Ο Αριστοτέλης, η ψυχή ως αρμονία και η τελική απόρριψη της κίνησης της ψυχής
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Συνεχίζοντας τη διερεύνηση των ως τότε απόψεων που διατυπώθηκαν για την ψυχή ο Αριστοτέλης θεωρεί αναγκαίο να σταθεί στο ζήτημα της αρμονίας: «Και κάποια άλλη άποψη, όμως, μας έχει παραδοθεί σχετικά με την ψυχή· […] Κάποιοι, λοιπόν, λένε πως η ψυχή είναι είδος αρμονίας· επειδή η αρμονία είναι κράμα και σύνθεση αντιθέτων, και το σώμα αποτελείται από αντίθετα» (407b 30-35).
Η εκδοχή της ψυχής ως ένα είδος αρμονίας ανάμεσα στις αντιθέσεις του σώματος δε φαίνεται να πείθει τον Αριστοτέλη: «Κι όμως, η αρμονία είναι μια ορισμένη αναλογία ή σύνθεση των πραγμάτων που αναμίχθηκαν, και η ψυχή δεν μπορεί να είναι τίποτε από τα δύο» (407b 35-37). Για να αιτιολογήσει αμέσως: «… ταιριάζει περισσότερο να μιλούμε για αρμονία σε σχέση με την υγεία, και γενικά τις σωματικές αρετές, παρά σε σχέση με την ψυχή. Κι αυτό γίνεται ολοφάνερο, αν κάποιος προσπαθήσει να αποδώσει τα πάθη και τα έργα της ψυχής σε ένα είδος αρμονίας· γιατί είναι δύσκολο να τα συναρμόσει» (408a 1-4).
Τα πάθη της ψυχής, οι εξάρσεις και οι τρικυμίες που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αδύνατο να αποδοθούν ως αρμονία. Η ίδια η διαφορετικότητα των χαρακτήρων καταδεικνύει ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για ένα κοινό θεμέλιο, την αρμονία, αφού μια τέτοια ερμηνεία θα απαιτούσε το πανομοιότυπο της συμπεριφοράς. Το απροσδόκητο της ανθρώπινης δράσης ακυρώνει εξ’ ορισμού μια τέτοια εκδοχή. Η εκρηκτικότητα, το παράλογο, οι συναισθηματικές εντάσεις, οι ίδιες οι αντιφάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς όχι μόνο αντίκεινται σε αυτό που αποδίδεται ως αρμονία, αλλά πολλές φορές φέρνουν στο προσκήνιο το απρόβλεπτο ή και το ακατανόητο των αντιδράσεων που είναι αδύνατο να τεθούν σε ένα γενικό καλούπι ως είδος αρμονίας.
Η ψυχή δεν αποτελεί μια από θέση αρχής ισορροπία. Η ισορροπία της ψυχής πρέπει να κατακτηθεί από τον ίδιο τον άνθρωπο ως ατομική προσπάθεια για την επίτευξη της ευτυχίας. Κι αυτή ακριβώς είναι η κατάκτηση της ηθικής αρετής, η οποία επιβάλλει τη μεσότητα που ορίζεται από τη λογική σε όλες τις πράξεις. Αν η αρμονία της ψυχής ήταν από θέση αρχής δεδομένη, τότε η κατάκτηση της αρετής ως ψυχική ισορροπία θα ματαιωνόταν εννοιολογικά σαν κάτι αυτονόητο.
Όμως, η εκδοχή της αρμονίας θα απορριφτεί και για έναν ακόμη λόγο: «Επιπλέον, όμως, όταν μιλούμε για “αρμονία”, έχουμε υπόψη μας δύο πράγματα· κατά κύριο λόγο τα μεγέθη, και, στην περίπτωση που εκείνα ενέχουν την κίνηση και τη θέση, με αρμονία εννοούμε τη σύνθεσή τους, όταν συναρμόζονται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη δέχονται ανάμεσά τους άλλο στοιχείο, που να ανήκει στο ίδιο γένος· από όπου, με αρμονία εννοούμε και την αναλογία των πραγμάτων που αναμιγνύονται» (408a 5-9).
