Το χαρέμι – Η περίπτωση της Χουριέμ
Γράφει ο Γιάννης Σιατούφης
Το χαρέμι ήταν βαθιά παρεξηγημένος θεσμός από τη χριστιανική Δύση, που το έβλεπε αποκλειστικά ως χώρο ηδονής, ακολασίας και βίαιων παθών, όπου οι σουλτάνοι ικανοποιούσαν τα πάθη τους και οι γυναίκες ικανοποιούσαν τις επιθυμίες τους η μια της άλλης. Τα παραπάνω συνδέονταν με το στερεότυπο του Οθωμανού Τούρκου ως «φιλήδονου Μαυριτανού». Το τελευταίο είναι ο τίτλος μιας νουβέλας, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1828 και είναι συνέχεια πολλών γαλλικών έργων του 17ου και 18ου αιώνα. Σύμφωνα με τα έργα αυτά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία συνυπήρχαν η λαγνεία και η βία.
Βέβαια στερεότυπα επικρατούσαν και στην Οθωμανική κοινωνία για τις γυναίκες της Δύσης. Ένας μαροκινός πρεσβευτής το 1766 στην Ισπανία κατέγραψε τις εμπειρίες του μετά τη συναναστροφή με γυναίκες της Δύσης: «οι γυναίκες είναι εθισμένες στη συζήτηση και το γλέντι με άλλους άντρες εκτός από τους συζύγους τους … συμβαίνει συχνά να γυρίζει σπίτι του ένας χριστιανός και να βρίσκει τη γυναίκα του συντροφιά μ’ έναν άλλο χριστιανό, να πίνουν μαζί και να γέρνουν ο ένας πάνω στον άλλο…».
Το χαρέμι στην πραγματικότητα σημαίνει «απαγορευμένο» και ήταν ένα μέρος του παλατιού με τοίχους χωρίς παράθυρα, που ούτε ο ήλιος δεν έβλεπε τα κορίτσια, στο οποίο επικρατούσε πειθαρχία και οργάνωση και βλέμμα αντρικό δεν πέρασε στον χώρο αυτό. Μόνο οι ευνούχοι ήταν οι φρουροί του χώρου και ήταν συνήθως μαύροι. Στο χώρο αυτό ζούσαν η Βαλιδέ (βασιλομήτωρ) σουλτάνα, οι αδελφές του Σουλτάνου, οι παλλακίδες και οι υπόλοιπες γυναίκες, που είχαν διάφορες αρμοδιότητες. Την κύρια ευθύνη του χαρεμιού είχε η Βαλιδέ (βασιλομήτωρ) σουλτάνα, η οποία με κάθε ευκαιρία (π.χ. την παραμονή της γιορτής του Κουρμπάν Μπαϊράμ) χάριζε στο γιο της μία σκλάβα.
Οι πιο περιζήτητες ήταν οι κοπέλες από τον Καύκασο, τη Γεωργία, τη Ρωσία και την Αμπχαζία, γιατί είχαν λευκό δέρμα και εντυπωσιακή κορμοστασιά. Η τιμή τους στο σκλαβοπάζαρο ήταν «αλμυρή», αλλά ποτέ δεν έφτανε την τιμή ενός αλόγου (π.χ. μια σκλάβα κόστιζε από 1000-2000 κουρούς, ενώ ένα άλογο 5000 και πάνω). Μόλις έφτανε μια νέα σκλάβα στο χαρέμι, εξεταζόταν από τους ευνούχους και παρουσιαζόταν στη βαλιδέ. Στη συνέχεια, αν δεν ήταν μουσουλμάνα, άλλαζε πίστη και όνομα. Αν στα επόμενα 9 χρόνια δεν τύχαινε να περάσει ο Σουλτάνος έστω μια νύχτα με την παλλακίδα, είχε το δικαίωμα να φύγει κερδίζοντας την ελευθερία της και μια προίκα, για να μπορεί να κάνει έναν καλό γάμο.
