Η γελαστή γη της Μακεδονίας (Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρεια Ελλάδα, αρχές 19ου αι.) (Ι)
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Ο Φρανσουά – Σαρλ – Υγκ – Λοράν Πουκεβίλ (γαλλιστί François Charles Hugues Laurent Pouqueville, 1770-1838), ήταν Γάλλος, ιατρός, περιηγητής, διπλωμάτης, ιστορικός συγγραφέας, ακαδημαϊκός και σημαντικός φιλέλληνας.
Γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1770 στο Μερλερό (Merlerault) του νομού Ορν της Νορμανδίας. Σπούδασε για ένα διάστημα στην ιερατική σχολή του Λιζιέ, παραιτήθηκε όμως όταν ξέσπασε η Γαλλική Επανάσταση, η οποία άλλαξε τα αρχικά του σχέδια (ήτις διέθεσεν άλλως πώς τας προθέσεις αυτού). Λίγο αργότερα, εργάστηκε ως βοηθός Δημάρχου στην πόλη Μονμαρσέ και σπούδασε μάλλον στα γρήγορα ιατρική στο Παρίσι (μόλις αποπερατώσας), με καθηγητή τον γνωστό ιατρό Αντουάν Ντυμπουά. Στη συνέχεια ενήργησε και επέτυχε να προσληφθεί ως χειρουργός – βοηθός σε επιστημονική αποστολή που συνόδευσε τον Μεγάλο Ναπολέοντα κατά την εκστρατεία του στην Αίγυπτο.
Τότε συνέγραψε και την πρώτη του μελέτη για την πανώλη στηριζόμενος σε προσωπικές παρατηρήσεις. Λίγο μετά, ασθένησε σοβαρά, έλαβε αναρρωτική άδεια και προσπάθησε να επιστρέψει στη Γαλλία με το εμπορικό πλοίο «Παναγία του Μαυροβουνίου»· το σκάφος κατελήφθη από Αλγερινούς πειρατές στη περιοχή της Καλαβρίας και ο ίδιος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος μέσω του Ναβαρίνου στην Τριπολιτσά όπου και κρατήθηκε αιχμάλωτος δέκα περίπου μήνες, λόγω του Γαλλοτουρκικού πολέμου.
Στο διάστημα αυτό, παρείχε εξαίρετες ιατρικές υπηρεσίες στο Βαλή του Μωρέα Μουσταφά πασά ο οποίος όμως, το 1798, τον έστειλε πεσκέσι στην Κωνσταντινούπολη όπου και ρίχτηκε στην τρομερή φυλακή του Γεντί Κουλέ. Παρέμεινε στην ειρκτή για δύο χρόνια και απελευθερώθηκε το 1801, μετά από παρέμβαση του Γάλλου πρέσβη. Όσο ήταν στη φυλακή, ο Πουκεβίλ προσπάθησε να μάθει την ελληνική γλώσσα στην οποία και συνέθεσε στίχους εμπνευσμένος από την αγάπη του για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, συνέγραψε αναμνήσεις και εντυπώσεις από την Πελοπόννησο και μετάφρασε αρχαίους Έλληνες συγγραφείς (τον αρχαίο Έλληνα ποιητή Ανακρέοντα στα Γαλλικά).
Όταν βγήκε από τα περιβόητα μπουντρούμια της Κωσταντινούπολης, γύρισε στο Παρίσι όπου εγκαταλείποντας πλέον την ιατρική επιδόθηκε στην συγγραφή και εξέδωσε το πρώτο σημαντικό βιβλίο του «Ταξίδια εις Μωρέα, Κωνσταντινούπολιν, Αλβανίαν και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1798-1801». Το έργο εκδόθηκε το 1805 και έκανε ιδιαίτερη αίσθηση στους αναγνωστικούς κύκλους, καθώς λόγω του ρομαντισμού και του φιλλεληνικού κινήματος υπήρχε έντονο ενδιαφέρον για τον ελλαδικό χώρο, ειδικά για τις ιστορικά φορτισμένες γεωγραφικές περιοχές. Το περισπούδαστο πόνημά του λειτούργησε τελικώς ως εισιτήριο για το διπλωματικό σώμα. Ο προνοητικός Πουκεβίλ το αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Ναπολέοντα και ο Βοναπάρτης τον διόρισε γενικό πρόξενο παρά τον Αλή πασά στα Ιωάννινα.
