28 Φεβρουαρίου 2014 at 23:53

Ο Ιούλιος Καίσαρ (ΙΙΙ)

από

Ο Ιούλιος Καίσαρ

(Μέρος τρίτο: το τέλος του Καίσαρα)

Sibyl by Francesco Ubertini, c. 1525
Sibyl by Francesco Ubertini, c. 1525

Γράφει ο Χρήστος Μπαρμπαγιαννίδης 

Όταν ο Καίσαρας επέστρεψε στη Ρώμη από την Αίγυπτο, η κατάσταση ήταν δύσκολη. Το σιτάρι δεν ερχόταν από την Ισπανία, όπου ο γιος του Πομπήιου είχε συγκεντρώσει άλλο στρατό, ούτε από τη Αφρική, όπου βρίσκονταν ο Κάτωνας και ο Λαβιηνός. Λόγω εσωτερικών ταραχών ο Μάρκος Αντώνιος, που αντιπροσώπευε τον Καίσαρα, εξαπέλυσε τις δυνάμεις του και έσφαξε χίλιους Ρωμαίους. Οι ταραξίες Κέλιος και Μίλωνας έφυγαν για την επαρχία για να οργανώσουν εξεγέρσεις, καθώς διάφορες λεγεώνες είχαν εξεγερθεί.

     Ο Καίσαρας που ήταν συνηθισμένος να μάχεται τους συντηρητικούς, δεν επιθυμούσε να έχει εχθρούς από την προοδευτική πλευρά και επίσης δεν ήθελε να έχει το τέλος του Μάριου, που είχε υποχρεωθεί να εξοντώσει δικούς του για να διατηρήσει την τάξη. Ξεκίνησε από τους στρατιώτες, γιατί όπως είπε, «αυτοί εξαρτώνται από το χρήμα, που εξαρτάται από τη δύναμη, που εξαρτάται από αυτούς».

     Παρουσιάστηκε άοπλος μπροστά τους, με τη συνηθισμένη ηρεμία του, αναγνώρισε ως νόμιμες τις διεκδικήσεις τους και θα τους ικανοποιούσε μόλις επέστρεφε από την Αφρική, όπου θα πήγαινε με «άλλους» στρατιώτες. Οι βετεράνοι ξεχείλισαν από ντροπή και μεταμέλεια, φώναξαν πως αυτοί είναι οι στρατιώτες του Καίσαρα και θα τον ακολουθούσαν παντού. Ο Καίσαρας έκανε λίγο τον δύσκολο, αλλά τελικά συναίνεσε, διότι πολύ απλά δεν είχε άλλους στρατιώτες! Τον Απρίλη του 46 π.Χ. αποβιβάστηκε στην Αφρική, όπου οι εχθροί του είχαν ογδόντα χιλιάδες στρατιώτες!

     Για άλλη μια φορά ήταν ένας εναντίον τριών και έχασε πάλι την πρώτη μάχη. Όμως ύστερα κέρδισε την αποφασιστική μάχη και οι στρατιώτες του δεν υπάκουσαν στις εντολές του για επιείκεια και έσφαξαν τους αιχμαλώτους. Ο Ιούβας, βασιλιάς της Νουμιδίας, σκοτώθηκε στη μάχη, ο Μέτελλος Σκιπίωνας αποκεφαλίστηκε. Ο Κάτωνας κλείστηκε στην Ούτικα με ένα μικρό απόσπασμα, συμβούλεψε τον γιο του να υποταχτεί στον Καίσαρα, μοίρασε τα χρήματά του σε όσους ήθελαν να δραπετεύσουν και, αφού κουβέντιασε σε γεύμα για τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, κλείστηκε στο δωμάτιό του και έχωσε το μαχαίρι στην κοιλιά του. Τον βρήκαν νεκρό πάνω στις σελίδες του «Φαίδωνα». Ο Καίσαρας λυπημένος είπε ,«δεν μπορώ να του συγχωρέσω το ότι μου στέρησε τη δυνατότητα να τον συγχωρέσω».

Ο θάνατος του Κάτωνα τού Νεότερου. Έργο τού Λουί-Αντρέ-Γκαμπριέλ Λουσέ (1797)
Ο θάνατος του Κάτωνα τού Νεότερου. Έργο τού Λουί-Αντρέ-Γκαμπριέλ Λουσέ (1797)

         Στη συνέχεια ο Καίσαρας διέλυσε στην Μούνδα της Ισπανίας τον τελευταίο στρατό των οπαδών του Πομπηίου και κύριος πλέον των πάντων μπόρεσε να επικεντρωθεί στην εσωτερική ανασυγκρότηση του κράτους. Η σύγκλητος του είχε δώσει στην αρχή για δέκα χρόνια τον τίτλο του δικτάτορα και έπειτα εφ’ όρου ζωής! Ζήτησε μέχρι και την βοήθεια των αριστοκρατών για να διοικήσει το τεράστιο κράτος, αλλά αυτοί αρνήθηκαν. Με έμπιστους αλλά άπειρους φίλους, όπως ο Βάλβος, ο Μάρκος Αντώνιος, ο Δολαβέλλας και ο Όπιος σχημάτισε ένα είδος υπουργείου, ενώ την σύγκλητο την έκανε καθαρά συμβουλευτικό σώμα, αυξάνοντας τα μέλη της από εξακόσια σε εννιακόσια, που πολλοί προέρχονταν από την επαρχία και από παλιούς Κέλτες αξιωματικούς, πολλοί από τους οποίους ήταν γιοι σκλάβων!

     Προχώρησε σε αυτό το τέχνασμα, διότι οι Ρωμαίοι της Ρώμης είχαν γίνει εκφυλισμένοι και μαλθακοί και ήταν πεπεισμένος πως θα λιποταχτούσαν μπροστά στις μάχες. Σχεδίαζε με τους επαρχιώτες αγροτικής και μικροαστικής καταγωγής να στελεχώσει την γραφειοκρατία και τον στρατό. Αυτό ήταν μια πραγματική επανάσταση. Κάλεσε σε συνεργασία την πλούσια αστική τάξη, που χρηματοδότησε τις μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα την αγροτική. Με την ίδια ενεργητικότητα, και όπως ήταν ως στρατηγός, έβλεπε τα πάντα, ήξερε τα πάντα και αποφάσιζε για τα πάντα. Δεν ανεχόταν σφάλματα και αδυναμίες.

     Τα κουτσομπολιά των εχθρών του τον διασκέδαζαν! Τα διηγούταν όλα στην σύζυγό του Καλπουρνία, στην οποία επέστρεψε μετά το διάλειμμα με την Κλεοπάτρα, και γελούσαν. Φρόντιζε το ντύσιμό του και από τα προνόμια που το έδινε ο τίτλος του δικτάτορα, χρησιμοποιούσε μόνο το δάφνινο στεφάνι του για να κρύβει την φαλάκρα του. Ήταν κομψός και έστελνε δώρα ακόμα και σε αυτούς που τον προσβάλανε. Ακόμα και την αλληλογραφία των αντιπάλων του στον εμφύλιο την έκαψε δίχως να την διαβάσει. Τον Βρούτο και τον Κάσσιο τους έκανε διοικητές επαρχιών! Ίσως μέσα στην μεγαλοθυμία του να υπήρχε περιφρόνηση και ίσως αυτή να ήταν η αιτία της αδιαφορίας του για τους κινδύνους που τον απειλούσαν. Ονειρευόταν να εκδικηθεί τους Πάρθους για τον θάνατο του Κράσσσου, να επεκτείνει την αυτοκρατορία σε Γερμανία και Σκυθία και να ανασχηματίσει την ιταλική κοινωνία με μια ισχυρή μεσαία και αγροτική τάξη αφοσιωμένης στα αρχαία ήθη.

     Ο Καίσαρ όμως δεν είχε αντιληφτεί την συνωμοσία που συνυφαινόταν ο Κάσσιος που είχε μυήσει και τον Βρούτο, τον οποίον ο Καίσαρας εξακολουθούσε να αγαπάει σαν γιο του, ίσως επειδή ήξερε ότι ήταν γιος του. Η συνωμοσία εμπνεόταν από «ευγενή» ιδανικά: ήθελαν το θάνατο του Καίσαρα που προσέβλεπε στο στέμμα του βασιλιά για να το μοιραστεί με την Κλεοπάτρα και να το κληροδοτήσει στον γιο του Καισαρίων, αφού θα μετέφερε την πρωτεύουσα στην Αίγυπτο. Ο Καίσαρας βεβαίως είχε στήσει δικό του άγαλμα μπροστά από αυτά των αρχαίων βασιλιάδων και είχε κόψει νομίσματα με την προτομή του. Η εξουσία είχε ταράξει το ήδη ταραγμένο μυαλό του από την επιληψία, έλεγαν οι συνωμότες. Κατά την άποψή τους ήταν καλύτερο, και για εκείνον και τη μνήμη του, να τον βγάλουν από την μέση πριν καταστρέψει την ελευθερία και το μεγαλείο της Ρώμης.

