Οι διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι επιπτώσεις της ραγδαίας αύξησης του αριθμού των κρατών-μελών στην πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση
Γράφει ο Γεώργιος Α. Κωστόπουλος*
Εισαγωγή
Η χρονιά εκκίνησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε το 1952, όταν συνολικά έξι χώρες ίδρυσαν την (ΕΚΑΧ). Πέντε έτη αργότερα και συγκεκριμένα το 1957 η ονομασία της ΕΚΑΧ αντικαταστάθηκε από αυτή της (ΕΟΚ), << Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα>>. Η σημερινή της ονομασία ως (ΕΕ), << Ευρωπαϊκή Ένωση>>, δόθηκε το 1992 και σήμερα απαριθμεί 28 κράτη μέλη.
Στο παρόν άρθρο θα εστιάσουμε στις συνεχείς διευρύνσεις της Ε.Ε., καθώς και στις συνέπειες της αύξησης του αριθμού των κρατών-μελών της Ένωσης στον δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση.
1952 – Σήμερα: διευρύνσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Ε.Ο.Κ, γνωστή στις μέρες μας ως Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδρύθηκε το 1952, από έξι κράτη-μέλη, την Γαλλία, το Βέλγιο, την Ιταλία, την Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο. Το 1973 προσαρτήθηκαν η Ιρλανδία, η Δανία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Η χώρα μας προστέθηκε το 1981, ακολούθησε η Πορτογαλία και η Ισπανία το 1986, ενώ το 1995 άλλες τρεις χώρες προστέθηκαν η Αυστρία, η Σουηδία και η Φιλανδία. Η πιο μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης πραγματοποιήθηκε το 2004 με την εισχώρηση της Κύπρου, της Εσθονίας, της Λετονίας, της Τσέχικης Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, της Λιθουανίας, της Σλοβακίας, της Πολωνίας και της Σλοβενίας. Το 2007 ακολούθησαν η Ρουμανία και η Βουλγαρία και το 2013 η Κροατία, με αποτέλεσμα τα μέλη σήμερα να είναι συνολικά 28.
Όπως προαναφέραμε στις αρχές του 1973[1] πραγματοποιήθηκε η πρώτη διεύρυνση της (Ε.Ο.Κ.) με την συμμετοχή της Βρετανίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας έπειτα από αίτηση που υπέβαλλαν το 1967 στο Συνέδριο της Χάγης[2]. Από την άλλη πλευρά της Ε.Κ.Α.Χ., η Βρετανία είχε ιδρύσει την Ε.Ζ.Ε.Σ[3]. Η αφετηρία της ενταξιακής διαπραγμάτευσης οδήγησε στην Κοινότητα των εννέα κρατών-μελών και διαμόρφωσε τις βασικές αρχές που σε ένα μεγάλο ποσοστό ίσχυσαν για τις μακροπρόθεσμες διαπραγματεύσεις.
Στα πλαίσια της διαπραγμάτευσης της αρχικής διεύρυνσης αποτράπηκε ο προσδιορισμός ευρύτερων κριτηρίων για την προσχώρηση μελών στην Κοινότητα, αλλά και οι χώρες δεν δεσμεύτηκαν, στην αποδοχή των μακροχρόνιων πολιτικών σκοπών της διαδικασίας της ενοποίησης.
Μια σειρά από θεσμικές αλλά και πολιτικές μεταρρυθμίσεις χρειάστηκαν για την επιμήκυνση της ενοποίησης , όπως αυτή της σύστασης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης, η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνεργασίας καθώς και η έναρξη διαδικασιών για την άμεση εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε συνδυασμό με την προώθηση της Νομισματικής Ένωσης[4].
