25 Οκτωβρίου 2014 at 17:19

Τι επιδιώκει η Άγκυρα στο Αιγαίο

από

Διάλογος μεταξύ Π. Κονδυλη και πτέραρχου ε.α. Π. Οικονόμου από τις στήλες της εφημερίδας το “ΒΗΜΑ”. Η διαφωνία τους περιστρέφεται σε στοιχεία για το αξιόμαχο της Τουρκίας.

F-16
F-16

Τι επιδιώκει η Άγκυρα στο Αιγαίο

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ 

(Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 1998)

Σε μιαν από τις εμπεριστατωμένες και ακριβείς αναλύσεις, στις οποίες μας έχει συνηθίσει, ο διπλωματικός συντάκτης του «Βήματος» κ. Ν. Μαράκης παρουσίασε τις ελληνικές επιτελικές εκτιμήσεις για τις τουρκικές ασκήσεις στο Αιγαίο («Το Βήμα», 1.2.1998). Τέτοιες εκτιμήσεις έχουν ιδιαίτερη σημασία, αν σκεφθούμε ότι οι μείζονες στρατιωτικές ασκήσεις δεν αποτελούν απλώς θαλάσσιες ή αεροπορικές εκδρομές για ξεμούδιασμα ή προς γενική επίδειξη ισχύος αλλά διεξάγονται εν όψει ορισμένων επιτελικών σχεδίων πολέμου και συνιστούν μιαν υποτυπώδη εφαρμογή τους σε καιρό ειρήνης. Η ανάλυσή τους συνεπάγεται επομένως διείσδυση στις στρατηγικές προθέσεις της άλλης πλευράς. Και οι προθέσεις, σύμφωνα με τους Έλληνες επιτελείς και τον κ. Μαράκη, διαγράφονται ως εξής: «καθήλωση» της ελληνικής αεροπορίας και του ελληνικού ναυτικού, πρόκληση «εκτεταμένης ζημίας» στην αμυντική ικανότητα της Ελλάδας «πριν από την απόπειρα κατάληψης εδάφους», «σοβαρότατη μείωση της μαχητικής ικανότητας» των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ως προϋπόθεση της «διαπραγματευτικής αδυναμίας» της Ελλάδας. Ειδικότερα επισημαίνεται η τουρκική προσπάθεια για «αύξηση της ικανότητας διείσδυσης των επιτιθέμενων αεροπλάνων», εφοδιασμένων με άκρως σύγχρονα συστήματα στοχοποίησης και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς.

Με βάση αυτά τα δεδομένα επιβάλλεται να ανασυγκροτήσουμε το ευρύτερο τουρκικό σχέδιο πολέμου και να αντλήσουμε τα αντίστοιχα διδάγματα. Εν όψει του σημερινού συσχετισμού δυνάμεων, η τουρκική πλευρά θα διέπραττε ένα σοβαρό σφάλμα αν διεξήγαγε πόλεμο έτσι όπως νομίζουν πλείστοι όσοι ότι θα τον διεξαγάγει: ότι δηλαδή θα θελήσει να προβεί απευθείας στην επιθυμητή εδαφική κατάκτηση, επικεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις της και κάνοντας το πολύ πολύ παραπλανητικούς αντιπερισπασμούς. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε για τους Τούρκους μεγάλα μειονεκτήματα, γιατί δεν θα τους επέτρεπε να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις ένοπλες δυνάμεις, άρα την υπεροπλία τους: όσο μικρότερο είναι το θέατρο του πολέμου τόσο ευκολότερα μπορεί ο υποδεέστερος να εξουδετερώσει την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, ο οποίος μόνο ένα κλάσμα των δυνάμεών του μπορεί να αναπτύξει μέσα σε στενά όρια. Επιπλέον έτσι παρατείνεται η επιχείρηση, οπότε ο χρόνος εργάζεται εναντίον του επιτιθεμένου (και ισχυροτέρου), προπαντός όταν αναμένεται εύλογα επέμβαση του διεθνούς (διάβαζε: αμερικανικού) πολιτικοστρατιωτικού παράγοντα προς διακοπή των εχθροπραξιών.