Η αποδεδειγμένη πολυμάθεια, η ανθρωπογνωσία του και οι πολύτιμες εμπειρίες του ελήφθησαν οπωσδήποτε υπόψιν όταν ανέλαβε πρόξενος στην αυλή του θηρίου των Ιωαννίνων. Σπουδαστής ιερατικής σχολής, ιατρός, πολυταξιδεμένος, με ιδία πείρα της βίας και του πολέμου, αιχμάλωτος πειρατών, έγκλειστος για δυο χρόνια στο Γεντί Κουλέ, ρέκτης και τολμηρός, ο Φρανσουά γνώριζε όσο λίγοι το φρόνημα των πληθυσμών και ήταν ίσως ο πιο κατάλληλος άνθρωπος να σταθεί δίπλα στον βάρβαρο νεωτεριστή Αλβανό πασά με τις δυο ιππουρίδες (αλογουρές).
Υπηρέτησε στη θέση αυτή από το 1805 μέχρι το 1815, όταν ανακλήθηκε μετά την αποκατάσταση της Βασιλείας στη Γαλλία. Στις διηγήσεις του αναφέρεται σε γεγονότα και καταστάσεις μεταξύ 1740 μέχρι 1824 περίπου, ωστόσο οι ιστορικές και βιβλιογραφικές του αναφορές φτάνουν μέχρι την εποχή των Πελασγών. Όσα θα δούμε στη συνέχεια βασίζονται σε σημειώσεις που κράτησε την άνοιξη του 1806, 15 χρόνια πριν ξεσπάσει η ελληνική Επανάσταση.
Ο Πουκεβίλ τιμήθηκε από τον βασιλέα Όθωνα με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος, αρνήθηκε όμως να το παραλάβει, «ίνα μη ο κόσμος πιστεύση ότι υπέρ του παρασήμου αγωνίσθην και όχι υπέρ της ελευθερίας και της φιλανθρωπίας». Το 1827 εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Πέθανε στο Παρίσι σε ηλικία 68 ετών στις 20 Δεκεμβρίου του 1838. Στο μνήμα του -βρίσκεται στο κοιμητήριο του Μονπαρνάς (Παρίσι)- έχει χαραχθεί το ακόλουθο δίγλωσσο επίγραμμα (στην ελληνική και γαλλική):
«Με τα γραπτά του συνέβαλε δυναμικά στην επιστροφή της αρχαίας τους ιθαγένειας, στους καταπιεσμένους Έλληνες».
Θα ακολουθήσουμε παρακάτω τη διαδρομή του Πουκεβίλ καθώς απομακρύνεται από την Καστοριά:
“Αφού ταξινόμησα τις σημειώσεις μου, και βλέποντας ότι δεν θα είχα τη δυνατότητα να κάνω άλλες εξορμήσεις στα περίχωρα της Καστοριάς, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να εγκαταλείψω εκείνη την πόλη. Η περίοδος χάριτος είχε πλέον παρέλθει, και μην έχοντας άλλα δώρα να προσφέρω στον Αγιάν, έκρινα ότι ήμουνα ήδη αρκετά τυχερός που είχα καταφέρει να εξασφαλίσω ταχυδρομικά άλογα, και θα μπορούσα έτσι να συνεχίσω την πορεία μου προς τη Σιάτιστα”.
Σε αυτό το σημείο, όπως κάνει συχνά, ανοίγει μια ενδιαφέρουσα παρένθεση για τους Γκέμπρους Βαρδαριώτες, για τους οποίους είχε μιλήσει ήδη αναφερόμενος στην υποδοχή και τη φιλοξενία του από τους μπέηδες της Ανασελίτσας. Εντυπωσιάστηκε μάλιστα από τη γλεντζέδικη ζωή τους, την γενναιοδωρία, την ευγένεια και τη φιλοξενία των τέκνων αυτών της Ασίας. Οι Βαρδαριώτες του Βογατσικού είναι κυρίως Χριστιανοί και βιοπορίζονται ως μάστορες και χτίστες:
“Είχα μόλις συντελέσει μια σπουδαία γεωγραφική κατάκτηση εξερευνώντας μια νέα, για την επιστήμη χώρα, κι ανασύροντας μέσα από τη σκόνη κάποιων αρχαίων πόλεων, τους Γκέμπρους Βαρδαριώτες, εγκατεστημένους στη Μακεδονία ήδη από τον 8ο μ.Χ. αιώνα, ενώ τώρα απομακρυνόμουνα έχοντας κατά νου και άλλες ανακαλύψεις.
