Τα φιλοσοφικά θεμέλια του woke – Η French Theory
Ζυλ Ντελέζ -Ζακ Ντεριντά – Μισέλ Φουκώ
Απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιώργου Καραμπελιά στο βιβλίο, Η Φιλοσοφία του woke
O Γάλλος φιλόσοφος Danny Robert Dufour διερευνά τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισε η French Theory στη διαμόρφωση του νέου φιλοσοφικού και ιδεολογικού τοπίου της Δύσης. Τρεις Γάλλοι φιλόσοφοι, οι Φουκώ, Ντεριντά και Ντελέζ, μαζί με μια πληθώρα ομοϊδεατών τους, Γάλλων, Ιταλών, Βρετανών, Γερμανών, θα διαμορφώσουν τη νέα βουλγκάτα της αποδόμησης και του μεταμοντερνισμού κατά τη δεκαετία του 1960. Oι θεωρήσεις αυτές έγιναν αποδεκτές στις Ηνωμένες Πολιτείες και, στη συνέχεια, αναδιαμορφώθηκαν υπό το όνομα French Theory (Γαλλική Θεωρία) από τους Αμερικανούς θεωρητικούς, οι οποίοι, όχι μόνο θα την ενστερνιστούν, αλλά θα την μεταβάλουν σε εφαρμοσμένη φιλοσοφία και παγκόσμια κουλτούρα.
Ο Ζακ Ντεριντά θα καταδυθεί στα έγκατα της δυτικής μεταφυσικής, για να απονομιμοποιήσει τον Νόμο και την ίδια την έννοια του νόμου και θα τον αντικαταστήσει με την αρχή της απροσδιοριστίας, και, μέσα από την ριζοσπαστική κριτική των θεμελίων του παλαιού πατριαρχικού και αυταρχικού καπιταλισμού, θα οδηγήσει ουσιαστικά στην ολοκληρωτική ανανέωσή του, καθώς περνάμε στην περίοδο του επιτρεπτικού και καταναλωτικού καπιταλισμού. Ο Ζυλ Ντελέζ, στην αντιπαράθεσή του με τον «πατριαρχικό» καπιταλισμό, θα ανοίξει τον δρόμο για τις ταυτοτικές μειονότητες και θα ορίσει το υποκείμενο ως «αγέλη» («κάθε άτομο αποτελεί μια συλλογικότητα, κάθε άτομο αποτελεί μια αγέλη[1]»). Τέλος, ο Μισέλ Φουκώ, προχωρώντας περισσότερο, πολιτικά, όχι μόνο θα δει την εξουσία ως μια διάχυτη ιδεολογία, φορείς της οποίας είναι όλοι οι άνθρωποι, αλλά θα καταλήξει να δει στον νεοφιλελευθερισμό την απάντηση στην κοινωνία της πειθάρχησης. Θα μιλήσει για «αυτοκυβέρνηση», για «μέριμνα για τον εαυτό», για «πολιτική του υποκειμένου».
Έτσι, ενώ, το 1968, οι επαναστατικές φοιτητικές ομάδες θα θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία, είκοσι χρόνια αργότερα και με την κυριαρχία των αποδομητών φιλοσόφων, η κοινωνία θα έχει εξαφανιστεί –θεωρητικά– και το μόνο που θα έχει απομείνει θα είναι τα άτομα ή οι ταυτοτικές μειονοτικές ομάδες.
Σύμφωνα με τον Ντεριντά, θα πρέπει να καταστραφούν οι κλασικές διχοτομίες ψυχή/σώμα, ίδιος/άλλος, καλό/κακό, σημαίνον/σημαινόμενο, παρουσία/απουσία, νοητό/αισθητό, αρσενικό/θηλυκό, φύση/πολιτισμός, υποκείμενο/αντικείμενο, αισθητό/νοητό, παρελθόν/παρόν, ανθρωπικότητα/ζωικότητα, άνδρας/γυναίκα, διχοτομίες στις οποίες ο πρώτος όρος υπερτερούσε του δευτέρου, με μια νέα θεμελιώδη ρευστότητα όπου ο λόγος θα παύσει να υπερτερεί έναντι του πάθους, η ανθρωπικότητα έναντι της ζωικότητας, το αυτό έναντι του άλλου και, εν τέλει, να καταργηθούν αυτές οι ίδιες οι διχοτομίες. Να εγκαταλειφθούν οι έννοιες που παραπέμπουν στη διχοτομική σκέψη για να γεννηθεί μια μη αξιωματική σκέψη, διαφορετική από τον ίδιο τον εαυτό της και η αναζήτηση του νοήματος να μη μπορεί να αγκιστρωθεί σε κανένα σημαινόμενο. Όπως θα τονίσει ο ίδιος: «Προσπάθησα να περιγράψω και να εξηγήσω πώς η γραφή περιλαμβάνει μέσα της δομικά («μετράει-αφαιρεί») τη διαδικασία της ακύρωσής της[2]».
Κομβική στο έργο του Μισέλ Φουκώ είναι η έννοια της βιοεξουσίας – δηλαδή η εξουσία των επιστημονικών (βιολογικών) αφηγήσεων. Αυτές απέκτησαν κοινωνική νομιμοποίηση ως «αλήθεια» και στη συνέχεια διείσδυσαν σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Και αν, στη μαρξιστική σκέψη, η εξουσία μοιάζει με ένα εξωτερικό βάρος που πιέζει το προλεταριάτο, για τον Φουκώ, η εξουσία λειτουργεί περισσότερο σαν ένα πλέγμα που διαπερνά όλα τα στρώματα της κοινωνίας και του οποίου, συνειδητά ή ασυνείδητα, φορείς είναι όλοι οι άνθρωποι.
