Ο Πολωνός αιχμάλωτος στην Κατοχή…
ήταν Ρώσος αξιωματικός!
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Κάθε φορά που πλησιάζει η 28η Οκτωβρίου, νιώθω δέος αναλογιζόμενος τα πάνδεινα που υπέστη η χώρα μας από τους Γερμανούς, πρωτίστως, αλλά και τους Ιταλούς κατακτητές. Οι φρικαλεότητες (με πρώτη το Ολοκαύτωμα) που διαπράχθηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα στη διάρκεια της Κατοχής είναι πλέον γνωστές, όπως επίσης και οι λεηλασίες, η ακραία πείνα, ο παντοειδής εξευτελισμός της ανθρώπινης ζωής, οι βιαιοπραγίες που βίωσαν οι ομοεθνείς μας στη σκληρή εκείνη εποχή.
Σαν ένα είδος ιερού προσκυνήματος σπεύδω να συνομιλήσω με χρονομάρτυρες που έζησαν την κτηνωδία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, θέλοντας να αποτυπώσω αλλά και να γνωστοποιήσω ευρύτερα τα όσα οι άνθρωποι αυτοί πρόθυμα μοιράζονται μαζί μου.
Η συλλογική μνήμη, φυσικά, δεν είναι μόνο τα μεγάλα γεγονότα, που έχουν αποτυπωθεί επαρκώς στην Ιστορία, ως ανεκτίμητη παρακαταθήκη αναστοχασμού, έτσι ώστε να μην ζήσει ποτέ η ανθρωπότητα μια τόσο βάναυση εμπειρία.
Στο κάδρο της ιστορικής έρευνας ορθώς μπαίνουν πλέον και μικρότερης σημασίας συμβάντα, τα οποία έχουν κι αυτά την αξία τους ώστε να αποτυπωθεί ευκρινέστερα το μωσαϊκό του παρελθόντος μέσα από βιώματα και μαρτυρίες.
Μια τέτοια μαρτυρία είναι και η εξιστόρηση που καταγράφεται στη συνέχεια…
«Το κράτος ήταν γερμανικό!»
Η συνομιλήτριά μου μοιράστηκε μαζί μου εμπειρίες ζωής, και μάλιστα αυτές που αφορούν την περίοδο της Κατοχής, τότε που κυριαρχούσε παντού το πηχτό σκοτάδι. Ο όρος που έθεσε εξαρχής η ευγενέστατη ηλικιωμένη ήταν να δημοσιοποιηθούν μεν τα όσα μού εξιστόρησε, όμως να μη μπει το ονοματεπώνυμό της, ούτε φυσικά και της νεκρής αδερφής της. Αυτονοήτως η επιθυμία της έγινε απολύτως σεβαστή, καθότι τη θεώρησα ιερή.
Το ταξίδι μας πίσω στον χρόνο ξεκινάει…
«Το ’40 δεν είχα πάει στο σχολειό, γιατί δεν ήταν η ηλικία μ’, γιατί γεννήθ’κα το ’35.
Mέσα στον πόλεμο, στ’ν Κατοχή, το ’41-’42 έπρεπε να πααίνω στο σχολείο, αλλά το σχολειά ήταν κλειστά… Ερημιά! Πού να βρίσκονταν λεπτά για τα σχολεία; Είχε το κράτος; Αφού το κράτος ήταν… γερμανικό!
Στ’ν Ήπειρο στ’ν Κατοχή ήταν οι Ιταλοί μέχρι το ’43, π’ συνθηκολόγησαν, παραδόθ’καν στ’ς Συμμάχους. Και τότε… γίν’καν αιχμάλωτοι! Είπαν οι Γερμανοί “Άμα βοηθήσει κανένας τ’ς Ιταλούς, θα τον σκοτώσουμε στ’ απόσπασμα! Μην ξεμυτίσει κανένας απ’ το σπίτι, γιατί θα τον σκοτώσουμε… ίσια (κατευθείαν)”, γιατί… από σύμμαχοι οι Ιταλοί γίν’καν οχτροί!
Τότε πο’ ’φευγαν οι Ιταλοί δε μας άφ’καν να βγούμε όξω απ’ τα σπίτια, να μην ξεμ’τίσει κανένας, για να μην τ’ς βοηθήσουμε…
Κι έφυγαν οι Ιταλοί με τα ποδάρια για να πάν’ στον τόπο τ’ς, στ’ν πατρίδα τ’ς. Τ’ς έδωκαν κάρα οι Γερμανοί… αλλά χωρίς άλογα! “Ζέψτε το κάρο μοναχοί σας και… ξαφαν’στείτε!”. Έζεψαν τα κάρα με σκοινιά στ’ς πλάτες… Τα κάρα τά ’χαν φορτωμένα με πράματα, όσα τ’ς άφ’καν να πάρουν οι Γερμανοί! Μια αλλαξιά ρούχα και λίγο ψωμί… Πόσο θά ’καναν να περάσουν με τα κάρα όλη τ’ν Αλβανία, για να φτάκουν στ’ βόρεια Ιταλία, γιατί πλοία δεν ήταν για να τ’ς πάρουν… Φριχτά χρόνια!
