Η Ερωτική Αλληλογραφία του Τζόυς
Με τις επιστολές προς την αγαπημένη του γυναίκα ολοκληρώνεται η απόδοση των έργων του Τζόυς στα ελληνικά.
Γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης*
Μετά την έκδοση του Οδυσσέα, μεταφρασμένη από τον Σωκράτη Καψάσκη (εκδ. Κέδρος) πριν από μια εικοσαετία περίπου, η έκδοση της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν διά της δημιουργικής χειρός του ιατρού Ελευθέριου Ανευλαβή (εκδ. Κάκτος) επιτρέπει πλέον στο ντόπιο κοινό να περηφανεύεται πως κρατάει στη βιβλιοθήκη του όχι μόνο τα δύο ασύγκριτα έργα του Δουβλινέζου μυθιστοριογράφου, μαζί με το Πορτραίτο του καλλιτέχνη σε νεαρά ηλικία (Άρης Μπερλής) και τους Δουβλινέζους, αλλά και την πεμπτουσία του τζοϋσικού εγχειρήματος. Επιμένουμε ειδικά στην περίπτωση του Ανευλαβή, ανθρώπου που έχει την εριστικότητα για πανοπλία και την εργασιομανία ως αποδεικτικό αγάπης για τα σπάνια λογοτεχνικά έργα. Γράφει ο αγαπητός μεταφραστής: «Η μάχη για τη μετάφραση της Αγρύπνιας δόθηκε με τη βεβαιότητα πως θα χαθεί μα και με την προσδοκία ότι “διά του ελέου και του φόβου” της τραγωδίας που ζει ο μεταφραστής –δηλαδή να γνωρίζει το αδύνατο μιας τέτοιας μετάφρασης και εντούτοις να την επιχειρεί– θα επέλθει “η κάθαρσις των παθημάτων”, μιας προσπάθειας της οποίας ο μόχθος ποτέ δεν θα φανερωθεί. Και το αποτέλεσμά της θα χαθεί στη ματαιότητα, όπου όμως τα πάντα δικαιώνονται. Όλα είναι θεμιτά στη βανεσοματαιότητα». (Κύριε Ανευλαβή, θα γράψουμε για την εργασία σας, αφού πρώτα τη διαβάσουμε…)

Στην επίδοξη μεταφραστική λέσχη των τζοϋσικών προστίθεται τώρα και η Κατερίνα Σχινά, με την ελληνική απόδοση των απόκρυφων επιστολών του συγγραφέα προς την αγαπημένη του γυναίκα. Ο Τζόυς γεννήθηκε το 1882 σε ένα προάστιο του Δουβλίνου και ήταν το μεγαλύτερο από τα δέκα παιδιά μιας τυπικής ιρλανδικής οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν αντικληρικαλιστής και φιλελεύθερος, με σύζυγο μια πιστή καθολική. Σπούδασε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ, παράλληλα με τις σπουδές του για λόγους βιοπορισμού, ασκούσε την έξοχη ικανότητά του ως τενόρου. Αφότου άρχισε να γράφει, άρχισαν και τα καζίκια με τους εκδότες. Η γνωριμία του με τη Νόρα Μπάρνακλ –καμαριέρα σε ξενοδοχείο– του ενέπνευσε έναν τρελό έρωτα που δεν ξεθύμανε ποτέ. Δοθέντος ότι το Δουβλίνο προκαλούσε αποστροφή στον συγγραφέα, αναγκάστηκε να μεταβεί στη Ζυρίχη και κατόπιν στην Τεργέστη, όπου εργάστηκε ως δάσκαλος και απέκτησε τα δυο του παιδιά, Τζόρτζιο και Λουτσία. Τελικά, ο Τζόυς, χάρη στη μεσολάβηση του Πάουντ, θα μετοικήσει στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει επί είκοσι συνεχόμενα χρόνια. Το ’32, μετά από 27 χρόνια κοινής ζωής, θα παντρευτεί τη μητέρα των παιδιών του! Ο Τζόυς θα αποδημήσει εις Κύριον το 1941, ράκος σωστό λόγω του χρόνιου αλκοολισμού του, σε ηλικία μόλις 58 ετών.