Για τον Ντελέζ, στον αντίποδα του καντιανού κριτικού υποκειμένου, ο πραγματικός επαναστάτης είναι ο σχιζοφρενής, όχι ο προλετάριος. Πρόκειται για μια νέα μορφή υποκειμενοποίησης που απορρίπτει, όπως και στον Ντεριντά, όλες τις μεγάλες διχοτομίες που κάποτε αποτελούσαν τη βάση της ταυτότητας: ούτε άνδρας ούτε γυναίκα, ούτε γιος ούτε πατέρας, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο, αλλά ένα απροσδιόριστο, πολλαπλό γίγνεσθαι (μια «αγέλη»). Και από το σχιζοειδές γίγνεσθαι θα καταλήξει στο μειονοτικό γίγνεσθαι, στη μειονότητα που ο καθένας έχει επιλέξει για τον εαυτό του. Η καντιανή έννοια της πλειοψηφίας θα αντικατασταθεί από έναν άπειρο αριθμό μειονοτήτων.
Πρόκειται για μια αιφνίδια αλλαγή πεδίου, καθώς περνάμε πλέον σε ταυτοτικές ουσιοκρατικές ομάδες, η κάθε μία οχυρωμένη πίσω από το δικό της λάβαρο: «Είμαι μαύρος», «Είμαι μουσουλμάνος», «Είμαι εβραίος», «Είμαι χορτοφάγος», «Είμαι γυναίκα», «Είμαι γκέι» ή «Είμαι τρανς»… Και, ως άμεσο αποτέλεσμα, οι «φτωχοί λευκοί» που στηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ ή την Μαρίν Λεπέν θα υποστηρίζουν ότι έχουν γίνει περισσότερο μειονότητα από τις μειονότητες.
Η πανουργία της ιστορίας θα χρησιμοποιήσει το κίνημα του 1968 για να βάλει σε δεύτερη μοίρα τις ταξικές ανισότητες και να στρέψει την προσοχή σε ανισότητες που δεν διασταυρώνονται με τις ταξικές καθώς προκύπτουν από τον αποικισμό, το βιολογικό ή το κοινωνικό φύλο, το χρώμα του δέρματος. «Με ποσοστώσεις για τις γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους, τους μαύρους και σύντομα τους τρανς, τους μη δυαδικούς, τους χορτοφάγους – και, γιατί όχι, τους ξανθούς, τους καστανούς, τους κοκκινομάλληδες, τους λιπόσαρκους, τους παχύσαρκους, τους μύωπες, τους πρεσβύωπες, τους τριχωτούς, τους φαλακρούς, τους ανθρώπους με ένα πόδι ή με κανένα…», θα γράψει ο Ντυφούρ.
Ο Nτελέζ θα συνδέσει μάλιστα αυτή τη νέα υποκειμενικότητα με τον «επαναστατικό δρόμο» που συνιστά η επιτάχυνση των μηχανισμών της αγοράς(!): «Δεν πρέπει να αποσυρθούμε από τη διαδικασία (της αγοράς), αλλά να προχωρήσουμε παραπέρα, να “επιταχύνουμε τη διαδικασία”»[3]. Ακριβώς όπως ο Νέγκρι και ο Χαρντ, στην Αυτοκρατορία –ως συνεπείς ντελεζιανοί και αποδομιστές–, θα υπερθεματίζουν στην εγκαθίδρυση της Αυτοκρατορίας έτσι ώστε ο νομαδικός κοινωνικός εργάτης να την ξεπεράσει από τα αριστερά. Στην πραγματικότητα θα συμβεί το αντίστροφο από αυτό που υποστήριζε ο Ντελέζ ή ο Νέγκρι – είναι ο καπιταλισμός που θα γίνει αποδομητικός. Όπως το είχε προβλέψει ο Μισέλ Φουκώ: «Μια μέρα, ίσως … ο αιώνας θα γίνει ντελεζιανός»[4].
Άλλωστε, ο Φουκώ –ίσως και ο Ντεριντά– είχε μάλλον συνείδηση για τον νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των προτάσεων του της τελευταίας περιόδου: «…ο φιλελευθερισμός έχει ανάγκη από ουτοπίες. Είναι στο χέρι μας να δημιουργήσουμε φιλελεύθερες ουτοπίες, να σκεφτούμε με τον τρόπο του φιλελευθερισμού»[5].
[1] Gilles Deleuze-Félix Guattari, L’anti-Œdipe. Capitalisme et schizophrénie, Παρίσι, Minuit 1972, σ. 212 [Ελλ. έκδοση, Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια, ο Αντι-Οιδίπους, εκδ. Ράππα, 1981, 2η έκδ., Πλέθρον, 2016.]
[2] Jacques Derrida, Positions, Παρίσι, Minuit, 1972, σ. 92.
[3] Gilles Deleuze et Félix Guattari, L’anti-Œdipe. Capitalisme et schizophrénie, ό.π., σ. 285.
[4] Michel Foucault, «Theatrum philosophosophicum», στο Dits et écrits, τ. II, Gallimard, Παρίσι 1994, σ. 76.
[5] Michel Foucault, Naissance de la biopolitique, ό.π., σ. 225.
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/259119