Ο Αριστοτέλης και το ζήτημα του ήχου
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Με τον ίδιο τρόπο που το χρώμα εμφανίζεται ως εντελέχεια του φωτός μέσω του διαφανούς μεταδίδεται και ο ήχος μέσω του αέρα: «Η ίδια θεωρία […] ισχύει και για τον ήχο και για την οσμή» (419a 29-30). Για να συμπληρωθεί: «Το ενδιάμεσο των ήχων είναι ο αέρας· της οσμής, όμως, δεν έχει όνομα» (419a 35-36).
Εμβαθύνοντας περισσότερο στο ζήτημα του ήχου και της ακοής ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Ο ήχος έχει δύο σημασίες· αφού υπάρχει ήχος σε εντελέχεια και ήχος σε δυνατότητα· γιατί κάποια σώματα λέμε ότι δεν έχουν ήχο, όπως το σφουγγάρι και το μαλλί, ενώ άλλα πως έχουν, όπως ο χαλκός και όσα σώματα είναι στερεά και λεία, επειδή μπορούν να ηχήσουν» (419b 5-8).
Το πρώτο δεδομένο που προκύπτει είναι ότι δεν μπορούν να παράξουν ήχο όλα τα αντικείμενα. Το σφουγγάρι και το μαλλί αδυνατούν σε αντίθεση με το χαλκό που έχει αυτή τη δυνατότητα. Τα χαρακτηριστικά που καθιστούν το χαλκό ικανό να βγάλει ήχο έχουν να κάνουν με την ίδια τη δομική του υπόσταση, αφού πρόκειται για σώμα στερεό και λείο. Με άλλα λόγια, ο ήχος δεν αφορά όλα τα πράγματα αλλά μόνο αυτά που από τη σύσταση και τη μορφή τους είναι σε θέση να τον γεννήσουν.
Και φυσικά, οι έννοιες δυνάμει και ενεργεία καταδεικνύουν για μια ακόμη φορά τη διαφοροποίηση ανάμεσα στη δυνατότητα και την πραγμάτωση. Γιατί ο χαλκός δεν παράγει ήχο συνέχεια παρά μόνο όταν το επιτρέψει η συνθήκη που γεννά τον ήχο: «και αυτό σημαίνει ότι μπορούν στο ενδιάμεσο του σώματος και του οργάνου της ακοής, να παραγάγουν ήχο σε εντελέχεια. Πάντα, όμως, ο ήχος σε εντελέχεια παράγεται από ένα πράγμα σε σχέση με κάποιο άλλο και μέσα σε κάποιο άλλο· γιατί αυτό που παράγει τον ήχο είναι ένα χτύπημα» (419b 8-11).
Το χτύπημα είναι η γενεσιουργός αιτία του ήχου. Ο χαλκός είναι το σώμα που θα επιτρέψει την παραγωγή του. Ο χαλκός εμπεριέχει διαρκώς τη δυνατότητα του ήχου που θα γίνει ενεργεία με τη συνδρομή του χτυπήματος, σε αντίθεση με το μαλλί που δεν έχει αυτή τη δυνατότητα, ακόμη κι αν το χτυπήσει κανείς με όλη του τη δύναμη: «Γι’ αυτό και είναι αδύνατο, όταν υπάρχει ένα πράγμα, να παραχθεί ήχος· γιατί άλλο είναι εκείνο που χτυπά και άλλο αυτό που δέχεται το χτύπημα· επομένως, το πράγμα που αντηχεί, αντηχεί σε σχέση με κάποιο άλλο» (419b 11-13).
Όμως, η διαπίστωση ότι ο ήχος δεν μπορεί παρά να δημιουργηθεί με τη δράση δύο σωμάτων αναγκαστικά τον τοποθετεί στα ζητήματα της κίνησης: «Το χτύπημα, όμως, δεν προκαλείται χωρίς κίνηση στο χώρο» (419b 13-14). Αν δεν υπάρξει κίνηση του ενός, έστω, σώματος, δεν μπορεί να υπάρξει χτύπημα και αν δεν υπάρχει χτύπημα, δεν υπάρχει ήχος. Από αυτή την άποψη, η κίνηση θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενεργοποίηση των αισθήσεων, αφού και στην περίπτωση της όρασης ο ρόλος της ήταν καθοριστικός.
Από κει και πέρα, πρέπει να ερμηνευτεί ο ρόλος της ύλης και του σχήματος των σωμάτων που με την κίνηση (έστω του ενός) προκαλούν το χτύπημα: «… όπως είπαμε, ο ήχος δεν είναι το χτύπημα οποιωνδήποτε πραγμάτων· γιατί κανέναν ήχο δεν παράγει το μαλλί αν το χτυπήσεις, αλλά ο χαλκός και όσα πράγματα είναι λεία και κοίλα. Ο χαλκός επειδή είναι λείος· ενώ τα κοίλα με την ανάκλαση προκαλούν πολλά χτυπήματα μετά το πρώτο, καθώς ο αέρας που κινήθηκε δεν μπορεί να βγει έξω» (419b14-18).
