Ο Ταρκόφσκι και η τέχνη του σινεμά
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Παραφράζοντας τα λόγια του Χένρυ Μίλλερ για τον Κέρουακ θα λέγαμε ότι ο Ταρκόφσκι κατάφερε ένα τόσο δυνατό πλήγμα στην ιστορία του κινηματογράφου που πιθανότατα δεν θα επουλωθεί ποτέ. Για την ακρίβεια αναμόρφωσε το σινεμά δίνοντας μια νέα οπτική ή καλύτερα τον επαναπροσδιόρισε ξεπερνώντας όλα τα δεδομένα. Σήμερα, πάνω από 25 χρόνια από το θάνατό του (γεννήθηκε το 1932 και πέθανε από καρκίνο το 1986), αλλά και την τελευταία του ταινία, τη «Θυσία», θεωρείται αξεπέραστος και ταυτόχρονα ακατανόητος ή τουλάχιστον δυσερμήνευτος – οπωσδήποτε κουραστικός – για το ευρύ κινηματογραφικό κοινό. Από τις κλασικότερες περιπτώσεις καλλιτεχνών που γνωρίζουν την αποθέωση από τους κριτικούς και ταυτόχρονα οι πλατιές μάζες τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Και πράγματι, στην εποχή της ανεξέλεγκτης ταχύτητας, της ξέφρενης τεχνολογίας και των καταιγιστικών εικόνων, η Ταρκοφσκική εμμονή στη βραδύτητα είναι τουλάχιστον ντεμοντέ. Η έλλειψη υπομονής του κοινού και η τάση του προς το εύπεπτο δεν χρειάζονται ούτε συστάσεις, ούτε επιβεβαιωτικές στατιστικές περί εισιτηρίων που κόβονται παγκοσμίως. Εξάλλου αυτό ακριβώς είναι και το δόγμα του σύγχρονου πολιτισμού: ταχύτητα – κατανάλωση. Ο Ταρκόφσκι, τόσο με το σύνολο του έργου του, όσο και με την ίδια του την τεχνοτροπία προτρέπει το θεατή για τα ακριβώς αντίθετα. Προτρέπει στην ενδοσκόπηση, την αυτοκριτική, την ερμηνεία του σύγχρονου κόσμου, την επαναδιαπραγμάτευση των ανθρώπινων αξιών (έρωτας, θάνατος, επαφή με τη φύση, αγάπη, πίστη, θυσία) τη νοσταλγική μνήμη, την επιστροφή σ’ ένα σύνολο ξεχασμένων – κυριολεκτικά θαμμένων – σημασιών. Γίνεται η φωνή που καλεί τον άνθρωπο να σταματήσει, να μην τρέχει, να σκεφτεί, να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του, να αναλογιστεί τον πλούτο της οικονομίας των λέξεων ως ύστατη αυτογνωσία.
Το σίγουρο είναι ότι έχουν γραφεί αναλύσεις επί αναλύσεων για το έργο του Ταρκόφσκι και σίγουρο είναι επίσης ότι οι περισσότερες από αυτές είναι άστοχες, και κάποιες τόσο άστοχες που προκάλεσαν την οργή του ίδιου του Ταρκόφσκι. Υπάρχουν κομμουνιστές που εκθειάζουν τον Ταρκόφσκι για να αποδείξουν την ανωτερότητα της Σοβιετικής τέχνης. Υπάρχουν πολέμιοι του κομμουνισμού να εκθειάζουν επίσης τον Ταρκόφσκι για να αποδείξουν τη στενοκεφαλιά του Σοβιετικού καθεστώτος που τον ανάγκασε να αυτομολήσει το 1984. Έχουμε δει κριτικούς να εκθειάζουν το συμβολισμό του Ταρκόφσκι και να εξηγούν, από το ύψος της αυθεντίας, διάφορους συμβολισμούς που εντόπισαν σε όλες του τις ταινίες. Ο Ταρκόφσκι ήταν ο άνθρωπος που παρακολουθούσε τη διαστρέβλωση του έργου του, το οποίο έπρεπε με κάθε τρόπο να αποκτήσει χρηστική αξία, είτε προς κατανάλωση πολιτικών σκοπιμοτήτων είτε προς αυτοπροβολή της κριτικής διανόησης που έπρεπε με κάθε τρόπο να το κάνει χειροπιαστό, δηλαδή εμπράκτως εξηγήσιμο, για να αυτοτροφοδοτήσει την αναγκαιότητα της παρουσίας της. Τα πολυάριθμα κινηματογραφικά βραβεία του Ταρκόφσκι, εκτός του ότι επέβαλλαν την ανάγκη της κριτικής, έδιναν κι απίστευτο κύρος. Η κριτική αυτού του είδους στάθηκε σχεδόν καταστροφική για τον Ταρκόφσκι. Επιβάλλοντας δυσνόητη φρασεολογία κι αποκρουστικούς συμβολισμούς δημιούργησε την εικόνα του δυσθεώρητου, του άπιαστου, του κακώς εννοημένου κουλτουριάρικου, του αποκρουστικού. Εικόνα που, εν πολλοίς, δεν άλλαξε μέχρι σήμερα.
