Ο Αριστοτέλης, η φαντασία και η νόηση
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Η διερεύνηση της φαντασίας δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στον προβληματισμό του συσχετισμού της με τη γνώμη: «Απομένει […] να δούμε αν πρόκειται για γνώμη· γιατί η γνώμη μπορεί να είναι και ορθή και εσφαλμένη» (428a 19-20).
Το ότι η γνώμη δεν είναι αναγκαστικά σωστή δεν αναιρεί τη μετεξέλιξή της που οδηγεί στην πεποίθηση: «Τη γνώμη, όμως, την ακολουθεί η πεποίθηση (γιατί δεν μπορεί κάποιος που έχει μια γνώμη να μην πιστεύει σε αυτά που θεωρεί σωστά)· κανένα ζώο όμως δεν έχει πεποίθηση, ενώ φαντασία έχουν πολλά» (428a 20-23).
Το ότι τα ζώα μπορεί να διαθέτουν φαντασία αλλά όχι πεποίθηση καταδεικνύει ότι η φαντασία δεν μπορεί να συσχετιστεί με τη γνώμη. Αν συνέβαινε αυτό, τότε θα επιβεβαιωνόταν και στα ζώα που θα έπρεπε να έχουν την ίδια πορεία δυνατοτήτων περνώντας επίσης στο στάδιο της πεποίθησης.
Κι όχι μόνο αυτό: «Επιπλέον, κάθε γνώμη την ακολουθεί η πεποίθηση, την πεποίθηση το γεγονός ότι έχεις πεισθεί και την πειθώ ο λόγος· και από τα ζώα μερικά, βεβαίως, έχουν φαντασία, όμως λόγο δεν έχουν» (428a 23-25). Οι λόγοι που ο Αριστοτέλης θεωρεί ως δεδομένο ότι κάποια ζώα διαθέτουν φαντασία δεν εξηγούνται. Το βέβαιο είναι ότι, εφόσον η πορεία όλων αυτών (φαντασία, γνώμη, πεποίθηση, πειθώ) καταλήγει στη λογική, η φαντασία δεν μπορεί να συσχετιστεί με τη γνώμη, αφού μια τέτοια εκδοχή θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι και τα ζώα έχουν λογική.

Η οριστική απόρριψη του ενδεχομένου που θέλει τη φαντασία να αποτελεί μορφή γνώμης είναι γεγονός: «Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η φαντασία δεν μπορεί να είναι ούτε γνώμη που τη συνοδεύει αίσθηση ούτε γνώμη που προέρχεται από αίσθηση ούτε σύμπλεγμα γνώμης και αίσθησης, τόσο για τους λόγους που αναφέραμε, όσο και επειδή είναι φανερό πως η γνώμη δεν έχει αντικείμενο άλλο από εκείνο που έχει η αίσθηση» (428a 26-29).
Ο Αριστοτέλης φτάνει στις αισθήσεις, οι οποίες θα συσχετιστούν άμεσα με τη φαντασία: «και εννοώ ότι η φαντασία είναι το σύμπλεγμα, για παράδειγμα, της γνώμης για το λευκό και της αίσθησης του λευκού· Και όχι, βέβαια, της γνώμης για το αγαθό και της αίσθησης του λευκού» (428a 30-32). Για να εξηγήσει αμέσως: «Φαντάζομαι, λοιπόν, σημαίνει σχηματίζω γνώμη γι’ αυτό που αισθάνομαι, και αυτό όχι κατά περίσταση» (428b 1-2).
Το ότι κάποιες φορές οι αισθήσεις ενδέχεται να μας εξαπατήσουν καταδεικνύει την ανάγκη της λογικής επιβεβαίωσής τους. Το ότι ο ήλιος μπορεί από τη γη να φαίνεται στο μέγεθος μιας χούφτας δεν πρέπει να μας ξεγελά παίρνοντας αυτό το μέγεθος ως αναντίρρητη πραγματικότητα.