Γεμάτος προσδοκίες, ξαναγύρισα μέχρι τη γέφυρα της Σμιγής, απ’ όπου περπάτησα τέσσερις λεύγες ακολουθώντας τους καταπράσινους πρόποδες του Βερμίου, μέχρι την κωμόπολη Βογατσικό, στην οποία καταφύγαμε βλέποντας ότι ερχόταν καταιγίδα, που πράγματι δεν άργησε να ξεσπάσει. Από τους κατοίκους, που είναι Βαρδαριώτες στην καταγωγή τους αλλά έχουν παραμείνει Χριστιανοί, πληροφορήθηκα ότι είναι όλοι, από γενιά σε γενιά κτίστες, κι ότι ασκούν την τέχνη τους τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις σπουδαιότερες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπου μετακαλούνται συχνά κατόπιν υψηλής εντολής, όπως οι Σουτεράνοι της Λοντζιαρίας. Καθώς ήταν πολυταξιδευμένοι, πολλοί απ’ αυτούς ήταν και γλωσσομαθείς, κι η οικοδέσποινα μου, γυναίκα κάποιου μάστορα (κτίστη), μου κουβέντιαζε στα γαλλικά, που τα είχε μάθει σ’ ένα σπίτι στο Πέραν της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν παραμάνα των παιδιών προτού γίνει σύζυγος ενός Μακεδόνα”.
Σύμφωνα με τις πηγές που παραθέτει ο Γάλλος περιηγητής, τον 8ο μ.Χ αι. δεκατέσσερις ή τριάντα χιλιάδες Πέρσες με αρχηγό τους τον Θεόφοβο εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς και έγιναν δεκτοί ως μισθοφόροι από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο (829-842). Ο Θεόφοβος είχε καταγωγή από τους Σασσανίδες Πέρσες, ήταν όμως Χριστιανός και είχε ανατραφεί μέσα στο παλάτι του Βυζαντίου:
«Η εγκατάσταση στις όχθες του Αξιού των Βαρδαριωτών, από τους οποίους πήρε και το όνομά του ο ποταμός που λέγεται σήμερα Μπαρντάρ, ή Βαρδάρης, φαίνεται ότι χρονολογείται στην εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842). Δεκατέσσερις χιλιάδες Πέρσες, σύμφωνα με το Λέοντα το Γραμματικό (Περσών χιλιάδων ιδ’ μας λέει ο Θεοφάνης), ή τριάντα χιλιάδες, σύμφωνα με το Ζωναρά (II, 151 Β) εγκατέλειψαν την πατρίδα τους για να γλιτώσουν από τους Μωαμεθανούς.» [1]
Με τη δύναμη των όπλων, οι πολυάριθμοι μισθοφόροι εξεγείρονται και επιχειρούν να στέψουν αυτοκράτορα του Βυζαντίου τον αρχηγό τους Θεόφοβο· εκείνος όμως ανέτρεψε τα σχέδια τους και κατέφυγε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα:
«Οι άνθρωποι αυτοί, που είχαν τα ελαττώματα τόσο των φανατικών όσο και των μισθοφόρων, αφού προηγουμένως έγιναν αποδεκτοί από την ελληνική αυτοκρατορία, θέλησαν κατόπιν να εξεγερθούν κατά του μονάρχη εκείνου, στο στρατό του οποίου υπηρετούσαν, και να ανεβάσουν στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον αρχηγό τους Θεόφοβο, τον καταγόμενο από τους Σασσανίδες, ο οποίος ήταν Χριστιανός και είχε ανατραφεί μέσα στο παλάτι του Βυζαντίου. Ο Θεόφοβος ανέτρεψε τα σχέδιά τους γιατί κατέφυγε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, ο οποίος αμνήστευσε μεν τους επαναστάτες, αλλά διέλυσε τον υπερβολικά πολυπληθή για την ησυχία του κράτους στρατό τους: Ους διένειμεν εν τοις θέμασι κατασκηνώσας, λέει ο Λέων ο Γραμματικός, και εις τούρμας αποκαταστήσας, οι (ίσως πρέπει να διαβαστεί αι) μέχρι του νυν λέγονται Περσών. Ο πατήρ Γκοάρ μεταφράζει: Quibus per turmas divisis in diversis regionibus assignavit habitationes, qui usque hodie Persarum turmae appellantur. O ίδιος συγγραφέας, στα Σχόλια του για τον Κοδίνο (De Off. Aulae Constantinopoiitanae, έκδ. Παρίσι 1648, fol., σελ.75, κεφ. Βαρδαριώται), λέει ότι οι Βαρδαριώτες ήταν περσικής καταγωγής: Persarum antiquum genus a Theopliilo imperatore circa Bardarium Macedoniae fluvium, Αξιόν prius dictum, ex Zonara translatant a fluvio nomen accepit.
