Οδυσσέας Ελύτης: Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982)
Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ
1. Ίσως
αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να ‘μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του
οίηση
τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω
ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο
ρεύμα
τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ’ απ’ το φράγμα του ήχου των Σειρήνων
να μου κάνει νόημα
πηδώντας
έλα
κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι
ο Vivaldi ο Mozart
ενώτια παμφανόωντα
την ώρα που τ’ αντανακλά η στροφή της κεφαλής
η πραγματικότητα
δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό
και ποιος το άλλο
τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω
δε συναντήθηκαν ποτέ
ο κήπος βλέπει
ακούει τους ήχους απ’ τα χρώματα
τους ιριδισμούς που ένα χάδι
αφήνει
πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα
που το τραβούν μυριάδες νήματα
ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
τι να το κάνεις
δε νογά κανείς
μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής
ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ’ άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις
η καμπύλη της γης διακρίνεται.
2. Τι θα γίνει λοιπόν όταν
κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν
κενό
που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό
θάμβος
οι άλλοι εμείς
θ’ αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος
ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας
όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero
della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud
πάντοτε με τη συγκατάθεση των ηλιοτροπίων
(να μωρέ Ποίηση)
αλλά τότε ακόμα υπήρχανε
τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική
αλληλούια
η Κυρία των Αγγέλων
με χρυσό αλεξίπτωτο
κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου
Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου
η απέραντη πεδιάδα
φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες
αριστερά ο αέρας
χρωμοθέτης αλάνθαστος
ο κήπος βλέπει
ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα
Tout la mer et tout le ciel pour un seul
victoire d’ enfance
μ’ αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και
σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει
καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση
λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού
ίδια σ’ άλλους καιρούς οι Όσιοι.
3. Τα πανύψηλα όρη
ας πούμε οι Άνδεις
έχουνε το αντίστοιχό τους
μέσα μας (όπως το Σύμπαν
υποτίθεται
κάποιο άλλο από αντιύλη)
όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους
αραιώνει κι εκεί ο αέρας
τόσο που λιποθυμάς
τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα
ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ’
εστηρίχθηκε στο χρώμα
η γραφή σταματά
θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι
δύναμη
εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα
με μια κλίση προς τα επάνω
θα μας πάρει εκείνος που μετακινεί τους πληθυσμούς
ο κήπος βλέπει
στα νερά τα πράσινα της Ατλαντίδος
βουτάν Λίβυες
αναδύεται Κόρη
Θηρασία
τεντωμένο το χέρι της δείχνει την απόσταση
που μας χωρίζει από τον τρόπο να ‘μαστε όλοι μας
άγγελοι με φύλο.
4. Εάν είχε δίκιο ή όχι
ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
μαζί μ’ άλλα λουλούδια στα μαλλιά της
εκατό μύρια σήματα
ζήτα ήτα ωμέγα
που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
αύριο
θα ‘ναι χθες για πάντα
μιλώ φιλοσοφία
στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια
η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ’ τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ως πέρα
στα παράλια της Μικρασίας
κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
οιάκισε τον Κεραυνό
(δεν πρόκειται για λάθος)
σ’ ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά
ο κήπος βλέπει
βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση
μαρασμός
ακμή
ξύπνημα
ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.
5. Έ τι! Απ’ αυτούς που σίγουρα μια μέρα
θα υπερισχύσουν έχω
δόξα να ‘χει ο Θεός απαλλαγεί
μη σώσουν
και μου απλώσουν χέρι
θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις
γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο
χωρίς σκοπιμότητα
γήρας είναι η Ιστορία
και το φρούτο ανάμεσα στα δόντια νεότης
ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή – νικά
και ο κήπος βλέπει
δίνει ώθηση άξαφνη
στα μισά της ψυχής να μας προφτάσει.
6. Α μονάχα να ‘ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς
να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος
όπως ακριβώς ο αθώος
να μπορούσα να δω
πίσω απ’ τον Τύραννο τον ουρανό
με αταραξία να συνεχίζεται ως
τ’ αντίπερα βουνά
τις πίσω θάλασσες
μία διαφάνεια
που να διαπερνά τη γέννησή μου
μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους
οτοτοτοί
που ‘λεγε κι ο γερο-Αισχύλος
ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει
μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της
απλώσει κάμπο – σχηματίσει επάνω στα νερά
νέα γη
ο κήπος βλέπει
τούφες τούφες μαργαρίτες
εύφλεκτες λευκές ιδέες
και πουλιά της θάλασσας
μία μεγαλόνησος
ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
με σειρά τετραπλούς φοίνικες
αλλά καμία
ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν
κι έμεινε στα επίπεδα των βασιλέων
μόνη
μία
Κόρη
γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
σ’ ένα πανέρι.
