Τα παιδικά χρόνια του Μάρκου Βαμβακάρη
Θυμάμαι το θέρο στο χωριό όταν ήμουνα παιδί. Aπέναντι στο χωριό ήταν η χωράφα, ένα μεγάλο χωράφι. Mας χώριζε ο ποταμός ο Πλατύς. Eίχε ένα αλώνι εκεί. Xαρά στ’ αλωνίσματα!
Διαβάστε περισσότερα ›Θυμάμαι το θέρο στο χωριό όταν ήμουνα παιδί. Aπέναντι στο χωριό ήταν η χωράφα, ένα μεγάλο χωράφι. Mας χώριζε ο ποταμός ο Πλατύς. Eίχε ένα αλώνι εκεί. Xαρά στ’ αλωνίσματα!
Διαβάστε περισσότερα ›Οι γυναίκες που εκπροσωπούνται από τη μάνα του Μάρκου, τη Ζιγκοάλα και τη Σκουλαρικού, την αγαπητικιά του Δελιά που είναι πόρνη και τον βουλιάζει κάθε μέρα στην ηρωίνη. Γυναίκες σκληρές και τραγικές που όφειλαν να μεταχειριστούν κάθε μέσο για να επιβιώσουν. Ο Πετρόπουλος στη «Ρεμπετολογία» γράφει: «Μπροστά στη ρεμπέτισσα οι σημερινές φεμινίστριες είναι κωμικά πρόσωπα».
Διαβάστε περισσότερα ›Ντοκουμέντο: Συνέντευξη του Μάρκου Βαμβακάρη (ηχητικό).
Διαβάστε περισσότερα ›Πώς γλένταγε ο κοσμάκης παλιά; Στα πανηγύρια. Εκεί, με νταούλια, βιολιά και κλαρίνα, «χάλαγε» ο συμβατικός κόσμος και ξαναστηνόταν ο κόσμος της καρδιάς. Ακόμα και σήμερα βλέπεις πιτσιρικάδες με καρφάκια στα χείλια και κατεβασμένα παντελόνια ως τα γόνατα να κάθονται εκστασιασμένοι μπροστά στους κλαρινιτζήδες. Όσο για τους μεγάλους, ακούνε τα ηπειρώτικα και ντρέπονται για τα ρηχά –πλέον- αφτιά τους. Τι έγινε στο μεταξύ; Ο κόσμος σκάρτεψε; Όλα πήγαν κατά διαβόλου;
Διαβάστε περισσότερα ›Ἤκμασαν τὰ ρεμπέτικα τραγούδια τὴν ἐποχὴ ποὺ μετρούσαμε τάφους. Ἡ δράση σχεδὸν ἀποβλακώνει τὸν ἄνδρα. Οἱ ἄνδρες τῶν ρεμπέτικων τραγουδιῶν ἀπεχθάνονται τοὺς μετριοπαθεῖς. Εἶναι σοφὸς ὅποιος ἀγαπᾶ κι ἐλπίζει, καὶ εἶναι σοφώτατος ὅποιος λυπᾶται. Ὁ ἐρωτευμένος καταντάει μισὸς ἄνθρωπος. Ὁ οἶκτος δέον νὰ θεωρεῖται τῆς ἀγάπης ἡ ἀνάληψις. Ἔρωτα μάθετε οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς.
Διαβάστε περισσότερα ›«Ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε και κλέφτες ήτανε και πορτοφολάδες. Διάφοροι. Σμυρνιοί να πούμε. Ήτανε όμως και μέσα ένας Μπουντρούμης ονομαζόμενος, ο οποίος ήτανε ο πιο νταής απ’ όλους τους πρόσφυγες αυτός. Ήτανε πολύ κουτσαβάκης και πολύ παλικάρι και φίνος μάγκας αυτός. Τον εσκότωσε η ασφάλεια του Πειραιώς στα Χιώτικα. Εσκότωσε, τραυμάτισε κι ύστερα έπεσε. Αυτό έγινε προπολεμικά. Τότε τον εσκότωσε. Δηλαδή αυτός ήτανε μάγκας με όλη τη σημασία της λέξεως. Δεν επείραζε άνθρωπο. Και είχε δε και γκόμενα αυτήνα την Πακουή την Αρμένισσα που εχόρευε. Την είχε αυτός, είχε κάνει και παιδί μαζί της.»
Διαβάστε περισσότερα ›Το καλλιτεχνικό ανάστημα αυτού του παράλληλου κόσμου κι ο Πετρόπουλος είναι ο άνθρωπος που τον σκιαγραφεί. Η «Ρεμπετολογία», «Τα καλιαρντά», «Το άγιο χασισάκι», «Το μπουρδέλο» κτλ. είναι η προσωπική εστίαση του Πετρόπουλου μέσα στην ιστορία ή αλλιώς η άλλη όψη της λαογραφίας, η όψη που θα μείνει για πάντα έξω από τα πανεπιστήμια, γιατί ανήκει έξω από κάθε εθνική συνείδηση: «Οι ευρωπαίοι τουρίστες ταυτίζουν το μπουζούκι με την Ελλάδα. Το μπουζούκι δεν ταυτίζεται με την Ελλάδα, αλλά με τα ρεμπέτικα».
Διαβάστε περισσότερα ›«Κυνηγόντουσαν, σκοτωνόντουσαν αυτοί μεταξύ τους. κάνανε μάχες μες τις οδούς, κι από ξω από το μαγαζί, και χίλια δυό. Παλεύανε αγρίως. Κι εγώ έπρεπε να τα έχω καλά με όλους δηλαδή. Βέβαια εγώ δεν εκδηλωνόμουνα με ποιους ήμουν. Ούτε ήμουν, ούτε με ενδιέφερε για κανέναν απ’ αυτούς. Ούτε για τους αντάρτες, ούτε για τους χίτες. Ήμουν γνήσιος Έλλην, αγαπούσα την πατρίδα μου και περίμενα πότε θα έλθει η ώρα να ξελευθερωθεί απ’ αυτό το άγχος η πατρίδα μας, κι από τους μεν κι από τους δε. Και κοίταζα τη δουλειά μου. Μέρα νύχτα δούλευα στο καρέ του Άσσου, πληρωνόμουνα. Έκανα τη δουλειά μου.»
Διαβάστε περισσότερα ›Στου Μάριου επέρασα τον καιρό της Κατοχής. Επέρασα πολύ καλά. Εκεί αρχίσανε και μ αγαπάγανε κάτι Γερμανοί, κάτι Ιταλοί κι αυτοί μου φέρνανε πολλά τρόφιμα κι έδινα στην οικογένεια μου. Εκεί οργίαζε η μαύρη αγορά. Τότες εγώ εγνώρισα πολλούς μαυραγορίτες και πότε έβρισκα καμιά κουραμάνα ή κάνα ψωμάκι ιταλικο, κανένα αυγό, καμιά ελιά, λίγο λάδι, κανένα κομμάτι κρέας από γάιδαρο ή μουλάρι. Εν τω μεταξύ οι λαχανίδες ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Διαβάστε περισσότερα ›