Και άλλες μαρτυρίες αναφέρονται στη διασπορά των Γκέμπρων Βαρδαριωτών σε βυζαντινά θέματα [3]:
«Ο Ζωναράς μας δίνει και άλλες λεπτομέρειες (II. 151. Β.): Και οι Πέρσαι δε συγγνώμης πάντες ηξιώντο, και ουδέν τι αυτούς επενήνεκτο έτερον, ή ουχ εμού πάντες είναι ειάθησαν, άλλες μυριάδας συναγόμενοι τρεις διηρέθησαν, και διεσπάρησαν, και εκάστω θέματι χιλιάδες δύο απενεμήθησαν, ως τοις των θεμάτων στρατηγοίς και υποκείσθαι και πείθεσθαι.” [1]
Οι Βαρδαριώτες, και όσοι ήταν ή παρέμειναν Χριστιανοί, μιλούσαν την ταταρική γλώσσα ενώ οι Σασσανίδες μιλούσαν την παχλαβική:
“Κατόπιν αυτού, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πώς μιλούσαν την ταταρική τουρκική αυτοί οι τριάντα χιλιάδες Γκέμπροι, που είχαν για επίσκοπο τους τον ιεράρχη της Πολυανής (της σημερινής Κόλιανης, μιας ερειπωμένης πόλης κοντά στην Καρά-Βέρροια), έναν ιεράρχη ο οποίος ανήκε στη μητρόπολη Θεσσαλονίκης (Oriens Christianus), αφού εγώ ο ίδιος είδα ότι υπήρχαν μεταφρασμένα στη γλώσσα αυτή χωρία του ευαγγελίου τα οποία εκείνοι χρησιμοποιούσαν όταν ήταν Χριστιανοί;”
Το πιο πιθανό, συνεχίζει ο ίδιος, είναι να κατάγονται από τουρκμενικά φύλα, γι’ αυτό και διατήρησαν την ταταρική γλώσσα, αν και υιοθέτησαν τη λατρεία της φωτιάς και τη θρησκεία των Περσών:
«Υπάρχει όμως η εξής εξήγηση: η γλώσσα των Σασσανιδών, από τους οποίους κατάγονταν, ήταν η παχλαβική, κι αυτό το γνωρίζω καλά. Όμως ο Κοδίνος (σελ.56) μας λέει ότι οι Βαρδαριώτες συγχαίρονταν τον αυτοκράτορα είτε στα τουρκικά είτε στα περσικά, και αναφέρει μάλιστα ότι, σε κάποια γιορτή, «μετά γουν το πάντας του παλατίον πολυχρονίσαι κατά την τάξιν αυτών, μέχρι και των Βαρδαριωτών, κατά τον πάτριον και τούτων φονήν (διάβαζε φωνήν) εισέρχονται και οι ψάλται.
