Ο Αριστοτέλης και η διερεύνηση της φαντασίας
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ξεκινώντας τη διερεύνηση της φαντασίας ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Την ψυχή […] την ορίζουν κυρίως με δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: από τη μια με την κίνηση στο χώρο και από την άλλη με τη σκέψη, την κρίση και την αίσθηση» (427a 18-20). Ο αρχικός διαχωρισμός της κίνησης από τη σκέψη (και κατ’ επέκταση την κρίση και την αίσθηση) έχει να κάνει με τον τρόπο που η ψυχή αντιλαμβάνεται τον κόσμο που την περιβάλλει.
Το δίπολο του σώματος με τη νόηση αφορά όλα τα στάδια της διερεύνησης της ψυχής, αφού η ψυχή αποτελεί μορφή του σώματος που αποκτά πνευματική υπόσταση. Ασφαλώς, η αναζήτηση της φαντασίας δε θα μπορούσε να μη συγκαταλεχθεί στο ίδιο συλλογιστικό πλαίσιο, παρόλο που ξεκάθαρα αφορά περισσότερο το διανοητικό μέρος της ψυχής αποτελώντας τη δυνατότητα του νου να προβλέπει, να υποθέτει ή να δημιουργεί σκέψεις και εικόνες που δεν αφορούν την πραγματικότητα. Η τοποθέτηση της έννοιας που διερευνάται στο ακριβές της πλαίσιο είναι η απαρχή της λεπτομερειακής της προσέγγισης.
Η έννοια της κίνησης στο χώρο, όσο κι αν δεν αποτελεί καθαρά σωματικό πεδίο με την έννοια της διάπλασης, της ανάπτυξης ή της εκπλήρωσης των βασικών αναγκών του οργανισμού, αφορά τις σωματικές δυνατότητες που θα την καθορίσουν, οι οποίες ασφαλώς, έστω και αντανακλαστικά, θα περάσουν από το φίλτρο της νόησης. Ο δρόμος που θα χαραχθεί για τον καθορισμό οποιασδήποτε κίνησης έχει να κάνει με τη διανοητική διαδικασία που θα υπολογίσει το χώρο σε σχέση με τις σωματικές κινητικές δυνατότητες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η σκέψη που απαιτείται για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι κατώτερης ποιότητας και δεν αφορά τη σκέψη που εμπεριέχει το στοχασμό μιας καθαρά διανοητικής δραστηριότητας.

Οι λειτουργίες της σκέψης, της κρίσης και της αίσθησης σχετίζονται τόσο αλληλένδετα ως εργαλεία για την κατανόηση του περιβάλλοντα κόσμου, που κάποιοι έφτασαν σε σημείο να τις ταυτίζουν: «ακόμη, νομίζουν πως και η σκέψη και η φρόνηση είναι είδος αίσθησης· γιατί και στις δύο περιπτώσεις η ψυχή διακρίνει και γνωρίζει τα όντα· και οι παλαιοί, βέβαια, υποστηρίζουν ότι η σκέψη και η αίσθηση είναι το ίδιο πράγμα, όπως το έχει πει ο Εμπεδοκλής: “η σκέψη των ανθρώπων μεγαλώνει σύμφωνα με αυτό που παρουσιάζεται στις αισθήσεις τους”, και σε άλλο σημείο: “γι’ αυτό και πάντα η σκέψη τούς παρουσιάζει διαφορετικές ιδέες”. Το ίδιο όμως με αυτά θέλει να πει και ο λόγος του Ομήρου: “γιατί τέτοιος είναι ο νους”» (427a 20-27).
Το αλληλένδετο του σώματος με την ψυχή (ψυχή χωρίς σώμα δεν υφίσταται) σηματοδοτεί και το αλληλένδετο του πνεύματος με το σώμα, καθώς επίσης δεν υπάρχει πνεύμα χωρίς σώμα. Εκλαμβάνοντας τις ψυχικές δυνατότητες ως σωματικές, αφού εν τέλει από το σώμα προέρχονται, μπορεί κανείς να εκλάβει και τις πνευματικές-διανοητικές ως εξίσου σωματικές, καθώς όλα οδηγούν στην ίδια σωματική αφετηρία. Από αυτή την άποψη η θέση του Εμπεδοκλή να ταυτίσει τη σκέψη με την αίσθηση εκφράζει αντιστοίχως την ταύτιση του σώματος με το πνεύμα, αφού η αίσθηση αν και καθαρά σωματική υπόθεση γίνεται ένα με τη σκέψη που αναντίρρητα εκπροσωπεί την ανθρώπινη διανοητική λειτουργία.
