Πατριαρχικές business…
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Μετά την άλωση της Κων/πολης, ο Μωάμεθ Β΄ προέβη στη ρύθμιση των σχέσεων του με το πλήθος των χριστιανών υπηκόων του. Προτεραιότητα του ήταν η ανεύρεση του κατάλληλου ανθρώπου για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην προ άλωσης Πόλη, κυρίαρχο ζήτημα μεταξύ των χριστιανών κατοίκων της είχε αναδειχτεί η αποδοχή ή μη της βοήθειας από τη Δύση, η οποία όμως συνοδευόταν και από τον όρο της ένωσης των εκκλησιών και της ταυτόχρονης αποδοχής των πρωτείων του Πάπα. Ο λαός είχε χωριστεί σε «ενωτικούς» και «ανθενωτικούς», γεγονός που λειτούργησε καταλυτικά στην πτώση της Βασιλεύουσας. Ο Μωάμεθ Β΄ αποκωδικοποιώντας έξυπνα τις σχέσεις στον χριστιανικό κόσμο στράφηκε στην αναζήτηση του για πατριάρχη των χριστιανών της αυτοκρατορίας του, προς τους «ανθενωτικούς», οι οποίοι είχαν αποδείξει έμπρακτα ότι προτιμούσαν την Οσμανλίδικη κατάκτηση από την υποταγή στη Ρώμη… Ηγετική φυσιογνωμία των «ανθενωτικών» είχε αναδειχτεί ο Γεώργιος Σχολάριος, τον οποίο ο Μωάμεθ Β΄ βρήκε αιχμάλωτο ενός οσμανλή άρχοντα σε μια κωμόπολη κοντά στην Αδριανούπολη. Στον μεγαλοπρεπή ναό των αγίων Αποστόλων, μιας και η Αγία Σοφία είχε γίνει τζαμί, στις αρχές του 1454 χειροτονήθηκε «Πατριάρχης των Ρωμαίων» με το όνομα Γεννάδιος Β΄. Αμέσως μετά ο Μωάμεθ Β΄ εξέδωσε «βεράτιο», ο Φραντζής το ονομάζει «πρόσταγμα», με το οποίο ορίστηκαν τα δικαιώματα και τα προνόμια του πατριάρχη. Την ίδια πρακτική, της απόδοσης προνομίων, ακολουθούσαν οι Οσμανλήδες προς τους προκαθήμενους και των λοιπών μη ορθοδόξων χριστιανικών εκκλησιών, όπως των Χαλδαίων ή των Κοπτών. Η πρακτική αυτή είχε και πολιτικό περιεχόμενο, αφού έτσι καθησυχάζονταν οι θρησκόληπτες μάζες και απομακρυνόταν το ενδεχόμενο μιας σταυροφορίας των Ευρωπαίων, με σκοπό την απελευθέρωση των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Η τακτική αυτή ουσιαστικά επιβαλλόταν και από το Κοράνι, που περιέβαλε με σεβασμό το χριστιανικό θρήσκευμα και απαγόρευε τους αναγκαστικούς εξισλαμισμούς. Στον κόσμο του Ισλάμ οι άνθρωποι χωρίζονται στους «πιστούς» (μουσουλμάνοι, «μούσλιμ» σημαίνει αφοσιωμένος) και στους «άπιστους», τους «γκιαούρηδες». Όταν οι «γκιαούρηδες» δέχονται να γίνουν «ραγιάδες», δηλαδή υποτακτικοί των μωαμεθανών, το Κοράνι τους προστατεύει. Έτσι και ο Μωάμεθ Β΄ ακολούθησε πολιτική συνδιαλλαγής με τους κατακτημένους χριστιανούς. Επιλέγοντας παράλληλα για τον πατριαρχικό θρόνο έναν «ανθενωτικό», έπαιρνε, εμμέσως αλλά σαφώς, και θέση στο εκκλησιαστικό ζήτημα, τασσόμενος κατά της ένωσης των εκκλησιών. Μια πανέξυπνη εφαρμογή του «διαίρει και βασίλευε»…
Τι περιελάμβαναν όμως αυτά τα προνόμια; Αν και το αρχικό κείμενο του Μωάμεθ Β΄ έχει χαθεί, μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα σχετικά με τα προνόμια αυτά, μελετώντας «βεράτια» των μετέπειτα χρόνων, που δίνονταν σε κάθε νέο προκαθήμενο της εκκλησίας. Ο Γ. Φραντζής αναφέρει γενικά πως «έδωκε (ο Μωάμεθ Β΄) δε και προστάγματα εγγράφως τω πατριάρχη ίνα μηδείς αυτόν ενοχλήση ή αντιτείνη, αλλά είναι αυτόν αναίτητον και αφορολόγητον και αδιάσειστον τε από παντός εναντίου, και τέλους και δόσεως ελεύθερος έσηται αυτός και οι μετ’ αυτόν πατριάρχαι εις τον αιώνα, ομοίως και πάντες οι υποταγμένοι αυτώ αρχιερείς». Μεταξύ πολλών άλλων ο πατριάρχης είχε την ανώτατη διοίκηση των εκκλησιών και των μοναστηριών, ήταν ο ανώτατος ποινικός δικαστής του κλήρου, είχε το δικαίωμα να φορολογεί τον κλήρο και το λαό, ενώ οριζόταν ότι η εκκλησία μπορούσε να διατηρεί κτήματα και κτήρια. Οι Οσμανλήδες αποκαλούσαν τον πατριάρχη «μιλιέτ- μπασή», που ουσιαστικά σήμαινε εθνάρχης. Καθίστατο έτσι εκτός από ανώτατος εκκλησιαστικός άρχοντας και αρχηγός ολόκληρου του «μιλιέτ» των χριστιανών ορθοδόξων της αυτοκρατορίας, είτε επρόκειτο για Αλβανούς, είτε για Σλάβους, είτε για Έλληνες ορθόδοξους. Καθιερωνόταν με αυτόν τον τρόπο ένα modus vivendi μεταξύ των δυο κυρίαρχων στην Ανατολή θεοκρατικών συστημάτων, του Ισλάμ, όπως αυτό εκφραζόταν από τις δομές και τις αντιλήψεις της οθωμανικής αυτοκρατορίας και του χριστιανισμού, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί την περίοδο του βυζαντίου με την παντοδυναμία της ορθόδοξης εκκλησίας, που ουσιαστικά είχε εξελιχθεί σε ένα «κράτος εν κράτει» εντός της βυζαντινής αυτοκρατορίας… Ο πατριάρχης ήταν ουσιαστικά αμετακίνητος, εκτός αν βρισκόταν ένοχος για καταπίεση των χριστιανών, αν παρέβαινε τον θρησκευτικό νόμο και αν απιστούσε προς τον ηγεμόνα. Η ερμηνεία όμως, αυτών των τριών εξαιρέσεων, από τις πρώτες δεκαετίες της κατάκτησης, υπήρξε ελαστική και χρησιμοποιήθηκαν τέτοιου είδους κατηγορίες τόσο από τους κατακτητές, όσο και από τους ίδιους τους χριστιανούς, όταν καθιερώθηκε η αγοραπωλησία των εκκλησιαστικών θέσεων…Κατά κάποιο τρόπο τα προνόμια χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ως μέσο επιβολής της οθωμανικής κυριαρχίας, ενώ αργότερα, όσο πλησιάζουμε στην έκρηξη της επανάστασης του 1821, το πατριαρχείο λειτούργησε ουσιαστικά ως ανάχωμα στην διάδοση του εθνικισμού και του ορθολογισμού στα Βαλκάνια, ιδέες που έρχονταν σε σύγκρουση με την θεόθεν επιβεβλημένη θεοκρατία, τόσο του Ισλάμ όσο και της ορθοδοξίας. Ο Κ. Κούμας αναφέρει πως τα κυριότερα καθήκοντα του πατριάρχη ήταν «να επαγρυπνή εις τους χριστιανούς να διατηρήσωσι απαρασάλευτον την θρησκείαν των, και μετά τούτο, ακλόνητον υπακοήν εις την εξουσίαν». Έκτοτε το πατριαρχείο συνέδεσε αξεδιάλυτα τα συμφέροντα του με αυτά της Υψηλής Πύλης, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να αποκηρύξει την επανάσταση του 1821…
Ο πατριαρχικός θώκος, από νωρίς, κατέστη αντικείμενο δημοπρασίας, αφού η εκκλησία επέλεξε ο πατριάρχης να προέρχεται όχι από την Σύνοδο και τους λαϊκούς, αλλά να διορίζεται από τον Σουλτάνο αυτός που θα προσέφερε τα περισσότερα χρήματα για την θέση. Από το 1488 μέχρι και το 1789 τη θέση καταλαμβάνουν 109 πατριάρχες, με μέσο όρο παραμονής στο αξίωμα τα 2,7 έτη… Η σιμωνία, η αγοραπωλησία δηλαδή των ιερατικών αξιωμάτων, είχε καταστεί ο κανόνας. Ο Κ. Μαρξ τονίζει πως: «ο πατριάρχης πληρώνει στο Ντιβάνι έναν μεγάλο φόρο προκειμένου να εγκατασταθεί στο αξίωμα του, όμως και αυτός με τη σειρά του πουλά τις αρχιεπισκοπές και τις επισκοπές στους κληρικούς του θρησκεύματος του». Με τον Μαρξ συμφωνούν και οι πηγές. Ο Alvise Contarini βενετσιάνος αξιωματούχος στην Πόλη από το 1636 ως το 1641 παρατηρεί: «Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως εκμεταλλεύεται την έσχατη αμάθεια των Ελλήνων και αποθησαυρίζει χρυσάφι ώστε να δωροδοκή και τους Τούρκους