Όμως η ζωή δεν ήταν και τόσο εύκολη μέσα στο χαρέμι. Η νοσταλγία, οι ίντριγκες και οι συνομωσίες ήταν συχνό φαινόμενο. Όπως αναφέρει η Χαλιντέ Εντίπ, η οποία έζησε στο χαρέμι του Αβδούλ Χαμίτ Β΄ τον 19ο αιώνα, «είμαστε αργόσχολες και άχρηστες, γι’ αυτό πολύ δυστυχισμένες. Αν είχαμε την τυφλή μοιρολατρία των γιαγιάδων μας, ίσως να υποφέραμε λιγότερο, αλλά με τη μόρφωση αρχίσαμε να αμφισβητούμε την πίστη που θα μπορούσε να μας δώσει κάποια παρηγοριά. Αναλύουμε τη ζωή μας και βρίσκουμε το απόλυτο τίποτα, μόνο αδικία, σκληρότητα, άχρηστη πίκρα. Μερικές φορές τραγουδάμε συνοδεύοντας το μελαγχολικό τραγούδι μας με το λαούτο. Και ο κόσμος χάνεται στη θλίψη. Μερικές φορές η ματαιότητα και η ατέλειωτη πίκρα της ζωής μας ξεχειλίζουν και κάνουν τα δάκρυα να κυλούν, αλλά συχνά η ζωή μας είναι τόσο επώδυνη ακόμη και για δάκρυα και τίποτα δεν μπορεί να την αλλάξει, παρά μονάχα ο θάνατος».
Οι άντρες μπορούσαν να εικάζουν για το χώρο ως τόπο ακολασίας και ηθικής κατάπτωσης. Οι γυναίκες της Δύσης, που επισκέπτονταν την Πόλη, εφόσον επέμεναν, τους επιτρεπόταν η είσοδος στο χαρέμι και τότε αντίκριζαν μια σαφή αντίθεση ανάμεσα στο στερεότυπο και την πραγματικότητα. Η πρώτη Ευρωπαία που επισκέφτηκε το αυτοκρατορικό χαρέμι ήταν η λαίδη Μαίρη Ουόρτλεϊ Μόνταγκιου. Ήταν σύζυγος του Άγγλου πρεσβευτή στην αυλή του σουλτάνου Αχμέτ Γ΄. Το 1717 βρέθηκε στην Πόλη και κάποια μέρα στο χαμάμ περιγράφει μία σκηνή: «η Κυρία που φαινόταν η πιο σεβαστή ανάμεσά τους με κάλεσε να καθίσω κοντά της και ευχαρίστως θα με ξέντυνε για το μπάνιο. Εγώ αρνήθηκα με κάποια δυσκολία, αφού όλες ήταν τόσο επίμονες να με πείσουν. Στο τέλος αναγκάστηκα ν’ ανοίξω τη φούστα μου και να τους δείξω τον κορσέ μου, πράγμα που τις ικανοποίησε αρκετά, γιατί μάλλον πίστευαν ότι ήμουν τόσο κλειδωμένη μέσα σ’ αυτό το μηχάνημα, ώστε δεν μπορούσα να το ανοίξω. Μια επινόηση που απέδωσαν στο σύζυγό μου».
Σε σχέση με την πανοπλία του στενού κορσέ της γυναίκας της Δύσης η λαίδη Μαίρη βρήκε άλλα στοιχεία απελευθέρωσης κάτω από το μουσουλμανικό φερετζέ: «… δεν υπάρχει τρόπος να διακρίνει κανείς τη σπουδαία κυρία από τη σκλάβα της κι είναι αδύνατο για τον πιο ζηλότυπο σύζυγο να γνωρίσει τη γυναίκα του, όταν τη συναντήσει και κανένας άντρας δεν τολμάει ν’ αγγίξει ή ν’ ακολουθήσει μια γυναίκα στο δρόμο».