Θ’μάμαι τ’ς Ιταλούς π’ σιάζονταν (περιποιούνταν τον εαυτό τους), αλλά ήταν και φτωχές τσιούπρες π’ πήγαιναν με τ’ς Ιταλούς για ένα κομμάτι ψωμί. Φτωχός κόσμος, φαμελιές π’ δεν είχαν να φάν’ ένα κομμάτι ψωμί…
Ε, δεν ήμασταν όπως στ’ν Αθήνα, π’ τ’ς μάζωναν… με το φκυάρι! Όταν έσφιξε (εντάθηκε) η πείνα στα Γιάννενα, εμείς είχαμαν πάει στα χωριά κι έφκιασαμαν κήπια. Ό,τι έσπερνες, σ’ τό ’δινε η γη η καημένη…».
Ο Βλαντιμίρ… έγινε Βάλτερ!
Μια ιστορία που ξεπερνάει τα όρια κινηματογραφικής ταινίας ξεδιπλώνεται μέσα από την αφήγηση της συνομιλήτριάς μου…
«Ο άντρας τ’ς αδερφής μ’ ήταν Ρώσος. Τον είχαν πιάσει οι Γερμανοί όταν πήραν τ’ν Πολωνία. Τον έπιασαν οι Γερμανοί, αλλά αυτός πρόλαβε και πέταξε τ’ν ταυτότητα κι έκανε τον Πολωνό. Κι άλλαξε τ’ όνομα! Το “Βλαδίμηρος” (ρωσικά Βλαντιμίρ) τό ’κανε “Βάλτερ”. Βάλτερ Μπρέους.
Αλλά το κανονικό τ’ το επώνυμο ήταν Μουλτσιάνοφ. Βλαδίμηρος Μουλτσιάνοφ. Αφού είχε τ’ αρχικά του στα ρούχα του, στα μαντήλια του, είδε ένα σκοτωμένο δίπλα του σε μια μάχη σ’ ένα αμπρί, σε μια πολεμίστρα. Πήρε τα ρούχα τ’ σκοτωμένου τ’ Πολωνού, τα κατάφερε, βρήκε ένα όνομα κι ένα επώνυμο να μοιάζει με το δ’κό του. Λαβωμένο τον ηύραν και τον Βλαδίμηρο. Τον έπιασαν αιχμάλωτο οι Γερμανοί, δεν τον σκότωσαν.
Χαϊδευτικά τον έλεγαμαν Βόβα. Αυτός μάς είπε ότι έχει χαϊδευτικό, έτσι τον έλεγαν οι γονέοι του. Βόβας… Έτσι λέν’ το Βλαδίμηρο χαϊδευτικά.
Αυτός γεννήθ’κε το 1917, τότε π’ γίν’κε η Ρώσικη η Επανάσταση, ήταν 27 χρονών το ’44.
Άμα έπιαναν Ρώσο οι Γερμανοί, τον τ’κέφαγαν ίσια! Τ’ς εκτελούσαν! Ρώσο δεν κράταγαν ποτέ. Το Ρώσο γιατί να τον κρατήσουν; Για να… τ’ς τρώει το φαΐ; Δεν κράταγαν οι Γερμανοί Ρώσο αιχμάλωτο κανέναν! Τ’ς Πολωνούς τ’ς άφ’ναν να ζηουν για να τ’ς έχουν για τα θελήματα (εξυπηρετήσεις)… Χρειάζονταν χέρια για πολλές δ’λειές, γι’ αυτό οι Γερμανοί είχαν τ’ς αιχμαλώτους.
Αυτός ο Βλαδίμηρος ήταν γεωλόγος, σπουδαμένος, πολύ μορφωμένος. Κι ήταν ταγματάρχης. Όταν πήγε στο χωριό μας, το Καπέσοβο, κι είδε τ’ Γραβίστα (πετρώδες βουνό), τήραγε τα στουρνάρια, τα πετρώματα….
Ο Ρώσος ήταν ψ’λός, παλικάρι, λεβέντ’ς, αλλά περπάταγε σκυφτός, για να δείχνει κακομοίρης, να μη δείχνει τ’ λεβεντιά του και νευριάζονται οι Γερμανοί. Ήταν αιχμάλωτος, δεν έπρεπε να φαίνεται παλικάρι και να τ’ς μπαίνει στο μάτι…».
