Ο Αριστοτέλης και το αδιάσπαστο της ψυχής με το σώμα
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Ο Αριστοτέλης ξεκινώντας το έργο του Περί Ψυχής ξεκαθαρίζει: «Φαίνεται […] πως, γενικά στην αναζήτηση της αλήθειας, η γνώση της ψυχής συμβάλλει σημαντικά, και κυρίως στην έρευνα της φύσης· γιατί είναι κάτι σαν αρχή των όντων που έχουν ζωή» (402a 5-7). Με άλλα λόγια, το δεδομένο της ψυχής σε όλα να έμβια όντα καταδεικνύει τη φυσική της προέλευση, αφού μια τέτοια καθολικότητα είναι αδύνατο να αποδοθεί στο τυχαίο: «… η έρευνα για την ψυχή, για ολόκληρη την ψυχή, ή για τη συγκεκριμένη πλευρά της, είναι έργο του φυσικού φιλοσόφου» (403a 29-30).
Έχοντας αυτό υπόψη η διερεύνηση της ψυχής οφείλει να προχωρήσει στην αναζήτηση της ουσίας και των ιδιοτήτων που τη διέπουν με γνώμονα τις γενικές αρχές που αφορούν όλα αυτά που εντάσσονται στη φύση. Η παρατήρηση, η κατηγοριοποίηση, η ταξινόμηση, η διαίρεση στα επιμέρους, η μέτρηση των επαναλήψεων και οι συνθήκες που προκαλούν τις αντίστοιχες -προς μελέτη- αντιδράσεις αποτελούν το στοιχειώδες καθήκον του μελετητή. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται για εξαιρετικά λεπτό, κι ως εκ τούτου δύσκολο εγχείρημα: «Οπωσδήποτε όμως, και από κάθε άποψη, από τα δυσκολότερα πράγματα είναι να αποκτήσουμε μια βεβαιότητα γι’ αυτή (εννοείται την ψυχή)» (402a 11-12).
Η ένταξη του προς διερεύνηση ζητήματος στην κατηγορία των φυσικών πραγμάτων, όσο κι αν διευκολύνει την αναζήτηση δεν την απλοποιεί. Μπορεί να δίνει τη βασική κατεύθυνση της πορείας που πρέπει να ακολουθηθεί απορρίπτοντας όλους τους άλλους δρόμους (θεολογικούς, μεταφυσικούς κλπ) αλλά δεν εξασφαλίζει τη μέθοδο που πρέπει να εφαρμόσει κανείς: «… ενώ η έρευνα αυτή είναι κοινή για πολλά άλλα» (δηλαδή όλα όσα προέρχονται από τη φύση) «εννοώ η σχετική με την υπόσταση και την ουσία, ίσως κάποιος σκεπτόταν πως υπάρχει μία μέθοδος για όλα, που θέλουμε να γνωρίσουμε την υπόστασή τους, […] και πως πρέπει να αναζητήσουμε αυτή τη μέθοδο» (402a 12-17).
Κάτι τέτοιο όμως, κρίνεται μάλλον υπεραπλουστευτικό, αφού για τη διερεύνηση της ουσίας των όντων δεν υπάρχει μία ενδεδειγμένη (κι ως εκ τούτου αλάνθαστη) μέθοδος αλλά πολλές, γεγονός που αναγκάζει τον ερευνητή να κάνει τις επιλογές του: «Αν, όμως, για την ουσία δεν υπάρχει μία μόνο, και κοινή μέθοδος, η πραγμάτευση γίνεται ακόμα δυσκολότερη· γιατί, για κάθε περίπτωση, θα χρειαστεί να αποφασίσουμε ποια μέθοδο πρέπει να ακολουθήσουμε» (402a 17-20).
Ο Αριστοτέλης αρχίζει να ξετυλίγει τη σκέψη του: «Και πρώτα πρώτα, ίσως, είναι αναγκαίο να αποφασίσουμε σε ποιο από τα γένη ανήκει η ψυχή, και τι είναι· αν είναι, εννοώ, συγκεκριμένο πράγμα και υπόσταση, ή ποιότητα, ή ποσότητα […] και, ακόμη, αν είναι μεταξύ των όντων που βρίσκονται σε κατάσταση δυνατότητας ή, μάλλον, είναι κάποια εντελέχεια· γιατί η διαφορά δεν είναι μικρή» (402a 24-27 και 402b 1). Η ταξινόμηση της ψυχής σε αυτά που αφορούν την ποιότητα, την υπόσταση ή την ποσότητα αφορά την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η πορεία του συλλογισμού, ενώ το ξεκαθάρισμα του αν πρόκειται για δυνατότητα ή εντελέχεια θα καθορίσει τις δυνατότητας που έχει ο άνθρωπος να διαμορφώσει την ψυχή του.
