Ο Αντώνης Σαμαράκης και τα ψυχολογικά παιχνίδια των δικτατόρων
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
«Το Λάθος» του Σαμαράκη δεν σημείωσε τεράστια εκδοτική επιτυχία μόνο στην Ελλάδα, αλλά έκανε παγκόσμιο πάταγο. Μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες κι απέσπασε εγκωμιαστικά σχόλια από την αφρόκρεμα της παγκόσμιας διανόησης. Ο Γκράχαμ Γκριν, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Άρθουρ Κέσλερ, ακόμα και η Αγκάθα Κρίστι χαιρέτησαν το βιβλίο με ενθουσιασμό. Ο Άρθουρ Μίλλερ αποκάλεσε «Το Λάθος» συγκλονιστικό: «Το μόνο που εύχομαι είναι να διαβάσουν Το λάθος όσοι καπηλεύονται τη δημοκρατία και να δουν τι είναι αυτά που σήμερα υποστηρίζουν. Ζούμε σε μια εποχή όπου οι λέξεις δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα – έτσι που να μην έχουν πια κανένα νόημα». Ο Λουίς Μπονιουέλ δήλωσε: «Αφάνταστα μου άρεσε Το λάθος. Η δομή του είναι συγχρόνως και μυθιστορηματική και κινηματογραφική, αληθινά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Το λάθος είναι ιδεώδες για τον κινηματογράφο». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι «Το Λάθος» κατατάσσεται στα κλασσικά έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Σ’ ένα απολυταρχικό καθεστώς παρακολουθούμε το πρωτοποριακό σχέδιο της αστυνομίας να αποσπάσει ομολογία από κρατούμενο που έχει συλληφθεί και κρατείται χωρίς στοιχεία. Μετά από άκαρπες απειλές και εκβιασμούς για δήθεν ομολογίες άλλων που τον ενοχοποιούν, εφαρμόζουν την υπέρτατη στρατηγική. Σκηνοθετούν τη μεταγωγή του στα κεντρικά με τη συνοδεία δύο μόνο φρουρών, ενός αστυνομικού που επονομάζεται μάνατζερ κι ενός ανακριτή, οι οποίοι τον μεταφέρουν μ’ ένα αυτοκίνητο, χωρίς να εφαρμόζουν με αυστηρότητα τους κανόνες ασφαλείας. Του φέρονται φιλικά, του χτυπάνε την πλάτη, του προσφέρουν τσίχλες, μιλάνε για τον καιρό, ακούνε μουσική, με δυο λόγια δημιουργούν συνθήκες περισσότερο εκδρομής, παρά μεταγωγής κρατουμένου. Η επιτηδευμένη οικειότητα που καλλιεργούν δεν είναι παρά το αιώνιο παιχνίδι του κρύου και της ζέστης. Από τη συναισθηματική παγωνιά της σύλληψης και των ανακρίσεων δεν προχωρούν σε βασανιστήρια, αλλά συνεχίζουν με τη συναισθηματική αναθέρμανση της φιλικής συμπεριφοράς, της σκηνοθετημένης δηλαδή ανθρωπιάς, που οπωσδήποτε θα συνοδευτεί και με την αναθέρμανση της ελπίδας. Οι εγκέφαλοι του σχεδίου εγγυώνται ότι οι αιφνιδιαστικές ψυχολογικές μεταπτώσεις και κυρίως η αναθέρμανση της ελπίδας, σε συνδυασμό με την άμεση ματαίωσή της, θα διαλύσουν κάθε μηχανισμό άμυνας, αφού ο κρατούμενος θα «σπάσει», όπως οι σωλήνες που δεν αντέχουν τις απότομες μεταβολές θερμοκρασίας. Βρισκόμαστε, δηλαδή, σ’ ένα οργανωμένο ψυχικό βασανιστήριο, σ’ έναν ανελέητο ψυχολογικό πόλεμο. (Το γεγονός ότι το έργο αυτό δημοσιεύτηκε το 1965, μόλις δυο χρόνια πριν τη χούντα, του δίνει μια νέα, σχεδόν προφητική, διάσταση).