και τη διεφθαρμένη εκκλησία και να εξασφαλίζει την υποστήριξη τους». Δυο Άγγλοι ταξιδιώτες στα τέλη του 17ου αιώνα επιβεβαιώνουν την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το οικουμενικό πατριαρχείο. Ο λόγος στον Jacob Spon: «Κατά την ανάδειξη του νέου πατριάρχη καλούνται οι αρχιεπίσκοποι για τη συγκέντρωση του αναγκαίου ποσού. Όσοι δυστροπήσουν εκδιώκονται. Οι αρχιεπίσκοποι κατανέμουν την δαπάνη αναλογικά στους επισκόπους και οι επίσκοποι στους παπάδες των ενοριών. Έτσι τα πάντα γίνονται δια της σιμωνίας». Ο έτερος Άγγλος περιηγητής George Wheler συμφωνεί: «Για την εξαγορά του αξιώματος καταβάλλουν τεράστια ποσά. Και για να τα εισπράξουν καταπιέζουν τους φτωχούς χριστιανούς». Η σιμωνία ξεκίνησε ένα φαινόμενο «ντόμινο», όπου οι οικονομικές απαιτήσεις της ανώτερης ιεραρχίας μεταβιβάζονταν στο τέλος στις πλάτες του απλού ραγιά πολλαπλασιασμένες. Υπό αυτό το πρίσμα η εκκλησιαστική ιεραρχία κατέστη, σε πολλές περιπτώσεις, εξίσου μισητή με τον κατακτητή. Η «Ελληνική Νομαρχία» περιγράφει δηκτικότατα την κατάσταση που επικρατούσε στις αρχές του 19ου αιώνα στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Ο συγγραφέας του, ανώνυμος που προέρχεται μάλλον από τον κύκλο του Ρήγα, σημειώνει, με αγανάκτηση πολλές φορές, την λειτουργία και το ποιόν των πατριαρχών και της λοιπής ιερατικής ιεραρχίας. «Η πρώτη έγνοια του πατριάρχου, λοιπόν, είναι να αποκτήση την φιλίαν των φίλων της Συνόδου, όπου, ως επί το πλείστον, είναι αι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, ήτοι πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δυο αίτια :πρώτον μεν, δια να ημπορεί να κλέπτη με περισσότερο θάρρος, δεύτερον δε να κλέπτει δια περισσότερον καιρόν». Όσον αφορά στους αρχιεπισκόπους ο συγγραφέας γίνεται αποκαλυπτικότερος, σημειώνοντας: «Τρώγοσι και πίνοσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσερας ώρας την νύκτα και δυο ώρες μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δυο φοράς τον χρόνον, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα και ουτιδανά έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθή». Για τους Άρτης, Γρεβενών και Ιωαννίνων κρατάει ο συγγραφέας τα…καλύτερα: «είναι δε και οι τρεις ασελγείς, άσωτοι εις το άκρον, μοιχοί, πόρνοι και αρσενοκοίται φανεροί»… Σειρά έχουν οι επίσκοποι οι οποίοι «πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτζι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδοσι τον τίτλον ή του πρωτοσυγκέλου ή του αρχιμανδρίτου…Αυτοί λοιπόν περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνίαν εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας…». Και ολοκληρώνει με ένα κρεσέντο αντικληρικαλισμού που θα ζήλευαν και οι πλέον ριζοσπάστες επαναστάτες της εποχής του: «Εκατόν χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων… Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθερία της Ελλάδος». Ο Julius Millingen σημειώνει επιβεβαιώνοντας τον ανώνυμο συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας»: «η σκανδαλώδης σε ανηθικότητα διαγωγή του κλήρου τον είχε αποξενώσει από το ποίμνιο, ενώ οι ανελεύθερες ιδέες του, η εχθρότητα που έδειξε αρχικά εναντίον του επαναστατικού κινήματος, προκάλεσαν την καταφρόνηση του καλύτερα πληροφορημένου τμήματος του έθνους».