Οι ορντινάντζες των Γερμανών…
Κι από την αίγλη που απολάμβανε ως αξιωματικός του ρωσικού στρατού, ο Βλαδίμηρος έγινε υπηρέτης των Γερμανών μετά τη σύλληψή του, υποτίθεται ως Πολωνός…
«Οι Γερμανοί αυτόν τον Ρώσο, πο’ ’κανε (υποκρινόταν) ότι ήταν Πολωνός, τον είχαν για ορτινάντζα. Έτσι τ’ς έλεγαν αυτ’νούς που ’χαν για βοηθούς, τ’ς αιχμαλώτους, σαν υπηρέτες τ’ς είχαν όλοι οι αξιωματικοί, να τ’ς ψωνίζουν, να κ’βαλάν πράματα, να τ’ς λουστρίζουν τ’ς μπότες, να τ’ς σιάσουν τα ρούχα, να τα τ’νάξουν, να τα βάνουν στ’ς κρεμάστρες…. Μέχρι και τα λουριά απ’ τ’ν εξάρτυση γυάλιζαν. Οι Γερμανοί ήταν… τ’ κουτιού! Δεν έκαναν τέτοιες δ’λειές. Α, μπα… Οι Γερμανοί αξιωματικοί έτρωγαν σε λέσχες, οι φαντάροι τ’ς στ’ς στρατώνες…
Στο σπίτι μας ήταν Γερμανοί, το ’χαν επιταγμένο. Στο σπίτι μας ήταν κι ο Ρώσος αυτός, σαν υπηρέτ’ς, η ορντινάτζα, κάθονταν όξω στ’ν αυλή και γυάλιζε τ’ς μπότες με τ’ς ώρες. Οι μπότες των Γερμανών άστραφταν, γι’ αυτό στ’ν πλατεία των Γιαννίνων στ’ν Κατοχή είχε λούστρους. Λιγότερους απ’ ό,τι προπολεμικά, αλλά είχε… Γιατί τότε στ’ν Κατοχή δεν είχαν και βερνίκι, πού να το βρουν…
Τι έλεγα, μωρέ… Α! Αυτός ο Ρώσος έρχονταν τα χαράματα στο σπίτι μας, μοναχός του, για να λουστρίσει τ’ς μπότες προτού σηκωθεί ο Γερμανός. Λούστριζε τ’ς μπότες τ’ Γερμανού π’ κάθονταν στο σπίτι μας…
Ήταν αξιωματικός ο Γερμανός. Αξιωματικούς έβαναν στα σπίτια τα επιταγμένα, οι Γερμανοί φαντάροι κάθονταν στ’ς στρατώνες, σε άλλα οικήματα, σε σχολεία επιταγμένα, να ’χουν χώρο…
Οι αξιωματικοί έπρεπε να ’ναι χώρια, μαναχοί τ’ς. Έπαιρναν το καλύτερο δωμάτιο απ’ το κάθε σπίτι που ’χαν επιτάξει. Όποια σπίτια τ’ς άρεγαν (τους άρεσαν).
Αυτό το ’καναν και για να παρακολουθάν’ τον κόσμο, μην έχουν τίποτα αντάρτες στο σπίτι…
Το σπίτι μας ήταν δίπατο, μεγάλο. Κάτω ήταν τα πλυσταρειά, οι κουζίνες, ο χαλές (τουαλέτα)… Απάνω ήταν η μεγάλη η σάλα κι οι οντάδες, τα σαλόνια, οι κρεβατοκάμαρες.
Απ’ το σπίτι μας είχαν επιτάξει ένα δωμάτιο οι Γερμανοί. Εκεί κάθονταν ένας αξιωματικός. Όλη τη μέρα έλειπε και το βράδυ έρχονταν και κοιμάνταν εκεί. Έρχονταν φαωμένοι (αφού είχαν ήδη φάει) στα σπίτια. Έτρωγαν καλά φαϊά στ’ς λέσχες. Πόνιαζαν! (έτρωγαν κάτι που οι Έλληνες… εύχονταν να τους προκαλέσει πόνο)».
