ψάχνουμε την αιτία της “ανησυχητικής αντίθεσης μεταξύ της απαστράπτουσας ευφυΐας ενός υγιούς παιδιού και της νοητικής υστέρησης του μέσου ενήλικα” – η απάντηση βρίσκεται εδώ». (σελ. 140). Τελικά, δεν απομένει τίποτε άλλο από την παρέμβαση της πολιτικής, που πρέπει να ρυθμίσει ορθά τα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα. Εξάλλου, το ζήτημα της παιδείας είναι βαθύτατα πολιτικό: «Εδώ θα πρέπει η πολιτική να παρέμβει αποφασιστικά. Σε τελευταία ανάλυση, κάθε δημοκρατία τρέφεται από την ωριμότητα των πολιτών της. Αυτοί που κάνουν οικονομίες ειδικά στην εκπαίδευση, αποδεικνύουν ένα μόνο πράγμα: το μέγεθος της δικής τους αποβλάκωσης». (σελ. 144). Οι τάξεις των 20 και 30 μαθητών, η έλλειψη τεχνολογικών υποδομών στα σχολεία, η τυποποίηση του μαθήματος που αδυνατεί να προσαρμοστεί στις ανάγκες και τις επιθυμίες κάθε μαθητή και η συρρίκνωση της μισθοδοσίας των εκπαιδευτικών σταδιακά οδηγούν στην απαξίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Κι αυτό – κατά τον Σάλομον – είναι η απόδειξη της αποβλάκωσης της πολιτικής.

Αν δεχτούμε την άποψη του Ε. Α. Ράουτερ, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο «Η κατασκευή υπηκόων», το θέμα παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις: «Στο σχολείο κατασκευάζονται άνθρωποι. Η διαδικασία της κατασκευής ανθρώπων λέγεται εκπαίδευση. Η οικογένεια, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το θέατρο, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, τα βιβλία και τα πλακάτ είναι σχολεία με την ευρύτερη έννοια. Όλα τα κέντρα που μεταδίδουν πληροφορίες είναι σχολεία». (σελ. 13). Από τη σκοπιά του Ράουτερ τα ΜΜΕ είναι κι αυτά σχολεία, αφού επίσης μεταδίδουν πληροφορίες και διαμορφώνουν τους ανθρώπους: «Για την κατασκευή πραγμάτων χρησιμοποιούνται εργαλεία. Το εργαλείο, με το οποίο κατασκευάζονται άνθρωποι, είναι η πληροφορία». (σελ. 13). Όμως, κανένα εργαλείο δε χρησιμοποιείται άσκοπα: «Αν θέλει κανείς να καταλάβει καλύτερα τη φύση των εργαλείων, πρέπει να ξέρει για ποιο σκοπό προορίζονται. Ο σκοπός διαμορφώνει το εργαλείο. Δεν υπάρχει εργαλείο χωρίς σκοπό. Δεν υπάρχει πληροφορία χωρίς σκοπό». (σελ. 13). Κι υπάρχουν ακόμη απορίες, ο Ράουτερ γίνεται κατατοπιστικότερος: «Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων, είναι ανάλογες με το είδος ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς». (σελ. 14).

Τώρα πια ο Σάλομον είναι έτοιμος να καταδείξει το μηχανισμό της παραγωγής των ηλιθίων: «Πολύ περισσότερο από παλιά, σκεπτικό των ιθυνόντων των ΜΜΕ είναι ότι το κοινό τους μπορούν να το κρατήσουν, αν κρατήσουν χαμηλά το επίπεδό τους. Και το τραγικό είναι ότι η προσπάθεια αυτή μοιάζει να φέρνει αποτέλεσμα: Γιατί όσο πιο επίπεδη είναι η μορφή, τόσο ψηλότερα ανεβαίνει η τηλεθέαση, όσο πιο στενοκέφαλη είναι η εκπομπή, τόσο πλατύτερο είναι το χαμόγελο ικανοποίησης των υπευθύνων του προγράμματος. Μέρα τη μέρα, νύχτα τη νύχτα, ο ίδιος αποβλακωτικός χυλός που νεκρώνει τα νεύρα: συζητήσεις, όπου λέγονται πολλά χωρίς να λέγεται τίποτα, ριάλιτι – σαπουνόπερες με “σελέμπριτις”, που δεν τους ξέρει ούτε η μάνα τους, κωμωδίες χωρίς χιούμορ, κουίζ για ηλίθιους, πληροφοριακές εκπομπές χωρίς καμία πληροφοριακή αξία, άνευρα σόου… όποιος καταφέρει να τα αντέξει όλα αυτά…». (σελ. 140 – 141).

Οι μαθητές, πλημμυρισμένοι από ασύλληπτο πλήθος πληροφοριών και υπό το βάρος των εξετάσεων και της βαθμολογίας είναι αδύνατο να σταθούν κριτικά απέναντί τους. Όπως είναι αδύνατο και να τις συγκρατήσουν.
Οι μαθητές, πλημμυρισμένοι από ασύλληπτο πλήθος πληροφοριών και υπό το βάρος των εξετάσεων και της βαθμολογίας είναι αδύνατο να σταθούν κριτικά απέναντί τους. Όπως είναι αδύνατο και να τις συγκρατήσουν.

Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον: «Όχι άλλοι βλάκες στην εξουσία», εκδόσεις «γράμματα», Αθήνα 2013

Ε. Α. Ράουτερ: «Η Κατασκευή Υπηκόων», εκδόσεις «ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ», Αθήνα 1982

Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://www.dailymail.co.uk/news/article-2171893/Determined-baby-chimp-takes-faltering-steps-away-safety-doting-mothers-arms.html

http://blogs.ibo.org/blog/2015/05/06/exam-time-take-a-breath-effective-affective-skills-in-action/

(Εμφανιστηκε 1,878 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

  1. Pingback: Ο Μίχαελ Σμιτ – Σάλομον και η παραγωγή των ηλιθίων … « απέραντο γαλάζιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.