Με την Πράξη Προσχώρησης τον Μάιο του 1979 πραγματοποιήθηκε η δεύτερη κατά σειρά διεύρυνση, με την χώρα μας να αποτελεί το δέκατο μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην αυγή του 1981. Να σημειωθεί ότι από το 1961, η Ελλάδα υπήρξε συνδεδεμένο μέλος της Κοινότητας με την Συμφωνία Σύνδεσης των Αθηνών[5]. Η ένταξη της χώρας μας ενώ δημιούργησε ορισμένες δυσχέρειες στη λειτουργία της Ε.Π.Σ., όχι μόνο δεν σταμάτησε την διαδικασία της πολιτικής και θεσμικής ενοποίησης αλλά συνέβαλλε στην ανάπτυξη πολιτικών συνοχής και ουσιαστικής σύγκλισης[6].
Η επόμενη κατά σειρά διεύρυνση και συγκεκριμένα η τρίτη, σχετίζεται με την Ισπανία και την Πορτογαλία, οι οποίες ανήκαν επίσημα στην Κοινότητα από την 1η Ιανουαρίου 1986, ύστερα από μακροχρόνιες και μεταβατικές ρυθμίσεις. Το θεσμικό οικοδόμημα της Κοινότητας υπήρξε ακέραιο για την ένταξη των δύο χωρών, χωρίς αναδιατάξεις. Με την προσθήκη των δύο χωρών τα κράτη-μέλη έφτασαν τα δώδεκα. Κάποιας έκτασης θεσμικές, κυρίως, μεταρρυθμίσεις αποφασίστηκαν στα πλαίσια της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, η οποία τάθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1987[7].
Η τέταρτη διεύρυνση αφορά στην Αυστρία, τη Σουηδία, την Φιλανδία και τη Νορβηγία, η οποία μέσω δημοψηφίσματος απέρριψε την ένταξή της για δεύτερη φορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση με δημοψήφισμα. Οι παραπάνω χώρες έγιναν μέλη της Ένωσης την 1η Ιανουαρίου του 1995. Να σημειωθεί ότι η ένταξη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δέκα χρόνια νωρίτερα, θεωρήθηκε ότι έκλεινε για σημαντικό χρονικό διάστημα τη διαδικασία ενταξιακών διαπραγματεύσεων, θέση στην οποία η Κοινότητα είχε ασταμάτητα βρεθεί από το 1970. Η <<Ευρώπη των 12>> θεωρήθηκε ότι μπορούσε να μην μεταβληθεί αριθμητικά για ορισμένες δεκαετίες. Εν τούτοις, οι δραματικές αλλαγές που μετάλλαξαν εκ βάθρου το Ευρωπαϊκό περιβάλλον από το 1989, δημιούργησαν νέες συνθήκες και οδήγησαν σε νέα διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης[8].
Τόσο η Τρίτη διεύρυνση με την Ισπανία και την Πορτογαλία, όσο και η τέταρτη με Αυστρία, Φιλανδία και Σουηδία συνέπεσαν και κατά κάποιο τρόπο προκάλεσαν την εμβάθυνση με μέτρα όπως την θέσπιση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης το 1986, την προώθηση της Λευκής Βίβλου για την δημιουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και τέλος τη θέσπιση της συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992 για την Ε.Ε.
Η Πέμπτη διεύρυνση αφορά στην ένταξη συνολικά δέκα χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης καθώς και της Νοτίου Μεσογείου. Η διεύρυνση αυτή πραγματοποιήθηκε την 1η Μαΐου 2004, με αποτέλεσμα η Ευρώπη να αποτελείται από 25 κράτη-μέλη την Κύπρο, την Μάλτα, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Σλοβενία, την Τσεχία, την Εσθονία, την Σλοβακία, την Λιθουανία και την Λετονία[9].
Το τέλος του ψυχρού πολέμου, η κατάρρευση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη καθώς και η αποτροπή διαίρεσης της Ευρώπης που έμπρακτα πραγματοποιήθηκε με την κατεδάφιση του τοίχους του Βερολίνου και την ενοποίηση των δύο Γερμανιών το 1990, η απόσυρση των στρατευμάτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης από την Ανατολική Ευρώπη την περίοδο 1991-1994 και η διάλυση πλαισίων συνεργασίας στην περιοχή – σύμφωνο Βαρσοβίας, δημιούργησε ένα καινούριο πολιτικό περιβάλλον για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης και την ανάπτυξη της Ε.Ε., με σκοπό να συμπεριλάβει στους κόλπους της χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης[10].