Δεν θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι αυτοί οι τριάντα χιλιάδες πολεμιστές κατάγονταν από τα τουρκμενικά φύλα, τα οποία, αν και υιοθέτησαν τη λατρεία της φωτιάς και τη θρησκεία των Περσών, είναι πιθανόν να διατήρησαν τη δική τους γλώσσα, γιατί οι λέξεις Πέρσαι, Περσιστί, Αραβιστί, Τουρκιστί είναι συνώνυμες για τους Βυζαντινούς, οι οποίοι έγραφαν χωρίς πολλή σκέψη και κρίση. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε από το Βογατσικό πριν ακόμη σταματήσει η βροχή, και διασχίσαμε τους αμπελώνες που απλώνονται μέχρι ένα σταυροδρόμι σε απόσταση μισής λεύγας από εκεί. Σ’ αυτό το σημείο πρόσεξα ότι υπήρχε ένας μεγάλος σταυρός, στημένος ακριβώς εκεί όπου διασταυρωνόταν ο δρόμος μας με κάποιο άλλο μονοπάτι το οποίο διατρέχει την ανατολική πλευρά του βουνού, και καταλήγει σε δυο χωριά αγνώστου ονόματος.” [1] Τουλάχιστον κατά την περίοδο των Παλαιολόγων, φαίνεται να έχουν καθήκοντα αστυνομικής δύναμης στο παλάτι και δεν συγκροτούν αμιγώς στρατιωτική μονάδα [5]
Σύμφωνα με άλλους, οι Βαρδάροι είναι Ούγγροι και συχνά αναφέρονται ως Τούρκοι από τους Βυζαντινούς, πετυχαίνουν την εγκατάστασή τους στην περιοχή της Αμφαξίτιδος ( ή Αμφαξία ή Αμφίτις Παιονία είναι μια περιοχή που περιλαμβάνει την κοιλάδα του κάτω ρου του Αξιού) και έκτοτε ο ποταμός Αξιός ονομάζεται Βαρδάρης. Οι Βαρδάροι ή Βαρδαριώτες όπως είναι αλλιώς γνωστοί, είναι ολιγάριθμοι και γρήγορα αφομοιώνονται και εξελληνίζονται από τον ντόπιο πληθυσμό. [2]
Σε λήμμα για τον ποταμό Αξιό ή Βαρδάρη, διαβάζουμε ότι το όνομα Βαρδάρης είναι μεσαιωνικό και προέρχεται από τη μογγολική φυλή των Βαρδάρων, που μετά από επιδρομές, κατά τον 7ο αιώνα, συνθηκολόγησε με τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου (Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και έτσι εγκαταστάθηκε στην κοιλάδα του Αξιού καλλιεργώντας εδάφη που της παραχωρήθηκαν. Οι Βαρδάροι αφομοιώθηκαν γρήγορα από τους ντόπιους Ελληνικούς πληθυσμούς και εξαφανίστηκαν από την ιστορία. Το όνομα Βαρδάρης για τον Αξιό όμως έμεινε ως και σήμερα.
Όπως και να ‘χει, ο Πουκεβίλ γράφει ότι συνάντησε μουσουλμάνους απογόνους των Βαρδαριωτών στην Ανασελίτα, ως αξιωματούχους του Σουλτάνου και στο Βογατσικό ως απλούς μάλλον αγρότες καλλιεργητές. Σε ολόκληρο το βιλαέτι της Ανασελίτσας (σημερινή Νεάπολη) υπήρχαν 70 χωριά, με 1700 οικογένειες ή 8460 άτομα. Από αυτούς, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, στην Ανασελίτσα μόνο κατοικούσαν 1000 ή 1.200 κάτοικοι τουρκικού δόγματος. Οι υπόλοιποι ήταν Χριστιανοί και λίγες οικογένειες Τσιγγάνων. Οι μπεήδες αυτοί του θύμισαν κάπως τους Γάλλους φεουδάρχες του 15 αιώνα και είχαν τη φήμη των σπάταλων και καλοφαγάδων.