Η φαντασία είναι η διανοητική δυνατότητα που συμπληρώνει τις αισθήσεις καλύπτοντας τα λογικά κενά που ενδέχεται να δημιουργηθούν από αυτές. Κι αυτός είναι ίσως ο βαθύτερος λόγος που η φαντασία δεν πρέπει να σχετίζεται με τη γνώμη, αφού όχι μόνο δεν προέρχεται από αυτή, αλλά αντίθετα συμβάλλει στην ορθότερη διαμόρφωσή της.
Σε τελική ανάλυση, η φαντασία είναι ένα είδος κίνησης, αφού προχωρά με αφετηρία ένα αισθητικό ερέθισμα: «Αλλά, επειδή όταν κινηθεί ένα πράγμα, μπορεί ένα άλλο πράγμα να κινηθεί από αυτό, και επειδή η φαντασία φαίνεται πως είναι ένα είδος κίνησης, και δεν μπορεί να παραχθεί χωρίς την αίσθηση, αλλά υπάρχει στα όντα που αισθάνονται, και έχει να κάνει με πράγματα των οποίων έχουμε αίσθηση» (428b 11-14).
Κι όχι μόνο αυτό: «επειδή, επιπλέον, κίνηση μπορεί να παραχθεί και από την εν ενεργεία αίσθηση, και αυτή πρέπει να είναι όμοια με την αίσθηση, τότε η κίνηση αυτή ούτε θα ήταν δυνατή χωρίς την αίσθηση ούτε θα υπήρχε σε όντα που δεν αισθάνονται· και με αυτήν το όν που την έχει θα μπορούσε και να κάνει και να πάθει πολλά…» (428b 14-18).
Η φαντασία παρουσιαζόμενη με τρόπο αλληλένδετο με τις αισθήσεις αφορά μόνο τα όντα που έχουν αυτή τη δυνατότητα. Οι αισθήσεις, ως κινητήριος δύναμη της αντίληψης τρέφουν και τη φαντασία που είναι σε θέση να συμπληρώσει οτιδήποτε παρουσιάζεται ανολοκλήρωτα. Κι αυτή ακριβώς είναι η κίνηση που προκαλείται από την κίνηση των αισθήσεων, αφού οι αισθήσεις δίνουν πάντα το ερέθισμα (ως πρωταρχική κίνηση) και η φαντασία καλείται να το ολοκληρώσει.
Όλα τα αναπάντητα ερωτήματα του ανθρώπου προέρχονται από το ανικανοποίητο των αισθήσεων που πρέπει με κάποιο τρόπο να ολοκληρωθεί. Οι πρωταρχικοί μύθοι, ως αναντίρρητο αποτέλεσμα της φαντασίας έχουν να κάνουν με το μυστήριο της δημιουργίας του κόσμου και των ανεξήγητων φυσικών φαινομένων. Όταν οι αισθήσεις κάνουν αντιληπτή την ύπαρξη του κεραυνού, η φαντασία θα επινοήσει το Δία. Το ον που στερούμενο αισθήσεων δεν μπορεί να αντιληφθεί τα φαινόμενα του φυσικού κόσμου είναι αδύνατο να επινοήσει το Δία.
Η πλάνη των αισθήσεων ενδέχεται να πλανέψει και τη φαντασία, αφού η στρέβλωση της πρωταρχικής κίνησης πιθανότατα θα κινήσει στρεβλά και την κίνηση που θα επιφέρει. Ο έλεγχος της λογικής κρίνεται απαραίτητος. Η περίπτωση που η φαντασία ξεπερνά τα όρια της λογικής (κάποιος μπορεί να φαντάζεται ότι πετάει) δεν απορρίπτει το συλλογισμό που τη θέλει απόρροια των αισθήσεων, αφού και η πιο παράτολμη φαντασία χρειάζεται μια αφετηρία για να γεννηθεί (πρώτα βλέπει κανείς τα πουλιά και μετά φαντάζεται πώς θα ήταν αν πετούσε και ο ίδιος).
