20 Απριλίου 2013 at 06:40

Ένα Καλοκαίρι Άκρως Επικίνδυνο…

από

Σάββατο είναι, μη Φοβάσαι…

Επεισόδιο 8: Ένα Καλοκαίρι Άκρως Επικίνδυνο…

Γράφει ο Φώτης Μπατσίλας

Θα γράψω ένα κείμενο σαν ραδιοφωνική εκπομπή, για το Καλοκαίρι που έφυγε, για το ωραίο Καλοκαίρι που χάνεται στο θλιβερό Φθινόπωρο, για τις προσδοκίες που διαψεύστηκαν, για τους ανεκπλήρωτους έρωτες, για όλα όσα ήθελα να γίνουν και δεν έγιναν, κι όλα όσα έγιναν μα τέλειωσαν, διότι έτσι έπρεπε να γίνει, διότι μερικά πράγματα μόνο το καλοκαίρι γίνονται, μόνο το καλοκαίρι πετυχαίνουν. Κι όπως όλες οι εκπομπές, έτσι και τούτη, στηρίζεται σε μουσικές, σε τραγούδια, τραγούδια λυπημένα, για το καλοκαίρι που δεν είναι πια εδώ, για όλα όσα πλέον δεν είναι, μα κάποτε, κάποια στιγμή «ήταν»:

ΗΤΑΝ

Ήταν ζεστό το καλοκαίρι,

τα χείλη σου φωτιά.

Ήταν οι νύχτες με φεγγάρι

στην ακροθαλασσιά.

 

Σ’ αγαπώ, μα έχει φύγει

το ζεστό το καλοκαίρι…

Η καρδιά θυμάται

τα λόγια που ’χες πει,

πως θα είμαστε μαζί.

Γύρνα ξανά, σε περιμένω,

να βγει ξανά ο ήλιος

κι ο Αύγουστος να ’ρθει.

 

Κι ήταν οι μέρες μας τραγούδι,

τα βράδια μας γλυκά.

Ήταν τα μάτια σου μεγάλα

σαν θάλασσα πλατιά

 

Μα γιατί, γιατί να φύγει

το ζεστό το καλοκαίρι;

 

Η καρδιά θυμάται …

 

Ήταν απέραντοι οι δρόμοι

και μ’ έπαιρνες μαζί.

Ήταν δικός μας, λες, ο κόσμος,

δική μας η ζωή.

 

Μα γιατί να μην κρατήσει

το ζεστό το καλοκαίρι;

 

Η καρδιά θυμάται …

(Το «Luglio» του Riccardo Del Turco, σε στίχους Γιώργου Παπαστεφάνου και ερμηνεία της Γιοβάννας)

. Η Γιοβάννα
. Η Γιοβάννα

Η γιαγιά μου μού ’λεγε πως «αγάπη με τα ψέματα δεν γίνεται». Είχε δίκιο: οι αγάπες που στηρίζονται στις ψευδαισθήσεις του Καλοκαιριού είναι καταδικασμένες. Κάποια στιγμή πρέπει να ειπωθεί η αλήθεια, με κάθε ειλικρίνεια, με στοργική ειλικρίνεια, αν γίνεται, κι όχι άκομψα κι άγαρμπα, μα, εν πάση περιπτώσει, να ειπωθεί, ότι όλα ήταν ένα ψέμα, μια διαφυγή απ’ την καθημερινότητα κι η σχέση του Καλοκαιριού απλώς ένα σπίρτο που βοήθησε μιαν άλλη σχέση να ζεσταθεί, να κρατήσει λίγο παραπάνω, κι ας είναι κι αυτή, στο τέλος-τέλος, καταδικασμένη, γιατί ποτέ τα σπίρτα δεν μπορούν ν’ ανάψουν μια σχέση ήδη σβησμένη, ήδη τελειωμένη, αφού όσο κι αν παραταθεί το καλοκαίρι, κάποια στιγμή θα φύγει κι αυτό και θα τα πάρει όλα μαζί του, όλα, ναι, όλα!, κι άλλη μια φορά: ΌΛΑ!

ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι,

τ’ άγρια μαλλιά σου στην τρικυμία,

το ραντεβού μας η ώρα μία.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι,

τα μαύρα μάτια σου, το μαντίλι,

την εκκλησούλα με το καντήλι.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι…

 

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι,

με τα μισόλογα τα σβησμένα,

τα καραβόπανα τα σχισμένα,

μες στις αφρόσκονες και τα φύκια.

Όλα τα πήρε τα πήγε πέρα,

τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι…

(ποίηση Οδυσσέα Ελύτη, μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου, ερμηνεία Ελευθερία Αρβανιτάκη από τον δίσκο της «Τραγούδια για τους Μήνες», 1996)

Η Ελευθερία Αρβανιτάκη
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη

Έτσι, αυτό το καλοκαίρι καθίσταται επικίνδυνο, αν και ωραίο. Άκρως επικίνδυνο, μάλιστα. Σαν το Επικίνδυνο Καλοκαίρι του Γιάννη Μαρή, όπου ο δικηγόρος (τι σύμπτωση!) Ανδρέας Λαμπρινός αφέθηκε στον έρωτά του για την όμορφη Ρέα (άλλη σύμπτωση…) και παραλίγο να χάσει ακόμα και την ίδια του τη ζωή, την ίδια του την υπόσταση (κι οι συμπτώσεις περισσεύουν, είναι προφανές…). Και σαν, προεχόντως και κυρίως, το Ωραίο Καλοκαίρι του Αργύρη Χιόνη, όπου δείτε, σας παρακαλώ, τι ακριβώς συνέβη:

ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι,

ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο.

 

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα ’φτιαξε με τον ήλιο,

κοιμήθηκε μαζί του μέρες, μήνες,

σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο,

τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού.

 

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα

ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο.

Όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες,

σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω.

 

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός,

«αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν», είπε.

Πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι

και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά.

 

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο,

ακίνητο, ένα καλοκαίρι,

φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά,

δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε

κανείς δεν ξέρει.

 

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι.

ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο…

Κανείς δεν ξέρει…

Ηταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι…

κανείς δεν ξέρει…

(ποίηση Αργύρη Χιόνη, μουσική – ερμηνεία Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα, από τον δίσκο τους «Η Μοναξιά του Σχοινοβάτη», 1992)

Οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας
Οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας

Ωστόσο, οι ψευδαισθήσεις είναι γλυκές κι η ουτοπία θέλγει όσο τίποτ’ άλλο. Αδηφάγο κι επικίνδυνο το καλοκαίρι, ποιος όμως μπορείς χωρίς αυτό; Νοσταλγία και θυσία στο βωμό του. Πίσω το θέλουμε, κι ας μας πίκρανε, κι ας μας πλήγωσε, πίσω…Την θέλουμε πίσω δηλαδή την ψευδαίσθηση (θηλυκή κι αυτή…), ξανά και ξανά, από πάντα και για πάντα:

ΜΙΚΡΟ

Κι άλλο καλοκαίρι πέρασε,

ήλιο και φιλί με κέρασε.

Μια μικρή φωλιά θα χτίσω,

χελιδόνι γύρνα πίσω…

(στίχοι, μουσική Βαγγέλη Γερμανού, ερμηνεία του ίδιου και της κόρης του Αλίκης, από τον δίσκο του «Τα Μπαράκια», 1981)