Αποδεχόμενοι ότι η αρμονία αποτελεί σύνθεση συγκεκριμένων μεγεθών που αναμιγνύονται αποβάλλοντας οτιδήποτε ξένο προς αυτά, προκύπτει ότι και στο ζήτημα της ψυχής πρέπει να καταδειχθούν τα μεγέθη που αναμίχθηκαν. Όμως, η έννοια του μεγέθους έχει πάντα υλική υπόσταση. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να καταδειχθούν τα μέρη του σώματος, ως υλικά μεγέθη, που ενώνονται για να φτιάξουν την ψυχή και κατ’ επέκταση να καθοριστούν και οι αναλογίες.
Για τον Αριστοτέλη, όμως, μια τέτοια διαδικασία στερείται νοήματος: «… η άποψη πως η ψυχή είναι η σύνθεση των μερών του σώματος ανασκευάζεται πολύ εύκολα· γιατί οι συνθέσεις των μερών είναι πολλές και γίνονται με πολλούς τρόπους, Από ποιο μέρος του σώματος, λοιπόν, ή με ποιον τρόπο, πρέπει να θεωρήσουμε ότι συντίθεται ο νους, είτε και η ψυχή που αισθάνεται ή εκείνη που επιθυμεί;» (408a 10-13).
Κι όχι μόνο αυτό: «Το ίδιο άτοπο, όμως, είναι να πούμε ότι η ψυχή είναι η αναλογία του μίγματος. Γιατί, το μίγμα των στοιχείων που σχηματίζει τη σάρκα, δεν έχει την ίδια αναλογία με εκείνο που σχηματίζει το οστό. Θα συμβεί, λοιπόν, να υπάρχουν πολλές ψυχές, και σε ολόκληρο το σώμα, αν, πράγματι, όλα του τα μέρη προέρχονται από την ανάμιξη των στοιχείων, και η αναλογία του μίγματος είναι αρμονία και ψυχή» (408a 13-19).
Η διαφορετικότητα της ύλης που συνθέτει το σώμα καθιστά την αναλογία της σύνθεσης των στοιχείων που επιφέρει την αρμονία της ψυχής λογικά αδύνατη. Εκτός κι αν κάθε υλικό έχει τη δική του ψυχή ως δικό του μίγμα ιδανικής αναλογίας. Έτσι όμως θα υπήρχαν πολλές ψυχές, αφού η σάρκα και τα οστά θα απαιτούσαν το δικό τους μίγμα. Φυσικά, μια τέτοια εκδοχή απορρίπτεται από θέση αρχής. Η ψυχή είναι μία και η υπόθεση των πολλών ψυχών τίθεται μόνο για την κατάδειξη του ατόπου μιας τέτοιας εκδοχής.
Οι περί αρμονίας αντιλήψεις είναι αδύνατο να τεκμηριωθούν λογικά κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να συζητηθούν με αξιώσεις. Εξάλλου, όσοι τις υποστηρίζουν υποκύπτουν και στην αντίφαση που αφορά το θέμα της κίνησης, αφού ταυτόχρονα με την ψυχή ως είδος αρμονίας υποστηρίζουν και την κίνησή της. Για τον Αριστοτέλη κάτι τέτοιο κρίνεται αδύνατο: «… δεν είναι χαρακτηριστικό της αρμονίας να δίνει κίνηση· ενώ όλοι, σχεδόν, αυτή κυρίως την ικανότητα αποδίδουν στην ψυχή» (407b 37-38).