Σε σημειώσεις που συνέταξε ο Ταγματάρχης Μηχανικού Νικόλαος Σχοινάς το 1886, αναφέρονται σχετικά τα εξής: «ΛΕΙΨΙΣΤΗ (Ανασελίτσα) πρωτεύουσα ομωνύμου Κάζα έχοντος εν όλω 24 χιλιάδας χριστιανούς και 17 χιλιάδας μωαμεθανούς, 430 ημιόνους, 900 ίππους, 200 όνους, 600 βόας και 250 κάρρα εγχωρίου κατασκευής, 7 ατελή ξυλουργεία και μικρά σιδηρουργεία, και περιλαμβάνοντος 50 χριστιανικά χωρία και 29 οθωμανικά, αλέθοντα εις 23 υδρόμυλους. Ολόκληρον το διαμέρισμα παράγει ετησίως ως έγγιστα 60 χιλ. κοιλά σίτου, 65 χιλ. κοιλά κριθής και 24 χιλ. κοιλά αραβοσίτου, προς δε 75 χιλ. οκάδας άχυρου και 15 χιλ. οκάδας χόρτου. Η κωμόπολις κείμενη επί λοφοσειράς, έχει 2500 κατοίκους, ων οι πλείστοι μωαμεθανοί, 4 τεμένη, 1 εκκλησίαν, 8 χάνια 250 ίππων και ισαρίθμων ανδρών, 6 κλιβάνους, 3 αποθηκας και φρεάτια. Οι ενταύθα Οθωμανοί, αγνοούντες καθόλου την τουρκικήν, ομιλούσι την ελληνικήν και καλούνται Βαλαχάδες. Διαιρείται εις εξ συνοικίας, ων η χριστιανική κείται αρκτικώς, και έχει βρύσες, ων το ύδωρ μετοχεύεται από του χωρίου Καλιστράτη, έχοντος 45 οικογ. αίτινες τον χειμώνα μόνον εν τω χωρίω παραμένουσι. Το πλείστον των οικιών και τα τεμένη εισί λιθόκτιστα, έχει δε καφεία (εννοεί καφενεία), καταστήματα, καθ’εκάστην Πέμπτην τελείται εβδομαδιαία αγορά. Οι αυτόσε έλληνες εισί παντοπώλαι και μικρά καταστήματα έχουσι.» [4]
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών ήρθαν στην Ανασελίτσα- Νεάπολη 240 προσφυγικές οικογένειες (περίπου 1000 άτομα) μέχρι το 1928. Έτσι η Νεάπολη από ένας μικρός οικισμός έγινε απότομα μια κωμόπολη, με ένα μικτό πληθυσμό εντόπιων και προσφύγων που έφτανε τα 1200-1300 άτομα.
Ο Πουκεβίλ συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Σιάτιστα:
«Κατόπιν εισχωρήσαμε σε μιαν άλλη κοιλότητα, που διαμορφώνεται από τα βουνά καθώς αυτά αποτραβιούνται προς το εσωτερικό στέλνοντας στον ποταμό αμέτρητα ρυάκια, κι ενώ πορευόμασταν μέσα σ’ αυτό το ημικύκλιο, φάνηκε το ξωκλήσι του Αρχάγγελου Μιχαήλ, στην είσοδο του οποίου υπήρχε ένα κουτί με μια σχισμή, κι εκεί μέσα ρίξαμε τον οβολό μας. Τόσο οι Τούρκοι, όσο κι οι αγωγιάτες μου με διαβεβαίωσαν ότι κανείς δεν είχε ποτέ πειράξει αυτόν το θησαυρό που προερχόταν από τις ελεημοσύνες, κι ότι ακόμη κι οι πιο άπληστοι Σκυπετάροι Μωαμεθανοί τον σέβονταν. Αυτό δείχνει ότι η θρησκεία έχει μεγαλύτερη επιρροή πάνω στους βάρβαρους απ’ ότι πάνω στα πολιτισμένα έθνη, όπου πολλές φορές κινδυνεύει και το ίδιο το ιερό από την πλεονεξία των ιερόσυλων. Οι εκτάσεις που διατρέχαμε κι όπου παρεμβάλλονται χείμαρροι με κοκκινωπό βυθό, ήταν την εποχή εκείνη σπαρμένες με σιτάρι, και σε απόσταση μιάμισης λεύγας από το Βογατσικό, αφού αναρριχηθήκαμε σε κάμποσες ραχούλες του Βερμίου, φτάσαμε στον ποταμό Σάδοβο, που πηγάζει δυόμιση λεύγες ανατολικότερα, πάνω στην ακρώρεια του βουνού.
