Φωτεινή (Φώτω) Κατσάνου (1922 – 2024)
Η μυλωνού της Κατοχής πέρασε στην αιωνιότητα…
Λατρεμένη μου θεια-Φώτω,
Αν και με συμβούλευες να μη στενοχωριέμαι όταν θα πεθάνεις, ήξερα ότι δεν είναι εύκολο να τηρήσω την προτροπή σου.
Τα τελευταία χρόνια όταν σε αποχαιρετούσα, μου έλεγες «Βασίλη μ’, δε θα με ματαϊδείς…», όμως πάντα υπήρχε η επόμενη φορά που με τεράστια χαρά θα σε αγκάλιαζα, θα σε φιλούσα και θα μιλούσαμε με τις ώρες.
Αυτή τη φορά, η πρόβλεψή σου ήταν σωστή, το διαισθάνθηκα κι εγώ. Γι’ αυτό και σε φίλησα στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά και στο μέτωπο…
Έζησες μια ζωή που θα αντιστοιχούσε σε ζωές πολλών σημερινών ανθρώπων. Τη φτώχεια τη βίωσες ήδη από τη φτωχική σαρμανίτσα (παιδική κούνια). Αλλά και τις κάθε είδους δοκιμασίες τις γεύθηκες από τις πρώτες μέρες της γέννησής σου.
Νεογέννητη το μακρινό 1922, ήσουν φιλάσθενη και λιποβαρής. Σε τύλιξαν σε μια τουλούπα μαλλί, σαν ένα είδος υποτυπώδους θερμοκοιτίδας, για να ζεσταθείς. Και επειδή το μέλλον σου διαγραφόταν δυσοίωνο ακόμη και για την ίδια την επιβίωσή σου, σε βάπτισαν τις πρώτες μέρες της ζωής σου, «για να μην πας αβάπτιστη»…
Όμως ο Θεός είχε άλλα σχέδια για εσένα. Παρά τις αδιανόητες δυσκολίες και τη γενικευμένη φτώχεια, όχι μόνο ξεπέρασες τον κίνδυνο της βρεφικής θνησιμότητας, αλλά ενηλικιώθηκες.
Αλλά τη χρονιά που τυπικά έμπαινες στην ενήλικη ζωή, στα 18 σου χρόνια, ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος! Η Κατοχή ήρθε για να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τη ζωή όλων των ανθρώπων. Η πείνα γενικεύθηκε, στοιχειώδη αγαθά όπως το αλεύρι αποτελούσαν πλέον πολυτέλεια, ενώ κανείς δεν μπορούσε να καλλιεργήσει τα χωράφια, αφού πλέον όλοι είχαν κρυφτεί «εν όρεσι, σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης».
Επειδή ήσουν η μεγαλύτερη από τα αδέρφια σου, εκτός από το να τα προσέχεις, αλλά και να κάνεις τις πιο σκληρές αγροτικές εργασίες απ’ τ’ άγρια χαράματα μέχρι αργά το βράδυ, σ’ εσένα έτυχε το καθήκον να δουλεύεις στον οικογενειακό νερόμυλο, καθώς ο συνονόματός μου παππούς είχε πολλές άλλες υποχρεώσεις με τα χωράφια και το κοπάδι. Στα πέτρινα εκείνα χρόνια, δεν άλεσες μόνο σιτάρι και καλαμπόκι (δυσεύρετα ούτως ή άλλως), αλλά και υποκατάστατα τροφών, όπως γκόρτσα (άγρια αχλάδια), βρώμη, βρίζα (σίκαλη)…
«Αυτό το ψωμί δεν είχε δύναμη, σου κόβονταν τα ποδάρια…», μου είχες πει όταν μου εξιστορούσες τη φρίκη της πείνας εκείνης της απάνθρωπης εποχής και τα λεγόμενά σου αποτέλεσαν το πολύτιμο υλικό για το άρθρο «Το πικρό αλεύρι της Κατοχής».
