ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι ΤΟ ΒΔΕΛΥΓΜΑ ΤΗΣ ΕΡΗΜΩΣΕΩΣ
«Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ – ὁ ἀναγινώσκων νοείτω -». Κατά ΜΑΤΘΑΙΟΝ XXIV, 15.
Κείμενο: Στήβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman)
Μια μέρα του Φεβρουαρίου του έτους 638 μ.Χ., ο χαλίφης Ομάρ μπήκε στην Ιερουσαλήμ καβάλα σε μια άσπρη καμήλα. Ήταν ντυμένος με τριμμένα, βρώμικα ρούχα, κι ο στρατός που τον ακολουθούσε ήταν τραχύς και άξεστος αλλά η πειθαρχία του ήταν τέλεια. Στο πλευρό του ήταν ο πατριάρχης Σωφρόνιος, ως ο ανώτατος άρχοντας της πόλεως που είχε παραδοθεί. Ο Ομάρ πήγε κατ’ ευθείαν στην τοποθεσία του Ναού του Σολομώντος, απ’ όπου ο φίλος του Μωάμεθ είχε ανεβεί στους ουρανούς. Παρατηρώντας τον να στέκεται εκεί, ο πατριάρχης θυμήθηκε τα λόγια του Χριστού και ψιθύρισε ανάμεσα στα δάκρυά του: «Ἴδε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου». Κατόπιν ο χαλίφης ζήτησε να δει τους ναούς των Χριστιανών. Ο πατριάρχης τον πήγε στην εκκλησία του Παναγίου Τάφου και του έδειξε όλα όσα ήταν εκεί. Ενώ ήταν μέσα στην εκκλησία, ήρθε η ώρα της μουσουλμανικής προσευχής. Ο χαλίφης ρώτησε που μπορούσε ν’ απλώσει το χαλί της προσευχής. Ο Σωφρόνιος τον παρακάλεσε να μείνει εκεί που ήταν, αλλά ο Ομάρ βγήκε έξω στον Πυλώνα του Μαρτυρίου, από φόβο, όπως είπε, μήπως οι ζηλωτές οπαδοί του διεκδικήσουν για το Ισλάμ τη θέση όπου είχε προσευχηθεί. Και πραγματικά έτσι έγινε. Οι μωαμεθανοί πήραν τον Πυλώνα, αλλά η εκκλησία παρέμεινε όπως ήταν, το ιερότερο από τα τεμένη της Χριστιανοσύνης. Αυτό ήταν σύμφωνο με τους όρους παράδοσης της πόλης. Ο ίδιος ο Προφήτης είχε καθορίσει ότι, ενώ στους ειδωλολάτρες θα έδιναν την εκλογή είτε ν’ ασπασθούν τον ισλαμισμό ή να θανατωθούν, οι λαοί της Βίβλου, οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι (στους οποίους από ευγένεια περιέλαβε και τους ζωροαστρικούς) θα μπορούσαν να διατηρήσουν τους τόπους της λατρείας τους και να τους χρησιμοποιούν χωρίς εμπόδιο, αλλά δεν θα μπορούσαν να προσθέσουν άλλους στον υπάρχοντα αριθμό, ούτε θα μπορούσαν να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν σε άλογο. Και έπρεπε να καταβάλλουν ένα κεφαλικό φόρο, γνωστό με το όνομα Djizya. Ο Σωφρόνιος δεν μπορούσε να ελπίσει καλύτερους όρους, όταν βγήκε από την πόλη καβάλα στον γάιδαρό του και με ασφαλή συνοδεία για να συναντήσει τον χαλίφη στο Όρος των Ελαιών, αρνούμενος να παραδώσει την πόλη του σε οποιονδήποτε άλλον με κατώτερη εξουσία. Η Ιερουσαλήμ είχε πολιορκηθεί επί ένα χρόνο και πλέον και οι Άραβες, άπειροι από πολιορκητικό πόλεμο και στερούμενοι πολιορκητικών μηχανών, ήταν ανίσχυροι μπροστά στα τείχη που μόλις λίγο πριν είχαν επισκευασθεί. Αλλά μέσα στην πόλη τα τρόφιμα εξαντλήθηκαν και δεν υπήρχε καμιά ελπίδα για ενίσχυση.

Η ύπαιθρος ήταν στα χέρια των Αράβων, και η μια μετά την άλλη οι πόλεις της Συρίας και της Παλαιστίνης κυριεύθηκαν απ’ αυτούς. Δεν είχε απομείνει χριστιανικός στρατός πιο κοντά από την Αίγυπτο, εκτός από τη φρουρά που κρατούσε ακόμα στην Καισάρεια, επάνω στην ακτή, προστατευόμενη από το αυτοκρατορικό ναυτικό. Εκείνο που ο Σωφρόνιος κατόρθωσε να πετύχει από τον κατακτητή, πέραν των συνηθισμένων όρων, ήταν να μπορέσουν οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι ν’ αποσυρθούν στην Καισάρεια με τις οικογένειές τους και με την κινητή τους ιδιοκτησία. Αυτό υπήρξε το τελευταίο δημόσιο επίτευγμα, η τραγική επιστέγαση μιας μακράς ζωής αφιερωμένης στο μόχθο για την Ορθοδοξία και την ενότητα της Χριστιανοσύνης. Από την εποχή της πρώτης του νεότητας, όταν είχε γυρίσει τα μοναστήρια της Ανατολής μαζί με τον φίλο του, Ιωάννη Μόσχο, συγκεντρώνοντας για το έργο τους “Πνευματικό Λειμώνα”, ρητά και ιστορίες των αγίων, ως τα τελευταία του χρόνια, όταν ο αυτοκράτωρ, στην πολιτική του οποίου ήταν αντίθετος, τον διόρισε στον μεγάλο θρόνο της Ιερουσαλήμ, είχε πολεμήσει σταθερά εναντίον των αιρέσεων και του πρωτοφανέρωτου εθνικισμού που, όπως προέβλεπε, θα διαμέλιζε την αυτοκρατορία. Αλλ’ ο «μελίγλωσσος υπερασπιστής της πίστεως», όπως τον είχαν ονομάσει, είχε κηρύξει και αγωνισθεί εις μάτην. Η αραβική κατάκτηση υπήρξε απόδειξη της αποτυχίας του και λίγες εβδομάδες αργότερα πέθανε με την καρδιά πικραμένη. Πραγματικά, καμιά ανθρώπινη ενέργεια δεν θα μπορούσε να σταματήσει τα διασπαστικά κινήματα στις ανατολικές επαρχίες της Ρώμης. Σ’ ολόκληρη την ιστορία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπήρχε μια λανθάνουσα πάλη μεταξύ της Ανατολής και της Δύσεως. Η Δύση είχε κερδίσει στο Άκτιο· αλλά η Ανατολή κατέβαλε τους νικητές της. Η Αίγυπτος και η Συρία ήσαν οι πιο πλούσιες και οι πιο πολυάνθρωπες επαρχίες της αυτοκρατορίας. Σ’ αυτές βρίσκονταν τα μεγαλύτερα κέντρα της βιομηχανίας· τα πλοία τους και τα καραβάνια τους είχαν υπό τον έλεγχό τους το εμπόριο της Ανατολής· ο πολιτισμός τους, πνευματικός και υλικός, ήταν πολύ ανώτερος από τον πολιτισμό της Δύσεως, όχι μόνο εξ αιτίας της μακράς παράδοσης αλλ’ επίσης και από την παρόρμηση που προκαλούσε η γειτνίαση του μόνου αντιπάλου της Ρώμης σε πολιτισμό, του βασιλείου των