Όλα αυτά υποχρέωσαν τον Ταρκόφσκι να κυκλοφορήσει το 1985 το βιβλίο «Σμιλεύοντας το χρόνο». Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου φαίνεται οργισμένος ακριβώς μ’ αυτή την κατάσταση. Φαίνεται οργισμένος καθώς θεωρεί ότι η κριτική δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαστρεβλώνει τα αυτονόητα και να δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις. Κατακεραυνώνει κάθε ερμηνεία συμβόλων. Έχουν γραφεί άπειρα σχόλια για το τι συμβολίζει το σφάξιμο του κόκορα στον «Καθρέφτη» ή η βροχή στο «Σολάρις» ή η ζώνη στο Στάλκερ κλπ. Ο Ταρκόφσκι ξεκαθαρίζει ότι όχι απλώς δεν υπάρχουν συμβολισμοί, αλλά ότι είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με κάθε έννοια συμβολισμού. Αποκαλεί το συμβολισμό βλακώδες παιχνίδι που δήθεν δίνει κύρος ή αφορμή σκέψης αλλά στην ουσία καθηλώνει τον θεατή σε μια ανούσια προσπάθεια αποκρυπτογράφησης που τελικά απαξιώνει το ίδιο το έργο. Ξεκαθαρίζει ότι όλα όσα παρουσιάζει δεν είναι παρά εικόνες που σημάδεψαν τη δική του ζωή και που θέλει να μοιραστεί με το κοινό. Είναι τα βιώματά του που τίθενται. Η βροχή, το σφάξιμο του κόκορα κτλ, είναι ο προσωπικός βιωματικός κόσμος που συνθέτει αυτό που λέμε Ταρκόφσκι. «Μ’ έχουν ρωτήσει πολλές φορές τι είναι η Ζώνη και τι συμβολίζει, και οι εικασίες που έχω ακούσει είναι εξωφρενικές. Αυτές οι ερωτήσεις μπορεί να με κάνουν έξαλλο. Η Ζώνη δεν συμβολίζει τίποτα, σε καμία ταινία μου δεν υπάρχουν συμβολισμοί. Η Ζώνη είναι Ζώνη εδαφική, είναι ζωή…..η Ζώνη βρίσκεται παραδίπλα μας».
Ο Ταρκόφσκι υπηρετεί το ρεαλισμό και θεωρεί ότι η τέχνη που δεν αφορά την πραγματικότητα δεν έχει καμία αξία. (Ως εκ τούτου κι ο συμβολισμός δεν έχει καμία αξία, αφού δεν μπορεί να υπηρετήσει την πραγματικότητα). Παράλληλα όμως υπηρετεί και την ποίηση. Ο κινηματογράφος δεν είναι παρά μια σειρά κάδρων που αφορούν τη ζωή αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούν στην αισθητική που την καθιστούν κύριο εργαλείο κάθε στιγμής που αναπαρίσταται. Με δυο λόγια ο κινηματογράφος δεν είναι παρά χρονικά πορτρέτα που συνθέτουν την εικόνα της πραγματικής ζωής. Ο σκηνοθέτης είναι αυτός που ενστικτωδώς αντιλαμβάνεται και διοχετεύει καλλιτεχνικά αυτά τα μικρά ψηφία του χρόνου προσπαθώντας να μετουσιώσει την αισθητική σε πραγματικότητα ή αλλιώς να αναπαραστήσει την πραγματικότητα μέσα από ένα αισθητικό πρίσμα. Βρισκόμαστε μπροστά στην ποίηση της εικόνας, αφού η πραγματικότητα δεν αφορά μόνο χειροπιαστά μεγέθη, αλλά οριοθετείται από ένα σωρό ακαθόριστα κι ανερμήνευτα σημεία που αποτελούν το αχαρτογράφητο του ανθρώπου. Τα συναισθήματα, τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές αποτελούν μια άλλη, κρυφή πραγματικότητα που όμως ο καλλιτέχνης οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του. Πώς μπορεί να διοχετευτεί όλη αυτή η άβυσσος της ύπαρξης μέσα από την εικόνα; Πώς μπορεί η εικόνα να μεταφέρει όλα αυτά τα ακαθόριστα κι όμως τόσο καθοριστικά στο θεατή; Εδώ ακριβώς έγκειται το ζήτημα της πολυπλοκότητας του συνδυασμού της χρονικής στιγμής και της αισθητικής της εικόνας που θα συνταιριάξει την πραγματικότητα με τον ψυχισμό του θεατή, που θα γίνει δηλαδή συναισθηματικό βίωμα. Αυτός είναι ο ρόλος του σκηνοθέτη. Είναι ο άνθρωπος που σμιλεύει το χρόνο και του δίνει όχι μόνο σάρκα και οστά αλλά και συναισθηματική δύναμη. Ο σκηνοθέτης οφείλει να μιλάει με εικόνες και οι εικόνες πρέπει να έχουν συναισθηματική ορμή. Κι αυτό μόνο η ποίηση της εικόνας μπορεί να το καταφέρει. Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί η ενσάρκωση της ιδέας, που όμως δρα απελευθερωτικά κι όχι ως χειραγώγηση.
