Ο Καρλ Μαρξ, η παγκοσμιοποίηση και ο εφεδρικός στρατός του κεφαλαίου
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Μαρξ, στο θρυλικό του Κεφάλαιο, παραθέτει τα λόγια του βουλευτή Στάμπλτον στους εκλογείς του όπως δημοσιεύτηκαν στους «Times» στις 3 Σεπτεμβρίου του 1873: «Αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα, δεν βλέπω πως ο εργατικός πληθυσμός της Ευρώπης θα αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του». Η δήλωση αυτή έγινε μέσα στο γενικότερο κλίμα της εποχής που οι Άγγλοι κεφαλαιοκράτες βλέποντας τα φθηνότερα μεροκάματα της ηπειρωτικής Ευρώπης ονειρευότανε τον τρόπο που θα κατάφερναν και οι ίδιοι να ρίξουν τα δικά τους εργατικά μεροκάματα στα ίδια επίπεδα. Συγγραφέας του 1770, που έγραψε το βιβλίο «Essay on Trade and Commerce», ανακηρύσσει ως «ζωτικό καθήκον της Αγγλίας να κατεβάσει τον αγγλικό μισθό εργασίας στο γαλλικό και ολλανδικό επίπεδο». Ο ίδιος συγγραφέας κατηγορώντας το αγγλικό προλεταριάτο δήλωσε: «Αν οι φτωχοί μας θέλουν να ζουν στην πολυτέλεια…..πρέπει φυσικά η εργασία τους να είναι ακριβή….Φτάνει μόνο να ρίξουμε μια ματιά στον τρομακτικό σωρό των περιττών πραγμάτων που καταναλώνουν οι εργάτες μας, όπως λχ. το ρακί, το τζιν, το τσάι, τη ζάχαρη, τα φρούτα που έρχονται από το εξωτερικό, τη δυνατή μπίρα, τον ταμπάκο, τον καπνό κλπ». Με δυο λόγια βρισκόμαστε μπροστά στις σπατάλες του προλεταριάτου που δεν γνωρίζει τίποτε από την εγκράτεια, η οποία όμως, είναι τόσο απαραίτητη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Οι βλέψεις του κεφαλαίου να μειώσουν στον έσχατο βαθμό το μισθό των εργαζομένων αποσκοπώντας στην ισοπέδωση του μεροκάματου με βάση ημερομίσθια άλλων χωρών, με δυο λόγια το δόγμα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, δεν είναι, όπως φαίνεται, καθόλου σημερινή υπόθεση, αλλά κεφαλαιοκρατικό όραμα αιώνων. Η δήλωση του Στάμπλτον που θέλει την κινεζοποίηση του Ευρωπαίου εργάτη, δεν είναι παρά η σύγχρονη οικονομική πρωτοπορία που βαφτίζει την εξαθλίωση εγκράτεια, στα πλαίσια πάντα της κοινωνικής προόδου. Οι σύγχρονες έννοιες της ανάπτυξης, των κινήτρων για επενδύσεις κλπ, δεν είναι παρά η υλοποίηση των παραπάνω, αφού μόνο τα υπερκέρδη των εταιρειών αποτελούν κίνητρο και φυσικά όλοι οφείλουμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτό. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι παρά το αποκορύφωμα του καπιταλιστικού ονείρου, που, όσο κι αν αργούσε, οι κεφαλαιοκράτες δεν θα ξεχνούσαν ποτέ και που το ύφαιναν μεθοδικά με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τις τεχνητές κρίσεις, το ανεξέλεγκτο των τραπεζών και τον έλεγχο των πολιτικών αποφάσεων. Γιατί τα εργασιακά δικαιώματα δεν παραχωρούνται τόσο απλά, από τη μια μέρα στην άλλη, χρειάζονται ειδικοί χειρισμοί κι αυτός ακριβώς είναι ο ρόλος της παγκοσμιοποίησης. Ο ίδιος ο Μαρξ σχολιάζοντας της δήλωση του Στάμπλτον γράφει: «Όχι πια ηπειρωτικά, αλλά κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο».