Σασσανιδών στην Περσία. Αναπόφευκτα η επίδραση της Ανατολής έγινε μεγαλύτερη, ώσπου στο τέλος ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας υιοθέτησε μία ανατολική θρησκεία και μετέφερε την πρωτεύουσά του προς ανατολάς, στο Βυζάντιο, επάνω στο Βόσπορο. Τον επόμενο αιώνα, όταν η αυτοκρατορία, εξασθενημένη από εσωτερική παρακμή, βρέθηκε στην ανάγκη ν’ αντιμετωπίσει την εισβολή των βαρβάρων, η Δύση χάθηκε, αλλά η Ανατολή επέζησε, κατά μεγάλο μέρος χάρις στην πολιτική του Κωνσταντίνου. Ενώ ιδρύονταν βαρβαρικά βασίλεια στη Γαλατία, στην Ισπανία, στην Αφρική, στη μακρινή Βρετανία και τέλος στην Ιταλία, ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ κυβερνούσε τις ανατολικές επαρχίες από την Κωνσταντινούπολη. Η κυβέρνηση της Ρώμης σπάνια υπήρξε δημοφιλής στη Συρία και στην Αίγυπτο. Η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης έγινε πολύ σύντομα περισσότερο αντιπαθής. Κατά ένα μεγάλο μέρος αυτό οφειλόταν σε εξωτερικές συνθήκες. Η πτώχευση της Δύσεως σήμαινε απώλεια αγορών για τον Σύρο έμπορο και τον Αιγύπτιο βιομήχανο. Συνεχείς πόλεμοι με την Περσία διέκοπταν την εμπορική οδό που περνούσε μέσ’ από την έρημο για να καταλήξει στην Αντιόχεια και στις πόλεις του Λιβάνου· και λίγο αργότερα, η πτώση της αβυσσηνιακής αυτοκρατορίας και το χάος που επικράτησε στην Αραβία έκλεισαν τους θαλάσσιους δρόμους της Ερυθράς θάλασσας που τους έλεγχαν οι Αιγύπτιοι ναυτικοί και οι ιδιοκτήτες καραβανιών της Πέτρας, της Υπεριορδανίας και της βόρειας Παλαιστίνης. Η Κωνσταντινούπολη γινόταν η κυριότερη αγορά της αυτοκρατορίας· και το εμπόριο με την Άπω Ανατολή, που το ενεθάρρυνε η διπλωματία του αυτοκράτορα, αναζήτησε πιο κοντινό, βορειότερο δρόμο προς τα εκεί, μέσ’ από τις στέπες της κεντρικής Ασίας. Αυτό προκάλεσε μεγάλη πικρία στους πολίτες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας, που ήδη ζηλοτυπούσαν τη νεόπλουτη πρωτεύουσα που απειλούσε να τις επισκιάσει. Εκείνο που δυσαρέστησε ακόμα πιο πολύ τους Σύριους και τους Αιγυπτίους ήταν το ότι το νέο κυβερνητικό σύστημα βασιζόταν στον συγκεντρωτισμό. Τοπικά προνόμια και αυτονομία περικόπτονταν σταθερά· και ο εισπράκτορας των φόρων ήταν αυστηρότερος και απαιτητικότερος παρά κατά τον παλιό ρωμαϊκό καιρό. Η δυσαρέσκεια έδωσε νέα δύναμη στον εθνικισμό της Ανατολής, που ποτέ δεν κοιμάται για πολύν καιρό. Η διαμάχη ξέσπασε φανερά σε θρησκευτικά ζητήματα. Οι ειδωλολάτρες αυτοκράτορες ήταν ανεκτικοί στις τοπικές λατρείες. Οι τοπικοί θεοί μπορούσαν εύκολα να βρουν θέση στο ρωμαϊκό πάνθεο. Μόνο πεισματάρηδες μονοθεϊστές όπως οι Χριστιανοί και οι Ιουδαίοι, είχαν υποστεί κατά καιρούς διωγμούς. Αλλά οι χριστιανοί αυτοκράτορες δεν μπορούσαν να είναι τόσο ανεκτικοί. Ο Χριστιανισμός είναι αποκλειστική θρησκεία, και αυτοί ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν ως ενωτική δύναμη που θα συνέδεε όλους τους υπηκόους με την κυβέρνηση. Ο Κωνσταντίνος, λίγο αόριστος ο ίδιος στα ζητήματα της Θεολογίας, είχε επιδιώξει να ενώσει την Εκκλησία που σπαρασσόταν τότε από την αρειανή έριδα. Μισόν αιώνα αργότερα, ο Μέγας Θεοδόσιος κατέστησε την συμμόρφωση μέρος του αυτοκρατορικού προγράμματος. Αλλά η θρησκευτική συμμόρφωση δεν ήταν εύκολο να επιτευχθεί. Η Ανατολή είχε δεχτεί με πολύ ζέση τον Χριστιανισμό. Οι Έλληνες είχαν εφαρμόσει στα προβλήματά του την αγάπη τους για τις λεπτές συζητήσεις· σ’ αυτό οι εξελληνισμένοι ανατολίτες πρόσθεσαν μία άγρια, όλο πάθος ένταση η οποία σύντομα εξέθρεψε αδιαλλαξία και μίσος. Το κύριο θέμα των ερίδων τους ήταν η φύση του Χριστού, το κεντρικό και το πιο δύσκολο ζήτημα σε όλη την Χριστιανική Θεολογία. Η συζήτηση ήταν θεολογική· αλλά εκείνον τον καιρό, ακόμα και ο άνθρωπος του δρόμου έδειχνε ενδιαφέρον για τη θεολογική συζήτηση, η οποία γι’ αυτόν αποτελούσε ψυχαγωγία την οποία ξεπερνούσαν μόνο οι παραστάσεις που γίνονταν στον ιππόδρομο. Υπήρχαν όμως και άλλες απόψεις. Ο μέσος Σύρος και Αιγύπτιος ήθελε απλούστερη τελετουργία από εκείνη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με όλη της την μεγαλοπρέπεια. Η πολυτέλειά της τον προσέβαλλε στην αυξανόμενη φτώχεια του. Ακόμα περισσότερο, θεωρούσε τους ιεράρχες και τους ιερείς της ως πράκτορες της κυβερνήσεως της Κωνσταντινούπολης. Ο ανώτερός της Κλήρος ήταν εύκολο να παρασυρθεί από ζηλοτυπία σε παρόμοια εχθρότητα. Οι πατριάρχες των αρχαίων θρόνων της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας ήταν έξω φρενών να βλέπουν τον νεόπλουτο αδελφό τους από την Κωνσταντινούπολη να τους παίρνει την πρωτοκαθεδρία. Ήταν αναπόφευκτο να εμφανισθούν αιρέσεις κι αυτές να πάρουν τη μορφή ενός εθνικιστικού και διασπαστικού κινήματος. Ο Αρειανισμός έσβησε σύντομα στην Ανατολή εκτός μόνο από την Αβησσυνία αλλά οι αιρέσεις του πέμπτου αιώνα είχαν μεγαλύτερη αντοχή. Στις αρχές του αιώνα, ο πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος, Σύρος την καταγωγή, διέδωσε ένα δόγμα που τόνιζε υπερβολικά την ανθρώπινη υπόσταση του Χριστού. Οι θεολόγοι της σχολής της Αντιόχειας έκλιναν πάντοτε προς αυτή την κατεύθυνση· κι ο Νεστόριος βρήκε πολλούς οπαδούς στη βόρεια Συρία.

