Αβδούλ – Αμπούτ πασάς. Καταστροφή της Κασσάνδρας. Άλωση της Νάουσας. Σφαγές και λεηλασίες
Δημοσιεύουμε, σε νεοελληνική απόδοση, αποσπάσματα από το βιβλίο του φιλολόγου Παναγιώτη Λιούφη Ιστορία της Κοζάνης, έκδοση 1924.
Κείμενο: Παναγιώτης Λιούφης
απόδοση στα νέα ελληνικά: Δημήτρης Τζήκας*
Ύστερα απ’ την έκρηξη της ελληνικής επανάστασης στη Χαλκιδική και την κατάσβεσή της, ο αιμοχαρής Διαρβεκήρ βαλεσή Αβδούλ – Αμπούτ ή Αμπαλαμπούτ πασάς, οδηγώντας 25 χιλιάδες στράτευμα κατέστρεψε την Κασσάνδρα φονεύοντας περίπου 15 χιλιάδες ανθρώπους, ενώ άφησε χίλιους στρατιώτες στο Άγιο Όρος και υποχρέωσε τον Σπαντωνή, επίτροπο των Μονών στη Θεσσαλονίκη, να πληρώσει 700.000 γρόσια· πλείστους δε μοναχούς έριξε σε υγρές φυλακές και τους θανάτωσε. Πληροφορούμενος ότι η πόλη της Νάουσας βρίσκεται σε εξέγερση, κάλεσε τους Ζαφειράκη Θεοδοσίου Λογοθέτη, Καρατάσο, Αγγελή Γάτσο και Διαμαντή Νικολάου να έρθουν να τον προσκυνήσουν στη Θεσσαλονίκη. Αυτοί, αρχικά προφασιζόμενοι απέφευγαν, αλλά αφού ο πασάς επέμενε, αναπέτασαν τη σημαία· ο δε Αμπαλαμπούτ έστειλε τη στρατιά στη Βέροια υπό τον Κεχαγιάμπεη, κι ετοιμαζόταν να κινηθεί κατά της Νάουσας. Επιτίθενται όμως εναντίον του οι καπεταναίοι και προξενούν φθορά· αυτό εξαγρίωσε τον Αμπαλαμπούτ, ο οποίος διατάζει την πολιορκία της πόλης, κατά τον Απρίλιο του 1822. Ύστερα από πεισματώδεις μάχες, η πόλη αλώθηκε με προδοσία των φυλακισμένων από τον Ζαφειράκη, οι οποίοι απέδρασαν από τη φυλακή και άνοιξαν τις πύλες. Έπειτα από μάχη τριών ημερών, ακολούθησε σφαγή 10.000 περίπου και λεηλασία φρικαλέα, ενώ αιχμαλωτίστηκαν πολλές γυναίκες και παιδιά. Κι ο μεν Ζαφειράκης με κάποιον από τους γιους του Καρατάσου φονεύτηκε πολιορκημένος στο Βάλτο, οι δε Καρατάσος και Γάτσος, μαζί με τους Δουμπιώτη, Αποστολάρα και Μήτρο Λιακόπουλο αποσύρθηκαν στο Σέλι κι από ΄κει με 500 στρατιώτες, περνώντας από τα χωριά Εγρή- Μπουτζάκ, διάβηκαν τον Αλιάκμονα και μέσω των Χασίων υποχώρησαν στον Ασπροπόταμο· μετά τη μάχη κοντά στο Κομπότι, έφτασαν στο Μεσσολόγι.