Δεν μπορώ, τέλος, να μην σκεφτώ, όπως κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ένα βαλσάκι,  που όταν το ακούω ή το φέρνω στο νου μου, όπως είπα κι άλλοτε, πέρα-δώθε το σώμα, πέρα-δώθε το μυαλό, πλήκτρα κυρίως και λίγα κρουστά, μια νοσταλγία μα κυρίως μια πικρία, για το καλοκαίρι που έφυγε, γι’ αυτά που πήρε μαζί του, ναι, γι’ αυτήν… Κι είπα κι άλλα, άλλλοτε. Για τις παρέες που σκόρπισαν, για τις ελπίδες που σκόρπισαν, τα γέλια που χάθηκαν, για όλα όσα ξεθύμαναν. Σκόρπισαν τότε, σκόρπισαν και φέτος, άλλος Κοζάνη, άλλος Θεσσαλονίκη, άλλος Ζυρίχη, άλλος Αθήνα, όλοι μας όμως θυμόμαστε ίσως έναν Σεπτέμβρη του παρελθόντος, έναν Σεπτέμβρη της πρώτης νιότης μας, νησιά και «Ναυάγιο», βαλς με βερμούδα και σαγιονάρες ακόμα, κι έξω είχε αρχίσει να βρέχει, εμείς όμως χορεύαμε…

Ο Άγγελος Κατσίρης στο εξώφυλλο του «Θα τους ξεφύγουμε»
Ο Άγγελος Κατσίρης στο εξώφυλλο του «Θα τους ξεφύγουμε»

ΤΟ ΠΑΛΙΟΘΗΛΥΚΟ

Δεν το περίμενα απ’ το καλοκαιράκι,

πώς μπόρεσε άραγε αυτό να το κάνει σε μένα,

ξαφνικά να φύγει κλεφτά και να πάρει και σένα;

Δε συμβιβάζομαι με το χλωμό Σεπτέμβρη.

Στη γωνιά του δωματίου θα κρυφτώ,

με τα μάτια κλειστά κρυφά θα ονειρευτώ.

 

Πού με πας;

Αχ, παλιοθήλυκο λαμέ κι αστραφτερό

σαν το Σεπτέμβρη

είσαι πικρό, μα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ

Σε θέλω…

Αχ, παλιοθήλυκο σε θέλω ό,τι κι αν πω,

κι ας ξέρω

πως όταν σε ζητώ εσύ δεν θα ’σαι εδώ.

 

Αρχές Σεπτέμβρη τώρα τι να περιμένω…

Με σκυμμένο κεφάλι ξανά στην Αθήνα γυρνώ,

τη λιακάδα στα μάτια σου δεν θα την ξαναδώ.

Τρελό μου μπλέξιμο, ξανθό μου καλοκαίρι…

Με μισάνοιχτο φερμουάρ σε φουστίτσα κοντή,

στων μαλλιών σου το χείμαρρο μέσα βουτάω κι ό,τι βγει.

 

Πού με πας…

(Στίχοι, μουσική, ερμηνεία Άγγελου Κατσίρη, από τον δίσκο του «Θα τους Ξεφύγουμε», 1990).

Το εξώφυλλο του δίσκου «Τα μπαράκια» του Β. Γερμανού
Το εξώφυλλο του δίσκου «Τα μπαράκια» του Β. Γερμανού

Τώρα όμως πρέπει να κλείσω, τελειώνει η μικρή αυτή εκπομπή, και θα κλείσω λέγοντας για άλλη μια φορά, Σάββατο Είναι, μη Φοβάσαι… ακόμα κι αν σκορπίσαμε για τα καλά, ο καθένας μας κι όλοι μαζί, ακόμα κι αν διαπιστώνουμε κάθε μέρα πως οι αποστάσεις μίκρυναν μα έγιναν διπλάσιες, ακόμα κι αν σταματήσαμε να τραγουδάμε, κι αν σταματήσαμε να μιλάμε… Μη φοβάσαι, πάντα κάποια «παλιοθήλυκα λαμέ κι αστραφτερά» θα εισβάλλουν στη σκέψη μας και θα μας θυμίζουν, τα χρόνια που χορεύαμε βαλς, τα χρόνια που για όλα (ΟΛΑ!) έφταιγε το καλοκαίρι που έφυγε

 

(τέλος 8ου επεισοδίου)

Το κείμενο δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 2012 στον Ερανιστή

(Εμφανιστηκε 1,060 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.