Γι’ αυτόν τον λόγο η τουρκική πλευρά, έστω και αν έχει περιορισμένες μόνον εδαφικές βλέψεις, δεν θα διεξήγε πόλεμο επιδιώκοντας απευθείας αυτές και επικεντρώνοντας σε αυτές το στρατιωτικό της δυναμικό. Όπως υποδηλώνει η παραπάνω ανάλυση των ασκήσεών της, θα έκανε κάτι πολύ διαφορετικό: θα προκαλούσε ένα θερμό επεισόδιο (είτε στο έδαφος που θα διεκδικούσε άμεσα είτε κάπου αλλού) αλλά δεν θα έριχνε εδώ το κέντρο βάρους, παρά θα το χρησιμοποιούσε ως πρόσχημα και ως εφαλτήριο για να καταφέρει ένα μαζικό πρώτο πλήγμα στρεφόμενο εναντίον του κορμού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ήτοι του κύριου όγκου της αεροπορίας (ίσως προτού ακόμη βρεθεί στον αέρα) και των κύριων μονάδων του στόλου. Η τουρκική πλευρά γνωρίζει εξίσου καλά όσο και κάθε άλλος τη βασική αρχή της στρατηγικής: πρωταρχικός σκοπός του πολέμου δεν είναι η κατάληψη εδαφών αλλά η συντριβή των εχθρικών ενόπλων δυνάμεων· αν αυτή συντελεσθεί, τότε καταλαμβάνεις με την ησυχία σου όσα εδάφη θέλεις. Έτσι η τουρκική επίθεση θα επικεντρωνόταν σε στρατηγικώς καίρια σημεία και αν πετύχαινε, θα καθιστούσε, με τη διαθέσιμη σήμερα δύναμη πυρός, αδύνατη κάθε συνέχιση του πολέμου από ελληνικής πλευράς. Το μαζικό πρώτο πλήγμα θα δημιουργούσε επιπλέον τετελεσμένα, τα οποία θα βάραιναν αποφασιστικά όχι μόνο σε διαπραγματεύσεις μεταξύ των αμέσως ενδιαφερομένων αλλά και σε διαμεσολαβητικές προσπάθειες τρίτων. Το βλέπουμε στην Κύπρο: κανείς δεν μπορεί να διαπραγματευθεί σαν να μην είχε γίνει η τουρκική κατάκτηση. Το ιδεώδες για την Τουρκία θα ήταν να διαπραγματευθεί κάποτε με την Ελλάδα από την ίδια θέση όπως με την Κύπρο.

Θα ήταν κεφαλαιώδες στρατηγικό σφάλμα η εμμονή σε σκουριασμένες αντιλήψεις του τύπου: «οι πόλεμοι δεν κρίνονται από την πρώτη μέρα». Όσοι τα λένε αυτά, ανατρέχοντας νοσταλγικά στο 1940, δεν έχουν κατανοήσει πόσα και ποια πράγματα έχουν μεταβληθεί στα τελευταία 10 – 15 χρόνια. Τόσο σε σχέση με τη γενικότερη διεθνή εξέλιξη του πολεμικού φαινομένου όσο και σε συνάφεια με μιαν ενδεχόμενη ελληνοτουρκική σύγκρουση, είχα την ευκαιρία να τονίσω πρόσφατα («Θεωρία του Πολέμου», πρβλ. «Το Βήμα», 30.11.1997) ότι η υφή των υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων προσδίδει καθοριστική σημασία στην εναρκτήρια φάση όχι μόνο ενός πυρηνικού αλλά και ενός συμβατικού πολέμου. Όπως διαγράφεται το πιθανότερο σενάριο ενός ελληνοτουρκικού πολέμου, θα επικρατήσει όποιος περάσει γρήγορα και αποφασιστικά από το θερμό επεισόδιο στο μαζικό πρώτο πλήγμα. Η τουρκική πλευρά γνωρίζει ότι μόνον αυτή έχει σήμερα τούτη τη δυνατότητα, ενώ η ελληνική πλευρά τη στερείται. Ακριβώς γι’ αυτό έχει προφανώς επικεντρώσει το πολεμικό της σχέδιο στο σημείο όπου υπερέχει ­ και τούτο συμβαίνει να είναι το κρίσιμο σημείο. Η ανάλυση των τουρκικών στρατιωτικών ασκήσεων επιβεβαιώνει πλήρως αυτή τη διάγνωση, στην οποία άλλωστε καταλήγει κανείς και με μόνη τη γνώση των στρατηγικών δεδομένων, αρκεί να ξέρει πώς πρέπει να τα ερμηνεύσει. Δεν είναι τόσο σημαντικό αν την έννοια και τη στρατηγική βαρύτητα του μαζικού πρώτου πλήγματος στον σύγχρονο πόλεμο δεν τις κατανοούν αιθεροβάμονες πολιτευόμενοι, διανοούμενοι και δημοσιογραφούντες. Θα ήταν όμως ολέθριο αν δεν τις συνειδητοποιούσε η υπεύθυνη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία.