Ο Αριστοτέλης εξηγεί: «… όλοι αυτοί θεωρούν ότι η σκέψη είναι κάτι σωματικό, όπως η αίσθηση, και ότι το όμοιο αισθάνεται και σκέπτεται με το όμοιο…» (427a 28-30). Δε φαίνεται, όμως, να ασπάζεται απόλυτα αυτή την άποψη: «Παρόλα αυτά, αυτοί θα έπρεπε ταυτόχρονα να μιλήσουν και για την πλάνη· γιατί αυτή είναι πιο οικεία στα ζώα και η ψυχή μέσα σε αυτή περνά τον περισσότερο χρόνο της» (427a 31 και 427b 1-2).
Το ζήτημα της πλάνης αποδεικνύεται καθοριστικό, αφού η ταύτιση της αίσθησης με τη σκέψη-νόηση δε θα έπρεπε να αφήνει τέτοια περιθώρια. Με δεδομένο ότι πλάνη δεν είναι τίποτε άλλο από την λαθεμένη αποκωδικοποίηση των ερεθισμάτων της αίσθησης, γίνεται αντιληπτό ότι η εκδοχή της ταύτισής τους είναι στρεβλή. Κι όχι μόνο αυτό: «… η αίσθηση και η νόηση δεν είναι το ίδιο πράγμα […] γιατί το ένα το μοιράζονται όλα, ενώ το άλλο λίγα ζώα» (427b 7-9).
Αν η αίσθηση και η νόηση ήταν το ίδιο πράγμα, τότε όλα τα όντα που έχουν αίσθηση θα έπρεπε να έχουν και νόηση, πράγμα που δε συμβαίνει. Για να συμπληρωθεί: «Αλλά ούτε η σκέψη, στην οποία περιλαμβάνεται η ορθή και μη ορθή σκέψη –και ορθή είναι η φρόνηση και η γνώση και η σωστή γνώμη, ενώ μη ορθή τα αντίθετά τους– ούτε αυτή είναι το ίδιο με την αίσθηση· γιατί η αίσθηση των ιδιαίτερων αισθητών είναι πάντα αληθής και υπάρχει σε όλα τα ζώα, ενώ μπορεί κανείς να σκέφτεται και εσφαλμένα» (427b 9-14).
Η φράση που θέλει την αίσθηση να «είναι πάντα αληθής» καταδεικνύει ότι οι αισθήσεις δίνουν το σωστό μήνυμα, που ενδέχεται να λειτουργήσει απατηλά αν δεν αποκωδικοποιηθεί σωστά από τη σκέψη. Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «ο ήλιος για παράδειγμα φαίνεται να έχει μέγεθος ενός ποδός, ενώ πιστεύουμε ότι είναι μεγαλύτερος από την οικουμένη» (428b 3-4).
Το ότι ο ήλιος φαίνεται πολύ μικρός δεν αποτελεί σφάλμα των αισθήσεων, αφού λόγω της απόστασης, πράγματι πρέπει να φτάνει στο μάτι σε αυτό το μέγεθος. Το ζήτημα αφορά τη σκέψη που πρέπει να συνυπολογίσει το γεγονός και να βγάλει το ορθό συμπέρασμα για τις διαστάσεις του ήλιου.
Το ότι οι αισθήσεις μπορούν να επηρεαστούν μέσα σε συνθήκες πολύ μεγάλων συναισθηματικών εντάσεων δεν αναφέρεται από τον Αριστοτέλη. Σε περιπτώσεις μεγάλου φόβου μπορεί κάποιος να ακούσει ή να δει πράγματα που δεν υφίστανται. Η ορθή κρίση έχει να κάνει με τον έλεγχο της λογικής πάνω στα ερεθίσματα της αίσθησης. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό το δίπολο (αισθήσεις και λογική) είναι το κλειδί της ερμηνείας του κόσμου.