Όμως, αφού γίνει σαφές ότι η ψυχή δεν μπορεί να εκληφθεί ως αρμονία του σωματικού μίγματος, προκύπτουν ερωτήματα που ο Αριστοτέλης διατυπώνει ευθέως: «Κι αν η ψυχή είναι άλλο πράγμα από το μίγμα, γιατί καταστρέφεται ταυτόχρονα με την ουσία της σάρκας, και με αυτή των υπόλοιπων μερών του ζώου; Και, εκτός από αυτά, αν, πράγματι, καθένα από τα μέρη του σώματος δεν έχει δική του ψυχή, και η ψυχή δεν είναι η αναλογία του μίγματος, τι είναι αυτό που χάνεται όταν η ψυχή αφήσει το σώμα;» (408a 25-30).
Τα ερωτήματα αυτά υποκρύπτουν την τελική απάντηση που θα δοθεί από τον Αριστοτέλη παρουσιάζοντας την ψυχή ως μορφή του σώματος. Με άλλα λόγια, η ψυχή δεν μπορεί να εκληφθεί ως ιδανική αναλογία σωματικού μίγματος (αρμονία), αλλά δεν μπορεί και να τεθεί ως κάτι απολύτως ξεκομμένο από το σώμα. Η ψυχή οπωσδήποτε σχετίζεται με το σώμα κι αυτό που μένει είναι ο τρόπος που θα καταδειχθεί αυτό.
Για την ώρα, αυτό που προέχει είναι το τελικό συμπέρασμα της μέχρι τώρα διερεύνησης: «Ότι, λοιπόν, η ψυχή δεν μπορεί να είναι αρμονία, ούτε να κινείται κυκλικά, είναι φανερό από όσα έχουμε πει. Κατά περίσταση όμως […] μπορεί να κινείται, αλλά και να κινεί τον εαυτό της· μπορεί, δηλαδή, να κινείται το υποκείμενο μέσα στο οποίο βρίσκεται, και μπορεί να κινείται από την ψυχή· με άλλον τρόπο, όμως, η ψυχή δεν μπορεί να κινείται στο χώρο» (408a 31-35).
Το ζήτημα της κίνησης τίθεται με την έννοια ότι η ψυχή είναι σε θέση να προκαλέσει την κίνηση του σώματος, αλλά όχι να κινηθεί η ίδια. Με άλλα λόγια, η ψυχή επιφέρει κίνηση χωρίς να κινείται. Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «… κάποιος θα μπορούσε πιο εύλογα να αμφισβητήσει ότι η ψυχή κινείται, αφού πάρει υπόψη του τα παρακάτω. Γιατί λέμε πως η ψυχή λυπάται, χαίρεται, έχει θάρρος, φοβάται, και από πάνω, οργίζεται και αισθάνεται και σκέφτεται· και, όλα αυτά, φαίνεται πως είναι κινήσεις. Επομένως, κάποιος θα μπορούσε να πιστέψει ότι η ψυχή κινείται· αυτό, όμως, δεν είναι απαραίτητο» (408a 36 και 408b 1-5).
Η ερμηνεία των συναισθημάτων ως μορφή κίνησης απορρέει από την πάγια αριστοτελική εκδοχή που εκλαμβάνει οποιαδήποτε αλλαγή ως κίνηση. Η χαρά αποτελεί κίνηση που μεταστρέφει την ψυχική ουδετερότητα σε συναίσθημα ευφορίας. Το ίδιο και η λύπη, η οργή και όλα τα συναισθήματα. Η αντίληψη αυτή είναι εύκολο να παραπλανήσει, καθώς αποδεχόμενος κανείς ότι το συναίσθημα αποτελεί κίνηση μπορεί να το εκλάβει ως κίνηση της ψυχής που το προκαλεί. Με δυο λόγια, η πρώτη εντύπωση που δημιουργείται στο θέμα είναι ότι η ψυχή κινείται προξενώντας και τις αλλαγές των συναισθημάτων που εξαρτώνται ακριβώς από αυτή την κίνησή της.