Και ακόμη μια σκουριασμένη προκατάληψη θα όφειλε να λησμονήσει για πάντα η ελληνική πλευρά: ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις «έχουν τα χάλια τους» και δεν είναι σε θέση να διεξαγάγουν ταχύ και αποτελεσματικό πόλεμο. Δημιουργεί παραπλανητικές ψευδαισθήσεις και ένα κλίμα επικίνδυνης ευφορίας όποιος ανατρέχει π.χ. στις στρατιωτικές προχειρότητες της τουρκικής απόβασης στην Κύπρο για να υπαινιχθεί ότι η Τουρκία δεν είναι και τόσο αξιόμαχη (είδα με λύπη μου να το κάνει αυτό ο πτέραρχος κ. Οικονόμου και να το επικροτεί ο κ. Παπαθεμελής, βλ. αντιστοίχως «Το Βήμα», 25.1 και 1.2.1998). Από τότε πέρασαν 24 χρόνια και μου φαίνεται αδόκιμο να συγχέουμε τις αναμνήσεις μας με τις προβλέψεις μας. Επιπλέον είναι ασυνεπές αφενός να θεωρεί κανείς τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις περίπου «μπουνταλάδικες» και αφετέρου να ζητεί ραγδαίο εκσυγχρονισμό των ελληνικών. Αφήνοντας λοιπόν στην άκρη την αυτάρεσκη υποτίμηση του αντιπάλου και τις βαρύγδουπες ρήσεις περί «ψυχής που νικά τα όπλα» και καταγράφοντας ως την έσχατη λογική τους συνέπεια τα σύγχρονα στρατηγικά και εξοπλιστικά δεδομένα, η ελληνική πλευρά θα όφειλε σήμερα να κάμει δύο πράγματα, ένα βραχυπρόθεσμα και ένα μακροπρόθεσμα. Καθώς οι Τούρκοι, διαθέτοντας την υπεροπλία, έχουν τη δυνατότητα και ­ όπως φαίνεται επίσης ­ την πρόθεση του μαζικού πρώτου πλήγματος, η υποδεέστερη ελληνική πλευρά καλά θα έκανε να δείξει στο προσεχές μέλλον ύψιστη φρόνηση και να μην εμπλακεί σε κανενός είδους θερμό επεισόδιο, το οποίο η Τουρκία έχει κάθε λόγο να επιζητεί σήμερα ως αφορμή και ως εφαλτήριο του μαζικού πρώτου πλήγματος. Παράλληλα θα όφειλε να συντονίσει τα εξοπλιστικά της προγράμματα κατά τρόπο ώστε να αποκτήσει και αυτή την ίδια δυνατότητα ­ όχι φυσικά και την ίδια πρόθεση. Μακροπρόθεσμα η μόνη δραστική αποτροπή είναι να γνωρίζει η Τουρκία ότι το μαζικό πρώτο πλήγμα, που η ίδια ετοιμάζει, μπορεί να γίνει μπούμερανγκ και να στραφεί εναντίον της. Οφείλουμε να ευχαριστήσουμε το τουρκικό επιτελείο γιατί με τις στρατιωτικές του ασκήσεις καθιστά διαφανέστερες τις προθέσεις του ­ τουλάχιστον στα μάτια όσων δεν είναι ανίατα αφελείς. Πρέπει επίσης να χαιρόμαστε γιατί, σύμφωνα με τα γραφόμενα του κ. Μαράκη, οι Έλληνες επιτελείς αναλύουν ορθά το στρατηγικό νόημα αυτών των ασκήσεων. Ας ευχηθούμε ότι θα βγάλουν και τα ορθά συμπεράσματα περί του πρακτέου.

 

Πώς θα αποτρέψουμε τον πόλεμο

Π. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

(Κυριακή 1 Μαρτίου 1998)