Κι ενώ έχει αποδειχθεί ότι η σκέψη δεν πρέπει να ταυτίζεται με την αίσθηση, δε συμβαίνει το ίδιο με τις έννοιες της σκέψης και του λόγου: «σε κανένα ζώο, όμως, δεν υπάρχει σκέψη, στο οποίο να μην υπάρχει λόγος» (427b 14-15). Η σκέψη κρίνεται αδιάσπαστα αλληλένδετη με τη λογική, αφού είναι αδύνατο να εκληφθεί κανένα ον ως λογικό, εάν αδυνατεί να παράξει σκέψη.
Κι εδώ ακριβώς ξεκινά η δράση της φαντασίας: «Γιατί η φαντασία διαφέρει και από την αίσθηση και από τη σκέψη· και η ίδια δεν υπάρχει χωρίς την αίσθηση, ενώ χωρίς τη φαντασία δεν υπάρχει πίστη» (427b 15-17). Με δεδομένο ότι ως πίστη αναφέρεται κάθε αντίληψη που έχει καθολικό χαρακτήρα είναι σαφές ότι η φαντασία όχι μόνο δεν ταυτίζεται με τη σκέψη και με την αίσθηση, αλλά αποτελεί και αναπόσπαστο συστατικό για τη δημιουργία οποιασδήποτε καθολικής πεποίθησης ή νοοτροπίας.
Από αυτή την άποψη, η καθολικότητα μιας αντίληψης δεν είναι τίποτε άλλο από τη φαντασία που αποκτά συλλογικές διαστάσεις. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι η φαντασία ταυτίζεται με την πίστη ή τη νόηση: «Είναι φανερό […] ότι η φαντασία δεν είναι ούτε νόηση ούτε πίστη. Γιατί αυτή η κατάσταση εξαρτάται από εμάς, όταν θελήσουμε (αφού μπορούμε να φτιάξουμε ένα πράγμα μπροστά στα μάτια μας, όπως κάνουν εκείνοι που τοποθετούν ιδέες στη μνήμη τους και δημιουργούν εικόνες), ενώ δεν εξαρτάται από εμάς να διαμορφώσουμε μια γνώμη» (427b 17-21).
Το ξεκαθάρισμα του Ι. Σ. Χριστοδούλου στα σχόλια ότι «για να διαμορφώσουμε μια γνώμη πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα γεγονότα» (σελ.320) καθιστά σαφές ότι η γνώμη έχει να κάνει με την αποκωδικοποίηση κι εκλογίκευση των δεδομένων της πραγματικότητας και μόνο, σε αντίθεση με τη φαντασία που δεν υποχρεούται να τη λάβει υπόψη. Το γεγονός ότι χωρίς φαντασία δεν υπάρχει πίστη κάνει αντιληπτό ότι η εκάστοτε πίστη που εκπληρώνεται ως σύμπλευση του συλλογικού φαντασιακού δεν προέρχεται κατ’ ανάγκη από τα δεδομένα της πραγματικότητας. Τα στερεότυπα και οι προκαταλήψεις αποτελούν ενδεικτικότατο παράδειγμα αυτού του μηχανισμού, αφού ο άνθρωπος είναι σε θέση να πιστέψει σαν αλήθειες (και να υιοθετήσει ανάλογες απόψεις) που δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που πράγματι συμβαίνει γύρω του.
Η φαντασία μπορεί να ξεφύγει της πραγματικότητας και να επιφέρει ακόμη και τις πιο στρεβλές πίστεις, καθώς έχει πολύ ισχυρούς δεσμούς με τα συναισθήματα: «Ακόμη, όταν πιστέψουμε ότι κάτι είναι τρομερό ή φοβερό, αμέσως δοκιμάζουμε το αίσθημα· το ίδιο και αν δούμε κάτι ως ενθαρρυντικό· με τη φαντασία, όμως, βρισκόμαστε στην κατάσταση που θα ήμασταν αν βλέπαμε σε μια ζωγραφιά τα πράγματα που μας προκαλούν φόβο ή θάρρος» (427b 22-25).