«Έτρωγε η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι…»
Χείμαρρος η αφήγηση, οπότε δεν διακόπτω την καλοκάγαθη Γιαννιώτισσα:
«Οι Έλληνες δεν είχαν τι να φάν’… Λίγο κουρκούτι ή ψωμί μπομπότα με λίγο παλιοτύρι, απ’ αυτά τα χαλασμένα που ’χαν στ’ς αποθήκες οι Γερμανοί και δεν τα ’θελαν. Τά ’διναν στ’ Νομαρχία ή στ’ν Πρόνοια κι αυτοίνοι τά ’διναν στα μπακάλικα. Οι μπακάληδες πήγαιναν με τα δελτία (τροφίμων) που ’χαν συμμάσει (συγκεντρώσει) απ’ τον κόσμο. Να σ’ δώκω να καταλάβ’ς, έπρεπε να πας πρώτα στ’ν Αστυνομία για να βγάλ’ς το δελτίο, να το δώκ’ς στο μπακάλη κι αυτός πήγαινε στ’ Νομαρχία ή στ’ν Πρόνοια για να τ’ δώκουν τα τρόφιμα π’ θα μοίραζε…
Το ρύζι δεν ήταν καλό, άσπρο, όπως αυτό π’ τρώμε τώρα. Τότε το ρύζι ήταν… κόκκινο, με τ’ φλούδα, είχε ντύμα κόκκινο (εννοεί φλοιό κόκκινο, ήταν δηλαδή ανεπεξέργαστο). Τα φασούλια κι η φακή ήταν… γιομάτα πέτρες! Αυτά τα πούλαγαν οι χωριάτες κι έρ’χναν και χώμα μέσα, για να… σηκώνουν βάρος, να γένουν βαρύτερα και να π’λιόνται ακριβότερα. Στο γάλα έρ’χναν νερό! Όλα αυτά δεν τα πούλαγαν οι χωριάτες, αλλά τ’ άλλαζαν (αντάλλασσαν) είδος με είδος. “Πόσες οκάδες φακή θα μ’ δώκ’ς γι’ αυτό το σακάκι;”, ρώταγαν οι Γιαννιώτες. Και πόσες προίκες από τσούπρες άλλαξαν χέρια… Και τα χρυσαφικά…. Μην τα ρωτάς… Κάτι ντούπιες, πεντόλιρα (νομίσματα αξίας πέντε χρυσών λιρών), σκουλαρίκια… Ουουου! Όλα για μπομπότα τά ’διναν.
Ζάχαρη κανονική δεν είχαμαν. Άμα μας μοίραζαν καμιά φορά, ήταν σκούρα (ακατέργαστη). Μας μοίραζαν και χαρουπόμελο, μέλι από ξυλοκέρατα (χαρούπια), τά ’φερναν απ’ τ’ν Κρήτη αυτά.
Πού και πού έρχονταν κι ένα καράβι τούρκικο, το “Κουρτουλούς” (Σωτηρία) κι ήφερνε φουντούκια. “Ήρθε το Κουρτουλούς”, έλεγε ο κόσμος και χαίρονταν. Μας μοίραζαν κι απ’ αυτά τα φουντούκια τα τούρκικα. Καλά, καφές δεν υπήρχε π’θενά…
Καφέ έφκιαναμαν από κριθάρι ή από ρεβίθι. Μύριζε ωραία, τον έψηναμαν στον ψήστη (χειροκίνητη συσκευή για το ψήσιμο του καφέ). Έχ’ς ιδεί ποτέ ψήστη; Έξω στα μαγειρειά έψηναν τον καφέ, με κάτι παλιοξύλα… Άσ’ τα, παιδί μ’… Να μην τα περάσετε εσείς αυτά π’ περάσαμαν εμείς…».
Η αποκάλυψη των πραγματικών ταυτοτήτων!
«Ο πρώτος αξιωματικός πο’ ’μνησκε στο σπίτι μας ήταν Αυστριακός, ο Βάλτεμαρ Γκέγκερλε. Ήταν αρχαιολόγος. Αυτός ήταν κάπως καλός. Μας ήφερνε και καμιά σοκολάτα…
Με τον αδερφό μ’ το Γιώργο (1927-1992) ο Ρώσος συζήταγε. Ο αδερφός μ’ είχε μάθει γλώσσες, ήταν 100 φορές εξυπνότερος από ’μάς τα κορίτσια. Έμαθε και ιταλικά και γερμανικά. Κι ήταν μ’κρό παιδί, 14-15 χρονών…
Με το Βλαδίμηρο συζήταγαν στα γερμανικά. Κι έμαθε και τον Βλαδίμηρο ελληνικά! Και το ‘δωκε (του έδωσε) τ’ αναγνωστικό κι ο Ρώσος απάνω απ’ τα ελληνικά έγραφε απάνω τα ρωσικά. Απάνω από κάθε λέξη ελληνική έγραφε τ’ ρωσική. Και διάβαζε κάθε μέρα. Και τα ‘μαθε ίσια (κατευθείαν) τα ελληνικά!
Και τ’ άρεσε πολύ το τραγούδι “Κάτι με τραβάει κοντά σου”. Είχε ωραία φωνή, τραγούδαγε το “Βόλγα”, το ρωσικό ποτάμι, το ξέρ’ς… Να σ’ το τραγουδήσω… “Βόλγα, Βόλγα, ματραντάγιου, Βόλγα Ρούσκα γιάρικα, μι πλιμπάγιου τρασπισνίρζιε ον τουσκάγιου καζακά”. Το θ’μάμαι από τότε.
Αφού έγινε φίλος με τον αδερφό μου, ο αδερφός μ’ είπε στον Βλαδίμηρο “Είμαι αντάρτ’ς, έχουν βγει στα βουνά μας πολλοί αντάρτες! Και πρέπει να ξαναβγώ πάλι…”.