Από αυτή την άποψη, η φαντασία παρουσιάζεται γενεσιουργός δύναμη και των επιστημών και των μύθων. Οι επιστήμες προϋποθέτουν τη φαντασία που υποτάσσεται στη λογική (χωρίς φαντασία δε θα γινόταν καμία ανακάλυψη), ενώ οι μύθοι προκαλούνται από τη διέγερση της φαντασίας, χωρίς να ενδιαφέρονται για τη λογική. Θα έλεγε κανείς ότι και οι δύο αυτές φαντασιακές εκδοχές αλληλοσυμπληρώνουν τις ανθρώπινες πνευματικές ανάγκες που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εκδηλώνονται μέσω της φαντασίας.
Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει το συλλογισμό που καταδεικνύει τη σχέση της φαντασίας και των αισθήσεων: «Αν, λοιπόν, η φαντασία δεν έχει κανένα άλλο χαρακτηριστικό πέρα από όσα αναφέραμε και είναι όπως την περιγράψαμε, η φαντασία θα μπορούσε να οριστεί ως κίνηση που προκαλείται από την εν ενεργεία αίσθηση. Και επειδή η όραση είναι η κατεξοχήν αίσθηση, το όνομά της η φαντασία το πήρε από το φως (φάος), αφού χωρίς φως δεν μπορούμε να δούμε» (429a 1-5).
Η όραση τίθεται ως κατεξοχήν αίσθηση ακριβώς επειδή η όραση είναι εκείνη που εξάπτει περισσότερο τη φαντασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η φαντασία εκδηλώνεται πρωτίστως με τη μορφή εικόνας. Κι όταν οι φαντασιακές εικόνες εκδηλώνονται με τρόπο πολύ ισχυρό, μπορούν να πάρουν ακόμη και τη μορφή της αίσθησης. Ενδέχεται, πράγματι, κάποιος να αισθανθεί ότι βίωσε αυτό που φαντάστηκε. Να εισπράξει συναισθήματα τόσο αληθινά, όσο μπορεί να προσφέρει η ίδια η πραγματικότητα.
Από αυτή την άποψη, η φαντασία αφορά και τα ζώα: «Επειδή πάλι οι εικόνες παραμένουν και μοιάζουν με τις αισθήσεις, τα ζώα πράττουν πολλά σύμφωνα με αυτές· άλλα επειδή δεν έχουν νου, όπως τα θηρία, και άλλα γιατί ο νους τους ενίοτε σκεπάζεται από το πάθος ή τις αρρώστιες ή τον ύπνο, όπως οι άνθρωποι» (429a 5-9).
Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης φαίνεται βέβαιος για τον τρόπο που λειτουργούν τα ζώα, χωρίς όμως να εξηγεί τους λόγους που αντλεί αυτή τη βεβαιότητα. Ότι και τα ζώα βλέπουν όνειρα κρίνεται δεδομένο. Ότι, όμως, είναι σε θέση να φαντάζονται ολόκληρες εικόνες ενώ δεν κοιμούνται, οπωσδήποτε είναι κάτι που χρειάζεται απόδειξη.
Το βέβαιο είναι ότι η αναφορά στο νου καθιστά σαφές πως η φαντασία αποτελεί διανοητική διαδικασία, αφού ο νους είναι σε θέση να πλάσει εικόνες. Οι αισθήσεις είναι εκείνες που θα θρέψουν το νου με ερεθίσματα, ώστε να προκληθεί η φαντασία, αλλά η καθαυτό διαδικασία της φαντασιακής διέγερσης είναι αδύνατο να αποδοθεί κάπου αλλού. Το ζήτημα είναι αν πρέπει να ταυτιστεί η φαντασία με το νου σαν να πρόκειται για μορφή νόησης.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Όσο […] για το μέρος της ψυχής με το οποίο η ψυχή γνωρίζει και σκέπτεται είτε είναι χωριστό είτε δεν είναι χωριστό ως μέγεθος, αλλά μόνο λογικά, πρέπει να εξετάσουμε ποια διαφορά έχει και πώς τελικά γίνεται η νόηση» (429a 11-14).