Η Οικουμενική Σύνοδος της Εφέσου το 431 κατάγγειλε το δόγμα του ως αίρεση· κατόπιν τούτου πολλές συριακές κοινότητες αποσχίσθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Νεστοριανοί, που είχαν προγραφεί στην αυτοκρατορία, εγκατέστησαν το στρατηγείο τους στο έδαφος του βασιλέως της Περσίας, στη Μεσοποταμία. Πολύ σύντομα έστρεψαν την προσοχή τους κυρίως στο ιεραποστολικό έργο προς την Ανατολή, στην Ινδία, στο Τουρκεστάν, ακόμα και στην Κίνα· αλλά κατά τον έκτο και τον έβδομο αιώνα εξακολουθούσαν να διατηρούν εκκλησίες στη Συρία και στην Αίγυπτο, κυρίως μεταξύ των εμπόρων που επιδίδονταν στο εμπόριο με την Ανατολή. Η νεστοριανή αντίθεση έδωσε αφορμή να εμφανισθεί μία άλλη ακόμα πιο οξύτερη. Οι θεολόγοι της Αλεξάνδρειας, ενθουσιασμένοι από μία διπλή νίκη εναντίον των δογμάτων της Αντιόχειας και ενός πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως, οι ίδιοι ξεπέρασαν τα όρια της Ορθοδοξίας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Παρουσίασαν ένα δόγμα που φαινόταν ν’ αρνείται την ανθρώπινη υπόσταση του Χριστού. Αυτή η αίρεση ονομάζεται καμιά φορά ευτυχιανισμός, από το όνομα ένας άσημου ιερέα, του Ευτυχούς, ο οποίος πρώτος την εξέθεσε. Συνήθως είναι πιο γνωστή ως μονοφυσιτισμός. Το 451 καταδικάστηκε από την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Οι μονοφυσίτες από αγανάκτηση αποσχίσθηκαν από το κύριο σώμα της Χριστιανοσύνης, παίρνοντας μαζί τους τούς πιο πολλούς χριστιανούς της Αιγύπτου και μερικές κοινότητες από τη Συρία. Η αρμενική εκκλησία, της οποίας οι αντιπρόσωποι έφθασαν πολύ αργά στην Χαλκηδόνα για να λάβουν μέρος στις συζητήσεις, αρνήθηκε να δεχθεί τα ευρήματα της συνόδου και συντάχθηκε με τους μονοφυσίτες. Μεταγενέστεροι αυτοκράτορες αναζήτησαν αδιάκοπα να βρουν κάποια συμβιβαστική διατύπωση που θα κάλυπτε τη διάσταση και η οποία, εγκρινόμενη από κάποια οικουμενική σύνοδο, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως περαιτέρω καθορισμός της αληθινής πίστεως. Αλλά δύο παράγοντες αντέδρασαν στις προσπάθειές τους. Οι αιρετικοί δεν επιθυμούσαν ιδιαίτερα να ξαναγυρίσουν στους κόλπους της Εκκλησίας, παρά μόνο υπό τους δικούς τους απαράδεκτους όρους και η στάση της Ρώμης και της Δυτικής Εκκλησίας ήταν σταθερά εχθρική προς τον συμβιβασμό. Ο πάπας Λέων I, στηριζόμενος στην άποψη ότι αρμόδιος για να καθορίζει την πίστη ήταν ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου και όχι μία οικουμενική σύνοδος, και αγανακτισμένος από τις λεπτότητες της διαλεκτικής που δεν τις καταλάβαινε, εξέδωσε μία οριστική δήλωση για την ορθή γνώμη πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Αυτή η δήλωση, γνωστή στην ιστορία ως Τόμος του πάπα Λέοντος, παρ’ όλο ότι αγνόησε τις λεπτότητες του επιχειρήματος, έγινε δεκτή από τα μέλη της Συνόδου της Χαλκηδόνας ως βάση για τις συζητήσεις τους και η διατύπωσή της ενσωματώθηκε στα ευρήματά τους. Η δήλωση του πάπα Λέοντος ήταν κοφτή και ωμή και δεν δεχόταν ούτε ερμηνεία ούτε τροποποίηση. Κάθε συμβιβασμός που θα επιζητούσε να καλοπιάσει τους αιρετικούς θα υπονοούσε την εγκατάλειψή της και κατά συνέπεια σχίσμα με τη Ρώμη. Αυτό κανείς αυτοκράτορας με συμφέροντα και φιλοδοξίες στην Ιταλία και στη Δύση δεν θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει. Μπλεγμένη σ’ αυτό το δίλημμα, η αυτοκρατορική κυβέρνηση δεν χάραξε ποτέ μια σταθερή πολιτική. Ταλαντευόταν ανάμεσα στο διωγμό και στον κατευνασμό των αιρετικών· αυτοί στο μεταξύ αποκτούσαν ισχύ στις επαρχίες της Ανατολής, υποστηριζόμενοι από τον εθνικισμό των ανατολιτών που δυνάμωνε4 . Εκτός από τους Μονοφυσίτες και τους Νεστοριανούς υπήρχε μια άλλη κοινότητα στις ανατολικές επαρχίες, η οποία ήταν συνεχώς αντίθετη προς την αυτοκρατορική κυβέρνηση, η κοινότητα των Εβραίων. Υπήρχαν Εβραίοι εγκαταστημένοι σε σημαντικούς αριθμούς σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ανατολής. Είχαν μερικά πολιτικά μειονεκτήματα και κατά καιρούς και αυτοί ως άτομα και οι περιουσίες τους πάθαιναν ζημιές σε κάποια εξέγερση. Σε αντάλλαγμα, βρήκαν κάθε ευκαιρία για να κάνουν κακό στους χριστιανούς. Τα οικονομικά τους μέσα και οι εκτεταμένες σχέσεις των τους καθιστούσαν ενδεχόμενο κίνδυνο για την κυβέρνηση 5 . Κατά τον έκτο αιώνα η κατάσταση χειροτέρεψε. Οι πόλεμοι του Ιουστινιανού στη Δύση υπήρξαν μακροχρόνιοι και δαπανηροί. Διατάραξαν τη θρησκευτική του πολιτική, και σήμαιναν περισσότερους φόρους και όχι πλεονεκτήματα σε αντιστάθμιση για τους ανατολικούς υπηκόους του. Η Συρία υπέφερε πιο πολύ γιατί εκτός από τα δημοσιονομικά της βάρη υπέστη μια σειρά από σκληρές επιδρομές από περσικούς στρατούς και από καταστρεπτικούς σεισμούς. Μόνο οι αιρετικοί ευδοκιμούσαν.