Ο Ταρκόφσκι κατακρίνει τον τρόπο που δουλεύει ο Αϊζενστάιν. «Διαφωνώ ριζικά με τον τρόπο που χρησιμοποιεί ο Αϊζενστάιν για να κωδικοποιήσει κάποιες διανοητικές φόρμουλες. Βέβαια, πρέπει να πούμε πως ο Αϊζενστάιν δεν προσπαθούσε να μεταδώσει την εμπειρία του σε κανέναν. Ήθελε, ομολογημένα και ξεκάθαρα, να μεταδώσει ιδέες. Για μένα αυτός ο κινηματογράφος είναι απολύτως επιζήμιος. Στερεί από το θεατή το βασικό πλεονέκτημα της κινηματογραφικής ταινίας, αυτό που τον κάνει να τη διακρίνει από τη λογοτεχνία ή από τη φιλοσοφία, συγκεκριμένα την ευκαιρία να βιώσει αυτό που συμβαίνει στην οθόνη σαν να είναι δική του ζωή, να δεχτεί και να θεωρήσει βαθιά προσωπική την εμπειρία που αποτυπώνεται εν χρόνω στην οθόνη, συνδέοντας τη ζωή του μ’ αυτό που προβάλλεται. Ο Αϊζενστάιν κάνει τη σκέψη δυνάστη, δεν της επιτρέπει να έχει τίποτα από την ανείπωτη απροσδιοριστία που είναι ίσως η πιο σαγηνευτική ιδιότητα κάθε τέχνης……Θέλω να κάνω ταινίες που να μην μεταφέρουν στομφώδη, προπαγανδιστικό λόγο, παρά να αποτελούν ευκαιρία για μια βαθιά εσωτερική εμπειρία». Κι εδώ ακριβώς φτάνουμε στον πυρήνα της Ταρκοφσκικής οπτικής. Της τέχνης που προσπαθεί να διεισδύσει στο απύθμενο της ύπαρξης και να ανασύρει εικόνες καθαρά αντανακλαστικά χωρίς να εκλογικεύει την ανθρώπινη απροσδιοριστία. Της τέχνης που μπορεί να κινηθεί στο μεταφυσικό της ύπαρξης και ταυτόχρονα καθρεφτίζει ασφυκτικά την πραγματικότητα. Της τέχνης που δεν λειτουργεί με δασκαλίστικο τρόπο καθοδηγώντας το θεατή σε ασφαλή συμπεράσματα, αλλά αποτελεί ερέθισμα πολλαπλών ερμηνειών σεβόμενη τη διαφορετικότητα των βιωμάτων. Δηλαδή της τέχνης που αφήνει στο θεατή ζωτικό χώρο ενεργής συμμέτοχής, προκαλώντας δημιουργικές αναγνώσεις. Την ποίηση που απελευθερώνει, χωρίς να εγκαταλείπει την πραγματικότητα, και που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί σε κλισέ, όπως ο συμβολισμός ή η πολιτική ή οτιδήποτε άλλο. Η άποψη του Μπέρκμαν για τον Ταρκόφσκι τα λέει όλα: «Ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω χτυπήσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ, μόνο μερικές φορές κατάφερα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τελείωσαν με εξευτελιστικές αποτυχίες».