Το δεδομένο ότι ο αέρας συμβάλλει θετικά στη μετάδοση του ήχου δίνει το ηχητικό προβάδισμα στα κοίλα σώματα που έχουν τη δυνατότητα να εγκλωβίζουν τον αέρα μέσα τους. Όμως, η μέχρι τώρα εντύπωση που έχει δημιουργηθεί σε σχέση με το ρόλο του αέρα για τη μετάβαση του ήχου (όπως το διαφανές για τα χρώματα) δεν είναι απόλυτα ακριβής.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Ακόμη, ο ήχος ακούγεται στον αέρα και στο νερό, αλλά λιγότερο. Υπεύθυνος για τον ήχο, όμως, δεν είναι ο αέρας ούτε το νερό· αλλά πρέπει στερεά σώματα να χτυπήσουν μεταξύ τους και με τον αέρα. Κι αυτό συμβαίνει όταν ο αέρας μετά το χτύπημα μείνει στη θέση του και δε διασκορπιστεί. Γι’ αυτό, αν χτυπηθεί γρήγορα και δυνατά παράγει ήχο· γιατί πρέπει η κίνηση του σώματος που ραπίζει να προλάβει τη διάχυση του αέρα, όπως κάποιος θα χτυπούσε ένα σωρό ή μια στήλη άμμου, που κινείται γρήγορα» (419b 19-26).
Ο αέρας δε λειτουργεί ως ύλη που μεταδίδει τον ήχο, αλλά που τον εγκλωβίζει δίνοντας τη δυνατότητα να τον ακούσουμε. Αν φυσάει, ο ήχος (αριστοτελικά πάντα) γίνεται λιγότερο προσιτός, ακριβώς γιατί η κίνηση του αέρα επιτείνει τη διάχυσή του, ώστε να μην εγκλωβίζεται ο ήχος μέσα του. Κι αυτός είναι και ο λόγος που ο ήχος κάθε χτυπήματος διαρκεί λίγο, αφού για την ακρίβεια διαρκεί όσο είναι εγκλωβισμένος από τον αέρα. Όταν ο αέρας σκορπίζει, τότε και ο ήχος χάνεται. Θα έλεγε κανείς ότι, αν ήταν δυνατό να εγκλωβιστεί επ’ άπειρο ο αέρας σε ένα χώρο, τότε και ο ήχος θα διαρκούσε επ’ άπειρο.
Μια τέτοια τοποθέτηση, όμως, δεν μπορεί παρά να φέρει στην επιφάνεια τον τρόπο που λειτουργεί η ηχώ. Αν ο ήχος αφορά μόνο τον εγκλωβισμένο αέρα, τότε πώς μπορεί να εξηγηθεί η ηχώ, που αφορά την αντανάκλαση του ήχου σε μεγάλα διαστήματα τόπου, όπου ο αέρας σίγουρα δεν είναι εγκλωβισμένος; «Η ηχώ, τώρα, παράγεται όταν ο αέρας, αφού γίνει ένα σώμα, εξαιτίας του αγγείου που τον περιορίζει και τον εμποδίζει να σκορπίσει, απωθήσει πάλι τον εξωτερικό αέρα, σαν να ήταν σφαίρα» (419b 26-28).
Στην ουσία, η ηχώ ερμηνεύεται και πάλι με τους όρους της κίνησης του αέρα. Η ιδιότητά του να εγκλωβίζεται προσωρινά σε μεγάλα τοπικά διαστήματα και στη συνέχεια να απωθείται από αυτά συνεχίζοντας τη διάχυσή του εξηγεί την ηχώ που δεν είναι τίποτε άλλο από την ηχητική αντανάκλαση αυτών των ιδιοτήτων της κίνησης του αέρα.
Όμως, το ζήτημα δεν σταματά εδώ: «Φαίνεται […] ότι πάντα παράγεται ηχώ αλλά δεν είναι ευδιάκριτη, επειδή στην περίπτωση του ήχου συμβαίνει ό,τι και με το φως· γιατί και το φως αντανακλάται πάντα (αφού αλλιώς δε θα υπήρχε παντού φως, αλλά έξω από την περιοχή που φωτίζει ο ήλιος θα υπήρχε σκοτάδι), αλλά δεν αντανακλάται σαν από νερό ή χαλκό ή και κάποιο άλλο λείο σώμα, ώστε να δημιουργεί σκιά, χαρακτηριστικό με το οποίο ορίζουμε το φως» (419b 29-24).