Και θα προστεθεί αμέσως: «Αν, λοιπόν, η νόηση είναι όπως η αίσθηση, τότε θα ήταν είτε κάποιο πάθος που προκαλεί το νοητό ή κάτι άλλο ανάλογο. Άρα, λοιπόν, αυτό το μέρος της ψυχής πρέπει να είναι απαθές, μα να μπορεί να δέχεται τη μορφή· και δυνάμει, να είναι όπως η μορφή, αλλά να μην ταυτίζεται με αυτή και η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ικανότητα της αίσθησης και τα αισθητά να υπάρχει και ανάμεσα στο νου και στα νοητά» (429a 14-19).
Ο παραλληλισμός της λειτουργίας των αισθήσεων και του νου δεν αναιρεί το ξεχωριστό πλαίσιο των δραστηριοτήτων που σηματοδοτεί και τη διαφορετικότητα του μέρους που βρίσκονται στην ψυχή. Το μέρος της ψυχής που εδράζεται η νόηση πρέπει να είναι απαθές, ώστε να μη δέχεται συναισθηματικές επιρροές, και ταυτόχρονα να μπορεί να αντιλαμβάνεται την εντελέχεια όλων των πραγμάτων, αφού η νόηση, ως πηγή της λογικής σκέψης, οφείλει να αναγνωρίζει τον τελικό σκοπό όλων αυτών που καλείται να συλλογιστεί.
Όμως, και πέρα από αυτό, η ίδια η λειτουργία της σκέψης μόνο ως εντελέχεια μπορεί να ερμηνευτεί, αφού μόνο η νόηση είναι σε θέση να φέρει την ψυχή στην καλύτερη κατάστασή της, ώστε να κάνει το έργο για το οποίο είναι πλασμένη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η σκέψη είναι σε θέση να επιφέρει την εντελέχεια σε όλα τα όντα, πράγμα που σημαίνει ότι κανένα ον δεν μπορεί να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του, αν δεν είναι σε θέση να σκεφτεί.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «Επομένως, το μέρος αυτό της ψυχής που ονομάζουμε νου (και με νου εννοώ αυτό με το οποίο η ψυχή σκέφτεται και σχηματίζει κρίσεις) δεν είναι σε εντελέχεια σε κανένα από τα όντα προτού να σκεφτεί. Γι’ αυτό δεν είναι εύλογο να είναι αναμεμιγμένη με το σώμα· γιατί τότε θα αποκτούσε μια ορισμένη ποιότητα και θα γινόταν ψυχρός ή θερμός, ή θα είχε κάποιο όργανο, όπως η ικανότητα της αίσθησης· στην πραγματικότητα, όμως, δεν έχει κανένα» (429a 24-29).
Το ότι οι αισθήσεις είναι αλληλένδετες με τα όργανα που τις αντιλαμβάνονται (αυτιά, μάτια κλπ) καθιστά ξεκάθαρη τη σωματική τους υπόσταση, πράγμα που δε συμβαίνει με τη νόηση. Ο νους δεν παραπέμπει με τρόπο άμεσο σε κανένα όργανο που να εξυπηρετεί τη λειτουργία του. Αυτός είναι και ο λόγος που τίθεται με τον πιο ανεξάρτητο τρόπο σε σχέση με το σώμα. Η νόηση ανήκει σε εκείνο το μέρος της ψυχής που εδράζεται ο τόπος των ιδεών: «Και μίλησαν σωστά εκείνοι που υποστηρίζουν πως η ψυχή είναι ο τόπος των ιδεών· με τη διαφορά ότι δεν είναι ολόκληρη, αλλά μόνο η νοητική, και οι ιδέες δεν υπάρχουν σε εντελέχεια, αλλά σε κατάσταση δυνατότητας» (429a29-31).