Η στρατηγική που εφαρμόζει η Τουρκία από το 1974 και μετά προκειμένου να επιβάλει τις «διευθετήσεις» που αυτή επιθυμεί, εδαφικές και άλλες, εις βάρος της χώρας μας κινείται σε τρεις άξονες: (α) ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) με σύγχρονα οπλικά συστήματα και συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς ώστε αυτές να καταστούν ένας καθαρά επιθετικός βραχίων· (β) εφαρμογή σχεδίου ψυχολογικού πολέμου με σκοπό τον εκφοβισμό του ελληνικού λαού και την κάμψη της θέλησής του να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό. Σχέδιο που βασίζεται στην υπερβολική προβολή της τουρκικής πολεμικής μηχανής ως μιας μηχανής που έχει τεράστιες δυνατότητες, ενός γίγαντα, δηλαδή, που αρκεί να ανοίξει το στόμα του για να μας καταπιεί. Και κατά καιρούς προς επιβεβαίωση, για του λόγου το αληθές, αναφέρονται οι επιτυχίες της στην Κύπρο το 1974 και στη Μικρά Ασία το 1922. (γ) Εκβιαστική διπλωματία, όπου με απειλές, ανοικτές ή συγκεκαλυμμένες, και εκβιαστικά διλήμματα προωθεί σταδιακά τις θέσεις της, ανάλογα και με τις διεθνείς συγκυρίες. Είναι γνωστές οι δηλώσεις Ντεμιρέλ, Τσιλέρ, Μπαϊκάλ, Καρανταγί, Μιρ κ.ά. στο πλαίσιο αυτό αλλά και η εντελώς πρόσφατη του τέως αρχηγού του Ναυτικού που ανέφερε ότι κατά την κρίση των Ιμίων η κυρία Τσιλέρ είχε αποφασίσει να προχωρήσει σε πόλεμο.

Και εμείς, δυστυχώς, χωρίς να αντιληφθούμε ότι παίζουμε το παιχνίδι τους, αναπαράγουμε αυτή την προπαγάνδα με όλα τα ΜΜΕ δημιουργώντας άθελά μας μια ατμόσφαιρα φοβίας και ηττοπάθειας στον λαό αλλά και στην ηγεσία του τόπου σε κάποιο βαθμό. Με αυτή λοιπόν τη στρατηγική η Τουρκία από το 1987 ως σήμερα κατόρθωσε να επιτύχει «χωρίς να ρίξει τουφεκιά» τα ακόλουθα: (α) τη μη επέκταση των χωρικών μας υδάτων στα 12 μίλια ενώ είχαμε κάθε δικαίωμα προς τούτο· (β) την αναστολή επ’ αόριστον της εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου πέραν των χωρικών μας υδάτων· (γ) την αναγνώριση ζωτικών τουρκικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων ασφαλείας στο Αιγαίο· (δ) την αναγνώριση γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, βλέπε Ίμια· (ε) την πρόταση της Ελλάδας για παραπομπή όλων των τουρκικών διεκδικήσεων, ακόμη και το θέμα ασφαλείας των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, στο Δικαστήριο της Χάγης.

Κατόπιν λοιπόν των ανωτέρω, θεώρησα σκόπιμο στο άρθρο μου της 25.1.98 να παρουσιάσω την τουρκική πολεμική μηχανή όπως αυτή εμφανίστηκε κατά την εισβολή στην Κύπρο το 1974. Επιχείρηση που διαφημίστηκε ως πρότυπο οργάνωσης και εκτέλεσης, τα δε στοιχεία που παρέθεσα βασίστηκαν στις εκθέσεις υπευθύνων ηγετών, Ελλήνων και Τούρκων. Η όλη επιχείρηση κρίθηκε ως σύγχρονη για την εποχή της και αξιολογήθηκαν βασικά τομείς όπως η εφαρμογή των σχεδίων, η χρήση των μέσων, η οργάνωση και η ευψυχία των μαχητών. Άλλωστε, η Τουρκία ήταν μέλος του ΝΑΤΟ από εικοσαετίας και πλέον (1952) και διέθετε σύγχρονες για την εποχή ΕΔ, για τη μαχητική ικανότητα και το μέγεθος των οποίων επαίρετο όπως και σήμερα.

Ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπάρχει έκτοτε άλλη παρόμοια επιχείρηση για να αξιολογηθεί, εκτός εκείνων που διεξάγει εναντίον των Κούρδων αυτονομιστών, αλλά αυτές δεν προσφέρονται για εκτίμηση των δυνατοτήτων ενός τακτικού στρατού· αν και το ότι αυτός ο πόλεμος, του Γολιάθ εναντίον του Δαβίδ, διαρκεί πάνω από δέκα χρόνια θα πρέπει να μας οδηγεί σε συμπεράσματα όχι κολακευτικά για την τουρκική πλευρά. Το γεγονός ότι από το 1974 πέρασαν 24 χρόνια και σίγουρα θα υπάρχουν βελτιώσεις στους τομείς που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι αναμφισβήτητο, αλλά δεν πρέπει να έχουν αλλάξει πολλά, αν λάβουμε υπόψη μας ότι στην Ανατολική Τουρκία υπάρχουν ακόμη πρωτόγονοι οικισμοί.

