Μπορεί ο Ντόναλτ Τραμπ να έχει μεταβάλει σε σημαία του την αντιπαράθεσή του με την Κίνα, ωστόσο, η δασμολογική του πολιτική μέχρι τώρα συσκοτίζει ένα υπαρκτό πρόβλημα. Το οποίο προκύπτει από την ανάδυση του σινικού γίγαντα.
Αξίζει να παραμερίσουμε έστω και για λίγο την περίπτωση Τραμπ, για να εξετάσουμε αυτό καθαυτό το ζήτημα. Στις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ιδίως σε εκείνες της δεκαετίας του 1970 και του 1980 οι ”θεωρίες της εξάρτησης” ήταν αρκετά της μόδας στην οικονομική σκέψη, και στηλίτευαν τον άνισο χαρακτήρα που διέπει το παγκόσμιο σύστημα. Η προβληματική περί ”ανάπτυξης της υπανάπτυξης” εξηγούσε πως ο προηγμένος βιομηχανικά κόσμος με το πλεονέκτημά του σε κεφάλαια, τεχνολογία, και οργάνωση εγκλώβιζε τις χώρες του ”τρίτου κόσμου” σε έναν οικονομικό καταμερισμό όπου εξήγαν αποκλειστικά πρώτες ύλες, ακατέργαστα προϊόντα ή υπηρεσίες όπως ο τουρισμός, ενώ εισήγαγαν βιομηχανικά προϊόντα και κεφαλαιουχικό εξοπλισμό από τον ”πρώτο κόσμο”.

Η συνθήκη ήταν, υποτίθεται, αναπόδραστη και έφραζε άπαξ δια παντός τον δρόμο στην βιομηχανική ανάπτυξη για το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου. Εκτός κι αν ο λεγόμενος ‘παγκόσμιος νότος’ υιοθετούσε μια ριζοσπαστική πολιτική αποδέσμευσης από το κυρίαρχο παγκόσμιο σύστημα, αμφισβήτησης και υποκατάστασής του με ένα πλέγμα ισότιμων σχέσεων που θα εξαιρεί τις χώρες της μητρόπολης.
Εν τέλει, ήταν όχι η αποδέσμευση από το παγκόσμιο σύστημα, αλλά… η ενσωμάτωση της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) η αφετηρία για την υπέρβαση της διάκρισης μεταξύ Πρώτου και Τρίτου κόσμου, και την ανάδυση της σημερινής οικονομικής πολυπολικότητας.
Η πανουργία της ιστορίας, ως προς αυτό, είναι πως σήμερα σε αρκετές της πτυχές η σχέση που κάποτε στηλίτευαν οι εξαρτησιακοί έχει αντιστραφεί. Η Κίνα πλέον δεν αντιπροσωπεύει ούτε καν ένα παραγωγικό κέντρο φθηνής συναρμολόγησης, αλλά εξάγει σε όλον τον πλανήτη –και ιδίως στις ΗΠΑ– εξαιρετικά σύνθετα προϊόντα τα οποία ενσωματώνουν την τελευταία λέξη της τεχνολογικής εξέλιξης. Την ίδια στιγμή, οι ρυθμοί που επιδεικνύει στην οικονομική ενσωμάτωση της ρομποτικής και της τεχνητής νοημοσύνης προκαλούν δέος. Το 25% των εξαγωγών των ΗΠΑ, δε, είναι… ακατέργαστα αγροτικά προϊόντα και αργό πετρέλαιο και LNG.
Η ανισορροπία φαίνεται ότι έχει αλλάξει φορά. Και συνεπάγεται μια νέα συνθήκη.
Αυτό μπορεί να το αντιληφθεί ο καθένας μας, σαν επισκεφθεί ένα από αυτά τα τεράστια κινέζικα καταστήματα που βρίσκονται συνήθως προς τα λαϊκά προάστια της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και των μικρότερων πόλεων. Εκεί θα βρει σε ασυναγώνιστες τιμές τα πάντα, από υδραυλικά, είδη θαλάσσης, και κουζινικά, μέχρι ενισχυτές, ηχοσυστήματα, ποδήλατα –γενικώς, ότι μπορεί να φανταστεί κανείς. Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί σε αυτές τις τεράστιες αποθήκες είναι η απίστευτη αξίωση του σινικού γίγαντα: επιδιώκει να παράγει τα πάντα, για όλο τον υπόλοιπο πλανήτη.