Το πατριαρχείο ποτέ δεν κατανόησε και δεν ανέχτηκε τα πνευματικά επιτεύγματα του δυτικού κόσμου. Παρέμεινε πάντοτε κλεισμένο στα στενά πλαίσια μιας ξεπερασμένης θεοκρατικής αντίληψης των πραγμάτων, που το αποξένωνε ακόμη περισσότερο από το λαό. Οι Έλληνες αστοί του εξωτερικού, επηρεασμένοι από τον δυτικό διαφωτισμό, ασπάστηκαν από νωρίς τις νεωτερικές εθνικιστικές ιδέες, οι οποίες έρχονταν σε σύγκρουση με τον οικουμενισμό του πατριαρχείου. Από τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκινάει μια σημαντική προσπάθεια να μεταφυτευτούν στα Βαλκάνια οι ιδέες περί φιλελευθερισμού, δημοκρατίας και επιστημονικού ορθολογισμού. Φορείς αυτών των προσπαθειών οι πλούσιοι έμποροι του εξωτερικού που χρηματοδοτούν την ίδρυση σχολείων, φανερών και σε καμία περίπτωση… «κρυφών», σε πολλές πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως στα Γιάννενα, στο Πήλιο, στη Σμύρνη, στην Κών/πολη, στην Τραπεζούντα και αλλού. Σε αυτά τα σχολεία πρωτοδιδάχτηκαν τα μαθηματικά, η φυσική, η βιολογία και ένα πλήθος νέων φιλοσοφικών ιδεών της δυτικής διανόησης, που αποτέλεσαν τους στυλοβάτες των τότε αναδυόμενων εθνών. Μεγάλοι δάσκαλοι του έθνους όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Άνθιμος Γαζής και πλήθος άλλων, προσπάθησαν να διαφωτίσουν τον λαό και να τον προετοιμάσουν για την μετάβαση. Εμπόδιο στις προσπάθειες αυτών των ανθρώπων αποτέλεσε το πατριαρχείο, το οποίο προσπαθώντας να διατηρήσει τα κεκτημένα προνόμια του, εμπόδιζε την διάδοση των νέων ιδεών στην Ανατολή. Κλονισμός της θεοκρατίας του Ισλάμ σήμαινε αυτόματα και κλονισμό της χριστιανικής θεοκρατίας… Η εξουσία του πατριαρχείου παρέμενε ακλόνητη όσο οι θρησκόληπτες μάζες των χριστιανών δέχονταν μοιρολατρικά την καταπίεση του κατακτητή, ως θεία τιμωρία, όσο δέχονταν παθητικά τις καταπιέσεις τόσο των Οθωμανών όσο και των ντόπιων συνεργατών τους, των κοτζαμπάσηδων. Οι νέες ιδέες μιλούσαν για δράση, για εθνικό ξεσηκωμό, για το δίκαιο των εθνών, για δημοκρατία και απέρριπταν την θεοκρατία για χάρη του επιστημονικού ορθολογισμού. Ο Γάλλος περιηγητής J.L.S. Bartholdy αναφέρει δηκτικά: «Αυτοί οι καλόγεροι καλλιεργούν κάθε δεισιδαιμονία, επιτρέπουν κάθε δολιότητα, καταδιώκουν τους φωτισμένους ανθρώπους». Παράλληλα το πατριαρχείο εκδίδει λίβελους κατά των φορέων των νέων ιδεών, ενώ πολλούς από αυτούς τους αφορίζει. Στην περίφημη «Πατρική διδασκαλία» που εκδόθηκε το 1798 γίνεται μια προσπάθεια να αναιρεθούν οι γαλλικές δημοκρατικές ιδέες, ενώ οι Οθωμανοί παρουσιάζονται ως θεόθεν σταλμένη τιμωρία για τις αμαρτίες των χριστιανών: «(ο Κύριος ημών) ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτήν βασιλείαν των Οθωμανών, αντί της των Ρωμαίων ημών βασιλείας, η οποία είχεν αρχίσει, τρόπον τινά, να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα, και ύψωσε την βασιλείαν αυτήν των Οθωμανών περισσότερο από κάθε άλλην, δια να αποδείξη αναμφιβόλως, ότι θείω εγένετο βουλήματι…». Ενώ παρακάτω ο συγγραφέας προειδοποιεί τους αναγνώστες για την «απάτην και πλάνην του διαβόλου, όπου,…εις τον τρέχοντα αιώνα… εμεθοδεύθη… μιαν άλλην πονηρίαν και απάτην ξεχωριστήν, δηλαδή το νυν