Οι σύλληψη των ιδεών δεν αφορά την ψυχή στο σύνολό της αλλά μόνο το νοητικό της κομμάτι. Οι ιδέες δεν τίθενται ως κάτι δεδομένο, ως κάτι δηλαδή ήδη υπαρκτό που δεν έχει κανείς παρά να το χρησιμοποιήσει, όπως συμβαίνει με την όραση ή την ακοή, αλλά υπάρχει ως δυνατότητα, που πρέπει ο άνθρωπος να ενεργοποιήσει. Από αυτή την άποψη, ο νους δεν εγγυάται ούτε τη γέννηση ούτε την ποιότητα των ιδεών. Η μετατροπή των ιδεών από δυνατότητα σε πράξη σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τη διάθεση που έχει να καλλιεργήσει το νοητικό μέρος της ψυχής.
Με άλλα λόγια, η σκέψη είναι θέμα εξάσκησης. Εκείνος που καταγίνεται με τις πνευματικές ηδονές, που διατίθεται να ασχοληθεί με τα ζητήματα της φιλοσοφίας και της γνώσης, που διευρύνει το λόγο του αναζητώντας νέες εκφραστικές δυνατότητες, είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να μετατρέψει από δυνατότητα σε πράξη πολύ περισσότερες ιδέες από το βάναυσο. Κι αυτή είναι η ποιοτική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη νόηση και τις αισθήσεις, αφού οι αισθήσεις κρίνονται δεδομένες και για το φιλόσοφο και για τον βάναυσο, ενώ οι ιδέες όχι.
Ο Αριστοτέλης θα προσθέσει κι ακόμη ένα λόγο που θα διαφοροποιήσει τη νόηση από τις αισθήσεις: «Ότι […] η απάθεια της ικανότητας για αίσθηση δεν είναι όμοια με εκείνη της ικανότητας για νόηση γίνεται φανερό αν προσέξουμε τα αισθητήρια όργανα και την αίσθηση. Γιατί η αίσθηση δεν μπορεί να αισθανθεί μετά από ένα πολύ δυνατό αισθητό· όπως, για παράδειγμα, να αισθανθεί ήχο μετά από δυνατούς ήχους· ούτε μπορεί μετά από πολύ ισχυρά χρώματα και οσμές να δει και να οσφρανθεί. Ο νους, όμως, όταν σκεφτεί ένα πράγμα ισχυρότατα νοητό, δε γίνεται λιγότερο ικανός να σκεφτεί τα υποδεέστερα, αλλά, κιόλας, είναι περισσότερο ικανός· γιατί η ικανότητα της αίσθησης δεν υπάρχει χωριστά από το σώμα, ενώ ο νους είναι χωριστός» (429a 31-33 και 429b 1-6).
Όμως, το ότι ο νους μπορεί να λειτουργεί εντελώς ανεξάρτητα από το σώμα δεν πρέπει να εκληφθεί κι ότι πρόκειται για κάτι που δεν έχει επίσης σωματική υπόσταση. Και μόνο το γεγονός ότι αφορά το νοητικό μέρος της ψυχής καταδεικνύει και το δικό του αλληλένδετο με το σώμα, αφού η ψυχή δε νοείται χωρίς το σώμα.
Εξάλλου, και ο ίδιος ο νους σχετίζεται με την κατάσταση του σώματος (λιγότερο βέβαια από τις αισθήσεις), αφού σε καθεστώς σωματικής εξάντλησης και οι σκέψεις γίνονται δυσκολότερες, όπως ενδέχεται να δυσκολεύουν και μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο ή την εκθαμβωτική φωτεινότητα ή την παρατεταμένη πείνα και δίψα. Από αυτή την άποψη η έννοια της απάθειας για την ικανότητα της νόησης παίρνει σχετικές διαστάσεις. Τίποτε που αφορά τον άνθρωπο δεν μπορεί να θεωρηθεί απολύτως απαθές, αφού τίποτε το ανθρώπινο δεν μπορεί να ξεκόψει με απόλυτο τρόπο από το σώμα και τις ανάγκες του.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000