Η είσπραξη συναισθημάτων που επέρχεται μέσα από πλαστές εικόνες καταδεικνύει και τη βαθύτερη ουσία της τέχνης, που με τρόπο απολύτως φαντασιακό μπορεί να προξενήσει τις πιο έντονες συγκινήσεις. Μπορεί κάποιος να κλάψει βιώνοντας με τη φαντασία του δράματα σαν να ήταν δικά του. Η φαντασιακή βίωση συναισθημάτων αποτελεί απαρχή της ενσυναίσθησης που φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους.
Όμως, το ζήτημα μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα, αφού τα πολύ έντονα συναισθήματα μπορούν να εξαπατήσουν τις αισθήσεις. Σε κατάσταση τρόμου είναι δυνατό κανείς να δει ή να ακούσει (ως αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα) τα πιο απίστευτα αποκυήματα της φαντασίας του. Οι περισσότεροι μύθοι με τέρατα και ξωτικά έχουν τέτοιου είδους αφετηρίες.
Περισσότερους από 20 αιώνες μετά τον του Αριστοτέλη (το 1895) ο Gustave Le Bon στο έργο του Ψυχολογία των Μαζών θα ισχυριστεί ότι τέτοιου είδους ψευδαισθήσεις μπορούν να έχουν ακόμη και συλλογική απήχηση. Δεν είναι αδύνατο σε κατάσταση πανικού να φανταστεί το ίδιο πράγμα μια ολόκληρη ομάδα ανθρώπων ή να επηρεαστεί από έναν που το βλέπει πιστεύοντας ότι το είδαν όλοι.
Η φαντασία καθιστά την πίστη αναξιόπιστη, ενώ η γνώμη ως απόρροια των πραγματικών δεδομένων (και μόνο αυτών) κρίνεται περισσότερο φερέγγυα. Θα έλεγε όμως κανείς ότι η φαντασία φαίνεται πιο διεισδυτική στις μάζες από τη γνώμη. Κι αυτός είναι ο λόγος που η φαντασία κι όχι η γνώμη επηρεάζει το σχηματισμό της πίστης.
Αυτό που μένει είναι το ζήτημα της σκέψης: «Όσο για τη σκέψη […] επειδή διαφέρει από την αίσθηση, κι από τη μια φαίνεται πως είναι φαντασία ενώ από την άλλη πίστη, πρέπει, αφού προσδιορίσουμε τη φαντασία, μετά να μιλήσουμε και για την πίστη. Αν, λοιπόν, η φαντασία είναι η λειτουργία με την οποία λέμε ότι παράγεται μέσα μας κάποια εικόνα, και δε χρησιμοποιούμε τον όρο με μεταφορική σημασία, τότε είναι μια ικανότητα ή μια κατάσταση από εκείνες με την οποία κρίνουμε και βρισκόμαστε στην αλήθεια ή την πλάνη. Και τέτοιες ικανότητες είναι η αίσθηση, η γνώμη, η γνώση και ο νους» (427b 29-31 και 428a 1-5).
Με λίγα λόγια, η φαντασία είναι το επιστέγασμα που θα καταδείξει την αλήθεια ή την πλάνη και αυτός είναι ο λόγος που σχετίζεται και με την αίσθηση και με τη γνώμη και με τη γνώση και με το νου, χωρίς όμως να ταυτίζεται μαζί τους. Η σκέψη δεν είναι παρά ο αφηρημένος συλλογισμός που θα συνδυάσει τα κομμάτια της πραγματικότητας.
Μέσω της σκέψης μπορεί κανείς να αποφασίσει σωστά για το μέλλον, αν βέβαια έχει ορθή γνώση των δεδομένων της πραγματικότητας κι εφόσον ξέρει να τα συνδυάζει σωστά. Η φαντασία είναι η ικανότητα του συνδυασμού των δεδομένων που θα οδηγήσουν στο ορθό συμπέρασμα. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία ούτε επιστήμη χωρίς φαντασία. Εξάλλου, η ίδια η γλώσσα είναι φαντασιακή αποτύπωση της πραγματικότητας σε λεκτικό επίπεδο.