Αν η ψυχή είναι εντελέχεια, δηλαδή ολοκληρωμένη φυσική υπόσταση η οποία βρίσκεται στην πιο τέλεια κατάσταση που μπορεί να έχει προκειμένου να εκπληρώσει το σκοπό της ύπαρξής της, τότε δεν υπάρχουν ιδιαίτερα περιθώρια βελτίωσης, αφού η φύση έχει ολοκληρώσει την τελεολογική της αποστολή και οτιδήποτε έχει οδηγήσει η φύση σε ολοκλήρωση είναι αμετάκλητο, όπως το άλογο που έκλεισε τον κύκλο της ανάπτυξής του και είναι αδύνατο να ψηλώσει άλλο. Αν, όμως, πρόκειται για δυνατότητα, τότε ο άνθρωπος έχει να κάνει πολλά προκειμένου να βελτιώσει την ψυχή του. Ως δυνατότητα η ψυχή βρίσκεται στο χέρι καθενός και είναι ευθύνη του να τη στρέψει προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.
Οι ηθικοί χαρακτηρισμοί που αποδίδονται σε όσους δεν κατέχουν την ηθική αρετή (σε όσους δηλαδή δεν κατάφεραν να ισορροπήσουν την ψυχή τους) καταδεικνύουν ότι προφανώς πρόκειται για δυνατότητα. Αν ήταν εντελέχεια θα ήταν παράλογο να κατηγορηθεί κάποιος για έλλειψη ηθικής αρετής, όπως δεν μπορεί να κατηγορηθεί κάποιος που παρέμεινε κοντός μετά την ολοκλήρωση της σωματικής του διάπλασης. Εφόσον η από τη φύση εξελικτική πορεία ενός όντος αποκλείει κάποιες δυνατότητες αυτομάτως αποκλείεται και η απαίτηση αυτών. Δεν μπορεί να ζητάει κανείς ηθική αρετή από το λιοντάρι. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν έχουν ψυχή και τα ζώα. Όμως, η ψυχή των ζώων είναι προφανές ότι έχει άλλες ιδιότητες.
Και οι προβληματισμοί δεν σταματούν εδώ: «… πρέπει, επίσης, να εξετάσουμε αν έχει μέρη ή είναι αμερής, κι αν όλες οι ψυχές ανήκουν στο ίδιο είδος ή όχι· κι αν δεν ανήκουν στο ίδιο είδος, αν, τότε, διαφέρουν στο είδος ή στο γένος. Γιατί, αυτοί που τώρα μιλούν και ερευνούν σχετικά με την ψυχή, φαίνεται πως εξετάζουν μόνο την ανθρώπινη» (402b 1-5).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Πρέπει, επιπλέον, να προσέξουμε μη μας διαφύγει, αν ο ορισμός για την ψυχή είναι ένας. Όπως είναι για το ζώο, ή για κάθε είδος διαφορετικός· όπως, παραδείγματος χάρη, για το άλογο, το σκύλο, τον άνθρωπο, το θεό» (402b 5-8). Κι όχι μόνο αυτό: «Και, ακόμη, αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχουν πολλές ψυχές, αλλά πολλά μέρη της ψυχής, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε την ψυχή ως όλο ή τα μέρη της;» (402b 10-11).
Η εκδοχή που θέλει την ψυχή να χωρίζεται σε μέρη είναι ζήτημα υψίστης σημασίας, αφού η διερεύνηση των επιμέρους τμημάτων της θα αποδώσει με τον πληρέστερο τρόπο τη συνολική της υπόσταση. Όσο για το κατά πόσο η ψυχή αποτελεί έναν και μοναδικό ορισμό είτε πρόκειται για τον άνθρωπο είτε για τα ζώα αποτελεί επίσης μια έμμεση απόπειρα διαίρεσης, καθώς, αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να αποδοθεί μια ξεχωριστή ερμηνεία για κάθε διαφορετική οντότητα. Άλλο η ψυχή του ανθρώπου, άλλο του σκύλου κι άλλο του θεού. Θα έλεγε κανείς ότι η ψυχή τίθεται κατά τρόπο υπαρξιακό, αφού οτιδήποτε διεκδικεί ύπαρξη δεν έχει άλλη επιλογή από το πρόταγμα της ψυχής του. Ο διαφορετικός ορισμός που ενδέχεται να αποδοθεί σε κάθε περίπτωση δεν αναιρεί την υπαρξιακή δύναμη που εκφράζει.
Το βέβαιο είναι ότι, αν γίνει αποδεκτό ότι η ψυχή διαιρείται σε μέρη, τότε πρέπει οπωσδήποτε να μελετηθούν πρώτα αυτά, ώστε να προκύψει διαυγέστερα η ολιστική εκτίμηση του ζητήματος. Ο Αριστοτέλης για μια ακόμη φορά θα επιμείνει στην επαγωγική συλλογιστική πορεία: «Γιατί, όταν θα μπορούμε να αποδώσουμε τις ιδιότητες όπως μας παρουσιάζονται, είτε όλες είτε τις περισσότερες, τότε θα μπορούμε κάλλιστα να μιλήσουμε και για την ουσία· γιατί, αρχή για κάθε απόδειξη είναι η ουσία» (402b 25-28). Ασφαλώς, η ουσία είναι η ολική γνώση του αντικειμένου που προϋποθέτει τη γνώση των μερών που το αποτελούν και που τελικά θα επιφέρει τον τελικό ορισμό του.