Αντιμετώπισες με σθένος τις κακουχίες, αγωνίστηκες με τη γενναιότητα της Ηπειρώτισσας, αλλά και της Ελληνίδας του παλιού καιρού. «Δεν υπήρχε δουλειά που δεν την έκανα! Μόνο στη… μυλόπετρα δεν μπήκα για να αλεστώ κι εγώ!», μου είπες, και η εκφραστικότητα της διατύπωσης με έχει σημαδέψει και θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα μου.
Σε ρώτησα αν έπαιρνες αμοιβή από αυτούς που σου έφερναν κάποια υποτυπώδη πρώτη ύλη για να την αλέσεις και να κάνεις αλεύρι. Η απάντησή σου ήταν κατηγορηματική: «Όχι! Δραχμή δε μάλαξα (άγγιξα)! Σάμπως ποιος είχε τότε λεπτά να σ’ δώκει… Αλλά ούτε και ξαγάρι έπαιρνα (ποσότητα από το αλεσμένο αλεύρι, ως είδος αμοιβής προς τον μυλωνά). Όλοι στο ίδιο καζάνι έβραζαμαν τότε… Αλλά ο ένας βόηθαγε τον άλλο, να βγούμε πέρα…».
Ο τόπος μας απελευθερώθηκε από τους κατακτητές, όμως στη συνέχεια η χώρα έζησε τη μάστιγα του Εμφυλίου. Ο αδελφοκτόνος πόλεμος έπληξε με ιδιαίτερη σφοδρότητα και την Ήπειρο. Οι κάτοικοι των χωριών αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν και να ζουν σαν τα αγρίμια μέσα στον λόγκο, καλλιεργούσαν κρυφά κάποιες μικροεκτάσεις, αλλά ακόμη κι αυτές οι υποτυπώδεις καλλιέργειες δεν ανήκαν στους εξαθλιωμένους χωρικούς, αλλά πρωτίστως στους αντάρτες, οι οποίοι με τη βία απαιτούσαν ποσότητες τροφίμων και άλλες προμήθειες για να συντηρήσουν τις ένοπλες ομάδες τους.
Και πάλι εσύ, θεια-Φώτω, αγωνίστηκες με νύχια και με δόντια, έκανες τα χέρια τσαπιά, για να καλλιεργηθούν κάποια «πετσούρια» (ελάχιστες εκτάσεις), ώστε να εξασφαλισθεί ο άρτος ο επιούσιος. Όπως πολλοί συνέλληνες, έζησες την πείνα και την εξαθλίωση, αλλά και τον φόβο για το τι θα συμβεί όχι απλώς την επόμενη μέρα, αλλά κυριολεκτικά το επόμενο λεπτό της ζωής σου… Ο φόβος ήταν φωλιασμένος στην καρδιά σας, αλλά και η αγωνιστικότητά σας να τα καταφέρετε, η αγωνία να βγείτε στο φως…
Αφού τελείωσε και ο εμφύλιος σπαραγμός, η Ελλάδα άρχισε σιγά σιγά να βγαίνει από τις στάχτες και να ορθοποδεί. Όμως οι συνθήκες εξακολουθούσαν να είναι αδιανόητα δύσκολες, αφού τα πάντα είχαν ρημάξει. Η δουλειά και πάλι σκληρή, απ’ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ! Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, χωρίς τις ανέσεις που όλοι εμείς σήμερα θεωρούμε αυτονόητες. «Όλα με το κουμπί γένονται σήμερα… και φχαριστημό δεν έχει κανένας!», συνήθιζες να λες, και πολύ σωστά, αφού σήμερα οι περισσότεροι έχουν χιλιάδες λόγους για να μεμψιμοιρούν, χωρίς να σκέφτονται τι πέρασαν οι πρόγονοί μας.