Είχε έρθει με αναρρωτική άδεια, 14-15 χρονών, κάπου εκεί ήταν. Είχε αρρωστήσει από κάτι χαλασμένο τυρί. Έτρωγαν βρόμικο τυρί για βδομάδες κι έπαθε ηπατίτιδα ο αδερφός μου. Τον άφ’καν στο χωριό, δεν μπορούσε να περπατήσει, πήγα με τ’ μάνα μ’ να τον πάρουμε, μ’ έσερνε κι εμένα η μάνα απ’ το κοντό (με έπαιρνε μαζί της). Γιάννενα-Καπέσοβο, μια μέρα δρόμο!
Θ’μάμαι όταν πήγαμαν και τον είδαμαν στο χωριό, η μάνα μ’ έκλαιγε. Νόμ’σε θα πεθάνει ο αδερφός μ’. ‘Ένα κίτρινο πράμα, φλουρί (κάτωχρος), μια χουφτίτσα πράμα ήταν, ένα μικρό παιδάκι…».
Αφού λοιπόν του είπε αυτά ο αδερφός της ευγενέστατης Γιαννιώτισσας, του αποκάλυψε κι ο Βλαδίμηρος ότι δεν είναι Πολωνός αλλά Ρώσος, και μάλιστα εκδήλωσε την επιθυμία να πάει κι αυτός να πολεμήσει μαζί με τους αντάρτες εναντίον των Γερμανών…
«Όπως σου ’πα, τότε π’ συνήρθε λίγο ο αδερφός μ’, έπιασε κουβέντα με τον Βλαδίμηρο και του ’πε “Εγώ είμαι αντάρτ’ς!” Ήταν 14 Φλεβάρη του ’44, τελευταία χρονιά τ’ πολέμου στ’ν Ελλάδα.
Μπανταλός (χαϊδ. τρελός) ήταν ο αδερφός μ’! Πού έβαλε εμπιστοσύνη στο Ρώσο… Γιατί αν ο Βλαδίμηρος… ήταν βαλτός και μαρτύραγε στ’ς Γερμανούς τον αδερφό μ’; Αλλά για τ’ λευτεριά έτρεμε η ψυχή τ’ καθεμιανού! Και τά ’παιζαν όλα για όλα!
Ο Βλαδίμηρος πολέμησε τ’ς Γερμανούς! Χτύπαγε τα φυλάκια των Γερμανών και λευτέρωνε τ’ς αιχμαλώτους τ’ς Ρώσους, αν έβρισκε κανέναν εκεί».
Η λεβέντισσα Ηπειρώτισσα κι ο τετραπέρατος γιος της
Ρωτάω τη συνομιλήτριά μου να μου πει πώς κατάφερε κι έφυγε ο Βλαδίμηρος από το σπίτι τους, χωρίς να το αντιληφθεί ο Γερμανός αξιωματικός. Η απάντηση έχει πολλαπλό ενδιαφέρον:
«Ο Βλαδίμηρος μπροστά στο Γερμανό δεν μας έλεγε κουβέντα! Τίποτα! Τσιμουδιά!
Αλλά ούτε κι ο Γερμανός έλεγε κουβέντα στο Ρώσο! Ούτε “καλημέρα” δεν καταδέχονταν να τ’ πει! Τον είχε για να τ’ γυαλίζει τ’ς μπότες!
Ο αδερφός μ’ τότε π’ αρχίν’σε να μιλάει με το Ρώσο, ο Γερμανός δεν ήταν εκεί. Και σιγά-σιγά, αφού μάθαινε κι ελληνικά ο Ρώσος, όπως σου ’πα, έβαλαν εμπιστοσύνη συναμεταξύ τ’ς.
Αφού είπε ο αδερφός μ’ ότι ήταν αντάρτ’ς, θέλησε κι ο Βλαδίμηρος να πάει να πολεμήσει. Αλλά πώς να φύβγει απ’ τα Γιάννενα και να μην τον καταλάβουν;
Η μάνα μ’ έκανε τ’ δ’λειά…Τ’ς είπε να ντ’θούν σα χωριάτες! Ντύθ’καν σα χωριάτες κι ο αδερφός μ’ κι ο Βλαδίμηρος. Χωριάτες κανονικοί… με χωριάτ’κα ρούχα κι ένα ντροβά στ’ν πλάτη! Στο Βλαδίμηρο τού ’χαν δώκει και κάτι ψευτογυαλιά, να μη φαίνονται τα μάτια του…
Ο Βλαδίμηρος με τον αδερφό μ’ έφυγαν απ’ τα Γιάννενα, άκρα-άκρα, όχι απ’ τον Φόρο (σημείο φορολόγησης) για να μη βρουν μπροστά τους Γερμανούς. Κι όχι απ’ τ’ δημοσιά (δημόσιο δρόμο), για να μη βρουν κάνα αμάξι γερμανικό…
Είχε φύγει κι η μάνα μ’ μαζί τ’ς, είχαν πάει όλοι στο χωριό. Ο αδερφός μ’ κι ο Βλαδίμηρος πήγαν να βρουν τ’ς αντάρτες στα Ζαγοροχώρια κι η μάνα μ’ για να κάτσει στο χωριό.