Κι εδώ ακριβώς έγκειται η διαφωνία του Αριστοτέλη: «Γιατί μπορούμε να υποθέτουμε, όσο θέλουμε, ότι η λύπη, η χαρά ή η σκέψη είναι κινήσεις, ότι καθετί από αυτά εμπεριέχει κίνηση, και αυτή η κίνηση προκαλείται από την ψυχή· και ότι, για παράδειγμα, η οργή ή ο φόβος είναι μια συγκεκριμένη κίνηση της καρδιάς, ενώ η σκέψη κίνηση του ίδιου ίσως, ή άλλου οργάνου» (408b 5-10).
Υποθέτοντας ότι όλα τα συναισθήματα προέρχονται από συγκεκριμένες σωματικές κινήσεις, όπως τίθεται το παράδειγμα της οργής και του φόβου που οφείλονται σε μια συγκεκριμένη κίνηση της καρδιάς είναι εύλογο να ταυτίσει κανείς την κίνηση της ψυχής με τα προξενούμενα συναισθήματα. Η φράση όμως «αυτή η κίνηση προκαλείται από την ψυχή» είναι καθοριστική, αφού η πρόκληση της κίνησης δεν ταυτίζεται με την ίδια την κίνηση. Το γάλα μπορεί να κινεί τη γάτα για να το πιει, αλλά το ίδιο μένει ακίνητο. Με τον ίδιο τρόπο η ψυχή μπορεί να κινεί τα συναισθήματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι κινείται και η ίδια.
Το βέβαιο είναι ότι η ψυχή δεν βιώνει τα συναισθήματα: «Να λέμε […] ότι η ψυχή οργίζεται είναι σαν κάποιος να έλεγε ότι η ψυχή υφαίνει ή κτίζει σπίτι. Γιατί, όπως φαίνεται, είναι καλύτερα να μη λέμε ότι η ψυχή οικτίρει ή μαθαίνει ή σκέφτεται, αλλά ο άνθρωπος με την ψυχή. Και τούτο, όχι σαν η κίνηση να βρίσκεται μέσα στην ψυχή, αλλά πότε να καταλήγει σε εκείνη και πότε να ξεκινά από εκείνη· όπως, για παράδειγμα, η αίσθηση ξεκινά από συγκεκριμένα αντικείμενα, ενώ η ανάμνηση από την ψυχή, για να προχωρήσει στις κινήσεις ή τα σταθερά σημεία μέσα στα αισθητήρια όργανα» (408b 12-19).
Με τον ίδιο τρόπο που η αισθήσεις ξεκινούν από συγκεκριμένα αντικείμενα που διεγείρουν συγκεκριμένα όργανα ξεκινώντας την κίνηση, έτσι και τα συναισθήματα ή η ανάμνηση ξεκινούν από την ψυχή και προκαλείται κίνηση, χωρίς όμως να σημαίνει ότι η κίνηση αυτή αφορά την ίδια την ψυχή. Εξάλλου, η ψυχή ως όργανο ούτε οργίζεται ούτε χαίρεται με τον ίδιο τρόπο που δεν υφαίνει και δεν κτίζει σπίτια. Τα συναισθήματα αυτά αφορούν τον άνθρωπο που τα βιώνει μέσω της ψυχής του με τον ίδιο τρόπο που μυρίζει μέσω της μύτης του χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η μύτη έχει τη δυνατότητα να μυρίζει αφ’ εαυτού της.
Αν η μύτη μπορούσε να οσφραίνεται αφ’ εαυτού θα συνέχιζε να το κάνει ακόμη κι αν κάποιος την απέκοπτε από το σώμα, πράγμα που είναι αδύνατο να συμβεί με τον ίδιο τρόπο που το χέρι που αποκόβεται από το σώμα είναι αδύνατο να πιάνει αντικείμενα. Έτσι και η ψυχή μπορεί να συλλαμβάνει τα συναισθήματα χωρίς όμως να τα βιώνει αφ’ εαυτού. Κι όταν, βέβαια, πεθάνει το σώμα χάνεται αυτή η δυνατότητα, όπως όλων των ανθρώπινων οργάνων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ψυχή εκλαμβάνεται σαν όργανο). Η φθορά των οργάνων που οφείλεται στα γηρατειά δε σηματοδοτεί τη φθορά της δυνατότητας της συγκεκριμένης λειτουργίας τους: «… αν ο γέρος μπορούσε να αποκτήσει ένα καλό μάτι, θα έβλεπε όπως και ο νέος» (408b 22-23).