Οι μονοφυσίτες της Συρίας είχαν οργανωθεί σε μια ισχυρή δύναμη από τον Γιακώβ Μπαραδαίο από την Έδεσσα, στηριζόμενο στη συμπάθεια της αυτοκράτειρας Θεοδώρας. Από τότε η εκκλησία τους έγινε γνωστή ως Ιακωβική. Οι μονοφυσίτες της Αιγύπτου που τώρα ονομάζονται Κόπτες, περιλάμβαναν όλον σχεδόν τον αυτόχθονα πληθυσμό. Οι νεστοριανοί, οχυρωμένοι σίγουρα πίσω από τα περσικά σύνορα και εξαπλούμενοι γρήγορα προς ανατολάς, στερέωσαν τη θέση τους μέσα στην αυτοκρατορία. Εκτός από τις πόλεις της Παλαιστίνης, οι Ορθόδοξοι αποτελούσαν μειονότητα. Τους ονόμαζαν περιφρονητικά Μελκίτες, ανθρώπους του αυτοκράτορα, και δικαιολογημένα, γιατί η ύπαρξή τους κρεμόταν από την ισχύ και το γόητρο της αυτοκρατορικής διοικήσεως. Το 602, ο εκατόνταρχος Φωκάς άρπαξε την αυτοκρατορική εξουσία. Η διοίκησή του υπήρξε άγρια και ανίκανη· και ενώ η Κωνσταντινούπολη υπέφερε από τρομοκρατία, οι επαρχίες είχαν γίνει πεδίο ταραχών και εμφυλίων πολέμων μεταξύ των φατριών του ιπποδρόμου στις πόλεις και μεταξύ των αντιζήλων θρησκευτικών αιρέσεων. Στην Αντιόχεια ο Ιακωβίτης πατριάρχης και ο Νεστοριανός πατριάρχης συγκάλεσαν απροκάλυπτα κοινή σύνοδο για να συζητήσουν την από κοινού δράση τους εναντίον των Ορθοδόξων.

Ο Φωκάς τους τιμώρησε στέλνοντας στρατό ο οποίος κατάσφαξε πολλούς αιρετικούς, ενώ οι Εβραίοι βοηθούσαν πρόθυμα τρίβοντας τα χέρια τους. Δύο χρόνια αργότερα στασίασαν οι ίδιοι οι Εβραίοι και βασάνισαν και θανάτωσαν τον Ορθόδοξο πατριάρχη της πόλεως. Το 610 ο Φωκάς εκθρονίστηκε από ένα νεαρό ευγενή αρμενικής καταγωγής, τον Ηράκλειο, γιο του κυβερνήτη της Αφρικής. Τον ίδιο χρόνο, ο βασιλεύς της Περσίας Χοσρόης ο II συμπλήρωσε τις προετοιμασίες του για την εισβολή του στην αυτοκρατορία και την διάλυσή της. Ο περσικός πόλεμος κράτησε δεκαεννέα χρόνια. Επί δώδεκα χρόνια η αυτοκρατορία τηρούσε άμυνα, ενώ ένας περσικός στρατός καταλάμβανε τη Μικρά Ασία και ένας άλλος κατακτούσε τη Συρία. Η Αντιόχεια έπεσε το 611, η Δαμασκός το 613. Την άνοιξη του 614, ο Πέρσης στρατηγός Σαρμπαράζ εισέβαλε στην Παλαιστίνη, λεηλάτησε την ύπαιθρο και έκαψε εκκλησίες στο δρόμο του. Μόνο η εκκλησία της Γεννήσεως στη Βηθλεέμ γλίτωσε χάρις στο μωσαϊκό που είναι επάνω από την πύλη και παριστάνει τους Μάγους της Ανατολής με περσικές ενδυμασίες. Στις 15 Απριλίου πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ. Ο πατριάρχης Ζαχαρίας ήταν διατεθειμένος να παραδώσει την πόλη για ν’ αποφύγει την αιματοχυσία· αλλά οι χριστιανοί κάτοικοι αρνήθηκαν να ενδώσουν τόσο ήμερα. Στις 5 Μαΐου, με τη βοήθεια Εβραίων από μέσ’ από τα τείχη, οι Πέρσες κατέλαβαν με έφοδο την πόλη. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Ενώ τα σπίτια τους και οι εκκλησίες τους καίγονταν τριγύρω τους, οι χριστιανοί σφάχτηκαν χωρίς καμιά διάκριση, μερικοί από τους Πέρσες στρατιώτες, οι πιο πολλοί από τους Εβραίους. Λένε πως χάθηκαν τότε εξήντα χιλιάδες και άλλες τριανταπέντε χιλιάδες πουλήθηκαν ως δούλοι. Τα άγια λείψανα της πόλεως, ο Τίμιος Σταυρός και τα όργανα του Πάθους, είχαν κρυφτεί από τους χριστιανούς, αλλά οι κατακτητές τα ξέθαψαν και τα έστειλαν, μαζί με τον πατριάρχη, δώρο στη χριστιανή βασίλισσα της Περσίας, την νεστοριανή Μερυέμ. Η ερήμωση που έγινε μέσα στην πόλη και γύρω απ’ αυτή υπήρξε τόσο μεγάλη ώστε, ως σήμερα ακόμα, η ύπαιθρος δεν έχει πλήρως αναλάβει. Τρία χρόνια αργότερα, οι Πέρσες προχώρησαν στην Αίγυπτο. Μέσα σ’ ένα χρόνο την είχαν κυριεύσει. Στο μεταξύ, προς βορρά, οι στρατοί των είχαν φθάσει στο Βόσπορο. Η πτώση της Ιερουσαλήμ υπήρξε τρομερός κλονισμός για την Χριστιανοσύνη. Ο ρόλος που έπαιξαν οι Εβραίοι δεν λησμονήθηκε ποτέ ούτε συγχωρήθηκε και ο πόλεμος εναντίον των Περσών απέκτησε υπόσταση ιερού πολέμου. Όταν τελικά ο Ηράκλειος κατόρθωσε, στα 622, ν’ αναλάβει επίθεση εναντίον του εχθρού, αφιέρωσε με επισημότητα τον εαυτό του και το στρατό του στον Θεό και ξεκίνησε σαν ένας χριστιανός πολεμιστής που πολεμούσε τις δυνάμεις του σκότους. Στις μεταγενέστερες γενεές εμφανίσθηκε ως ο πρώτος από τους Σταυροφόρους. Ο William of Tyre γράφοντας την ιστορία του των Σταυροφοριών, πέντε αιώνες αργότερα, συμπεριλαμβάνει και την ιστορία του περσικού