Αυτός είναι και ο λόγος που η σκέψη, ως αλληλένδετη αλλά όχι ταυτόσημη με τη φαντασία, μπορεί να οδηγήσει και στην αλήθεια και στην πλάνη. Η φαντασία δεν εξασφαλίζει κατ’ ανάγκη το σωστό, αφού, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, δεν θα υπήρχε ποτέ κανένα περιθώριο στρέβλωσης. Η φαντασία φαίνεται σαν δύναμη που ενώνει τη σκέψη με τα συναισθήματα, την επιθυμία με τη διάθεση του ορθού, την καθολική πίστη με τη διαμόρφωση της ατομικότητας. Από αυτή την άποψη, η λογική ως μορφή σκέψης που οφείλουν να ακολουθήσουν οι επιστήμες είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να απαλλάξει τη φαντασία του από οποιοδήποτε συναίσθημα ή πίστη ή αναπόδεικτη γνώμη ή επιθυμία και να τη στρέψει αποκλειστικά στο πεδίο των αναντίρρητων δεδομένων.
Και βέβαια, η φαντασία μπορεί να επηρεάζεται από τις αισθήσεις ή και να ασκεί επίδραση σε αυτές, αλλά, επίσης, δεν μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους: «Γιατί η αίσθηση είναι δυνατότητα ή ενέργεια, όπως η όψη και η όραση, ενώ φανταστική εικόνα έχουμε και χωρίς να υπάρχει κανένα από αυτά, όπως η εικόνες που βλέπουμε στον ύπνο μας. Και μετά η αίσθηση είναι πάντα παρούσα, ενώ η φαντασία όχι. Αν, τώρα, στην εντελέχειά τους ήταν το ίδιο πράγμα, η φαντασία θα μπορούσε να υπάρχει σε όλα τα ζώα· δε φαίνεται όμως να υπάρχει· όπως για παράδειγμα στο μυρμήγκι ή στη μέλισσα ή στο σκουλήκι» (428a 6-11).
Κι όχι μόνο αυτά: «Έπειτα, οι αισθήσεις είναι πάντα αληθείς, ενώ οι περισσότερες φανταστικές παραστάσεις ψευδείς. Και πάλι, όταν η ενέργειά μας της αίσθησης,, που αφορά στο αισθητό, είναι ακριβής, δε λέμε ότι “αυτό μας φαίνεται άνθρωπος”· αλλά περισσότερο το λέμε όταν δεν αισθανόμαστε με ενάργεια. Και […] εικόνες φανταζόμαστε κι όταν έχουμε κλειστά τα μάτια. Αλλά, βέβαια, η φαντασία δεν μπορεί να είναι καμία από τις λειτουργίες που αληθεύουν πάντα· όπως για παράδειγμα γνώση ή νόηση· γιατί η φαντασία μπορεί και να σφάλλει» (428a 12-19).
Το ότι η γνώση και η νόηση δε σφάλλουν έχει να κάνει με τον τρόπο που αποδίδονται ως έννοιες. Η νόηση αδυνατεί να σφάλλει, αφού είναι η διανοητική ικανότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τα πράγματα και τις έννοιες. Από αυτή την άποψη κρίνεται αλάνθαστη (από μόνη της), αφού εκλαμβάνεται περισσότερο ως εργαλείο προς απόδοση της αλήθειας κι όχι ως τελική αποτύπωσή της.
Το κατά πόσο θα φτάσει κανείς κατόπιν διανοητικής διαδικασίας στην αλήθεια ή όχι έχει να κάνει με τον τρόπο που θα επεξεργαστεί τα δεδομένα του και την ποιότητα των δεδομένων αυτών. Αν σφάλλει, το λάθος δεν είναι της νόησης, αλλά δικό του. Το ίδιο και η γνώση. Κατόπιν αυτών το ζήτημα της φαντασίας έχει αρχίσει να χαρτογραφείται.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000