Stich nach Rubens: Marcus Iunius Brutus
Stich nach Rubens: Marcus Iunius Brutus

         Ο Βρούτος ίσως μισούσε τον Καίσαρα, ακριβώς επειδή γνώριζε πως ήταν γιος του, αλλά νόθος και ίσως να μη είχε συγχωρέσει και τη μητέρα του για αυτό. Αυτά όμως είναι υποψίες. Εξάλλου ο Βρούτος ήταν μυστικοπαθής και σιωπηλός. Μια πηγή αμφιβόλου αξιοπιστίας αναφέρει πως ο Βρούτος σε ένα γράμμα έγραψε, «οι πρόγονοί μας μας δίδαξαν πως δεν πρέπει να υπομένουμε κανέναν τύραννο, ακόμα και αν είναι ο πατέρας μας».

     Ήταν ένα καλλιεργημένος άνθρωπος που ήξερε ελληνικά και φιλοσοφία. Είχε κυβερνήσει δίκαια την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία, που του είχε αναθέσει ο Καίσαρας. Παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Πορκία, την κόρη του θείου του Κάτωνα, που ίσως τον προδιέθετε αρνητικά απέναντι στον δικτάτορα.

     Στις αρχές του Μάρτη του 44 π.Χ. ο Κάσσιος έπεισε τον Βρούτο και του είπε πως στις 15 του ιδίου μήνα, την μέρα που ονομαζόταν ειδοί του Μαρτίου, ο Καίσαρας θα ετοίμαζε το μεγάλο χτύπημα. Θα πρότεινε, μέσω του υπολοχαγού του Λούκιου Κόττα, να τον ανακηρύξουν βασιλιά γιατί η Σίβυλλα είχε προφητέψει πως μόνο ένας βασιλιάς θα νικούσε τους Πάρθους, εναντίον των οποίων ο Καίσαρας ετοίμαζε εκστρατεία. Στην σύγκλητο δεν έλπιζαν, διότι ελεγχόταν πια από τον Καίσαρα, επομένως η μόνη λύση ήταν το μαχαίρι!

     Ο Καίσαρας εκείνο το βράδυ δειπνούσε με φίλους του και είχαν θέμα συζήτησης ποιο είδος θανάτου προτιμούσαν. Ο ίδιος αποφάνθηκε ενός βίαιου και γρήγορου. Το πρωί η Καλπουρνία του είπε πως τον ονειρεύτηκε σκεπασμένο με αίματα και τον παρακάλεσε να μην πάει στη Σύγκλητο. Ένας φίλος του που ήταν με τους συνωμότες ήλθε να τον καλέσει και ο Καίσαρας τον ακολούθησε. Ένας άλλος που ερχόταν να τον ενημερώσει για την συνωμοσία δεν τον πρόλαβε. Στο δρόμο ένας χειρομάντης του φώναξε να προσέχει τις Ειδούς του Μαρτίου. «Σήμερα είναι», απάντησε ο Καίσαρας. «Αλλά δεν πέρασαν ακόμα», του φώναξε ο άλλος. Τη στιγμή που έμπαινε στην αίθουσα κάποιος του έβαλε έναν τυλιγμένο πάπυρο στο χέρι. Ο Καίσαρας δεν τον άνοιξε, γιατί νόμιζε πως ήταν κάποια από τις συνηθισμένες αιτήσεις. Τον κρατούσε στο χέρι όταν πέθανε: ήταν μια λεπτομερειακή καταγγελία της συνωμοσίας!

      Μόλις μπήκε στην αίθουσα οι συνωμότες έπεσαν με τα μαχαίρια πάνω του. Ο μόνος που μπορούσε να τον υπερασπιστεί ήταν ο Μάρκος Αντώνιος που είχε καθυστερήσει μιλώντας με κάποιον στον προθάλαμο. Ο Καίσαρας προσπάθησε να προφυλαχτεί με το μπράτσο του, αλλά παραιτήθηκε, όταν είδε τον Βρούτο ανάμεσά τους. Ίσως τότε να είπε, «Κι εσύ τέκνον Βρούτε;» όπως διηγήθηκε ο Σουετώνιος. Έπεσε χτυπημένος στα πόδια του αγάλματος του Πομπηίου, που ο ίδιος είχε χτίσει και που συνήθιζε να χαιρετάει με μια κίνηση της κεφαλής του, όταν περνούσε από μπροστά του!