Η λιτότητα, ως απόλυτο σύγχρονο οικονομικό δόγμα, είναι επίσης πολύ παλιά ιστορία και αναφερόταν ως εγκράτεια. Φυσικά, την αρετή της εγκράτειας την είχαν μόνο οι κεφαλαιοκράτες, αφού χάρη σ’ αυτήν κατάφεραν και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Οι εργάτες, ως παντοτινοί δέσμιοι των καταναλωτικών τους αναγκών, ανήμποροι (προφανώς λόγω κατωτερότητας) να διαχειριστούν το χρήμα τους ήταν αδύνατο να κεφαλαιοποιήσουν τον πλούτο τους και μοιραία απόκτησαν τον κοινωνικό ρόλο που τους αρμόζει. Αυτή τουλάχιστον ήταν η άποψη των οικονομολόγων της κεφαλαιοκρατίας, που κατέληγε στην ευγνωμοσύνη που όφειλαν οι εργάτες στα αφεντικά τους. Ο Courcelle – Seneuil γράφει το 1857: «Η απλή διατήρηση ενός κεφαλαίου απαιτεί διαρκή ένταση των δυνάμεων για ν’ αντιστέκεται στον πειρασμό να το φάει» κι ο Μαρξ σχολιάζει: «Ο απλός ανθρωπισμός επιβάλλει λοιπόν ολοφάνερα να λυτρώσουμε τον κεφαλαιοκράτη από το μαρτύριο και τον πειρασμό». Ένας εργοστασιάρχης από το Νόρθχαμπτονσηρ γράφει: «Στη Γαλλία η εργασία είναι κατά ένα ολόκληρο τρίτο φτηνότερη απ’ ότι στην Αγγλία. Γιατί οι Γάλλοι φτωχοί εργάζονται σκληρά ενώ η τροφή και το ντύσιμό τους είναι πενιχρά, καταναλώνουν κυρίως ψωμί, καρπούς, λάχανα, ρίζες και παστό ψάρι. Κρέας τρώνε πολύ σπάνια, κι όταν το στάρι ανέβει πολύ στην τιμή, τρώνε πολύ λίγο ψωμί» κι ο συγγραφέας του «Essay» συμπληρώνει: «Πρέπει να προσθέσουμε πως πίνουν νερό κι άλλα αδύνατα ποτά, έτσι που πράγματι ξοδεύουν καταπληκτικά λίγο χρήμα…..Φυσικά είναι δύσκολο να πετύχουμε μια τέτοια κατάσταση, δεν είναι όμως αδύνατο να την πετύχουμε, πράγμα που το αποδείχνει η ύπαρξή της τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ολλανδία». Φτάσανε στο σημείο να δημοσιεύουν πάμφθηνες συνταγές για να αποδείξουν ότι ο εργάτης πρέπει να αμείβεται λιγότερο. Ο Βενιαμίν Θόμψον ή αλλιώς κόμης Ράμφορντ συστήνει: « Πέντε λίβρες κριθάρι, πέντε λίβρες καλαμπόκι, τρεις πένες ρέγκες, μία πένα αλάτι, μία πένα ξύδι, δύο πένες πιπέρι και χόρτα – σύνολο 20,75 πένες – κάνουν μια σούπα για 64 ανθρώπους» και ο οικονομολόγος Ήντεν επιπλήττει τους απαιτητικούς Άγγλους εργάτες θυμίζοντας ότι «στη Σκωτία υπάρχουν πολλές οικογένειες που αντί στάρι και κρέας ζούνε μήνες συνέχεια μόνο με κουρκούτι από βρώμη και κριθάλευρο ανακατωμένο με αλάτι και νερό και περνούν μάλιστα πολύ άνετα». Η μείωση του εργατικού ημερομίσθιου αυξάνει τα κέρδη κι οτιδήποτε αυξάνει τα κέρδη είναι θεμιτό. Ο εργάτης οφείλει να συμμορφωθεί, αφού αυτό είναι και για δικό του καλό, καθώς μόνο το κεφάλαιο εξασφαλίζει κάθε πρόοδο. Προφανώς η αξιοπρεπής διαβίωση του εργάτη δεν είναι κερδοφόρα. Ο Τζ. Στ. Μιλλ γράφει: «Οι μισθοί της εργασίας δεν έχουν παραγωγική δύναμη, είναι η τιμή της παραγωγικής δύναμης……..Αν ήταν δυνατόν η εργασία να αποχτιέται χωρίς να αγοράζεται, τότε θα ήταν περιττοί οι μισθοί της εργασίας». Ο Μαρξ απαντά: «Αν οι εργάτες θα μπορούσαν να ζουν με αέρα, δεν θα ήταν δυνατό να αγοραστούν σε καμία τιμή. Επομένως το μη κόστος τους αποτελεί όριο με τη μαθηματική έννοια της λέξης, δηλαδή όριο που ποτέ δεν μπορεί να το φτάσει κανείς, μα που πάντα μπορεί να το πλησιάζει» κι αυτός ακριβώς είναι ο σύγχρονος οικονομολογικός αγώνας. Η όσο το δυνατό συρρίκνωση του εργασιακού κόστους, συρρίκνωση που φτάνει στη μηδαμινότητα.