7. Ο κήπος βλέπει
πριν ακόμα γίνουν
αυτά που αισθάνομαι ν’ αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή
όπως τις ώρες
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου
η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του
είναι από μέντα κι από λόγια του Ιωάννου
η ποίηση
φυσάει
έτσι το νερό στη φούχτα
πίνετε προχωρείτε
συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού
ακολουθείτε τον Οιδίποδα
δροσιά
γαλήνη
αηδόνια
ξάφνου ξημερώματα
ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες
είσ’ εσύ μέσα στην εκκλησία
το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές
η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα
ελαφρός πουνέντες
φυσάει
το χέρι σου αντιγράφει
τ’ Ασύλληπτα.
ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
1. Τι γίνεται άμα
στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού
και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν
σε χρόνο ανύποπτο
ένα κοριτσάκι τρέχοντας
άκρη άκρη του γιαλού
ν’ ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dalí)
και το άλλο πίσω από το τσέρκι του
στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)
ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ
με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι βαθιά κρυμμένο
και παραμένει αδάγκωτο
μυριάδες δυνατότητες φρικιούν
γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε
οι ηλίθιοι
δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια
δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας
παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη
πριν υπάρξει
το σώμα τούτο που είμαι
προηγήθηκε μια θάλασσα
γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα
φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα
θα ‘λεγες από τότε ακόμη
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ
φώναζα μ’ όλη μου τη δύναμη
αεί αεί αεί
μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.
2. Α ναι παρά τη θέληση μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σαν να ‘χω αποσχιστεί απ’ τη μοίρα μου
το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεχτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ’ τον ύπνο
μεγεθύνονται το σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ’ το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ’ τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ’ ουρανού
οι οπές
παραπλανούν το θάνατο
τις νύχτες
που μιλάω σαν ν’ ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ’ αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.
3. Έλα τώρα
δεν πα’ να μην αρέσεις
το παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις
θαύμα
έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ’ απαγορευμένα
ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει με τρόπο να ‘χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν’ ασθμαίνει τόσο
να χλωμιάζει
και το πένθος ν’ απλώνεται
άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μου απομένουν
δύο ή τρεις ορθές κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα ‘λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:
μία έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ’ Αστεροσκοπεία.
4. Όλα να τα ‘χεις
πάντα κάτι λείπει
αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής
τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες
χρειάζεται
να ‘μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ
από ‘να σ’ άλλον άνθρωπο
η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού
ντινγκ
λάμψη
θρύψαλα
θυμηθείτε τη Maria Alcaforado
και τον Noël Bouton de Chamily
τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist
τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή
που να πάρ’ η ευχή
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται
ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη
το αμύγδαλο του κόσμου
άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ’ ουρανού
για σένα η αγρυπνία ετούτη.
5. (Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
δυο – τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε
κι εσύ πικρέ που το ‘βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα
λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου
ποιος ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ’ άντεχες μην και δακρύσεις;
υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
που η ώρα του θα ‘ρθει να τιμωρηθεί
ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να ‘ναι ο Θεός
χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
να ‘ μαστε άνθρωποι σωστοί
σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
κοίταξε:
σπαν τ’ αστέρια ένα ένα
και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
πάτα το χάμου
αντίο.)
6. Θεέ μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να ‘μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ’ όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να ‘ρχεται απ’ αλλού
γι’ αυτό και ηχεί παράτονα
μ’ ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ’
εφεκτικό στα θαύματα
ίσως και να ‘χω λάθος ίσως και να ‘ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
από ‘ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
καπότες η στιγμή φτάνει
τα νερά γύρω του γίνονται
αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιoν προσώρας είχε
άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.
7. Μπρος λοιπόν
λησμονήσετέ με αν κοτάτε –
οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες
τρεις μετά τα μεσάνυχτα
είναι σαν να ‘χω γεννηθεί χρόνους μετά
που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο
εμπόριο
αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι
άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον
(είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα – όπως επάνω στο χαρτάκι
ουρώντας
το σάκχαρο του διαβητικού –
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
η ματαιοδοξία
και το μέσα της ανέφικτο)
πού; ποιον; πότε;
ζητήσετε και ευρήσετε
τη μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου
ψηλά στα όρη και ίπταται
σ’ έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν
αλήθεια
χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν
η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο
στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
ποτέ του υπήρξε.
AD LIBIDUM
1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση
των Άλπεων ή των Πυρηναίων
το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ
δεν υπάρχει ούτ’ ένας που να μ’ εκπροσωπεί
πόλεμος και ειρήνη μ’ έφαγαν από τις δύο μεριές
ό,τι απομένει αντέχει ακόμη
ως πότε
φίλοι
θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν
γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους
προσωπικά
νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι
που δεν του ‘μεινε καν μια πλάκα τάφου
μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια μάντρες
κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων
έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως
άλλοτε μέσα στην Ιστορία
τα
Επερχόμενα
χρόνια χυμένα θα ‘λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο
που του βάλανε φωτιά
βοήθεια
Rintrah roars and shakes
his fires in the burden’ d air
δύστυχο καταμόναχο ένα μου
τι θ’ απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά
και πάει τετέλεσται
να τηνε από τώρα κιόλας
ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει
Ad Libitum.