Πρόσφατα ο τεχνολογικός κολοσσός της HuaWei σε συνεργασία με την αυτοκινητοβιομηχανία Chery λάνσαραν ένα νέο πολυτελές υβριδικό όχημα στην σειρά των οχημάτων που διαθέτουν, το Luxeed R7. Η Max έκδοση φέρεται να έχει αυτονομία 1673km (με τεπόζιτο 67 λίτρων βέβαια, και 360 km καθαρής ηλεκτρικής αυτονομίας). Ταυτόχρονα διαθέτουν «πανοραμική ηλιοροφή, αεριζόμενα, θερμαινόμενα καθίσματα και καθίσματα μασάζ, ενώ τα μπροστινά καθίσματα προσφέρουν επιλογή ”μηδενικής βαρύτητας”», ενώ, το λειτουργικό σύστημα Harmony OS παρέχει μια σειρά εξελιγμένων λειτουργιών μέσα από μια οθόνη 15΄΄ τοποθετημένης στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Η τιμή διάθεσης στην Κίνα αναλογεί σε μόλις 37.300€. Ακόμα κι αν φτάσει να πωλείται γύρω στα 50.000€ στην ΕΕ (αν επιτραπεί ποτέ η εισαγωγή του), και πάλι συνιστά σοβαρή απειλή για τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Πριν από μερικά χρόνια ήταν προσφιλής στους κύκλους της αριστεράς η έννοια της ”κινεζοποίησης”. Αυτό που εννοούσαν στις προκηρύξεις τους είναι ότι στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης οι εγχώριες εργατικές τάξεις θα δουν τους μισθούς τους να συμπιέζονται, έως ότου εξισωθούν με εκείνους της Κίνας, που σημειωτέον ανερχόταν.
Όμως δεν συνέβη ακριβώς αυτό. Αντίθετα εκείνο που επήλθε ήταν η τριτογενοποίηση, και η δραματική συρρίκνωση της παραδοσιακής –με την έννοια της εργοστασιακής– εργατικής τάξης. Το νέο προλεταριάτο ήταν των υπηρεσιών και είχε πολυπολιτισμική συγκρότηση, καθώς διαμορφώθηκε από τα αλλεπάλληλα μεταναστευτικά ρεύματα που κατέκλυσαν την Ευρώπη.
Κατά τα λοιπά, η ”κινεζοποίηση” δεν ήταν της εργασίας αλλά της παραγωγής, και αυτό που προκάλεσε είναι το σημερινό, ιδιότυπο κοινωνικό μοντέλο της Δύσης που με τόση ενάργεια ανέλυσε και στηλίτευσε ο Γάλλος κοινωνικός γεωγράφος Κριστόφ Γκιλουΐ: από τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα μια μειοψηφία και μόνο περνάει την στενωπό της κοινωνικής κινητικότητας, ενώ οι υπόλοιποι εγκλωβίζονται σε ‘ζώνες σκουριάς’. Περιφερειοποιούνται και αυτήν την έννοια δεν θα πρέπει να την συλλάβουμε μόνο στην γεωγραφική της κυριολεξία, αλλά και σε ό,τι αφορά στην κοινωνική, οικονομική, και πολιτική τους πραγματικότητα. Ζουν, θα λέγαμε, στις ”άγονες γραμμές” της παγκοσμιοποίησης.
″Κινεζοποίηση” της παραγωγής, συνεπάγεται ρευστοποίηση των μεσοστρωμάτων σε μια κινούμενη οικονομική και κοινωνική άμμο –με τις τρομακτικές επιπτώσεις που έχει αυτή η εξέλιξη στην συνοχή, στην δημοκρατία, την πολιτική πόλωση, όλα τα φαινόμενα που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας στην εποχή μας.
Ωστόσο το πρόβλημα δεν αφορά μόνον στη Δύση. Η επιδίωξη της Κίνας στρέφεται κάλλιστα και εναντίον της Ινδίας, της Νότιας Κορέας ή της Νότιας Αφρικής. Όλα τα βιομηχανικά έθνη, και ιδίως αυτά που μόλις τώρα καταφέρνουν να εξισορροπήσουν το μείγμα της οικονομίας τους υπερβαίνοντας την ”ανάπτυξη της υπανάπτυξης” κινδυνεύουν ξανά με καθήλωση, όχι από τον αθέμιτο ανταγωνισμό της Δύσης, αλλά του Πεκίνου αυτήν την φορά.