Οι συγκεκριμένες χώρες είχαν ως κύριο στόχο την ένταξή τους στην Ε.Ε. και ως προϋπόθεση για την κατανόηση της ασφάλειας και των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων καθώς και για την μεγιστοποίηση της ευημερίας τους. Αποτέλεσε θεμελιακό στόχο της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης, η ενσωμάτωσή τους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς ολοκλήρωσης και συνεργασίας όπως η Ε.Ε, το ΝΑΤΟ κ.ά. Ο παραπάνω στόχος ήταν άρρητα συνδεδεμένος με το γενικότερο αίτημα για την οικοδόμηση μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής τόσο στον πολιτικό όσο και στον αμυντικό τομέα[11].
Η έκτη διεύρυνση αφορά στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία που αιτήθηκαν για ένταξη τον Απρίλιο του 2006 και τον Ιανουάριο του 2007 ήταν μέλη της Ένωσης[12]. Η έβδομη διεύρυνση πραγματοποιήθηκε το 2013 με την Κροατία να είναι το 28ο μέλος της Ε.Ε. Η προσχώρησή της αποτελεί το ιδανικό παράδειγμα αφού κατακερματίστηκε από συγκρούσεις πριν από δύο δεκαετίες, δεν είχε σταθερό δημοκρατικό πολίτευμα και ήταν ικανή να αναλάβει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την προσχώρηση την Ε.Ε[13].
Η αύξηση των κρατών μελών και οι επιπτώσεις στην πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης
Η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας έθεσε εξαρχής το ζήτημα αρχικά της ικανότητας του συστήματος θεσμών και πολιτικών <<να απορροφήσουν>> τα νέα κράτη-μέλη και έπειτα της δυνατότητας της Ένωσης να προωθήσει την ενοποίησή της. Το ζήτημα αυτό ως κύριο δίλλημα της ενοποιητικής δύναμης αποδόθηκε με την φράση <<εμβάθυνση ή διεύρυνση>> [14].
Οι διευρύνσεις του 1970 και του 1980 συνέβαλαν καθοριστικά στην ανομοιογένεια των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων[15]. Στο σημείο αυτό έχουμε την αφετηρία της αρχής της <<Κοινοτικής αλληλεγγύης>>, όπου απέκτησε συγκεκριμένη οικονομική αναφορά, όπως της πολιτικής υποβοήθησης της ανάπτυξης των περιοχών που υστερούσαν σε σχέση με το μέσο όρο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι διαδοχικές προσχωρήσεις νέων κρατών μελών δημιουργούσαν προβλήματα στον τρόπο λήψης αποφάσεων[16].
Η απόπειρα ανανέωσης της πολιτικής βούλησης δημιούργησε την ανάγκη της συμμετοχής των εθνικών ηγετών. Οι Σύνοδοι έγιναν αναγκαίες και μείωσαν την δυνατότητα του Συμβουλίου των Υπουργών να λαμβάνει αποφάσεις μετατρέποντας το σε Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο συνεδρίαζε τρεις φορές το χρόνο με σκοπό να επισκοπεί την Κοινότητα και την Πολιτική Συνεργασία[17].