2. Ξέρω
δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος
που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος
προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο
και περιμένω
σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας
του Αούστερλιτς
ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας
επιμένει να μυρίζει ρόδο
και να σε τιμωρεί
την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις
έτοιμος στη σειρά πίσω απ’ τους άλλους
για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ’ έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
γέρνεις λίγο απ’ το ‘να μέρος
το μέρος της φθοράς
σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι
«αναχώρησις υπ’ αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican
δια Ριάντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»
αναλογίζεσαι τα όριά σου
πάντοτε μέσα στο κοπάδι
που τ’ οδηγεί μια συνοδός εδάφους
αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη
ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά
εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις
περνάν μπρος απ’ τα μάτια σου
του Κάτω Κόσμου τ’ αγροκτήματα
με τις μαύρες φράουλες και τ’ ασύμμετρα ορχεοειδή
τους κρωγμούς των ορνέων
και την πλήρη απολίθωση
όπου μέλλει να ενταχθείς
συ ο μικρός
να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα
μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη
(σάμπως θα ‘παυε ποτέ της
ν’ αθροίζει φως μια λεύκα
επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)
συ σι έλασσον
συ σι έλασσον
ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει
ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα
να δίνει σήμα και να κυματίζει
Ad Libitum.
3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
σαν να μ’ αγνόησαν τα γεγονότα
ή και το αντίστροφο
φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι’ αυτούς που ακούν τη νύχτα
πως μια πένα γρατσουνίζει
όμοια γάτος επάνου στην κλειστή
πόρτα του Άγνωστου
οι φύλακες
ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
personae turpes όπως λεν στα Νομικά
και η τέχνη sine re
αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
φυλασσόμενο ιερό
πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο
είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ’ τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή
που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται
να τρέχει
με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
ξέπλεκα μαλλιά
νερά του Ιορδάνη
χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό
Ad Libitum.
4. Έτσι συμβαίνει
να παραστρατίζω κάποτε
για το καλό μου
έτυχε κι έχανα το νήμα
της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος
ποιος να συνεχίσει
μέσα σ’ επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
εξού στο μέτωπό μας
το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο
εννοείτε κείνο που εννοώ
κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκές όταν το γιασεμί σ’ εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
κάπου
κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα
δίνει ώθηση στα χόρτα
θα ‘λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
η φιλότης το νείκος
η φιλότης το νείκος
η παλιά ευρυθμία
σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ’ τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ’ άδεια τους ακρόκλωνα
σαλεύοντας στον ύπνο μου
τον άνεμο τον βόρειο
Ad Libitum.
5. Είναι γεγονός
έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
να μη λύσω το αίνιγμα
που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε
αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
όλονα τον εαυτό σου έχοντας
μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ’ αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
τι σόι πολιτισμένοι θα ‘μασταν
αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην
Κιμμερία τη δύσμοιρη
που κατάντησε στα χρόνια μας
να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη
όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ’ αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν… αλλ’
επί νυξ ολοή
τέταται δειλοίσι βροτοίσι
το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;
μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα
όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ’ αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ’ το πανέρι του
άχνα χρυσή εξακολουθεί ν’ ανέρχεται
η ποίηση ανέρχεται
άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
να εμπνέεσαι άντε
Ad Libitum.
6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω
απ’ τα μάτια μου πέρασε μια χώρα
βράχων μ’ αψηλά τεράστια μοναστήρια
και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ
τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς
κοριτσιών εσώρουχα διάφανα
κι άλλα της τελετουργίας άχραντα
λόγια όπως «βοριάς»
ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
επάνου είναι που αναλογίζομαι
πόσο ελάχιστα είμαστε
πραγματικοί
και η σφαίρα μας
μία μηχανή όπου καμιά
βίδα κανείς μοχλός κανένα
έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του
εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε
κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει
να φανεί το ευλογημένο χέρι
όπως μες στις χρυσές εικόνες
ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι
πνοή νιώθω να με παίρνει
ελαφρά στο νερό
υπογράφω και χάνομαι
Ad Libitum.
7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να ‘σαι ο αριστοκράτης αλλ’
από την ανάποδη
του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
που λέει κι ο Μακρυγιάννης
ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
με τρόπο δόλιο να μ’ εξουθενώσουν
τι να πει κανείς
εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά
είδωλο που ακόμη
ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
ανάμεσα στους Σκύθες
και θα μας επιστραφεί
σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι
ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
πάνω σε μια σχεδία
αιώνες τώρα
φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας
είναι που πλέον δε νογάει κανένας
τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
πως κι από που ακουμπάει τ’ ωμέγα στο άλφα
ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο
Ad Libitum.
ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.
(Μπορείτε να κατεβάστε το κείμενο και σε αρχείο Word .