Υπάρχει επομένως ένα πραγματικό, πλανητικό ζήτημα, που η πολιτική του Τραμπ με την εξαλλοσύνη και τον στόμφο της το παραγκωνίζει. Και θα πρέπει να υπάρξει συντονισμένη δράση και κινητοποίηση –ένα μέτωπο χωρών ώστε να πειστεί η Κίνα σε μεταρρυθμίσεις, προκείμενου να αποφευχθεί η παγίωση ενός άνισου συστήματος από την ανάποδη. Αξίζει να σημειωθεί, δε, ότι η πρωτοκαθεδρία της Κίνας δεν είναι κάτι το πρωτόφαντο ιστορικά, ίσχυε σε πολλούς τομείς τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Λέγεται χαρακτηριστικά, πως το μεγαλύτερο μέρος από το ασήμι που απέσπασαν οι Κονκισταδόρες από την Νότια Αμερική, θα καταλήξει εν τέλει στην Σινική Αυτοκρατορία μέσα από το εμπόριο του μεταξιού.
Τι θα μπορούσε να γίνει; Αυτό που υποστηρίζουν διάφοροι αναλυτές είναι ότι θα πρέπει ή να ενισχύσει η Κίνα την εσωτερική της κατανάλωση ώστε να πάψει να είναι τόσο επιθετικά εξαγωγική, και ότι, επίσης, θα πρέπει να υπάρξει μια πολιτική διευθέτηση μέσω ΠΟΥ Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ώστε να υπάρξει μια διασπορά παραγωγής και τεχνογνωσίας από την Κίνα στους υπολοίπους. Προφανώς σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μιας καινούργιας οριοθέτησης του παγκόσμιου εμπορίου, γιατί με τον έναν ή άλλον τρόπο η παγκοσμιοποίηση μας τελείωσε.
Για το πρώτο, όντως, η Κίνα χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά χαμηλό μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης ως ποσοστό του ΑΕΠ. Το 2023 ήταν 39,1% ενώ της Ινδίας για την ίδια χρονιά ήταν περίπου 60,3%. Για την ιστορία για τις χώρες του G7 ο αντίστοιχος δείκτης ήταν ΗΠΑ 67,9%, Ιαπωνία 53,8%, Γερμανία 49.9%, Γαλλία 55,7%, Ηνωμένο Βασίλειο 61,1% και Ιταλία 58,4%, ενώ στα BRICS η κατάσταση έχει ως εξής: Βραζιλία 62,1%, Ρωσία 50,4%, και Νότιος Αφρική 58.2%.
Η χαμηλή συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης στην κινέζικη περίπτωση, παραπέμπει όντως στην ατροφία των μεσοστρωμάτων της. Για την τελευταία έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, αξίζει εδώ να αναφερθούν δύο: η περιβαλλοντική, που καταδεικνύει τα οικολογικά όρια της κινέζικης ανάπτυξης (ότι δηλαδή ούτε ο πλανήτης, ούτε οι ίδιοι οι πόροι της Κίνας αντέχουν την εντατικοποίηση της εγχώριας κατανάλωσης)· και η πολιτική, που ισχυρίζεται ότι το μοντέλο των εκτεταμένων μεσοστρωμάτων αποτελεί προϊόν των Δημοκρατιών και δεν εντοπίζεται ιστορικά σε άλλα καθεστώτα. Η ατροφία της Κίνας, επομένως, στα μεσαία στρώματα είναι μια πτυχή ενός ευρύτερου ζητήματος που αφορά στον εκδημοκρατισμό της.
Το πιο πιθανόν είναι να ισχύουν αμφότερες οι ερμηνείες. Σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό –στον οποίον άλλες χώρες με απολυταρχική παράδοση όπως η Κορέα έχουν προχωρήσει– υπάρχουν όντως ορισμένες παράμετροι του κινεζικού μοντέλου που μπλοκάρουν την ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης. Στην Κίνα, ως γνωστόν, ισχύει το hukou, ένα καθεστώς που απαγορεύει την εσωτερική μετανάστευση κι έτσι μέσα στις τελευταίες δεκαετίες της εκρηκτικής ανάπτυξης 150 εκ. – 200 εκ. άνθρωποι έχουν παράνομα εγκατασταθεί στις δυναμικά αναπτυσσόμενες πόλεις της χώρας, δίχως πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά, υποδομές και εκπαίδευση· το σύστημα κοινωνικής αξιολόγησης, επίσης, με την επιστράτευση των γνωστών εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης για να επιτηρούν την στάση και τη συμπεριφορά του πληθυσμού, θέτει επιπρόσθετα προσκόμματα στην ανοδική κοινωνική κινητικότητα.
Υπό αυτήν την έννοια, το πρόβλημα που συζητούμε είναι εξαιρετικά σύνθετο. Η ανισομέρεια που προκαλεί ο σινικός γίγαντας εμπλέκει στο εσωτερικό του ζητήματα όπως εκείνο του εκδημοκρατισμού της Κίνας και βέβαια των οικολογικών ορίων της ανάπτυξης εν γένει.