Το σχέδιο συνεχίζεται με τη σκηνοθετημένη βλάβη του αυτοκινήτου και την αναγκαστική παραμονή στο δωμάτιο 717 του ξενοδοχείου «Μέγα Εθνικόν». Ο μάνατζερ αποχωρεί για να ταχτοποιήσει το ζήτημα του αυτοκινήτου και ο κρατούμενος μένει μόνος στο δωμάτιο με τον ανακριτή – ειδήμονα στις αποσπάσεις ομολογιών. Περνούν την ώρα τους περιμένοντας τον μάνατζερ. Παίζουνε σκάκι, κάνουν ανώδυνες συζητήσεις. Ο ανακριτής, στην κορύφωση του σχεδίου, προτείνει στον κρατούμενο να βγούνε έξω. Κάνουνε βόλτα στην πόλη. Πηγαίνουν στην παραλία, πίνουν αναψυκτικά, φλερτάρουν με κορίτσια. Οι ρόλοι χάνονται. Η επιστροφή στο δωμάτιο γίνεται όλο και πιο βαριά. Κάνουν τα πάντα για να την αναβάλουν. Κάθονται σ’ ένα καφενείο ακόμα. Όμως η επιστροφή είναι αναπόδραστη. Κι ενώ όλα κινούνται βάση σχεδίου το αναπάντεχο γίνεται στο δωμάτιο. Ο κρατούμενος πηγαίνει στην τουαλέτα, ένα ρεύμα αέρα κλείνει την πόρτα απότομα, η πόρτα μαγκώνει, ο ανακριτής δεν μπορεί να την ανοίξει εύκολα και ο κρατούμενος φεύγει από το παράθυρο και κρεμιέται από μια μαρκίζα, μετέωρος, εφτά ορόφους πάνω από το δρόμο. Ο ανακριτής ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον κρατούμενο στη μαρκίζα. Τον συμβουλεύει να γυρίσει πίσω, τον απειλεί με το όπλο. Και ξαφνικά όλα αναποδογυρίζουν. Το μεγαλειώδες σχέδιο λειτουργεί αντίστροφα κι αντί να σπάσει ο κρατούμενος σπάει ο ανακριτής και του επιτρέπει να φύγει.
Παρακολουθούμε το θρίαμβο της ανθρωπιάς, το μεγαλείο της πανανθρώπινης αδερφοσύνης, που δεν μπορεί να εμποδίσει κανένα καθεστώς και καμιά επίπλαστη τυραννία. Τη συντριβή κάθε φράγματος που χωρίζει τους ανθρώπους. Τελικά όλα είναι παροδικά. Όλα στερούνται την οποιαδήποτε σημασία. Και το καθεστώς, και το σχέδιο, και η αστυνομία, και η αντικαθεστωτική δράση κατατροπώνονται μπροστά στην ανεξέλεγκτη δύναμη της στιγμής που μόνο οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να δυναμιτίσουν. Ο ρόλος του ανακριτή εκμηδενίζεται, αφού, μετά την ολοκλήρωση του σχεδίου, είναι αδύνατο να τηρηθεί. Η ελευθερία του κρατούμενου ματαιώνεται, αφού με την είσοδο του μάνατζερ και τον τραυματισμό του ανακριτή ο κρατούμενος, που μετεωρίζεται στη μαρκίζα, θέλει «να τρέξει πλάι στον ανακριτή, να τον πιάσει μες τα χέρια του, να του σταθεί φίλος, να του σταθεί με τη σειρά του φίλος». Η τελική συντριβή των δύο ανυπόταχτων του σχεδίου δεν είναι η επιστροφή στη βαρβαρότητα ενός αδυσώπητου κόσμου, ούτε η καταστροφή του ονείρου που θα παραμείνει για πάντα ανεκπλήρωτο. Είναι η μοιραία κατάληξη των ανθρώπων που μοιράστηκαν το μεγάλο μυστικό της αδερφοσύνης και που μοιραία παραμένουν ακατανόητοι από τους υπόλοιπους. Είναι το τίμημα του ονείρου, δηλαδή η ατράνταχτη απόδειξη της εκπλήρωσής του και η εκπλήρωση του ονείρου είναι η μοναδική διέξοδος της ανθρωπότητας.