Όπως τα γηρατειά μειώνουν την όραση όχι επειδή εκείνη χάθηκε αλλά επειδή δυσλειτουργεί το όργανο στο οποίο βρίσκεται μέσα (μάτι), έτσι και τα γηρατειά δεν αφορούν τη φθορά της ψυχής, αλλά εκείνο στο οποίο εκείνη βρίσκεται μέσα (το σώμα). Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «… τα γηρατειά έρχονται όχι επειδή έπαθε κάτι η ψυχή, αλλά εκείνο μέσα στο οποίο βρίσκεται, όπως γίνεται στη μέθη και στις αρρώστιες» (408b24-25).
Το σώμα φθείρεται και από τα γηρατειά και από τη μέθη και από τις αρρώστιες. Η ψυχή δε σχετίζεται άμεσα με όλα αυτά, αλλά έμμεσα, καθώς δεν έχει άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει τις επιταγές του σώματος που την περικλείει. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου: «Και η νόηση, λοιπόν, και η ερευνητικότητα μαραίνονται, επειδή κάποιο άλλο όργανο φθείρεται μέσα στο σώμα, ενώ ο ίδιος ο νους δεν παθαίνει τίποτε. Και η σκέψη, όμως, και η αγάπη και το μίσος δεν είναι πάθη του νου, αλλά του υποκειμένου που τον κατέχει, στο βαθμό που τον κατέχει. Γι’ αυτό, όταν χαθεί εκείνο, ο νους ούτε θυμάται ούτε αγαπά· γιατί, λέγαμε, αυτά δεν ανήκουν σε εκείνον, αλλά στο σύνολο, που το έχασε» (408b 25-31).
Η σχέση της όρασης με το μάτι είναι η ίδια που έχει η ψυχή-νους με το σώμα. Όπως η όραση φθείρεται από σωματικά αίτια, χωρίς αυτό να αφορά την ίδια, έτσι και η νόηση δυσλειτουργεί για σωματικά αίτια κι όχι λόγω του νου. Κι εδώ, βέβαια, ο Αριστοτέλης όταν λέει νους δεν εννοεί τον εγκέφαλο που ως σωματικό όργανο μπορεί να υποστεί φθορά, αλλά τη λειτουργία της νόησης ή των συναισθημάτων που προέρχονται από το σώμα και ατροφούν όχι εξ’ αιτίας τους, αλλά γιατί η φθορά του σώματος αδυνατεί να τα υποστηρίξει.
Από αυτή την άποψη, τόσο ο νους όσο και η ψυχή (που εν τέλει σημαίνουν το ίδιο πράγμα) παραμένουν άφθαρτα και απαθή ως στοιχεία που προσομοιάζουν στο θεό. Όμως, το άφθαρτο και το απαθές δεν εντάσσονται σε αυτά που κινούνται, όπως και ο θεός κινεί τα πάντα, χωρίς, όμως, να κινείται ο ίδιος. Η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί παρά να αποκλείσει το ενδεχόμενο της κίνησης της ψυχής: «Κατά τα φαινόμενα, λοιπόν, ο νους είναι κάτι περισσότερο θεϊκό και απαθές. Ότι, επομένως, η ψυχή δεν είναι δυνατό να κινείται, γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε· κι αν δεν κινείται καθόλου, είναι πρόδηλο ότι ούτε από τον εαυτό της μπορεί να κινείται» (408b 31-35).
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2000.