πολέμου και η παλιά γαλλική μετάφραση του βιβλίου του ήταν γνωστή ως Livre d’Eracles. Η Σταυροφορία είχε επιτυχία. Ύστερ’ από πολλές περιπέτειες, από πολλές στιγμές αγωνίας και απελπισίας, ο Ηράκλειος νίκησε τελικά τους Πέρσες στην Νινευή τον Δεκέμβριο του 627. Στις αρχές του 628 ο βασιλεύς Χοσρόης δολοφονήθηκε και ο διάδοχός του ζήτησε ειρήνη. Όμως η ειρήνη αποκαταστάθηκε οριστικά μόνο το 629 και τότε δόθηκαν πίσω στην αυτοκρατορία οι επαρχίες που είχαν κατακτηθεί από τους Πέρσες. Τον Αύγουστο ο Ηράκλειος πανηγύρισε τον θρίαμβό του στην Κωνσταντινούπολη. Την επόμενη άνοιξη ταξίδεψε πάλι προς νότο, για να παραλάβει τον Τίμιο Σταυρό και να τον μεταφέρει με πομπή στην Ιερουσαλήμ. Η σκηνή ήταν συγκινητική. Ωστόσο, οι Χριστιανοί της Ανατολής δεν είχαν περάσει άσχημα υπό την περσική κυριαρχία. Ο Χοσρόης δεν άργησε ν’ αποσύρει την εύνοιά του από τους Εβραίους και μάλιστα τους είχε εξώσει από την Ιερουσαλήμ. Ενώ η αυλή του ευνοούσε τους νεστοριανούς, αυτός, επίσημα, δειχνόταν το ίδιο ευμενής προς τους μονοφυσίτες και τους ορθοδόξους. Οι εκκλησίες τους είχαν επιστραφεί σ’ αυτούς και είχαν ξαναχτιστεί. Και υπό την αιγίδα του είχε συνέλθει μία σύνοδος στην Κτησιφώντα, την πρωτεύουσά του, για να συζητήσει την ένωση των διαφόρων αιρέσεων. Η επάνοδος της αυτοκρατορικής διοικήσεως, μόλις πέρασε ο πρώτος ενθουσιασμός, φάνηκε να ευνοεί μόνο τους ορθοδόξους. Ο Ηράκλειος, όταν ανέβηκε στο θρόνο είχε βρει άδειο το ταμείο. Μπόρεσε μόνο να χρηματοδοτήσει τους πολέμους του με ένα μεγάλο δάνειο από την Εκκλησία. Η λεία που έφερε από την Περσία δεν ήταν αρκετή για να το αποδώσει. Οι Σύριοι και οι Αιγύπτιοι βρέθηκαν και πάλι υποχρεωμένοι να πληρώσουν βαρείς φόρους και να βλέπουν τα χρήματά τους να πηγαίνουν να γεμίσουν τα ταμεία της Ορθόδοξης Ιεραρχίας. Ούτε ο Ηράκλειος βοήθησε τα πράγματα με την θρησκευτική του πολιτική. Πρώτ’ απ’ όλα έλαβε μέτρα εναντίον των Εβραίων. Ο ίδιος δεν αισθανόταν καμιά έχθρα εναντίον τους, αλλά, όταν έμεινε στο σπίτι ενός φιλόξενου Εβραίου στην Τιβεριάδα, όταν πήγαινε προς την Ιερουσαλήμ, έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για τον ρόλο που είχαν παίξει κατά την διάρκεια των περσικών εισβολών. Παρακινούμενος, ίσως, από μια αόριστη προφητεία ότι μια περιτμημένη φυλή θα κατέστρεφε την αυτοκρατορία, διέταξε να βαφτιστούν δια της βίας όλοι oι Εβραίοι που βρίσκονταν μέσα στην αυτοκρατορία και έγραψε στους βασιλείς της Δύσεως ν’ ακολουθήσουν το παράδειγμά του. Η διαταγή ήταν αδύνατο να εκτελεσθεί. Αλλά έδωσε μία καλή ευκαιρία σε μερικούς φανατικούς χριστιανούς να σφάξουν τη μισητή φυλή. Το μόνο τελικό αποτέλεσμα ήταν να κάνει τους Εβραίους να μισήσουν ακόμα πιο πολύ την αυτοκρατορική διοίκηση. Κατόπιν, ο αυτοκράτωρ βυθίστηκε στα επικίνδυνα νερά της Χριστιανικής Θεολογίας. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος, που είχε γεννηθεί Σύρος Μονοφυσίτης, είχε βαθμηδόν αναπτύξει μια θεωρία η οποία, όπως νόμιζε, θα συμφιλίωνε μονοφυσίτες και ορθοδόξους. Ο Ηράκλειος την ενέκρινε, και η νέα θεωρία, γνωστή στην ιστορία ως μονοενεργισμός, δημοσιεύθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία μόλις τελείωσαν οι πόλεμοι με τους Πέρσες. Αλλά, παρά την υποστήριξη του αυτοκράτορα και του πατριάρχη και την επιφυλακτική έγκριση του πάπα της Ρώμης Ονόριου, υπήρξε οικουμενικά αντιδημοτική. Η μονοφυσιτική ιεραρχία την απέρριψε αμέσως. Η πλειοψηφία των ορθοδόξων με επικεφαλής τον μεγάλο μυστικιστή Μάξιμο τον Ομολογητή στην Κωνσταντινούπολη και τον Σωφρόνιο στην Ανατολή, την βρήκε το ίδιο απαράδεκτη. Ο Ηράκλειος, με περισσότερο ενθουσιασμό παρά διακριτικότητα, επεχείρησε μ’ επιμονή να την επιβάλει σε όλους τους υπηκόους του. Εκτός από τους αυλικούς του και μερικούς Αρμενίους και Λιβανέζους, που αργότερα πήραν το όνομα Μαρωνίτες, δεν βρήκε οπαδούς. Αργότερα ο Ηράκλειος άλλαξε το δόγμα· η “Έκθεσή” του, που δημοσιεύθηκε το 638, υποστήριξε το Μονοθελητισμό το ίδιο χωρίς αποτέλεσμα. Το όλο επεισόδιο, που δεν ξεκαθαρίστηκε τελικά παρά μόνο μετά την έκτη Οικουμενική Σύνοδο το 680, απλώς πρόσθεσε στην έχθρα και την σύγχυση που κατέστρεψαν τους χριστιανούς της Ανατολής.