Όσο για το δεύτερο στοιχείο, δηλαδή μια νέα διευθέτηση μέσω του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου ώστε να μην λειτουργεί τόσο ετεροβαρώς το διεθνές εμπόριο, προς το παρόν αυτή η προοπτική δυναμιτίζεται από την πολιτική του Τραμπ, που αρνείται κάθε εκδοχή συλλογικής δράσης και συνεργασίας. Πριν τον Τραμπ, ένα σενάριο που συζητούνταν αρκετά αφορούσε την περιφερειοποίηση της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή έναν προστατευτισμό που εκδηλώνεται όχι σε επίπεδο εθνικών κρατών αλλά σε εκείνο των μεγάλων περιφερειακών μπλοκ (Ευρώπη, Λατινική Αμερική, Αραβικός Κόσμος κ.ο.κ.) όπως ήδη υποστηρίζεται από διάφορα σοβαρά μέσα στρατηγικών αναλύσεων. Και υπήρχε και το ενδεχόμενο συγκρότησης ευρύτερων μπλοκ, ένα σενάριο άρχισε να συζητείται σοβαρά έπειτα από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την συγκρότηση ενός πλέγματος συνεργασίας χωρών (Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Τουρκία κ.λπ.) που προσιδιάζει σε έναν Ευρασιατικό άξονα.
Όσο για την πολιτική Τραμπ, το παράδοξο είναι ότι σε ορισμένα επίπεδα λειτουργεί υπέρ της Κίνας. Και συσκοτίζει αυτές τις πραγματικότητες που συζητάμε εδώ, και ωθεί βλακωδώς προς μια προσέγγιση με την Κίνα παραδοσιακούς συμμάχους της Αμερικής όπως η ΕΕ ή η Ιαπωνία. Προσωρινής βέβαια, προσέγγισης καθώς μια μονιμότερη, στενή σχέση των δύο αυτών δυνάμεων με τον σινικό γίγαντα, είναι μάλλον απίθανη, μιας και θα βλάψει ανεπανόρθωτα την βιομηχανική βάση και της Ευρώπης, και της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, βέβαια, είναι σαφές πως το πρόβλημα με την Κίνα υπάρχει πέραν του Τραμπ. Δεν είναι μόνο αυτό το κοινωνικό χάσμα που προκαλεί ο αθέμιτος ανταγωνισμός της παραγωγής της (ο οποίος ενθαρρύνεται και από τις ενισχύσεις των θηριωδών πλεονασμάτων του κινεζικού κράτους) στο εσωτερικό των υπολοίπων χωρών. Είναι και πιο παραδοσιακές αποικιοκρατικές πρακτικές στην Αφρική –που έχουν να κάνουν με την απόσπαση των πρώτων υλών, ή και πιο μεταμοντέρνες, όπως συμβαίνει με τον εναγκαλισμό διάφορων δικτατόρων, και την εξαγωγή των υπερ-εξελιγμένων μέσων επιτήρησης από την πλευρά της Κίνας.
Και είναι η υφαρπαγή δεδομένων, και η επιτήρηση που ασκεί το ίδιο το κινεζικό κράτος μέσω των τεχνολογικών προϊόντων που διακινεί πλανητικά. Διότι θα ήταν αφελές να πιστέψουμε πως μόνον τα προϊόντα κυκλοφορούν με τέτοια ευκολία ανά τον πλανήτη, και όχι η γεωπολιτική και η πολιτική στόχευση που τα πλαισιώνει. Εξ άλλου, είναι γνωστά τα σκάνδαλα που ενέσκηψαν στη Δύση, και αφορούσαν κινεζικές εταιρείες (όχι μόνον τεχνολογίας) οι οποίες είχαν βρει τους πιο ευφάνταστους και εξελιγμένους τρόπους ώστε να συλλέγουν πληροφορίες: από το να καταγράφουν τα προσωπικά δεδομένα πολιτών για να ‘ταΐζουν’ την εκπαίδευση των συστημάτων τους, μέχρι να επιδίδονται σε βιομηχανική ή στρατιωτική κατασκοπεία.
Ποιο είναι το συμπέρασμα; Η φιλοδοξία της Κίνας να παράγει για λογαριασμό όλου του υπόλοιπου πλανήτη, προκαλεί ένα μη βιώσιμο κοινωνικό μοντέλο στις υπόλοιπες χώρες. Και αυτό θα απασχολήσει την διεθνή πολιτική στα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από το τι κάνει ο Τραμπ σήμερα.
Πηγή: https://www.huffingtonpost.gr/