Και για να μην καταλάβει ο Γερμανός π’ κάθονταν στο σπίτι μας ότι θα έφευγαν μαζί, ξέρ’ς τι κάναμαν; Κρύβαμαν τ’ μάνα μ’ και τον αδερφό μ’ καμιά βδομάδα… Κι είπαμαν στο Γερμανό ψέματα… “Η μάνα μας κι ο αδερφός μας πήγαν στο Καπέσοβο, γιατί ήταν άρρωστος ο πατέρας τ’ς”.
Κι ένα πρωί, αφού ο Βλαδίμηρος γυάλισε τ’ς μπότες τ’ Γερμανού, έφ’γε απ’ τ’ν πίσω πόρτα, έφ’γε κι η μάνα μ’ κι ο αδερφός μ’!
Ο Βλαδίμηρος έβαφε τα παπούτσια κι έφ’γε! Σου ’πα, δεν είχε φανεί ότι τον γνώρ’ζαμαν το Ρώσο! Δεν πήρε μυρωδιά ο Γερμανός!
Κι όταν έφ’γαν και οι τρεις, η μάνα μ’ κι ο αδερφός μ’ είχαν χαρτιά (έγγραφα μετακίνησης), αλλά ο Ρώσος δεν είχε.
Ξέρ’ς τι έκανε ο αδερφός μ’; Έκοψε μία πατάτα, τ’ν ακούμπ’σε σ’ ένα χαρτί κανονικό, σφραγισμένο και πότ’σε η πατάτα και σφράγισε ένα άλλο χαρτί, να φαίνεται κι ο Βλαδίμηρος ότι έχει χαρτιά (με τους χυμούς της η πατάτα απορρόφησε τη μελάνη και λειτούργησε υποτυπωδώς σαν σφραγίδα για τον μεταμφιεσμένο σε χωριάτη Βλαδίμηρο!)
Στο τέλος της συζητησης για τον τρόπο φυγάδευσης του αδερφού της και του Ρώσου από την πόλη, συγκινημένη η γλυκιά Γιαννιώτισσα θυμάται τη μητέρα της:
«Αχ, η μανούλα μ’… Η μάνα μ’ ήταν καπετάνιος! Αντρογύναικα! Ηπειρώτ’σσα όπως όλες οι Ηπειρώτ’σσες! Μονοκόμματες (ευθείς χαρακτήρες)! Δεν κιοτεύουν! Δεν είναι… σαν τ’ς Αθηναίες, ψεύτ’κες, όλο νάζι…».
«Θέλειτ παντρευτεί μικρά…»
Όπως όλοι οι άνθρωποι, ο Βλαδίμηρος, ο οποίος έγινε και γαμπρός της πληροφορήτριας (άντρας της αείμνηστης αδερφής της, η οποία γεννήθηκε το 1925), είχε και προτερήματα, αλλά και ελαττώματα:
«Πολύ ανοιχτόκαρδος ο Βόβας, αλλά και… σα μπόρα (ευέξαπτος)!
Τ’ς έπαιρνε όλους αγκαλιά και τ’ς σήκωνε! Με σήκωνε ψηλά και μο’ ’λεγε“Ω, γιόλουτσκα (ελατάκι)! Ψήλωσε!”.
Και τ’ς γριές τ’ς αγάπαγε! “Ω, τατα-Τζένια!”, έλεγε στ’ θεια μ’ τ’ν Ευγενία.
“Ω, ήρθε ο Βλαδίμηρος!”έλεγαν οι τατούλες (χαϊδ. θείες) όταν έρχονταν αυτός απ’ το διπλανό χωριό, το Κουκούλι, που ‘ταν ο λόχος ανταρτών. Ήταν μισή ώρα με τα πόδια απ’ το χωριό μας, το Καπέσοβο.
Ο Βλαδίμηρος ήταν δυο μέτρα άντρας, αλλά ήθελε να παίζει και με τα παιχνίδια, γιατί φαίνεται τότε που ’ταν παιδί, δεν είχε παιχνίδια. Δεν έπαιζαν, αλλά γράμματα μάθαιναν…
Ήταν γεωλόγος. Ήφερνε γύρα τα Ζαγόρια κι ηύρισκε τα πετρώματα… Το στουρνάρι…
Μας έλεγε “Πόλεμος τελειώσει, εγώ δουλειά για όλους”, ότι θα μας ηύρισκε δ’λειά.