Ο ανακριτής, ένα επίλεκτο στέλεχος του καθεστώτος, που μάλιστα προτιμάται γι’ αυτή τη λεπτή αποστολή, μεταβάλλεται ολοκληρωτικά μέσα σε λίγες ώρες. Η επαφή του με τον κρατούμενο, οι βόλτες στην παραλία, οι πορτοκαλάδες και τα σταυρόλεξα τον εξουδετερώνουν μέχρις εσχάτων, αφού θυσιάζει τα πάντα στο βωμό αυτής της μεταβολής. Οι προηγούμενες ιδέες του, η εκπαίδευση που προφανώς δέχτηκε, οι δραστηριότητές του μέσα στα γρανάζια του καθεστώτος δεν έχουν καμία ισχύ. (Είναι να αναρωτιέται κανείς από ποιους υποστηρίζονται τέτοια καθεστώτα!) Μοιραία, η μεταστροφή του ανακριτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τα γεγονότα. Υπό αυτές τις συνθήκες παρακολουθούμε περισσότερο το προσωπικό όνειρο του Σαμαράκη παρά το όραμα της συναδέλφωσης. Παρακολουθούμε, δηλαδή, αυτό που θα ήθελε ο Σαμαράκης να γίνει παρά αυτό που θα γινόταν στην πραγματικότητα. Φυσικά, η λογοτεχνία, από τη φύση της, εμπεριέχει το φαντασιακό και δεν οφείλει να παραμένει πιστή στην πραγματικότητα. (Ως ένα βαθμό ίσως να είναι θεμιτό και να την ξεπεράσει). Όμως ο ρεαλισμός είναι η ίδια η ισορροπία του έργου, ισορροπία που δεν εξασφαλίζεται τόσο με την πιστή προσκόλληση στην πραγματικότητα, όσο με την εναρμόνιση των χαρακτήρων στη λογοτεχνική κοσμογονία που συντελείται. Ο Ουμπέρτο Έκο στο «Επιμύθιο στο όνομα του Ρόδου» γράφει: «Μπορεί κανείς να δημιουργήσει έναν κόσμο εντελώς εξωπραγματικό, όπου οι γάιδαροι πετούν και οι πριγκιποπούλες συνέρχονται μ’ ένα φιλί, όμως, πρέπει ο κόσμος αυτός, αποκλειστικά πιθανός κι εξωπραγματικός, να υπάρχει σύμφωνα με δομές που έχουν εξ’ αρχής καθοριστεί». (σελ. 27.) Και κάπου εδώ είναι το λάθος του Σαμαράκη που ενώ χτίζει ένα ρεαλιστικό κόσμο – με την έννοια της προσήλωσης στην πραγματικότητα – ολοκληρώνει με μια ελπίδα που φαίνεται παράταιρη, μια επινόηση, που εκφράζει το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας. Η αισιοδοξία του Σαμαράκη δεν έχει υπόβαθρο στο λογοτεχνικό του οικοδόμημα καθώς η πραγματικότητα, την οποία επιχειρεί να αναπαραστήσει, δεν την επιβεβαιώνει, αλλά τη διαψεύδει πανηγυρικά. Γιατί εδώ δε μιλάμε για τη μεταστροφή ενός φύλακα ή ενός απλού στρατιώτη που από θέση αρχής μπορεί και να μην συμπαθεί το καθεστώς. Εδώ μιλάμε για έναν επίλεκτο ανακριτή, ένα σπουδαίο καθεστωτικό στέλεχος που μεταλλάσσεται σε ελάχιστο χρόνο. Όσο για το σχέδιο του κρύου και της ζέστης που εφαρμόζεται στον κρατούμενο, ενώ ενδείκνυται απολύτως για τη χειραγώγηση των μαζών, μια ματιά στην τηλεοπτική κατανάλωση αυτού του μηχανισμού διαλύει κάθε αμφιβολία, κι ενώ – σε πολύ ελεγχόμενο βαθμό – μπορεί να διαφαίνεται και στη δράση της αστυνομίας, με τον απόλυτο τρόπο που τίθεται και κυρίως με τις δικτατορικές συνθήκες που το γεννούν και το υλοποιούν στερείται κάθε πειστικότητας. Γιατί οι δικτατορίες δεν καταφεύγουν στον ανθρωπισμό, έστω και ως επίφαση, για την εξόντωση των αντιπάλων τους. Ούτε ασχολούνται με πολύπλοκα σχέδια για να αποσπάσουν ομολογίες. Η μοναδική ζέστη που υπόσχονται είναι τα οφέλη της συνεργασίας μαζί τους και το κρύο ο μονόδρομος της βίας που θα ασκηθεί σε περίπτωση άρνησης. Το πάντρεμα της ανθρωπιστικής επίφασης με το δικτατορικό καθεστώς και η τελική ήττα της απολυταρχίας, με τον ανακριτή που αφήνει ελεύθερο τον κρατούμενο, είναι η αποθέωση του ρομαντισμού. Όμως ο ρομαντισμός σε μια ιστορία που προσπαθεί να κινηθεί με δεδομένα καταφανούς ρεαλισμού δεν είναι παρά η αναίρεση του κόσμου πάνω στον οποίο έχει χτιστεί, δηλαδή η ματαίωση της ίδιας της ιστορίας. Γι’ αυτό ο ανακριτής όφειλε να πυροβολήσει τον κρατούμενο. Γι’ αυτό ο κρατούμενος όφειλε να επιτεθεί στον ανακριτή και να τα παίξει όλα για όλα κι όχι να λυπηθεί για την καταστροφή του. Γιατί η λογοτεχνική δομή κάθε έργου δεν είναι παρά η συνέπειά του στο θεμελιώδη δρόμο που το ίδιο χάραξε εξ’ αρχής.
Pingback: Φούιτ.gr — Αντώνης Σαμαράκης: Ο ολοκληρωτισμός ήταν πάντα εδώ
Pingback: Αντώνης Σαμαράκης: Ο ολοκληρωτισμός ήταν πάντα εδώ