Από το 1979 το Κοινοβούλιο εκλέγεται με άμεση ψηφοφορία συμβάλλοντας στη δημοκρατική νομιμοποίηση της Κοινότητας και αποκτά σημαντική επιρροή στη διαδικασία λήψης αποφάσεων[18]. Το ποσοστό αντιπροσώπευσης των Κρατών μελών στην Επιτροπή, στο Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο διαφοροποιήθηκε[19]. Η Γαλλία, το 1981, στηριζόμενη στο γεγονός πως δε θα μπορούσε να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία καθώς τα μέλη της Ένωσης ήταν περισσότερα, προτείνει ένα σχέδιο με κύρια χαρακτηριστικά την ανάπτυξη της πολιτικής συνεργασίας η οποία θα συνδεόταν με την Κοινότητα μέσω του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και η διαδικασία ψηφοφορία θα γινόταν με γνώμονα την ειδική πλειοψηφία[20]. Έτσι, μεταβλήθηκε η διαδικασία λήψης αποφάσεων και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αναλαμβάνει την ευθύνη για όλες τις σημαντικές αποφάσεις[21].
Εκείνη την χρονική περίοδο ορίστηκε η ειδική πλειοψηφία, η εξουσιοδότηση του Συμβουλίου για την ίδρυση ενός πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και ορίστηκε η 31η Δεκεμβρίου ως καταληκτική ημερομηνία για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς[22]. Το 1995 η ένταξη της Σουηδίας, της Αυστρίας και της Φιλανδίας μετέβαλε την αριθμητική σύνθεση των Ευρωπαϊκών Οργάνων και αύξησε τον αριθμό των ψήφων της μειοψηφίας σε 62 από 87. Επίσης, αυξήθηκαν τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα μέλη της Επιτροπής έφτασαν τα είκοσι[23].
Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μέσω της ενίσχυσης της <<διαδικασίας συναπόφασης>>, την οποία εισήγαγε η Συνθήκη του Μάαστριχ, διεύρυνε και ενίσχυσε τη θέση του. Επίσης, η Συνθήκη του Άμστερνταμ ενίσχυσε σημαντικά το ρόλο του Προέδρου της Επιτροπής και η τοποθέτηση των Επιτρόπων γινόταν με <<κοινή συμφωνία>> μεταξύ κυβερνήσεων και Προέδρου. Από το 2005 ορίζεται ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα απαρτίζεται από έναν Επίτροπο από κάθε κράτος μέλος[24].
Η ραγδαία αύξηση των κρατών μελών της Ένωσης καταδεικνύει την έλξη που ασκούσε η διαδικασία της πολυεθνικής ολοκλήρωσης. Τα κράτη που αρχικά ήταν αρνητικά ως προς την ολοκλήρωση αυτή, επέλεξαν τελικά τη συμμετοχή τους στη διαδικασία ενοποίησης. Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, έπειτα από την απελευθέρωσή τους από το <<Σιδηρούν Παραπέτασμα>> βρίσκονταν στη θέση να επιλέξουν ανάμεσα στην ένταξη στη ζώνη των ελευθλερων συναλλαγών του Ε.Ο.Χ. και της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εν τούτοις, επέλεξαν την ένταξή τους στην Ένωση καθιστώντας εμφανή πλέον την παραπάνω έλξη[25].
Τόσο η αύξηση των μελών όσο και ο αριθμός των αποστολών που αναλάμβανε η Ένωση, σήμαινε ότι τα νεοεισαχθέντα μέλη έμπαιναν σε μια όλο και στενότερη ένωση και υποχρεώνονταν να υιοθετήσουν όλο το <<κοινοτικό κεκτημένο>>, την ήδη υπάρχουσα δηλαδή, νομοθεσία. Συνεπώς, με την υπογραφή τους, γνώριζαν πλέον ότι η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ήταν μια διαδικασία χωρίς <<καθορισμένο τέλος>>, έχοντας ως στόχο τη στενότερη ένωση των Ευρωπαϊκών λαών. Αυτό ερμηνεύεται ότι τα οικονομικά αλλά και πολιτικά οφέλη της ένταξης και της ολοκλήρωσης ήταν εκείνα που προσέλκυαν τα νέα μέλη, όπου ουσιαστικά υπερκάλυπταν το μειονέκτημα της εκχώρησης τμημάτων της εθνικής κυριαρχίας τους σε υπερεθνικούς θεσμούς[26].