“Εγώ θέλειτ Σέργιο”, έλεγε ο Βλαδίμηρος. Ήθελε να κάνει παιδί (να γεννήσει αγόρι η αδερφή της) και να το βγάλει Σέργιο, έτσι έλεγαν τον πατέρα του.
Ο Βλαδίμηρος είχε δύο άλλα αδέρφια, τον έναν τον έλεγαν Λεοντίντ και τον άλλον Ανατόλ. Ο μπαμπάς Σέργιος κι η μαμά Ευγενία.
Ο Βλαδίμηρος έβανε ένα τ (πρόσθετε τ στα ρήματα). “Εγώ θέλειτ…”, έλεγε, όχι “Εγώ θέλω”. “Τι φαΐ έχειτ;”. Άμα έπαιρνε λίγο άδεια απ’ τ’ς αντάρτες κι έρχονταν στο σπίτι κι είχαμαν φακή, φώναζε: “Ω, τσιτσιβίτσα!”.
Η αδερφή μ’ παντρεύτ’κε το Βλαδίμηρο τότε π’ τελείωνε ο πόλεμος το ’44.
Ήθελε να γεννήσει παιδί, σερκό (γιο) η αδερφή μ’. Κι αφού γένν’σε η αδερφή μ’ ένα κορ’τσάκι, τό ’βγαλαν Τζένια, έτσι έλεγαν τ’ μάνα του, Ευγενία. Μια ωραία γ’ναίκα, μας είχε δείξει φωτογραφία. Αφού γένν’σε τσιούπρα η αδερφή μ’, αυτός κρέμασε τα μούτρα… όπως κάνουν οι βαριοί οι άντρες!
Πέθανε το κοριτσάκι τ’ς αδερφής μ’ το ’45, από διπλή πνευμονία. Τότε δεν υπήρχαν φάρμακα. Το ’47 ήρθε η πενικιλλίνη στ’ν Ελλάδα, έτσι θυμάμαι».
Το άγνωστο τέλος…
Ο αντάρτης πλέον Βλαδίμηρος, ο οποίος σύμφωνα με τη χρονομάρτυρα έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση και πολέμησε γενναία τους Γερμανούς, είχε άδοξο ή μάλλον… άγνωστο τέλος:
«Βγήκε διαταγή να μαζευτούν όλοι οι αιχμάλωτοι πολέμου. Έγραψαν στ’ς εφημερίδες ότι όλοι οι αιχμάλωτοι έπρεπε να συγκεντρωθούν, για να πάν’ πίσω στ’ν πατρίδα τ’ς.
Έπρεπε να παρουσιαστεί κι αυτός. Όλους τ’ς αιχμαλώτους πολέμου απ’ την Ήπειρο –γιατί ήταν πολλές εθνικότητες, από διάφορα κράτη– τ’ς είχαν μαζέψει στην Πρέβεζα, στο λιμάνι, για να πάν’ στην Κρήτη, κι από ‘κεί με αεροπλάνα για να πάνε στ’ς πατρίδες τ’ς.
Στο λιμάνι τ’ς Πρέβεζας μπήκαν στο καράβι και κίν’σαν για τ’ν Κρήτη. Απ’ τ’ν Πρέβεζα είχαν πάρει όλους τ’ς αιχμαλώτους για να παρουσιαστούν στ’ν Κρήτη. Στρατιωτικοί νόμοι! Αν δεν παρουσιάζονταν…
Από ’κεί, απ’ το λιμάνι τ’ς Πρέβεζας, τ’ν ώρα π’ θα ‘μπαινε στο καράβι, έγραψε ένα γράμμα ο Βλαδίμηρος και μας το’στειλε μ’ ένα Γιαννιώτη και το κράτ’σε αυτό το γράμμα η αδερφή μ’. Στα ελληνικά γραμμένο το γράμμα.
Απ’ την Πρέβεζα είχε γράψει ένα γράμμα και μας έλεγε ότι “μπαίνουμε τώρα στο καράβι, για να πάμε στην Κρήτη…”. Αυτό ήταν το τελευταίο γράμμα…
Αλλά το καράβι δεν έφτασε στην Κρήτη, έτσι μας είπαν. Ή βύθισαν το καράβι οι Εγγλέζοι, ή το καράβι έπεσε σε νάρκη. Γιατί τότε βυθίζονταν πολλά καράβια από νάρκες. Δεν είχαν καθαρίσει τ’ς θάλασσες ακόμα. Και στ’ στεριά ήταν γιομάτο νάρκες. Τελείωσε ο πόλεμος, αλλά έμ’ναν οι νάρκες. Πού να ξέρ’ς, παιδί μ’…
Πήγαινε ο κοσμάκης να βοσκήσει τα πρόβατα και… κάθε μέρα ακούγαμε ότι σκοτώθηκε ο τάδε!
Ρωτήσαμε στ’ ρώσικη πρεσβεία, αλλά ούτε αυτοί ήξεραν τι γίν’κε το καράβι.