Από τις όχθες εκείνου του ποταμού, όπου υπάρχουν δυο μύλοι, κάναμε μισή λεύγα μέχρι να φτάσουμε λίγο πιο κάτω από το Δρένοβο, ένα χωριό με σαράντα χριστιανικές οικογένειες, όπου τα σπίτια είναι κτισμένα κοντά σε πάμπολλες πηγές με γάργαρα νερά, τα οποία διοχετεύονται σε δυο ξεχωριστά ποταμάκια για να εκβάλλουν στον Αλιάκμονα. Μετά από μισή λεύγα, διακρίνουμε τον Πέλκα, απ’ όπου κατεβαίνει ένα ρυάκι για να χυθεί στον ποταμό. Λίγο πιο πέρα από το αντέρεισμα που εγκλωβίζει την αριστερή του όχθη, ανοίγεται προς τα Α-Β-Α, πάνω στις πλευρές του Σιναζυγού (τοπική ονομασία του Βερμίου), ένα φαράγγι βάθους τρεισήμισι λευγών, που υψώνεται μέχρι τη ζώνη των κορυφών, απ’ όπου κυλάει ένα άλλο ποταμάκι, παραπόταμος του Αλιάκμονα. Δεξιά του, διακρίνουμε το χωριό Σάδοβο, καθώς κι ένα τσιφλίκι πάνω στην όχθη ενός χείμαρρου που κατεβαίνει από το όρος Μουρίκι. Περπατήσαμε μέσα στην κοινή κοίτη των ποταμών, διασχίζοντας αυτά τα δυο χωριά καθέτως, και μετά από ένα μίλι αφήσαμε αριστερά μας τη Σελίτσα, μια κωμόπολη με τριακόσιες ελληνικές οικογένειες, συγκεντρωμένες γύρω από τα κτήματα του βεζίρη των Ιωαννίνων, και απαρτίζοντας τμήμα του τσιφλικιού του.
Λίγο πιο κάτω από τη Σελίτσα, διαβήκαμε μέσα από την κοίτη του τον Βίλιανη, ένα ποτάμι του όρους Μουρίκι, κι επί μιάμιση λεύγα ακολουθήσαμε την αριστερή όχθη του, ως το σημείο εκροής του στον Αλιάκμονα. Μια λεύγα πριν από τη συμβολή των δυο ποταμών, αφού διατρέξει κανείς ένα ακανόνιστο κάπως έδαφος, περνάει ένα ρυάκι που κατεβαίνει από το όρος Βούρινο, και μετά από μια απότομη ανάβαση μισής ώρας, βρίσκεται στη Σιάτιστα. Με μεγάλη μου έκπληξη είδα, καθώς διασχίζαμε τη στολισμένη με ωραία μαγαζιά αγορά, ότι υπήρχαν καλοχτισμένα σπίτια, κι ότι είχα την ευτυχία να απολαμβάνω το θέαμα μιας γνήσια ελληνικής πόλης, με μιαν όψη άνεσης και καθαριότητας που δεν τη συναντάς πουθενά αλλού στην Τουρκία. Εξίσου γοητευμένος έμεινα και με τη φιλόφρονη υποδοχή που μου έκαναν οι αρχόντοι, ανάμεσα στους οποίους έτυχε να βρίσκεται και κάποιος συμπατριώτης μου, ο κ. Ρεϋνώ, ένας άνθρωπος με ευγενικά αισθήματα, που είχε εγκατασταθεί σ’ αυτή τη χώρα χωρίς ωστόσο ν’ αποξενωθεί κι από την πατρίδα του. Μου πρόσφεραν φιλοξενία στο δημαρχιακό μέγαρο, όπου συνηθίζεται να καταλύουν οι απεσταλμένοι της Οθωμανικής Πύλης όταν διατρέχουν τη Μακεδονία, κι έτσι μπόρεσα πλέον από εκεί να συνεχίσω με όλη μου την ησυχία τον κύκλο των παρατηρήσεων μου.
Ο Γάλλος φιλλέληνας βρίσκεται στο ελληνικό Σισάνιον την άνοιξη του 1806:
«Η Σιάτιστα, την οποία ο Δον Βαισσέτ στη γεωγραφία του αποκαλεί Σισάνυ, και ο πατήρ Λεκιέν Σισάνιουμ, ενώ ο σημερινός συγγραφέας της ονοματολογίας των ελληνικών επαρχιών, Σισάνιον, ιδρύθηκε από Βλάχους βοσκούς γύρω στο δωδέκατο αιώνα. Τα απέραντα και εύφορα βοσκοτόπια του Βερμίου προσέλκυσαν και στη συνέχεια συγκράτησαν εδώ τους πρώτους έποικους, που ονόμασαν τον καταυλισμό τους Βuοno, καλό, χάρη στα καλά νερά μιας πηγής κοντά στην οποία έστησαν αρχικά τα τσαντίρια τους.