Με δυο λόγια, όπως το φως διαχέεται στον αέρα φωτίζοντας ακόμη και τα σημεία που δεν τα χτυπά ο ήλιος, έτσι και ο ήχος διαχέεται επιφέροντας την ηχώ. Αυτό, όμως, σε αντίθεση με το φως, δεν είναι πάντα ευδιάκριτο αλλά χρειάζεται και η κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου που θα επιτρέψει στην ηχώ (με τον εγκλωβισμό του αέρα) να γίνει αισθητή. Το ότι η αντανάκλαση του ήχου δεν αφορά ούτε το νερό ούτε άλλο λείο σώμα (χαλκός κ.λπ.) δίνει και τα διαφορετικά αποτελέσματα, καθώς από την αντανάκλαση του ήχου παράγεται η ηχώ ακόμη και σε σημεία που η παραγωγή του δε θα μπορούσε να φτάσει, σε αντίθεση με το φως που στα αντίστοιχα σημεία παράγεται σκιά.
Η αντίληψη αυτή για το ρόλο του αέρα σε σχέση με τον ήχο καθιστά σαφές ότι αποτελεί το αντίστοιχο διαφανές του φωτός, ενώ το σώμα που τον εγκλωβίζει του επιτρέπει να γίνει αισθητός. Το ότι οι περισσότεροι αναφέρουν την παρουσία του αέρα ως κενό δεν αλλάζει την ουσία του συλλογισμού, αφού σε αυτή την περίπτωση απλώς συγχέουν τον αέρα με το κενό: «Το κενό […] σωστά λένε πως είναι υπεύθυνο για την ακοή. Γιατί πιστεύουν ότι ο αέρας είναι κενό και αυτός είναι που κάνει να ακούμε, όταν κινηθεί με συνέχεια και ως ενότητα. Αλλά, επειδή διαλύεται εύκολα, δε θα παράγει κανέναν ήχο, αν το σώμα που δέχτηκε το χτύπημα δεν είναι λείο. Στην αντίθετη περίπτωση, όμως, ο αέρας γίνεται αμέσως ενιαίος, εξαιτίας του επιπέδου· γιατί το επίπεδο του λείου σώματος είναι ενιαίο» (419b 35-36 και 420a 1-3).
Σε τελική ανάλυση, το σώμα που παράγει ήχο είναι εκείνο που επιτρέπει στον αέρα να έχει τις ιδιότητες που θα τον ενεργοποιήσουν. Αυτός είναι και ο λόγος που έχει μεγάλη σημασία το υλικό και το σχήμα του: «Εκείνο το σώμα, λοιπόν, παράγει ήχο που μπορεί να κινήσει μια ενιαία, συνεχή μάζα αέρα, μέχρι το όργανο της ακοής, ενώ με το όργανο της ακοής είναι δεμένος ο αέρας από τη φύση» (420 4-5).
Κι αφού ξεκαθαρίστηκε το ζήτημα του ήχου σε σχέση με την κίνηση του αέρα, αυτό που μένει είναι το αισθητήριο όργανο που τον υποδέχεται και τον κάνει αντιληπτό: «Επειδή […] το όργανο βρίσκεται μέσα στον αέρα, καθώς κινείται ο αέρας έξω, κινείται ο αέρας και μέσα σε αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς το ζώο δεν ακούει με όλα τα μέρη του ούτε ο αέρας μπαίνει μέσα σε όλα· γιατί δεν περιέχει παντού τον αέρα που θα κινηθεί και θα παράγει ήχο. Ο ίδιος ο αέρας, τώρα, δεν παράγει ήχο, γιατί διαλύεται εύκολα· όταν, όμως, εμποδισθεί η διάλυσή του, η κίνησή του γίνεται ήχος. Ο αέρας που βρίσκεται μέσα στα αυτιά είναι κλεισμένος εκεί για να μένει ακίνητος· ώστε να αισθάνεται με ακρίβεια όλες τις διαφορές της κίνησης» (420a 6-12).
Το ότι δεν αναφέρεται καθόλου η φυσιολογία του αυτιού που επιτρέπει στον ήχο να γίνει αισθητός δεν αφορά το ότι δε λαμβάνεται υπόψη από τον Αριστοτέλη, αλλά το ότι δεν σχετίζεται με την παρούσα έρευνα που ερμηνεύει την κίνηση του ήχου κι όχι την καθαυτό αντίληψή του. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης δεν ενδιαφέρεται εδώ να αποδείξει τον τρόπο που λειτουργεί το αυτί, αλλά τον τρόπο που λειτουργεί ο ήχος σχέση με το αυτί. Ο εγκλωβισμός του αέρα στο αυτί αποδεικνύει (κατά τον Αριστοτέλη πάντα) τη συσχέτιση του ήχου με την κίνηση του αέρα, αφού, αν δεν υπήρχε αέρας στο αισθητήριο όργανο του ήχου, θα ήταν αδύνατη η πρόσληψή του. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ακούμε με το στομάχι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οποιοδήποτε μέλος του σώματος έρχεται σε επαφή με τον αέρα (ή έχει τη δυνατότητα να τον εγκλωβίζει) μπορεί να αντιλαμβάνεται τα ηχητικά μηνύματα. Μια τέτοια εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μπορούμε να ακούμε και με το πνευμόνι.