     Από το χτύπημα έμειναν αβέβαιοι και έκπληκτοι και οι ίδιοι οι συνωμότες. Ο Βρούτος τότε ύψωσε το μαχαίρι και ζητωκραύγασε τον Κικέρωνα, ονομάζοντάς τον «πατέρα της δημοκρατίας» και καλώντας τον να βγάλει λόγο. Ο μεγάλος ρήτορας με τη σκέψη μη θεωρηθεί υπεύθυνος, για πρώτη φορά στη ζωή του σιώπησε! Ο Μάρκος Αντώνιος, που όλοι νόμιζαν πως θα εκδήλωνε την οργή του, δεν είπε λέξη και αποχώρησε. Οι συνωμότες με τη σειρά προσπάθησαν να δικαιολογήσουν την πράξη τους σαν ένα θρίαμβο της ελευθερίας, αλλά όλοι κραύγασαν απειλητικά εναντίον τους. Έτσι, κλείστηκαν στο Καπιτώλιο μαζί με τους δούλους τους, πολιορκούμενοι από πλήθος πολιτών, και έστειλαν μήνυμα στον Αντώνιο να τους γλυτώσει.

Sir Lawrence Alma-Tadema (1883) Antony and Cleopatra
Sir Lawrence Alma-Tadema (1883) Antony and Cleopatra

Ο Αντώνιος ήρθε την επόμενη μέρα και με έναν επιδέξιο λόγο έπεισε το πλήθος πως θα τιμωρούσε τους ενόχους ζητώντας μόνο να τηρηθεί η τάξη. Ύστερα πήγε στην Καλπουρνία και πήρε την διαθήκη του Καίσαρα. Την παρέδωσε στις Εστιάδες, όπως ήταν το έθιμο, χωρίς να την ανοίξει, σίγουρος ότι θα ήταν ο διάδοχος του Καίσαρα. Έβγαλε λόγο που ήταν μια κυβερνητική διακήρυξη. Ενέκρινε πρόταση αμνηστίας του Κικέρωνα, με τον όρο η Σύγκλητος να επικύρωνε όλες τις εκκρεμείς αποφάσεις του Καίσαρα. Υποσχέθηκε στον Βρούτο και στον Κάσσιο τη διακυβέρνηση κάποιας επαρχίας και το ίδιο βράδυ δείπνησε μαζί τους!

     Στις 18 Μαρτίου, εκφώνησε επικήδειο λόγο για τον Καίσαρα, στην μεγαλοπρεπέστερη κηδεία που είχε δει η Ρώμη. Οι στρατιώτες έριξαν τα όπλα τους στη νεκρική πυρά και οι μονομάχοι τις στολές τους. Οι πολίτες έμειναν άγρυπνοι όλοι τη νύχτα γύρω από τον νεκρό.

     Την επόμενη ο Αντώνιος πήρε την διαθήκη για να την αναγνώσει δημόσια στους αξιωματούχους του κράτους. Ο Καίσαρας άφηνε την προσωπική του περιουσία, οχτώ εκατομμύρια σεστέρτιους, στους Ρωμαίους πολίτες και τους υπέροχους κήπους του τους χάριζε στην κοινότητα για να γίνουν δημόσιο πάρκο. Όλα τα άλλα μοιράζονταν στους τρεις ανιψιούς του, έναν από τους οποίους, τον Γάιο Οκτάβιο, υιοθετούσε ως γιο του και τον όριζε διάδοχο! Ο Καίσαρας ευφυής ακόμα και στο τέλος του, έκανε την τέλεια επιλογή στο πρόσωπο του Οκτάβιου, ο οποίος έμελλε να γίνει ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης με το όνομα Οκταβιανός Αύγουστος, αφού συνέτριβε τον Μάρκο Αντώνιο το 31 π.Χ στη μνημειώδη ναυμαχία του Ακτίου.

     Ο Μάρκος Αντώνιος που, σαρανταοκτώ ώρες μετά τη δολοφονία του Καίσαρα, καλούσε σε δείπνο τους δολοφόνους, είχε πληρωθεί για την παράξενη πίστη του!

Βιβλιογραφία ενδεικτική

Καίσαρ: Commentarii de Bello Gallico (Απομνημονεύματα περί του Γαλατικού Πολέμου), Commentarii de Bello Civilli (Απομνημονεύματα περί του Εμφύλιου Πολέμου.

Πλούταρχος: «Καίσαρ», «Βρούτος», «Κράσσος», «Πομπήιος», «Κάτων ο νεώτερος», «Κικέρων», «Αντώνιος».

Σουητώνιος: «De Vita Caesarum – Divus Iulius»

Αππιανός : «Ρωμαϊκά»

Δίων Κάσσιος : «Ρωμαϊκή ιστορία»

(Εμφανιστηκε 1,727 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Ένα σχόλιο

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.