Ο μικρός τόμος (138 σελίδων), όπου διαβάζουμε τα απόκρυφα αναφορικά με τους έρωτες του Τζόυς με τη Νόρα, ουσιαστικά ανταποκρίνονται σε ένα σαρκικό πάθος που σήμερα τουλάχιστον δεν αφήνει σύξυλο τον αναγνώστη. Ωστόσο, δεν είναι μόνο η περιέργεια που ικανοποιείται αλλά και ένα πάθος για τα συγγραφικά μυστικά που μπορεί να αρχίζουν στο λευκό χαρτί αλλά βόσκουν παράταιρα πάνω στο κορμί της Νόρας. Λόγου χάριν, όταν της γράφει «Υπήρξες για τη νεαρή ανδρική μου ηλικία ό,τι και η ιδέα της Παρθένου Μαρίας για τα παιδικά μου χρόνια», η σκέψη συνεχίζεται σε άλλο τόνο: «Ξέρω και νιώθω ότι αν είναι να γράψω κάτι άρτιο και καλό στο μέλλον, θα το κατορθώσω μονάχα αν αφουγκραστώ τι συμβαίνει πίσω από τις πύλες της καρδιάς σου». Υπάρχει, θα λέγαμε, μια ασεμνολογία που αγγίζει τα όρια της κοπρολογίας, χωρίς να χάνει σε τρυφερότητα και συζυγική εγγύτητα.
«Το γάντι σου έμεινε ξαπλωμένο πλάι μου όλη νύχτα –ξεκούμπωτο–, όμως, κατά τα άλλα, συμπεριφέρθηκε πολύ φρόνιμα – όπως η Νόρα. Σε παρακαλώ, μην ξαναφορέσεις αυτόν το θώρακα στο στήθος, δεν μου αρέσει να αγκαλιάζω ένα γραμματοκιβώτιο». Ακολουθεί η περιγραφή της οικογένειας και της χριστιανοσύνης: «Πώς είναι δυνατόν να μου αρέσει η ιδέα της οικογένειας; Το δικό μου σπιτικό δεν ήταν παρά μια μεσοαστική σύμβαση που καταστράφηκε από σπάταλες συνήθειες τις οποίες και κληρονόμησα. Πιστεύω πως τη μητέρα μου τη σκότωσε σιγά-σιγά η άθλια συμπεριφορά του πατέρα μου, τα βάσανα χρόνων ολόκληρων και η κυνική ειλικρίνεια της συμπεριφοράς μου. Όταν είδα το πρόσωπό της έτσι όπως κειτόταν στο φέρετρό της –ένα πρόσωπο γκρίζο, τσακισμένο από τον καρκίνο–, κατάλαβα ότι κοιτούσα το πρόσωπο ενός θύματος και καταράστηκα το σύστημα που τη μετέτρεψε σε θύμα. Είμαστε δεκαεπτά στην οικογένειά μου. Οι αδελφοί και οι αδελφές μου δεν σημαίνουν τίποτα για μένα. Μόνο ένας αδελφός μου είναι σε θέση να με καταλάβει. Πριν από έξι χρόνια εγκατέλειψα την Καθολική Εκκλησία, μισώντας τη θανάσιμα. (…) Δεν μπορώ να ενταχθώ σε κοινωνική τάξη, είμαι ανέστιος, πλάνης. Άρχισα να σπουδάζω ιατρική τρεις φορές, νομική μία, μουσική μία. Πριν από μία βδομάδα κανόνιζα να φύγω με ένα μπουλούκι, πλανόδιος ηθοποιός».
*Πηγή: www.lifo.gr