Η φυσιολογία του αυτιού είναι εκείνη που κάνει τον ήχο αισθητό και μέσα στο πλαίσιό της είναι και το σχήμα του που επιτρέπει στον αέρα να εγκλωβίζεται μεταδίδοντας τους ήχους που μεταφέρει: «Γι’ αυτό ακούμε και μέσα στο νερό· επειδή το νερό δεν μπαίνει μέσα στον αέρα, που είναι συμφυής με το αυτί· ούτε, όμως, και στο αυτί μπαίνει εξαιτίας των ελίκων. Κι όταν συμβεί αυτό, δεν ακούμε πια· ούτε, πάλι, αν βλαφθεί η ακουστική μεμβράνη· όπως ακριβώς γίνεται με την όραση, όταν βλαφθεί το δέρμα πάνω από την κόρη του ματιού. Σημάδι όμως, επίσης, για το αν ακούμε ή όχι, είναι το αυτί να αντηχεί διαρκώς όπως το κέρας· γιατί, πάντα, ο αέρας μέσα στα αυτιά κινείται με κάποια δική του κίνηση· αλλά ο ήχος είναι ξένος και δεν ανήκει στο αυτί» (420b 13-20).
Η σαφής αναφορά στη φυσιολογία του αυτιού και ο παραλληλισμός της με εκείνη του ματιού καταδεικνύει, όπως ήταν φυσικό, ότι ο Αριστοτέλης τη λαμβάνει σοβαρά υπόψη. Αυτό, όμως, που προέχει στην παρούσα έρευνα είναι η λειτουργία του αέρα για τη μετάδοση του ήχου. Αυτός είναι ο λόγος που, αν κλείσουμε το αυτί με το χέρι μας, ακούμε διαρκώς το ανεπαίσθητο σφύριγμα του αέρα, όπως όταν ακούμε μέσα σε ένα κοχύλι. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορούμε να ακούσουμε, όταν μέσα στο αυτί μπει νερό.
Όμως, ο ήχος δεν ανήκει στο αυτί: «Και γι’ αυτό υποστηρίζουν ότι ακούμε χάρη στο κενό και στο αντικείμενο που ηχεί· επειδή ακούμε χάρη στο όργανο που έχει μια ορισμένη ποσότητα αέρα. Ποιο από τα δύο ηχεί όμως· αυτό που το χτυπούμε ή εκείνο που χτυπά; Ή και τα δύο αλλά με άλλο τρόπο· γιατί ο ήχος είναι κίνηση εκείνου που μπορεί να κινηθεί με τον τρόπο, ακριβώς, που κινούνται τα πράγματα που αναπηδούν από τα λεία σώματα, όταν κάποιος τα χτυπήσει πάνω τους» (420a 20-25).
Οι διαφορές στην οξύτητα του ήχου στην ουσία δεν είναι τίποτε άλλο από τις διαφορές των υλικών που τους παράγουν, δηλαδή από τον τρόπο που κάνουν τον αέρα να συγκεντρώνεται και να σείεται γύρω τους: «… οι διαφορές των σωμάτων που παράγουν ήχο παρουσιάζονται στον ήχο στην ενεργητικότητά του· γιατί, όπως ακριβώς χωρίς φως δε γίνονται ορατά τα χρώματα, έτσι και χωρίς ήχο δε γίνονται αντιληπτά το οξύ και το βαρύ. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται με μεταφορική σημασία από τα απτά αντικείμενα· γιατί το οξύ κινεί την αίσθηση σε λίγο χρόνο, αλλά διαρκεί πολύ, ενώ το βαρύ σε πολύ χρόνο, αλλά διαρκεί λίγο. Όχι βεβαίως ότι το οξύ είναι γρήγορο, ενώ το βαρύ αργό, αλλά η κίνηση του πρώτου γίνεται τέτοια εξαιτίας της ταχύτητας και του άλλου εξαιτίας της βραδύτητας» (420a 29-35).
Με την ερμηνεία των ηχητικών αποχρώσεων της οξύτητας και της βαρύτητας ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει τα σχετικά με τον ήχο: «Σχετικά, λοιπόν, με τον ήχο αρκούν αυτοί οι προσδιορισμοί» (420b 5). Αυτό που μένει είναι η διερεύνηση του ήχου που παράγει η φωνή.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000.