Όταν ο Ηράκλειος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη το 629 δεχόμενος συγχαρητήριες πρεσβείες από μακρινές χώρες όπως η Γαλλία και η Ινδία, λένε ότι ήρθε γι’ αυτόν μια επιστολή από έναν Άραβα φύλαρχο, ο όποιος έλεγε πως ήταν προφήτης του θεού και καλούσε τον αυτοκράτορα να προσχωρήσει στην πίστη του. Παρόμοιες επιστολές είχαν σταλεί στους βασιλείς της Περσίας και της Αβησσυνίας και στον κυβερνήτη της Αιγύπτου. Η ιστορία είναι πιθανώς απόκρυφη. Είναι απίθανο να είχε ο Ηράκλειος ως τότε κάποια ιδέα για τα μεγάλα γεγονότα που αναστάτωναν την αραβική χερσόνησο. Στις αρχές του έβδομου αιώνα κατείχαν την Αραβία μερικές ανυπότακτες, ανεξάρτητες φυλές, μερικές απ’ αυτές νομαδικές, μερικές γεωργικές και μερικές που ζούσαν στις εμπορικές πόλεις που είχαν δημιουργηθεί κατά μήκος των δρόμων των καραβανιών. Η χώρα ήταν ειδωλολατρική. Κάθε περιοχή είχε τα ιδιαίτερα είδωλά της· αλλά το πιο ιερό από όλα ήταν η Καάβα στη Μέκκα, τη σπουδαιότερη εμπορική πόλη. Ωστόσο, η ειδωλολατρία βρισκόταν σε παρακμή· γιατί από πολύν καιρό εργάζονταν δραστήρια στη χώρα Εβραίοι, Χριστιανοί και Ζωροαστρικοί ιεραπόστολοι. Οι Ζωροαστρικοί είχαν επιτυχία μόνο στις περιοχές που τελούσαν υπό περσική πολιτική επιρροή, στα βορειο-ανατολικά κι αργότερα στα νότια της χώρας. Οι Εβραίοι είχαν τις παροικίες τους σε πολλές αραβικές πόλεις, ιδιαίτερα στη Μεδίνα, και είχαν προσηλυτίσει έναν αριθμό Αράβων. Οι Χριστιανοί είχαν πετύχει τα πιο εκτεταμένα αποτελέσματα. Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί είχαν τους οπαδούς των στο Σινά και στην Πετραία. Οι Νεστοριανοί, όπως οι Ζωροαστρικοί, βρίσκονταν εκεί όπου υπήρχε περσική προστασία. Αλλά οι Μονοφυσίτες είχαν κοινότητες κατά μήκος των μεγάλων δρόμων των καραβανιών ως κάτω στην Υεμένη και στο Χαδραμαούτ, ενώ πολλές σημαντικές φυλές στα κράσπεδα της ερήμου, όπως οι Μπανού Γασσάν και οι Μπανού Ταγλίμπ, ήσαν ολοκληρωτικά Μονοφυσίτες. Άραβες έμποροι, που ταξίδευαν συχνά στις πόλεις της Συρίας, της Παλαιστίνης και του Ιράκ, είχαν πολλές ευκαιρίες να μελετήσουν τις θρησκείες του πολιτισμένου κόσμου. Στην ίδια την Αραβία υπήρχε παλιά παράδοση μονοθεϊσμού, του χανίφ. Συγχρόνως στην Αραβία υπήρχε μία ανάγκη για επέκταση. Οι πενιχροί πόροι της χερσονήσου, που έγιναν ακόμα πενιχρότεροι από τότε που καταστράφηκαν τα αρδευτικά έργα των Ιμυαριτών, δεν επαρκούσαν για να συντηρήσουν τον αυξανόμενο πληθυσμό. Από τότε που υπάρχουν γραπτά στοιχεία στην ιστορία, οι πληθυσμοί της ερήμου ξεχείλιζαν συνεχώς στις τριγύρω καλλιεργούμενες χώρες· και τώρα η πίεση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή 14. Η ιδιότυπη και καταπληκτική μεγαλοφυία του Μωάμεθ ταίριαζε ακριβώς σ’ αυτές τις περιστάσεις. Καταγόταν από την ιερή πόλη της Μέκκας, φτωχός συγγενής της μεγάλης φυλής της, των Κοραϊσιτών. Είχε ταξιδέψει και ιδεί τον κόσμο και είχε μελετήσει τις θρησκείες του. Τον είχε ιδιαίτερα ελκύσει ο μονοφυσιτικός Χριστιανισμός· αλλά το δόγμα της Τριάδας του φαινόταν ασυμβίβαστο με τον καθαρό μονοθεϊσμό που θαύμαζε στην παράδοση χανίφ. Το δόγμα που δημιούργησε ο ίδιος, ενώ δεν απέρριπτε εντελώς τον Χριστιανισμό, ήταν μια τροποποιημένη και απλοποιημένη μορφή πολύ πιο εύκολα παραδεκτή από το λαό του. Η επιτυχία του ως θρησκευτικού ηγέτη οφείλεται κυρίως στο ό,τι είχε τελείως καταλάβει τους Άραβες. Αν και ήταν κατά πολύ πιο ικανός απ’ αυτούς, ωστόσο μοιραζόταν ειλικρινά μαζί τους τα αισθήματα και τις προλήψεις των. Επιπλέον είχε εξαιρετική πολιτική ικανότητα. Αυτός ο συνδυασμός των ιδιοτήτων και ικανοτήτων, του επέτρεψε να συγκροτήσει από το μηδέν, μέσα σε δέκα χρόνια, μια αυτοκρατορία που ήταν έτοιμη να κατακτήσει τον κόσμο. Το 622, το έτος της Εγίρας, οι μόνοι οπαδοί του ήσαν η οικογένειά του και μερικοί φίλοι του. Το 632, όταν πέθανε, ήταν κύριος της Αραβίας και οι στρατοί του περνούσαν τα σύνορα. Η ξαφνική άνοδος τυχοδιωκτών δεν είναι ασυνήθιστη στην Ανατολή αλλά και η πτώση των είναι συνήθως το ίδιο ξαφνική. Ο Μωάμεθ, ωστόσο, άφησε μια ανθεκτική οργάνωση, της οποίας η διάρκεια ήταν εγγυημένη από το Κοράνιο. Αυτό το αξιόλογο έργο, που είχε συνταχθεί από τον Προφήτη ως ο Λόγος του Θεού, περιλαμβάνει όχι μόνο υψηλά γνωμικά και Ιστορίες αλλ’ επίσης κανόνες για την κατεύθυνση του βίου και για την διακυβέρνηση μιας αυτοκρατορίας και έναν πλήρη κώδικα νόμων. Ήταν αρκετά απλό για να γίνει αποδεκτό από τους συγχρόνους του Άραβες και αρκετά οικουμενικό για να ταιριάζει στις ανάγκες των μεγάλων κτήσεων που επρόκειτο να ιδρύσουν οι διάδοχοί του. Πραγματικά, η δύναμη του Ισλάμ βρίσκεται στην απλότητά του. Υπήρχε ένας Θεός στον ουρανό, ένας