θρυλλούμενον σύστημα της ελευθερίας…». Ο Κοραής περιγράφει τον σκοταδισμό του πατριαρχείου: «Πατριάρχαι προέτρεπον τους χριστιανούς να μη ενασχολούνται εις την ελληνικήν παιδείαν και εις την των Ευρωπαίων μωροσοφίαν, ως ενάντιαν της χριστιανικής εκκλησίας, αλλά μόνο εις την γραμματικήν, στηριζομένην εις την εξήγησιν των εκκλησιαστικών πατέρων. Οι Πλάτωνες και Αριστοτέλαι, οι Νεύτωνες και Καρτέσιοι, τα τρίγωνα και οι λογάριθμοι, φέρουν αδιαφορίαν εις τα θεία…». Και για το μέγεθος της πνευματικής καταπίεσης γλαφυρός είναι και ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας»: «Οι διδάσκαλοι δεν επρόφεραν το όνομα της ελευθερίας, από τον φόβο μήπως και τους ακούσωσι οι προεστοί ή οι αρχιερείς και τους κηρύξωσι αθέους». Πράγματι δεν υπήρξε εκπρόσωπος του νεοελληνικού διαφωτισμού που να μην σπιλώθηκε από το πατριαρχείο ως άθεος. Ο Γεώργιος Σουγδουρής, επί παραδείγματι, αφορίστηκε επειδή δίδασκε φυσική και φιλοσοφία στα Γιάννενα, ο Αθανάσιος Ψαλλίδας κατηγορήθηκε για αθεΐα, ο Μεθόδιος Ανθρακίτης αφορίστηκε από τον πατριάρχη Ιερεμία Γ΄, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος καταγγέλθηκε «επί αθεϊστικώ ορθολογισμώ», ό,τι και αν σημαίνει το τελευταίο… Ο κατάλογος είναι ατελείωτος…
Το πατριαρχείο αντιλήφθηκε από νωρίς ότι η προνομιακή του θέση, εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κινδύνευε, όσο οι δυτικοί νεωτερισμοί διαδίδονταν στα υπόδουλα χριστιανικά έθνη των Οθωμανών. Επιπρόσθετα, η ανατολική εκκλησία χαρακτηριζόταν και από μια έντονη απέχθεια προς κάθε τι «δυτικό». Οι ρίζες αυτού του αντιδυτικισμού πρέπει να αναζητηθούν στο Σχίσμα του 1054 και στην κατάκτηση της Βασιλεύουσας το 1204 από τους δυτικούς, γεγονότα που επέδρασαν καταλυτικά στην άποψη που σχημάτιζε η ανατολική εκκλησία σχετικά με τα πνευματικά επιτεύγματα των καθολικών και των προτεσταντών. Γι’ αυτό το λόγο και όλοι οι φορείς των δυτικότροπων αντιλήψεων έμπαιναν στο στόχαστρο του πατριαρχείου. Ο καλπάζων ρομαντικός εθνικισμός ερχόταν σε χτυπητή αντίθεση με τον οικουμενισμό του πατριαρχείου, που εύρισκε άρτια εφαρμογή στο οθωμανικό αυτοκρατορικό μοντέλο των «μιλιέτ». Έτσι, κλεισμένο στον εαυτό του και μακριά από τις εθνικές και κοινωνικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στα Βαλκάνια, το πατριαρχείο κατέστη ουσιαστικά όργανο της οθωμανικής κυριαρχίας και φορέας των πλέον σκοταδιστικών και αντιδραστικών αυτοκρατορικών ιδεωδών. Η ίδρυση των νέων εθνών- κρατών στα Βαλκάνια, τον 19ο και τον 20ο αιώνα, καθώς και η ανακήρυξη του «αυτοκέφαλου» των εθνικών εκκλησιών, θα αποκόψει ακόμη περισσότερο τις εξουσίες και τα προνόμια του αποσβολωμένου, από τις εξελίξεις, οικουμενικού πατριαρχείου.
Διαβάστε:
Γ. Κορδάτου, «Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας», τομ. 9, εκδ. 20ος αιώνας.
Ν. Διαμαντούρος, «Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828», εκδ. ΜΙΕΤ.
Κ. Παπαρηγόπουλου, «Ιστορία του Ελληνικού έθνους», τομ. 8, εκδ. Αλέξανδρος.
Κ. Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 333μ.Χ.-1700», τομ. Α, εκδ. Στάχυ.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://xartografos.wordpress.com