Μάθαμε ότι όταν γύρ’σαν οι Ρώσοι στ’ν πατρίδα τους, αυτ’νούς που ’χαν συναναστροφή με ξένα κράτη, τ’ς έβαλαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Στάλιν τά ’κανε αυτά… Έτσι έλεγαν…
Χαμένα χρόνια τότε, παιδί μ’… Δεν ήξερες πού βρίσκοσαν και πού πατάς… Ούτε αν θα ξημερώσεις ήξερες… Ποιος ξέρεις τι να γίν’κε κι ο καψο-Βλαδίμηρος…
Αλλά κι εμείς δε χαρήκαμαν τ’ λευτεριά! Μπαμ και μπουμ (εννοεί πυροβολισμούς στον Εμφύλιο)… Από ‘δώ οι Εαμίτες, από ‘κεί οι Ελασίτες… Σκοτωνόμασταν συναμεταξύ μας! Έξω απ’ τα Γιάννενα ήταν ο ΕΛΑΣ, μέσα στ’ν πόλη ο ΕΔΕΣ. Κι ύστερα οι Ελασίτες μπήκαν στα Γιάννενα και τ’ς έφτασαν τ’ς Εδεσίτες… στ’ν Κέρκυρα!
Όπως σου ’πα, αυτό το καράβι δεν έφτασε ποτέ στ’ν Κρήτη. Τίποτα δε μάθαινες… Ούτε φημερίδες, ούτε τίποτα! Άλλος είπε ότι χτύπ’σε σε νάρκη, άλλος είπε ότι το ’πνιξαν (το βύθισαν) οι Εγγλέζοι.
Ειδήσεις πώς μάθαιναμαν; Έρχονταν ένας σύνδεσμος, αντάρτ’ς π’ συνέδεαν το ένα χωριό με τ’ άλλο… Ο σύνδεσμος πάαινε από χωριό σε χωριό. Ο σύνδεσμος μάς ειδοποιούσε παράδειγμα ότι έρχονταν οι Γερμανοί… “Ανεβαίνουν οι Γερμανοί στο Ροντοβάνι”… Το ξέρ’ς το β’νό αυτό, που ’ναι συνέχεια απ’ το Μιτσικέλι. Εκεί ανεβαίν’ς και βγαίν’ς στα Ζαγόρια.
Οι αντάρτες θα είχαν κάνα ραδιάκι ή ασύρματο και μάθαιναν τι γένεται στον κόσμο. Τα καλοκαίρια έρχονταν ο σύνδεσμος στο χωριό κι έλεγε τ’ς ειδήσεις μ’ ένα χωνί, τον τηλεβόα…
-Ούι! Έρχεται ο σύνδεσμος να μας μας πει τ’ς ειδήσεις…
-Προσοχή! Προσοχή! Σήμερα τα ρωσικά στρατεύματα σταμάτησαν την προέλαση των Γερμανών στο Στάλινγκραντ. Οι Σύμμαχοι προελαύνουν…
Τέτοια πράματα τα μαθαίναμαν απ’ το χωνί! Χαρά π’ κάναμαν εμείς άμα ακούγαμαν τέτοιες ειδήσεις…
Απ’ τον ίδιο το Βλαδίμηρο δεν έμαθαμαν άλλο τίποτε… Τι απόγινε ο έρμος…
Κρίμα το παλικάρι…
Πήγε κι η αδερφή μ’ στ’ν Αθήνα και ρώτ’σε στ’ ρώσικη πρεσβεία και τ’ς είπαν “Μην ξανάρθετε εδώ, γιατί μπορεί να τ’ κάνετε κακό…”.
**
Η φρίκη της Κατοχής μένει αποτυπωμένη στη μνήμη των υπερηλίκων που τη βίωσαν, όπως επίσης στις σελίδες της Ιστορίας για όλους εμάς τους μεταγενέστερους.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μαζικότερος και φονικότερος όλων των εποχών, αποτελεί μεν παρελθόν, όμως κάθε άλλο παρά συνέτισε την ανθρωπότητα. Από τότε μέχρι σήμερα εκατοντάδες πολεμικές συγκρούσεις έγιναν ανά την υφήλιο, αφήνοντας πίσω τους αμέτρητα θύματα. Αλλά και σήμερα, καθώς διανύουμε το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, δύο φονικές αναμετρήσεις βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, προκαλώντας γενικευμένο φόβο και παραλυτική αβεβαιότητα.
Και πάλι η Ιστορία γράφεται πρωτίστως με το αίμα των αθώων! Και ιστορίες όπως τις παραπάνω θα τις διηγούνται στο μέλλον ξανά και ξανά, αφού οι καταστάσεις και τα γεγονότα αυτά είναι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, «συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου»…
*Ο φιλόλογος Βασίλης Μαλισιόβας είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Email: [email protected]
LinkedIn: Vasilis Malisiovas