αρχηγός των πιστών για να κυβερνά στη γη, και ένας νόμος, το Κοράνιο, με τον οποίο θα κυβερνούσε. Αντίθετα προς τον Χριστιανισμό που κήρυττε μια ειρήνη που δεν πέτυχε ποτέ, το Ισλάμ παρουσιάστηκε ξεδιάντροπα με ένα σπαθί15 . Το σπαθί χτύπησε στις επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όσο ζούσε ακόμη ο προφήτης, με μερικές μικρές και όχι πολύ πετυχημένες επιδρομές στην Παλαιστίνη. Υπό τον διάδοχο του Μωάμεθ, Αμπού Μπακρ, η πολιτική της επεκτάσεως έγινε έκδηλη. Η κατάκτηση της Αραβίας συμπληρώθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την κτήση των στο Μπαχρέιν, ενώ ένας αραβικός στρατός πέρασε από την Πετραία, κατά μήκος του εμπορικού δρόμου στην νότια ακτή της Παλαιστίνης, νίκησε τον τοπικό κυβερνήτη Σέργιο, κάπου κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, και προχώρησε στη Γάζα, την οποία κατέλαβε ύστερ’ από σύντομη πολιορκία. Οι νικητές φέρθηκαν στους κατοίκους με καλοσύνη, αλλά οι στρατιώτες της φρουράς έγιναν οι πρώτοι μάρτυρες της Χριστιανοσύνης από το σπαθί του Ισλάμ. Το 634 πέθανε ο Αμπού Μπακρ και τον διαδέχθηκε ο Ομάρ, ο οποίος κληρονόμησε επίσης την απόφασή του να επεκτείνει την μουσουλμανική ισχύ. Στο μεταξύ, ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος, που βρισκόταν ακόμα στη βόρεια Συρία, κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει στα σοβαρά τις αραβικές εισβολές. Δεν διέθετε δυνάμεις. Οι απώλειες που είχε υποστεί στους περσικούς πολέμους ήταν βαριές. Από το τέλος του πολέμου είχε διαλύσει πολλές μονάδες για λόγους οικονομίας και στον κόσμο δεν υπήρχε ενθουσιασμός να καταταγούν στο στρατό. Σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία είχε απλωθεί εκείνη η ατμόσφαιρα της κοπώσεως και της απαισιοδοξίας η οποία τόσο συχνά κυριεύει τόσο τους νικητές όσο και τους ηττημένους ύστερ’ από ένα μακρύ και σκληρό πόλεμο. Παρ’ όλ’ αυτά, έστειλε τον αδελφό του Θεόδωρο, επικεφαλής των στρατευμάτων της συριακής επαρχίας, ν’ αποκαταστήσει την τάξη στην Παλαιστίνη. Ο Θεόδωρος συναντήθηκε με τις δύο αραβικές στρατιές ενωμένες στην Γαβαθά ή Αζνανταΐν, νοτιοδυτικά της Ιερουσαλήμ, και υπέστη συντριπτική ήττα.

Οι Άραβες, αφού εξασφάλισαν τη νότια Παλαιστίνη, προχώρησαν κατόπιν, ακολουθώντας την εμπορική οδό που περνά ανατολικά του Ιορδάνη προς τη Δαμασκό, και την κοιλάδα του Ορόντη. Η Τιβεριάς, η Baalbek και η Homs έπεσαν στα χέρια τους χωρίς μάχη, η δε Δαμασκός συνθηκολόγησε ύστερ’ από σύντομη πολιορκία, τον Αύγουστο του 635. Ο Ηράκλειος ανησύχησε τώρα πολύ σοβαρά. Με κάποια δυσκολία, έστειλε προς νότο δύο στρατούς. Τον έναν αποτελούσαν Αρμένιοι στρατιώτες, υπό τον Αρμένιο πρίγκιπα Βαχάν και από πολυάριθμους χριστιανούς Άραβες με αρχηγό ένα σεΐχη της φυλής των Αμπού Γασσάν. Τον άλλο στρατό αποτελούσαν ανάμικτα στρατεύματα με αρχηγό τον Θεόδωρο Τριθύριο. Στην είδηση της προσεγγίσεώς των, οι Άραβες άδειασαν την κοιλάδα του Ορόντη και τη Δαμασκό και αποτραβήχτηκαν προς τον Ιορδάνη. Ο Τριθύριος συναντήθηκε μαζί τους στη Ζάμπια στο Χαουράν αλλά νικήθηκε. Ωστόσο κατόρθωσε να κρατήσει μια τοποθεσία πάνω στον ποταμό Γιαρμούκ, αμέσως νοτιοανατολικά της λίμνης Γεννησαρέτ, ώσπου να μπορέσει ο στρατός του Βαχάν να ενωθεί μαζί του. Εκεί, στις 20 Αυγούστου 636, μέσα σε μια αποτυφλωτική αμμοθύελλα, δόθηκε μια αποφασιστική μάχη.

Οι χριστιανοί είχαν τον μεγαλύτερο στρατό, αλλά ο εχθρός τούς υπερφαλάγγισε και στη μέση της μάχης, ο Γασανίδης εμίρης και δώδεκα χιλιάδες χριστιανοί Άραβες πέρασαν στον εχθρό. Ήσαν μονοφυσίτες και μισούσαν τον Ηράκλειο· επί πλέον είχαν να πληρωθούν επί μήνες. Η προδοσία ήταν εύκολο να κανονισθεί. Αυτή έκρινε την έκβαση του αγώνος. Η νίκη των μουσουλμάνων υπήρξε πλήρης. Ο Τριθύριος και ο Βαχάν έπεσαν στη μάχη με το σύνολο σχεδόν των ανδρών των. Η Παλαιστίνη και η Συρία ήταν ανοιχτές στους κατακτητές. Ο Ηράκλειος βρισκόταν στην Αντιόχεια όταν έφθασε η είδηση για τη μάχη. Τον κατέλαβε απόγνωση. Ήταν το χέρι του Θεού που απλωνόταν για να τον τιμωρήσει για τον αιμομικτικό του γάμο με την ανιψιά του Ματίνα. Δεν είχε ούτε τους ανθρώπους ούτε τα χρήματα για να υπερασπίσει άλλο την επαρχία. Ύστερ’ από μια επίσημη λειτουργία και μια δέηση για θεία επέμβαση, κατέβηκε στη θάλασσα και μπήκε στο πλοίο για την Κωνσταντινούπολη, κλαίοντας πικρά καθώς ξεμάκραινε από την ακτή: «Χαίρε Συρία, χαίρε για πολύν καιρό». Οι Άραβες κατέλαβαν γρήγορα τη χώρα. Οι αιρετικοί χριστιανοί υποτάχθηκαν σ’ αυτούς χωρίς αντίδραση. Οι Εβραίοι τους έδωσαν ενεργό βοήθεια, χρησιμεύοντες ως οδηγοί των. Μόνο στις δύο μεγάλες πόλεις της Παλαιστίνης, την Καισάρεια και την Ιερουσαλήμ, υπήρξε οργανωμένη αντίσταση