Εκστρατεία Αμπαλαμπούτ κατά της Κοζάνης. Διάσωση της πόλης
Σ’ αυτή την κρίσιμη περίσταση, η Κοζάνη με προθυμία υποβοήθησε τους φυγάδες, σώζοντας από άμεσο κίνδυνο 124 άνδρες και γυναίκες. Όταν αυτό έγινε γνωστό προκάλεσε την οργή του Αμπαλαμπούτ πασά, ο οποίος φοβήθηκε εξέγερση της πόλης αυτής. Ξεκίνησε λοιπόν να την καταστρέψει, αφού μάλιστα την κατηγορούσαν και οι περίοικοι Μουσουλμάνοι. Η καταστροφή της Κοζάνης ήταν αναπόφευκτη, αν δυο άνδρες δεν προλάβαιναν τον κίνδυνο, με υπεράνθρωπες ενέργειες. Ο μεν Βενιαμίν, μόλις πληροφορήθηκε την επικείμενη κάθοδο του άγριου στρατού και τον σκοπό της, έσπευσε αμέσως στον Χατζή Χαλήλ αγά και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει προς τον Αμπαλαμπούτ· ο δε Καραμάρκος Παύλου Πριτσούλης, ο οποίος είχε φιλικές συνδέσεις με τους ισχυρούς τοπάρχες Ζαήρ Μπέη και Κιολεμέτ Σαρήγγιολου, τους έπεισε να εκδηλώσουν τις διαθέσεις τους υπέρ της πόλης. Πράγματι, στο Καρατζιλάριο αναχαιτίστηκε λίγο η οργή του πασά. Ο στρατός διατάχθηκε να καταλάβει την πόλη, αλλά να μην προβεί σε καταστροφή, μέχρι να δοθεί νέα διαταγή. Την επόμενη μέρα μπήκε στην πόλη ο Αμπαλαμπούτ με 12 χιλ. στρατό και κατέλυσε στον οίκο του Νικολ. Αρμενούλη. Οι πλείστοι των κατοίκων είχαν καταφύγει στα γύρω χριστιανικά χωριά, μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Βενιαμίν όμως κράτησε μερικούς από τους προκρίτους, και, με την άφιξη του στρατάρχη, έστειλε δυό μουλάρια στολισμένα μεγάλης αξίας, κάποια άλλα δώρα και 10 χιλ. ρουχβιέδες. Ύστερα από μια ώρα, παρέλαβε δύο από τους προκρίτους και πήγε να τον επισκεφτεί. Από τη μια τα δώρα και η φιλόφρονη προθυμία, κι από την άλλη οι θερμές συστάσεις του Χατζη Χαλήλ αγά μαλάκωσαν τον άγριο καταστροφέα της Νάουσας, κι έπειτ’ από πολλές περιπέτειες και διατυπώσεις δέχτηκε τον Βενιαμίν. Συγχρόνως έφτασε και πεζός απεσταλμένος από τον Μαχμούτ πασά Δράμαλη, ο οποίος σύστηνε τον Βενιαμίν ως πιστό. Έτσι σώθηκε η Κοζάνη από βέβαιο κίνδυνο, αφού παρουσιάστηκε ότι κανείς Ναουσαίος δεν κατέφυγε εκεί και η πόλη είχε δήθεν άγνοια για το κίνημα.
Επέλαση κατά της Σιάτιστας
Το διάστημα που ο Αμπαλαμπούτ βρισκόταν στην Κοζάνη, ο αρχιστράτηγος στα Ιωάννινα Χουρσίτ πασάς, έστειλε τον Αλβανό Μαξούτη Σιρόπουλο με 1600 ακόμα Αλβανούς να καταλάβει τη Σιάτιστα και να διαμείνει σ’ αυτήν μέχρι νεωτέρας διαταγής. Οι πρόκριτοι της Σιάτιστας μαθαίνοντας αυτό έσπευσαν να ειδοποιήσουν με απεσταλμένο τον μπέη της Καστοριάς (Σαχή μπέη), στον οποίο υπάγονταν, προκειμένου να μεσιτεύσει προς τον Χουρσίτ πασά, και στην ανάγκη να δώσει ο ίδιος εγγυήσεις για την ησυχία της πόλης· αυτοί βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Βαζούτ αγά, ο οποίος οδηγούσε την εμπροσθοφυλακή, τον βεβαίωσαν σχετικά με την ησυχία του τόπου και του πρόσφεραν αρκετή ποσότητα χρημάτων.
Στρατιωτικές πιέσεις. Πανώλη
Μετά την πάροδο των δεινών αυτών, στρατεύματα που διέρχονταν αδιαλείπτως από την πόλη βάρυναν με πολλούς τρόπους τους κατοίκους, οι οποίοι έπρεπε να μεριμνούν για τα καταλύματα και τη διατροφή τους. Περί τα τέλη του 1823, θέρισε πλήθος ανθρώπων επιδημική πανώλη, η οποία μεταδόθηκε από τον στρατό. Λες και δεν αρκούσαν οι ενοχλήσεις από το στρατιώτες, κάποιος Βεληγκέκας, αρχηγός των Αλβανών, ή κατ’ άλλους Χασάν Γκέκας, επειδή δεν έλαβε τους μισθούς του στη Λάρισα, ήρθε στην Κοζάνη στις 29 Σεπτεμβρίου 1824 και κατέλυσε στα σπίτια, μαζί με τους στρατιώτες του, πιέζοντας τους κατοίκους και απαιτώντας 200.000 γρόσια, με την απειλή ότι θα δέσει τους προκρίτους και θ’ αφανίσει ολόκληρη την πόλη. Τέλος, μετά από τρομοκρατία οχταήμερη απομακρύνθηκε, αφού έλαβε 120.000 γρόσια.
*Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός. Εργάζεται στη δημόσια πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Pingback: Ιστορία &...