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥΡΕΜ
Η λέξη Χιουρέμ σημαίνει «χαμογελαστή» και είναι το όνομα που πήρε, όταν έγινε μουσουλμάνα, η Ρωξελάνη, η κατά κόσμον Αλεξάνδρα Λισόφσκα. Ήταν κόρη χριστιανού ιερέα από το Λβοφ της σημερινής Ουκρανίας και, μετά από κάποια επιδρομή Τατάρων, βρέθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης, από όπου την αγόρασε ο Μεγάλος Βεζίρης Ιμπραήμ, την πρόσφερε στη Βαλιδέ Σουλτάνα Χάφσα (η βασιλομήτωρ) και κατάντησε σκλάβα του χαρεμιού του παλατιού του Οθωμανού Σουλτάνου Σουλεϊμάν (1520-1566). Αυτός, όταν επέστρεψε από την εκστρατεία στο Βελιγράδι, μαγνητίστηκε από το έντονο βλέμμα της και τα ξανθά μαλλιά της. Όπως ανέφερε τότε ο πρέσβης της Βενετίας στην Πόλη «η κοπέλα ήταν νέα αλλά όχι ωραία, χαριτωμένη αλλά κοντή».
Παρ’ όλα αυτά η ερωτική σχέση τους έχει καταγραφεί ως θερμή και παράφορη, που κατέληξε σε γάμο, σπάζοντας έτσι παράδοση αιώνων που δεν προέβλεπε γάμο σουλτάνου με κάποια παλλακίδα. Η Χιουρέμ του χάρισε 5 παιδιά και έγινε θρύλος σε Ανατολή και Δύση, γιατί ο κόσμος έβλεπε την πρώην σκλάβα να καταφέρνει κάθε φορά να κάνει τον ιδιαίτερα ικανό πολέμαρχο και σουλτάνο, τον Σουλεϊμάν, να ικανοποιεί κάθε της επιθυμία. Σε κάποιο από τα γράμματά του ο σουλτάνος της έγραφε ότι «… επιτέλους, θα ενωθούν οι ψυχές, οι σκέψεις, η φαντασία, η καρδιά μου, όλο το είναι μου με σένα, μοναδική αγάπη μου». Η Χιουρέμ του απάντησε ότι «… Κύριέ μου, η απουσία σας μου έχει ανάψει πυρκαγιά που δεν μπορώ να σβήσω. Λυπηθείτε με που υποφέρω και γράψτε μου ένα γράμμα, μόλις μπορέσετε, ώστε να βρω λίγη παρηγοριά».
Ο γάμος έγινε το 1530. Ο βρετανός παρατηρητής σερ Τζορτζ Γιανγκ περιγράφει μεταξύ άλλων: «Η τελετή έλαβε χώρα στο παλάτι και ο γάμος γιορτάστηκε με μεγάλη λαμπρότητα. Ο λαός πρόσφερε δώρα, τα σπίτια φωτίστηκαν και στολίστηκαν με γιρλάντες. Παντού έπαιζε μουσική, παντού γλεντούσανε, παντού χορεύανε. Στον βυζαντινό ιππόδρομο έγινε μια μεγάλη τελετή. Το θεωρείο της σουλτάνας και της ακολουθίας της ήταν καλυμμένο με επίχρυσα καφασωτά. Μέσα από αυτά η Ρωξελάνη παρακολουθούσε κονταρομαχίες, στις οποίες έλαβαν μέρος χριστιανοί ιππότες και μουσουλμάνοι αξιωματούχοι, νούμερα με ακροβάτες και ζογκλέρ και μια παρέλαση άγριων ζώων, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζαν οι καμηλοπαρδάλεις με τους μακρούς λαιμούς τους, που έφταναν μέχρι τον ουρανό …».
Πέθανε στις 18 Απριλίου 1558, 8 χρόνια πριν το θάνατο του Σουλεϊμάν. Ο τάφος της είναι στο μαυσωλείο του Σουλεϊμάν (το Σουλεϊμανιγιέ) στην Κωνσταντινούπολη. Από τα παιδιά της σουλτάνος δεν έγινε ο πρωτότοκος, αλλά ο δευτερότοκος Σελίμ, ο οποίος ήταν αφημένος στο ποτό και τις γυναίκες, αποδείχτηκε ανίκανος ηγεμόνας και στάθηκε η αρχή της παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος larousse Britannica
Andrew Wheatcroft «Οι Οθωμανοί», Εκδόσεις Νέα Σύνορα-Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1993.
Σοφία Ν. Σφυρόερα «Χαρέμι. Ο οίκος της ηδονής», Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2008.
Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ άρθρο Δ. Χουλιαράκη σελ. 18/62/Β2, Κυριακή 11 Μαΐου 2008.
Χωρίς σχόλια