Οι διευρύνσεις του 2004 και του 2007 είναι σαφές νίκες της Ένωσης, καθώς συνέδραμαν στην Ευρώπη ώστε να επανενωθεί συμβάλλοντας στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας σε όλη την ήπειρο. Η πραγμάτωσή τους συντέλεσε στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και στην παγίωση αρχών όπως της ελευθερίας, της δημοκρατίας αλλά και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Η ενιαία εσωτερική αγορά και η συνεργασία σε οικονομικό επίπεδο βοήθησαν στην ευημερία αλλά και στην ανταγωνιστικότητα, συμβάλλοντας στην ένωση να σταθεί επάξια στις διεθνείς προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Οι διευρύνσεις ενίσχυσαν το βάρος της Ένωσης στον κόσμο και την έχουν κάνει έναν δυναμικό διεθνή εταίρο[27].
Η Ένωση συνεχίζει να ασκεί έλξη και δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο όλες οι χώρες που βρίσκονται περιφερειακά αυτής κάποια χρονική στιγμή να ζητήσουν να συμμετέχουν. Το κύριο ζήτημα δεν είναι τόσο η συνεχής διεύρυνση της Ένωσης όσο το ότι οι δομές και οι θεσμοί της Ένωσης δεν αντέχουν τη συνεχή επέκταση χωρίς την ενδυνάμωσή τους. Μια αρχική, σημαντική προσπάθεια έγινε με την υπογραφή της Λισσαβόνας το 2007 σε ό,τι αφορά στην ενίσχυση των θεσμών και των δομών της διευρυμένης Ένωσης. Οι μεταρρυθμίσεις που έφερε η παραπάνω Συνθήκη δεν είναι αρκετές για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των πολιτών της Ένωσης στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό πεδίο[28].
Συμπεράσματα
Οι συνεχείς διευρύνσεις συνέβαλαν ουσιαστικά στην θωράκιση της δημοκρατίας και στην ενίσχυση της σταθερότητας στην ευρωπαϊκή ήπειρο και υπήρξε ένας από τους λόγους που δόθηκε βραβείο Νόμπελ Ειρήνης στην Ε.Ε. το 2012.
Η πολυεθνική ολοκλήρωση έχει παγιώσει την ειρήνη, έχει καταστήσει εταίρους τους πρώην αντίπαλους, έχει εξασφαλίσει την ισότητα όλων των κρατών-μελών έναντι των κοινών νόμων, έχει προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης όλων και συνεπώς έχει εξασφαλίσει την σχετική ευημερία όλων των κρατών-μελών.
Η προσχώρηση στην Ε.Ε. επιβάλει την τήρηση αυστηρών όρων και δεν πραγματοποιείται αυτόματα. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί μέσω των διαφόρων αναθεωρήσεων των ιδρυτικών συνθηκών δεν επιζητούν μόνο στην ευθυγράμμιση της εθνικής νομοθεσίας με τα πρότυπα της Ε.Ε. Σημείο αναφοράς της διαδικασίας διεύρυνσης εξακολουθεί να παραμένει ο σεβασμός του κράτους δικαίου, των δημοκρατικών αρχών και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[29]
*Τελειόφοιτος Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου, Ανθρωπιστικές Σπουδές, Ευρωπαϊκός Πολιτισμός
Βιβλιογραφία
Κ. Λάβδας (2002), Δημιουργία και εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ε.Α.Π., Πάτρα
Σ. Σακελαρόπουλος, (2008), Η μετάβαση στην Ευρώπη των 27 στο Ευρωπαϊκή Ένωση την αυγή της τρίτης χιλιετίας, Θεσμοί, Οργάνωση και Πολιτικές, Ε.Α.Π., Πάτρα
Ε. Χατζηβασιλείου (2004), Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα
Θ. Χριστοδουλίδης (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σιδέρης, Αθήνα
- S. Henig (2002), Η ενοποίηση της Ευρώπης. Από τη διχόνοια στην ομόνοια, Ε.Α.Π., Πάτρα
- N. Nugent (2004), Πολιτική και διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Σαβάλλας, Αθήνα
http://europa.eu/pol/pdf/flipbook/el/enlargement el pdf
