Τι σημαίνει: γεντέκι
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
γεντέκι σημαίνει το άλογο, τη βάρκα ή τον άνθρωπο που τραβιέται με σκοινί, έλκεται, το σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο ή ρυμουλκείται ένα πλοίο. Ο Κουκκίδης* αναφέρει γεντέκι το= πρόσθετος ίππος εις άμαξαν, παν διπλούν πράγμα δια να χρησιμεύσει εν ώρα ανάγκης, υποστήριγμα σαχνιστού, λωρίον δια του οποίου σύρεται πλοιάροιον ή λέμβος από ξηράς ή ίππο.
Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από το τουρκ. yedek= εφεδρικός, βοηθητικός ιμάντας ρυμούλκησης.
Ο στρατηγός Μακρυγιάνης γράφει.: Ὅτι ὁ Γκούρας τὸν Καρατάσσιον καὶ Γάτζο τοὺς ἄφησε πεζοὺς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὡς τὸν Ἁγιώργη κι᾿ αὐτὸς εἶχε ἄλογα ἄδεια καὶ τὰ τράβαγε γεντέκια.
Ως γιουντέκι, βρίσκεται και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη: Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ’ επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν’ αρμενίσουμε κουσέρβα;
*Κουκίδη Κ., Λεξιλόγιο ελληνικών λέξεων παραγομένων εκ της Τουρκικής. Εκδ. Εταιρείας Θρακικών Μελετών. Αθήνα, 1960.
Pingback: Τι σημαίν&e...