Φυσικά, απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής των παραπάνω είναι η εξαθλίωση, δηλαδή η απελπισία, αφού μόνο έτσι μπορούν να γίνουν αποδεκτοί οι νέοι εργασιακοί όροι. Οι αποταμιεύσεις των εργαζομένων αποτελούν διαπραγματευτικό όπλο στα εργασιακά, καθώς προσδίδουν εξασφάλιση και κάθε είδους εξασφάλισης είναι επιζήμια στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία. Η εξοντωτική φορολογία, το ξεζούμισμα από τις τράπεζες, οι χρηματιστηριακές φούσκες, η ακρίβεια, η ανεργία κτλ είναι ακριβώς αυτό το παιχνίδι. Το παιχνίδι της εξαθλίωσης που διαλύει κάθε διαπραγμάτευση. Η επιβολή πενιχρών μισθών και ελεύθερου ωραρίου είναι η έσχατη εργασιακή συνθηκολόγηση. Το κεφάλαιο οφείλει να ρυθμίσει τους μισθούς, ώστε να εξασφαλίζεται η όσο το δυνατό αθλιότερη επιβίωση. Ο εργαζόμενος οφείλει να μην αποταμιεύει ποτέ. Όταν αποταμιεύει γίνεται απαιτητικός κι επικίνδυνος. Ο Μπέρναρντ ντε Μάντεβιλ γράφει στις αρχές του 18ου αιώνα: «όπως δεν πρέπει να αφήνουν τους εργάτες να πεθαίνουν από την πείνα, έτσι δεν πρέπει και να τους δίνουν τίποτα που θα άξιζε να αποταμιευθεί……..Όσοι βγάζουν το ψωμί τους με την καθημερινή τους εργασία δεν έχουν τίποτε άλλο που να τους παρακινεί να είναι εξυπηρετικοί, εκτός από τις ανάγκες τους και τις ανάγκες είναι έξυπνο να τις απαλύνει κανείς, θα ήταν όμως τρέλα να τις θεραπεύει. Το μόνο πράγμα που μπορεί να κάνει τον εργαζόμενο φίλεργο είναι ένας μέτριος μισθός. Ένας πολύ μικρός μισθός τον κάνει είτε λιγόψυχο είτε απελπισμένο, ένας πολύ μεγάλος μισθός τον κάνει προπέτη και οκνηρό…..Για να γίνει ευτυχισμένη η κοινωνία και για να μένει ευχαριστημένος ο λαός, ακόμη και σε συνθήκες μιζέριας, είναι αναγκαίο η μεγάλη πλειονότητα να μένει αμαθής και φτωχή…..».
Όσο για την ανεργία, που ο Μαρξ ονομάζει εργατικό υπερπληθυσμό, κρίνεται απολύτως απαραίτητη. Ο εργασιακός εκβιασμός της ολοκληρωτικής αναλωσιμότητας είναι η μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη της εργοδοσίας. Οι άνεργοι αποτελούν το μεγαλύτερο μοχλό πίεσης στους εργαζόμενους, αναγκάζοντάς τους να υποκύπτουν σε οτιδήποτε. Η υπερπαραγωγή πτυχίων καθιστά ανά πάσα στιγμή αντικαταστάσιμη ακόμη και την πιο εξειδικευμένη πανεπιστημιακή κατάρτιση. Οι σύγχρονοι πτυχιούχοι που βουλιάζουν στην ανεργία ή την υποαπασχόληση (ή, οι πιο τυχεροί, στην κακοπληρωμένη υπεραπασχόληση) αποτελούν μια καινούρια τάξη, το επιστημονικό προλεταριάτο. Ο Μαρξ αποκαλεί τους ανέργους βιομηχανικό εφεδρικό στρατό: «Ο εργατικός αυτός υπερπληθυσμός αποτελεί ένα διαθέσιμο βιομηχανικό εφεδρικό στρατό, που ανήκει στο κεφάλαιο τόσο απόλυτα, σαν να τον είχε φτιάξει με δικά του έξοδα. Δημιουργεί για τις εναλλασσόμενες ανάγκες αξιοποίησής του το πάντα έτοιμο εκμεταλλεύσιμο υλικό, ανεξάρτητα από τα όρια της πραγματικής αύξησης του πληθυσμού» και παρακάτω συμπληρώνει: «Η υπερβολική εργασία του απασχολημένου μέρους της εργατικής τάξης πληθαίνει τις γραμμές της εφεδρείας της, ενώ αντίθετα η αυξημένη πίεση, που η εφεδρεία ασκεί με το συναγωνισμό της στους απασχολημένους εργάτες, τους υποχρεώνει να εργάζονται υπερβολικά και να υποτάσσονται στις προσταγές του κεφαλαίου». Αν οι μηχανές ήταν η εδραίωση του καπιταλισμού καθιστώντας τους εργαζόμενους απολύτως εξαρτημένους από αυτούς που τις κατέχουν, η παγκοσμιοποίηση είναι ο προμελετημένος παράδεισος που εξισώνει μισθολογικά τους λαούς πάντα με γνώμονα την εξαθλίωση. Κι αν τα καπιταλιστικά επιχειρήματα των οικονομολόγων του 1800 φαίνονται γελοία, δεν υπάρχει τίποτα γελοιότερο από τη γενική αναγνώριση της ευθύνης και του ρόλου των τραπεζών για την σύγχρονη κατάσταση και τις ταυτόχρονες υπουργοποιήσεις τραπεζιτών παγκοσμίως. Η μετατροπή της κομμουνιστικής Κίνας σε καπιταλιστικό παράδεισο – ορμητήριο των πολυεθνικών είναι ίσως η μεγαλύτερη ειρωνεία της παγκόσμιας ιστορίας που καταδεικνύει την πρωτοφανή αγριότητα του σύγχρονου καπιταλισμού.