Με τον μπαρμπα-Σωτήρη δημιουργήσατε μια όμορφη οικογένεια προκομμένων και εργατικών παιδιών. Ειδικά εσύ αξιώθηκες να δεις «μεγάλα και τρανά» εγγόνια, αλλά και δισέγγονα. Όλοι σε καμαρώναμε, ήσουν το τιμώμενο πρόσωπο όποτε ανταμώναμε όλοι μαζί.
Αλλά κι αν καμιά φορά εμείς παρεκτρεπόμασταν συζητώντας θέματα της επικαιρότητας, έλεγες μ’ εκείνο το φοβερό χιούμορ σου: «Δεν καταλαβαίνω τι κουβεντιάζετε τώρα… Εγώ κάθομαι… σαν τον κουφό στο γάμο!» (παροιμιώδης φράση για όποιον δεν καταλαβαίνει αυτά που γίνονται δίπλα του).
Στην καρδιά σου δεν υπήρχε θέση για καμία κακία. Μόνο αγάπη ξεχείλιζε από μέσα σου, τόσο για την οικογένειά σου, όσο και για τον υπόλοιπο κόσμο. Θυμάμαι που μου έλεγες για την απόφασή σου να μην ξανανοίξεις την τηλεόραση, επειδή δεν άντεχες να βλέπεις καθημερινά τη δυστυχία και την εξαθλίωση των συνανθρώπων μας. Με ρωτούσες «Γιατί χάλασε έτσι ο κόσμος σήμερα; Γιατί θέλει ο ένας να φάει τον άλλον;». Δυστυχώς τα βασανιστικά αυτά ερωτήματα παραμένουν για όλους μας αναπάντητα.
Αισθάνομαι διά βίου ευγνωμοσύνη για τις υπέροχες αφηγήσεις σου, που τις έχω αποθησαυρίσει σαν πολύτιμο φυλαχτό.
Ήσουν υποδειγματικά σεμνή. Θυμάμαι την αντίδρασή σου όταν έβγαλα το πρώτο βιβλίο μου και είδες τη φωτογραφία σου μέσα σ’ αυτό. «Ωχ, Βασίλη μ’… Κι εγώ σουργούνι (ρεζίλι) θα γένω, αλλά κι εσένα το βιβλίο σου πάει χαμένο! Τι αξία έχω εγώ για να με βάλεις στο βιβλίο; Εγώ δεν ξέρω ούτε τ’ν υπογραφή μ’ να βάλω…». Αλλά όταν σου εξήγησα περί τίνος πρόκειται, χάρηκες πάρα πολύ και το πρόσωπό σου φωτίστηκε.
Πώς να ξεχάσω τις πολύωρες συζητήσεις μας στον παχύ ίσκιο των δέντρων έξω απ’ το μοναστήρι; Συζητούσαμε κι εγώ έγραφα. Κι εσύ έλεγες: «Θα σ’ πω και κάτι άλλο… αλλά μ’ φαίνεται αυτό τό ’γραψαμαν»! Θεωρούσα ιερή τη χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου που χρησιμοποιούσες. Δεν ήξερες γράμματα, αλλά δίδασκες με τα λεγόμενά σου, σε άκουγα σαν να ήμουν μαθητής πρώτης δημοτικού. Ποιος μπορούσε καλύτερα από σένα να διδάξει με τη ζωή του τις έννοιες της αγωνιστικότητας, της αξιοπρέπειας, της εργατικότητας, της αλληλεγγύης…
Η σχέση σου με τον Θεό και την Παναγία είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, αφού ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σου. Κάθε μέρα πήγαινες στο μοναστήρι, στη Μονή Γενεσίου Θεοτόκου Μελατών, για να ανοίξεις τον ναό, να τον σκουπίσεις, να περιποιηθείς και να ποτίσεις τα λουλούδια του περίβολου. Και κάθε φορά που σε έβλεπα να χαϊδεύεις με τρυφερότητα τα τριαντάφυλλα ή να στέκεσαι με σεβασμό κάτω από την τοιχογραφία της Παναγίας στην μεγαλοπρεπή είσοδο του μοναστηριού, στο μυαλό μου ερχόταν η εικόνα της εισόδου σου στον Παράδεισο όταν θα σε καλούσε κοντά Του ο Μεγαλοδύναμος.