και στα φρούρια της Πέλλας και του Δάρα στα περσικά σύνορα. Στην Ιερουσαλήμ, όταν έμαθε την είδηση του Γιαρμούκ, ο Σωφρόνιος επισκεύασε τα τείχη της πόλεως. Κατόπιν, ακούγοντας ότι ο εχθρός έφθασε στην Ιεριχώ, συγκέντρωσε όλα τα ιερά λείψανα του Χριστού και τα έστειλε την νύχτα στην ακτή για να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη. Δεν θα έπρεπε να πέσουν και πάλι στα χέρια των απίστων. Η Ιερουσαλήμ κράτησε σε μια πολιορκία πάνω από ένα χρόνο. Η Καισάρεια και το Δάρα κράτησαν ως το 63. Αλλά τότε πια ήσαν μεμονωμένες προφυλακές. Η μητρόπολη της Ανατολής, η Αντιόχεια, είχε πέσει έναν χρόνο πρωτύτερα, και ολόκληρη η χώρα, από τον ισθμό του Σουέζ ως τα βουνά της Ανατολίας βρισκόταν στα χέρια των μωαμεθανών 19 . Στο μεταξύ είχαν καταστρέψει την αρχαία αντίζηλο της Ρώμης, την Περσία. Η νίκη των στην Καντέσια το 637 τους έδωσε το Ιράκ και μια δεύτερη νίκη τον επόμενο χρόνο στο Νεχαβέντ τους έδωσε το Ιρανικό οροπέδιο. Ο βασιλεύς Γιαζντεγκέρδο ο III, ο τελευταίος από τους Σασσανίδες, διατηρήθηκε ακόμα στο Χορασάν ως το 651. Ως τότε οι Άραβες είχαν φθάσει στα ανατολικά του σύνορα, στον Ώξο και στα βουνά του Αφγανιστάν 20 . Τον Δεκέμβριο του 639, ο Άραβας στρατηγός Αμρ, με τέσσερις χιλιάδες άνδρες, εισέβαλε στην Αίγυπτο. Η διοίκηση της επαρχίας ήταν χαώδης από τότε που είχε τελειώσει η περσική κατοχή και ο τωρινός κυβερνήτης, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύρος ήταν και ασύνετος και διεφθαρμένος. Υπήρξε προσήλυτος από τον νεστοριανισμό και ήταν ο κυριότερος υποστηρικτής των μονοθελητικών δογμάτων του αυτοκράτορα τα οποία ήθελε να επιβάλει δια της βίας στους Κόπτες που αντιδρούσαν. Τόσο μισητή ήταν η διοίκησή του, ώστε ο Αμρ δεν συνάντησε δυσκολία να βρει συμμάχους μεταξύ των υπηκόων του. Στις αρχές του 640, ο Αμρ κατέλαβε το μεγάλο παραμεθόριο φρούριο Πηλούσιο, ύστερ’ από δύο μηνών πολιορκία. Εκεί πήρε ενισχύσεις από τον χαλίφη. Κατόπιν βάδισε κατά της Βαβυλώνας (Παλαιό Κάιρο), όπου είχε συγκεντρωθεί η αυτοκρατορική φρουρά. Μια μάχη στην Ηλιούπολη τον Αύγουστο του 640, ανάγκασε τους Ρωμαίους ν’ αποσυρθούν στο φρούριο της Βαβυλωνίας, το οποίο κράτησε ως τον Απρίλιο του 641. Στο μεταξύ οι Άραβες κατέλαβαν την Άνω Αίγυπτο. Μετά την πτώση της Βαβυλώνας, ο Αμρ βάδισε δια μέσου της Φαγούμ, της οποίας ο διοικητής και η φρουρά έφυγαν μπροστά του, στην Αλεξάνδρεια. Ο Κύρος είχε ήδη ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη κατόπιν της δικαιολογημένης υποψίας ότι είχε έρθει σε προδοτική συμφωνία με τον Αμρ. Αλλά ο Ηράκλειος πέθανε τον Φεβρουάριο, και η χήρα του, η αντι-βασίλισσα-αυτοκράτειρα Μαρτίνα ήταν πολύ ανασφαλής η ίδια στην Κωνσταντινούπολη, ώστε να υπερασπίσει την Αίγυπτο. Έστειλαν πάλι τον Κύρο στην Αίγυπτο να συμφωνήσει ό,τι όρους θα μπορούσε. Τον Νοέμβριο πήγε στον Αμρ στην Βαβυλώνα και υπέγραψε την συνθηκολόγηση της Αλεξάνδρειας. Αλλά στο μεταξύ η Μαρτίνα είχε πέσει και η νέα κυβέρνηση απέπεμψε τον Κύρο και ακύρωσε τη συνθήκη του. Ο Αμρ είχε ήδη παραβεί την συνθήκη από την δική του πλευρά, εισβάλλοντας στην Πεντάπολη και στην Τριπολίτιδα. Ωστόσο, φαινόταν αδύνατο να διατηρηθεί η Αλεξάνδρεια με το υπόλοιπο της Αιγύπτου τώρα στα χέρια των Αράβων. Η πόλη συνθηκολόγησε τον Νοέμβριο του 642. Όμως κάθε ελπίδα δεν είχε χαθεί. Το 644 έφθασαν ειδήσεις για την δυσμένεια του Αμρ και την ανάκλησή του στη Μεδίνα. Ένας νέος στρατός ήρθε δια θαλάσσης από την Κωνσταντινούπολη, ο οποίος ανακατέλαβε με ευκολία την Αλεξάνδρεια, στις αρχές του 645, και κατόπιν βάδισε κατά της Φοστάτ, της πρωτεύουσας που ο Αμρ είχε ιδρύσει κοντά στην Βαβυλώνα. Ο Αμρ επέστρεψε στην Αίγυπτο και νίκησε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις κοντά στην Φοστάτ. Ο στρατηγός των, ο Αρμένιος Μανουήλ, υποχώρησε στην Αλεξάνδρεια. Απογοητευμένος από την απόλυτη αδιαφορία του Χριστιανικού πληθυσμού προς την απόπειρά του ν’ ανακτήσει τη χώρα για την Χριστιανοσύνη, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να υπερασπίσει την πόλη, αλλά ξαναμπήκε στο πλοίο για την Κωνσταντινούπολη. Ο κόπτης πατριάρχης Βενιαμίν, ξανάδωσε την Αλεξάνδρεια στα χέρια του Αμρ. Η Αίγυπτος χάθηκε για πάντα. Το έτος 700 η ρωμαϊκή Αφρική είχε περιέλθει στα χέρια των Αράβων. Έντεκα χρόνια αργότερα κατέλαβαν την Ισπανία. Το έτος 717 η αυτοκρατορία τους απλωνόταν από τα Πυρηναία ως την κεντρική Ινδία και οι πολεμιστές τους σφυροκοπούσαν τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως.
Πηγή: Στήβεν Ράνσιμαν (Steven Runciman). Ιστορία των Σταυροφοριών. Εκδόσεις. ΔΕΚ. Γενικού Επιτελείου Στρατού. Μετάφραση από τα Αγγλικά: Νικ. Κ. Παπαρρόδος. Αθήνα, 1977.