Ο μύθος του Προμηθέα:
Μετάφραση: Τάσου Ρούσσου
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ | Μην πάρετε για πείσμα και περφάνια τη σιωπή μου· η φρόνηση με τρώει σε τέτοιες βλέποντας ντροπές τον εαυτό μου. Όμως ποιος άλλος από με στους νέους θεούς έχει χαρίσει τις τιμές των; |
440 |
Μα δε μιλώ γι’ αυτά. Τι να τα λέω; Τα ξέρετε καλά· τις δυστυχίες ακούστε των θνητών, που ενώ δεν είχαν πρωτύτερα μυαλό, με νου και σκέψη τους φώτισα. Κι όσα θα πω, δεν είναι παράπονο γι’ αυτούς, μονάχα δείχνω |
445 | |
το τι καλό τους έχω κάνει· πρώτα εκείνοι εβλέπαν, μα έβλεπαν του κάκου κι άκουγαν, μα δεν άκουγαν καθόλου, αλλά ως θολές μορφές ονείρων σ’ όλο το μάκρος της αργόσυρτης ζωής των αστόχαστα ανακάτευαν τα πάντα· κι ουδέ πλιθόχτιστα ξέραν να χτίζουν |
450 | |
ηλιόφωτα καλύβια, ουδέ την τέχνη τα ξύλα να δουλεύουν, μα υπόγεια ζούσαν σ’ ανήλιαγες σπηλιές στης γης τα βάθη, καθώς τ’ αλαφροκίνητα μερμήγκια. Μήτε να ξεχωρίζουνε κατέχαν με σίγουρο σημάδι το χειμώνα, μηδέ την άνοιξη την ανθισμένη, |
455 | |
μηδέ το καρποφόρο καλοκαίρι, αλλά έτσι δίχως κρίση και στην τύχη ήταν η κάθε πράξη τους, ωσότου τις δύσκολες κι ανέγνωρες των άστρων ανατολές τους έδειξα και δύσεις. Μα και τον αριθμό, πρώτη σοφία, τους βρήκα εγώ, και των γραμμάτων |
460 | |
τα συνταιριάσματα, δουλεύτρα τέχνη, μητέρα των Μουσών, μνήμη των πάντων. Κι έβαλα πρώτος στο ζυγό τα ζώα σε ζεύγλες και σαμάρια να δουλεύουν, για να σηκώνουν των θνητών τους μόχθους τους πιο τρανούς, και δαμασμένα στο άρμα τ’ αλόγατα έζεψα, λαμπρό καμάρι |
465 | |
της πλούσιας αρχοντιάς. Κι έξω από μένα κανένας άλλος τα λινόφτερα δεν ήβρε τα θαλασσόδρομα των ναυτικών αμάξια. Κι ενώ για τους ανθρώπους τέτοιες τέχνες σκέφτηκα ο δόλιος, τρόπο εγώ δεν έχω |
470 | |
τη συμφορά μου ετούτη να ξεφύγω. | 475 | |
ΧΟΡΟΣ | Αταίριαστη σε βρήκε δυστυχία· | |
ξαστόχησες και παραδέρνει ο νους σου, | ||
κι όπως κακός γιατρός που αρρώστια τον χτύπησε, κι εσύ στενοχωριέσαι, |
||
γιατί δεν έχεις γιατρικά να σε γιατρέψουν | ||
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ | Ακούγοντας και τ’ άλλα, θα σαστίσεις ακόμα περισσότερο, ποιους τρόπους σοφίστηκα, ποιες τέχνες. Πρώτα απ’ όλα· αν κάποιος αρρωστούσε, δεν υπήρχε ξαρρωστικό κανένα, ούτε να φάει, ουδέ να πιει και ν’ αλειφτεί, μα έτσι |
480 |
δίχως αντίδοτο αργοσβήναν, ώσπου τους έδειξα πραϋντικά βοτάνια να σμίγουν και μ’ αυτά όλες τις αρρώστιες να πολεμούνε. Και τους πλήθιους τρόπους της μαντικής εδίδαξα, και πρώτος εξήγησα ποια ονείρατα αληθεύουν |
485 | |
κι αλλόκοτους αχούς των δρόμων και συντυχιές τους έμαθα να κρίνουν. Και των αρπαχτικών πουλιών καθάρια τους όρισα το πέταγμα· σημάδι, εξαίσιο το δεξί να λογαριάζουν και το ζερβί κακότυχο. Ποιες έχτρες |
490 | |
έχει καθένα, ποιες συνήθειες και φιλίες, πώς σμίγει σε κοπάδι, και των σπλάχνων τη λαμπερή μορφή, τι χρώμα νά ‘χουν στους θεούς για ν’ αρέσουνε κι ακόμη τις πλήθιες όψεις του λοβού και της χολής |
495 | |
και τα μεριά με πάχος σκεπασμένα και το μακρύ το κόκαλο της πλάτης πυρώνοντας στη θράκα, εγώ το δρόμο δύσκολης στους θνητούς χάραξα τέχνης· και τα λαμπρά φανέρωσα της φλόγας σημάδια, που αφανέρωτα ήταν πρώτα. Αυτά λοιπόν· και κάτω από το χώμα |
500 | |
κρυμμένους θησαυρούς για τους ανθρώπους, σίδερο και χαλκό, χρυσάφι, ασήμι, ποιος θά ‘λεγε πως τά ‘βρε πρώτος; Κανείς, καλά το ξέρω, εχτός αν θέλει να φλυαρεί του κάκου. Μ’ ένα λόγο στο λέω για να το μάθεις στους θνητούς |
505 | |
όλες οι τέχνες απ’ τον Προμηθέα. |
Πηγή: http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-C128/680/4511,20312/
(Εμφανιστηκε 669 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)