Έδειξες γνήσια υπακοή στο θείο θέλημα ακόμη και με την απώλεια του γιου σου, χωρίς να γογγύσεις για τον θάνατό του.
Αλλά και στη δοκιμασία της υγείας που αντιμετώπισες το καλοκαίρι στάθηκες βράχος, σε σημείο που να προκαλέσεις τον θαυμασμό γιατρών και νοσηλευτών.
Έβλεπες όμως τις δυνάμεις να σε εγκαταλείπουν και ήθελες έναν αξιοπρεπή θάνατο. «Έζησα εγώ… Εσείς οι νιότεροι να ζήσετε, να πάρετε τα χρόνια μ’ και να τα διπλώσετε (διπλασιάσετε)! Δε θέλω φάρμακα! Θέλω να πεθάνω στα ποδάρια μ’! Να μην πέσω καταή! Να μην τυραγνιστώ, αλλά και να μην τυραγνίσω κανέναν! Θέλω να πάω… περπατώντας στον τάφο μου!», μου είπες την τελευταία φορά που σε είδα, πριν από λίγες μέρες, και τα μάτια σου έλαμψαν! Αλλά και τα δικά μου έλαμψαν από τα δάκρυα βλέποντας το τέλος να πλησιάζει…
«Και μου ’φερες και πολλές καραμέλες ούζο! Αν πεθάνω, να τις φάτε εσείς… Και να μη στενοχωρεύεστε…», μου είπες.
«Βασίλη μ’, κάθε φορά πο’ ’ρθεσαι να με ιδείς, έρθεται η Λαμπρή! Τέτοια χαρά έχω…», μου έλεγες μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο κάθε φορά που με έβλεπες.
Πολυαγαπημένη μου θείτσα Φώτω, κινούμενος στο πνεύμα αυτής της εορτής, σε ξεπροβοδίζω στην αιωνιότητα με βαθύτατη συγκίνηση, αλλά και με τη χαρά και τη βεβαιότητα της κοινής ανάστασης!
Ο Θεός και η Παναγία σε περιμένουν με ανοιχτή αγκαλιά!
Θα ζεις για πάντα στην καρδιά και στο μυαλό μας, το δε αποτύπωμά σου θα μείνει ανεξίτηλο και ολοφώτεινο!
Κατά τον λόγο του Ψαλμωδού:
«Έγινες σαν το δέντρο το φυτεμένο
εκεί που τρέχουν τα νερά,
που δίνει τους καρπούς του στον καιρό του
και το φύλλωμά του δεν μαραίνεται ποτέ».
Αιωνία η μνήμη σου!
Βασίλης Μαλισιόβας
*Η θεία μου (αδελφή της μητέρας μου) Φωτεινή (Φώτω) Κατσάνου ήταν πρωτότοκη κόρη του Βασίλη και της Ανθής Σαλαμούρα. Γεννήθηκε το 1922 στο Πλατανόρεμα (παραποτάμιος οικισμός του χωριού Μαρκινιάδα Άρτας, τώρα καταβυθισμένος στην τεχνητή λίμνη Πουρναρίου-Αράχθου). Ήταν απολύτως αυτοεξυπηρετούμενη και με πνευματική διαύγεια μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής της. Το τέλος της ήταν ειρηνικό και οσιακό.
(Δύο άρθρα με πρωταγωνίστρια την αείμνηστη θεια-Φώτω)
https://www.mixanitouxronou.gr/to-quot-pikro-aleyri-quot-tis-katochis-mia-97chroni-mylonoy-thymatai/
https://maxitisartas.gr/single_page.php?catid=&id=29024