http://www.europedia.moussis.eu/home.tkl
[1] Λάβδας Κ., (2002), Δημιουργία και εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 60
[2] Χριστοδουλίδης Θ., (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 107-109 & Χατζηβασιλείου Ε., (2010), Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, σελ. 467 & Nugent N., (2004), Πολιτική και διακυβέρνηση στν Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, σελ. 67
[3] Henig S., (2002), Η ενοποίηση της Ευρώπης από τη διχόνοια στην ομόνοια, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 32
[4] Henig S., (2002), Η ενοποίηση της Ευρώπης από τη διχόνοια στην ομόνοια, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 69-75
[5] Χριστοδουλίδης Θ., (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 110-111
[6] Henig S., ό.π., σελ. 80 & Χριστοδουλίδης Θ., ό.π., σελ. 111-113 & Nugent N., (2004), Πολιτική και διακυβέρνηση στν Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, σελ. 70
[7] Henig S., ό.π., σελ. 80 & Χατζηβασιλείου Ε., (2010), Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, σελ. 468 & Nugent N., ό.π., σελ. 69-70
[8] Χριστοδουλίδης Θ., (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 155-159 & Nugent N., (2004), Πολιτική και διακυβέρνηση στν Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, σελ. 71
[9] Χριστοδουλίδης Θ., ό.π., σελ. 199
[10] Χριστοδουλίδης Θ., ό.π., σελ. 178-189
[11] Σακελαρόπουλος Σ., (2008), Η μετάβαση στην Ευρώπη των 27 στο Ευρωπαϊκή Ένωση την αυγή της τρίτης χιλιετίας , Θεσμοί, Οργάνωση και Πολιτικές, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 86-89
[12] Σακελαρόπουλος Σ., ό.π., σελ. 91-92
[13] http://europa.eu/pol/pdf/flipbook/el/enlargementelpdf
[14] Henig S., (2002), Η ενοποίηση της Ευρώπης από τη διχόνοια στην ομόνοια, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 69
[15] Henig S., ό.π., σελ. 85
[16] Λάβδας Κ., (2002), Δημιουργία και εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 95 & Χριστοδουλίδης Θ., (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 115 & Σακελαρόπουλος Σ., (2008), Η μετάβαση στην Ευρώπη των 27 στο Ευρωπαϊκή Ένωση την αυγή της τρίτης χιλιετίας , Θεσμοί, Οργάνωση και Πολιτικές, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 82-83
[17] Henig S., (2002), Η ενοποίηση της Ευρώπης από τη διχόνοια στην ομόνοια, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 74-75
[18] Henig S., ό.π., σελ. 74-75
[19] Χριστοδουλίδης Θ., (2001), Από την ευρωπαϊκή ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 113-114
[20] Henig S., ό.π., σελ. 80-81 & Λάβδας Κ., (2002), Δημιουργία και εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 106
[21] Henig S., ό.π., σελ. 84
[22] Χριστοδουλίδης Θ., ό.π., σελ. 124-125 & Λάβδας Κ., ό.π., σελ. 106 & Henig S., ό.π., σελ. 79-80
[23] Χριστοδουλίδης Θ., ό.π., σελ. 159-160
[24] Λάβδας Κ., (2002), Δημιουργία και εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Ε.Α.Π., Πάτρα, σελ. 133,137
[25] http://www.europedia.moussis.eu/home.tkl, ενότητα 1.3
[26] http://www.europedia.moussis.eu/home.tkl, ενότητα 1.3
[27] http://europa.eu/pol/pdf/flipbook/el/enlargementelpdf
[28] http://www.europedia.moussis.eu/home.tkl, ενότητα 1.3
[29] http://www.europedia.moussis.eu/home.tkl, ενότητα 1.3