Οι κάτοικοι που αφηγούνται αυτή την ιστορία, λένε ότι όταν ο πληθυσμός αυξήθηκε, ιδρύθηκε η κάτω πόλη, που την ονόμασαν Γεράνια, ή η Γαλάζια, κι ότι το όνομα Τσαντίρι-Σκηνή διατηρήθηκε μόνον στην επάνω πόλη που βρισκόταν κοντά στην καλή πηγή. Απ’ ό, τι φαίνεται όμως, τα ονόματα αυτά δεν υιοθετήθηκαν από τις βλάχικες μητροπόλεις, οι οποίες την ονόμασαν, λόγω των τυριών της, Τυρίτσα, ενώ αργότερα οι λέξεις Τσαντίρι και Τυρίτσα έδωσαν την ονομασία Σιάτιστα, που έχει επικρατήσει σήμερα στη Μακεδονία. Γύρω απ’ αυτές τις λεπτομέρειες κύλησε η συζήτηση μου με τους αρχόντους, που καμάρωναν τόσο επειδή στην πόλη τους είχαν μια μητρόπολη, η οποία ανεγέρθηκε μετά την κατάλυση του Εξαρχάτου της Οχρίδος, όσο κι επειδή είχαν έναν αξιοσέβαστο χάρη στις αρετές του Αρχιεπίσκοπο, που είχε επονομαστεί Σπανός, δηλαδή αγένειος, γιατί η φύση τον είχε στερήσει από το σημάδι εκείνο του ανδρισμού. Κανείς δεν ήταν ωστόσο σε θέση να μου εξηγήσει τι είχε απογίνει ο βλάχικος πληθυσμός της Σιάτιστας, ούτε με ποιό τρόπο υποκαταστάθηκε από τους Έλληνες. Όταν τους ρωτούσα, κοίταζαν ο ένας τον άλλον απορημένοι».
Σε αυτές τις περιοχές και με τέτοιες κοινωνικές συνθήκες, έμελλε λίγο αργότερα να εκραγεί ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων, ο οποίος οδήγησε στη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Συνεχίζεται
Βιβλιογραφία και παραπομπές
[1] Φραγκίσκος – Κάρολος – Ούγγος – Λαυρέντιος Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία Θεσσαλία, μετάφραση Νίκη Μολφέτα, εκδόσεις Αφων Τολίδη.
[2] Μακεδονία, 4.000 χρόνια Ελληνικής ιστορίας & πολιτισμού, γενική εποπτεία, Μ. Β. Σακελλαρίου, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1992, σελ. 229
[3] Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την ονομασία Θέματα φέρονταν αφενός μεν οι διοικητικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας οι οποίες δημιουργήθηκαν πιθανά τον 7ο αιώνα, κατά τη δυναστεία του Ηρακλείου, μετά την κατάργηση των επαρχιών που είχαν θεσπίσει παλαιότερα ο Διοκλητιανός και ο Μεγάλος Κωνσταντίνος και αφετέρου οι στρατιωτικές μονάδες που συγκροτούνταν σ΄ αυτές μετά από επιστράτευση.
Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί ορθόδοξοι στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια, ή στρατοτόπια). Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι στρατιώτες – αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Έτσι οι διοικητικές περιφέρειες των Θεμάτων ήταν ταυτόχρονα και οι στρατιωτικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο. Πηγή: http://el.wikipedia.org
[4] Πηγή: Το Βόιον
[5] http://en.wikipedia.org/wiki/Vardariotai
Pingback: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα: Σιάτιστα – Κοζάνη – Σέρβια – Βελβεντό (ΙΙ)
Pingback: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Δυτική Μακεδονία, Πιέρια, Καμβούνια [ΙΙΙ]
Pingback: Ψέκκας: Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται | smerdaleos
Pingback: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ στη Βόρειο Ελλάδα: Σιάτιστα – Κοζάνη – Σέρβια – Βελβεντό (ΙΙ) - Ερανιστής
Pingback: Περιηγήσεις του Καρόλου Πουκεβίλ: Δυτική Μακεδονία, Πιέρια, Καμβούνια [ΙΙΙ]