Και για εκείνους που ισχυρίζονται ότι οι πόλεμοι σήμερα δεν έχουν σχέση με αυτούς του παρελθόντος, διότι διεξάγονται με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τα συναφή, η απάντηση είναι ότι οι πόλεμοι σήμερα κερδίζονται με μυαλό, τόλμη και ευψυχία· τα υπόλοιπα ανάγονται στη σφαίρα της θεωρίας. Και ακόμη, αν ελαμβάνετο υπόψη μόνο το γεωπολιτικό δυναμικό των αντιπάλων, όπως ορισμένοι επιμένουν, τότε οι αρχαίοι πρόγονοί μας δεν θα έπρεπε να είχαν τολμήσει να αντιπαρατεθούν με τις στρατιές των Περσών στον Μαραθώνα, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές. Ούτε ο Μέγας Αλέξανδρος θα έφθανε ποτέ στις Ινδίες ούτε η επανάσταση του 1821 θα έπρεπε να είχε γίνει ούτε το «Όχι» του 1940 να είχε ειπωθεί και άλλα πολλά. Βεβαίως παραθέτοντας τα ανωτέρω πρόθεσή μου δεν είναι να υποτιμήσω την τουρκική πολεμική μηχανή, η οποία είναι μια σημαντική και αξιόλογη δύναμη, αλλά να διαλύσω τον μύθο του θηρίου που θα μας κατασπαράξει χωρίς να πληγεί και αυτό θανάσιμα ή κατ’ ελάχιστον να ακρωτηριασθεί, όπως επιμένει να μας παρουσιάζει η τουρκική προπαγάνδα.

Το ζητούμενο όμως είναι πώς θα αποτρέψουμε τον πόλεμο και όχι πώς θα τον αποφύγουμε, όπως σοφά λέει και ο τέως υπουργός κ. Παπαθεμελής στο άρθρο του της 1.2.98 («Το Βήμα»). Και θα τον αποτρέψουμε μόνον όταν οι Τούρκοι αντιληφθούν ότι το τίμημα που θα πληρώσουν θα είναι δυσανάλογο σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσουν. Και όχι ακολουθώντας την πολιτική του κατευνασμού που σίγουρα οδηγεί σε πόλεμο, όπως συνέβη και το 1939, όταν η υποχωρητικότητα του Τσάμπερλεν απεθράσυνε τον Χίτλερ και οδήγησε την ανθρωπότητα στο σφαγείο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αποτροπή επιτυγχάνεται με ισχυρές ΕΔ, ικανές να επιφέρουν θανατηφόρο πλήγμα στον αντίπαλο, με αιχμή του δόρατος την Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ), αλλά και την ακλόνητη απόφασή μας να υπερασπίσουμε την εδαφική μας ακεραιότητα και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, όπως αυτά προκύπτουν από τις συνθήκες ειρήνης και το διεθνές δίκαιο. Και ευτυχώς, παρά τα λάθη και τις παραλείψεις που διεπράχθησαν στον εκσυγχρονισμό των ΕΔ τα τελευταία χρόνια, αυτές εξακολουθούν να βρίσκονται σε θέση να επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στον αντίπαλο, αν και η ισορροπία δυνάμεων έχει φθάσει στα όρια της ανατροπής, κατάσταση που είναι δυνατόν από κακή εκτίμηση του αντιπάλου να οδηγήσει σε σύρραξη. Γι’ αυτόν τον λόγο από δεκαετίας και πλέον, μετά τη λανθασμένη επιλογή, κατά την πολυδιαφημισθείσα αγορά του αιώνα (1985), ζητώ επίμονα ενίσχυση της ΠΑ, προτού είναι πλέον αργά.

Τελειώνοντας, επιθυμώ να τονίσω ότι το να υποτιμά κανείς τον αντίπαλο είναι μέγιστο λάθος που ούτε ένας πρωτοετής εύελπις ­ ναυτικός δόκιμος ή Ίκαρος ­ επιτρέπεται να διαπράξει, ενώ αντίθετα η γνώση του αντιπάλου και ιδιαίτερα των αδυναμιών του είναι λίαν επιβεβλημένη προκειμένου να επιτευχθεί είτε η αποτροπή είτε η νίκη στην περίπτωση που η σύρραξη καταστεί αναπόφευκτη. Και συνεπώς για την προσπάθεια που γίνεται προς αυτή την κατεύθυνση ο κ. Κονδύλης θα πρέπει να χαίρεται, αντί να λυπάται, όπως λέει στο άρθρο του τής 8.2.98 («Το Βήμα»).

ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ, http://kondylis.wordpress.com/2009/01/06/oikonomou/

(Εμφανιστηκε 1,632 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.