Όμως, υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες: «Δυσκολία […] έχουμε και σχετικά με τα πάθη της ψυχής· για το αν, δηλαδή, είναι όλα κοινά και ανήκουν στο ον που περιέχει την ψυχή, ή υπάρχει και κάποιο που ανήκει στην ίδια την ψυχή· αυτό, βεβαίως, είναι απαραίτητο να το συλλάβουμε, αλλά δεν είναι εύκολο» (403a 3-5). Αποδεχόμενοι ότι ο Αριστοτέλης αναφέρει ως πάθη τις ιδιαίτερες ιδιότητες της ψυχής που γεννούν τα συναισθήματα είναι σαφές ότι βρισκόμαστε στον πυρήνα της ανθρώπινης συναισθηματικής υπόστασης. Τα συναισθήματα (πάθη) που επέρχονται από τις ιδιότητες της ψυχής αφορούν τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που την κατέχουν ή βρίσκεται μέσα στην ψυχή ένα άλλο ον που τη ρυθμίζει και την κυβερνά λειτουργώντας ανεξέλεγκτα από τον κάτοχό της;
Τα ερωτήματα αυτού του είδους έχουν να κάνουν με το πλαίσιο της εποχής και την αντίληψη του ανθρώπου που κυβερνάται από δυνάμεις που δεν ελέγχει, σαν έρμαιο μιας μοίρας ακαθόριστης ή μιας εκ των προτέρων θεϊκής παρέμβασης στην ανθρώπινη ζωή. Οι δοξασίες που θέλανε να υπάρχει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου ένας δαίμονας που ήταν αμετάκλητα δοσμένος από τους θεούς και που καθόριζε τη μοίρα και τις αποφάσεις των ανθρώπων ήταν τόσο διαδεδομένες που αποδόθηκαν και γλωσσολογικά. Η ευδαιμονία, ως θεϊκή τύχη, δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδραση του καλού (ευ) δαίμονα που θα οδηγούσε στην ευτυχία, σε αντίθεση με την κακοδαιμονία που ήταν η αναπόδραστη δυστυχία που θα επέφερε ο κακός δαίμονας.
Μια τέτοια μοιρολατρική αντίληψη που καθιστά τον άνθρωπο τετελεσμένα παθητικό δέκτη για την ίδια του τη ζωή δε θα μπορούσε να βρει σύμφωνο τον Αριστοτέλη. Εξάλλου, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ο άνθρωπος θα απαλλασσόταν από κάθε ευθύνη για τις πράξεις του, αφού σε τελική ανάλυση δε θα ήταν τίποτε άλλο παρά το άβουλο εκτελεστικό όργανο του δαίμονος. Όμως πέρα από αυτό, ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να συμφωνεί με μια εξ’ ορισμού αυτόνομη ζωή της ψυχής, που διαχωρίζεται από το σώμα κυβερνώμενη από το δαίμονα.
Η αποδοχή του δαίμονα θα ισοδυναμούσε με την υιοθέτηση της ιδέας μιας διπλής ζωής, της σωματικής και της ψυχικής, αφού το κάθε μέρος θα καθορίζεται από διαφορετικά κέντρα. Το αλληλένδετο της ψυχής με το σώμα είναι η οριστική ακύρωση όλων των περί δαιμόνων δοξασιών: «… φαίνεται ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ψυχή, δίχως το σώμα, ούτε πάσχει ούτε προκαλεί κανένα πάθος· δεν οργίζεται, για παράδειγμα, ούτε δείχνει θάρρος ούτε επιθυμεί και γενικά δεν αισθάνεται» (403a 6-8). Η αδυναμία της ψυχής να εκπληρώσει τις λειτουργίες της αποκομμένη από το σώμα καθιστά σαφές ότι είναι αδύνατο να εκληφθεί ως κάτι αυτόνομο.
Όμως, το θέμα δεν αφορά μόνο τη γέννηση των συναισθημάτων (παθών), αλλά παίρνει διαστάσεις που αφορούν και τη νόηση: «Κατεξοχήν η νόηση […] φαίνεται πως ανήκει στην ψυχή· αλλά, αν και η νόηση είναι κάποιο είδος φαντασίας, ή τουλάχιστον δεν υπάρχει χωρίς φαντασία, δε θα μπορούσε ούτε αυτή να υπάρχει χωρίς το σώμα» (403a 8-10).
Για τον Αριστοτέλη ακόμη και η νόηση, ως μία από τις πολλές εκδοχές της φαντασίας, δεν μπορεί παρά να αποδίδεται στην ψυχή. Η παραδοχή ότι η ψυχή χωρίς το σώμα δεν μπορεί να εκπληρώσει ούτε αυτή τη δυνατότητα καθιστά σαφές το αδιάσπαστο αυτής της ένωσης. Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η ζωή ξεκινά με τη ένωση της ψυχής με το σώμα. Όταν η ένωση αυτή διαλυθεί, τότε καμία λειτουργία δεν υφίσταται. Κι αυτό ακριβώς είναι ο θάνατος.
Το συμπέρασμα είναι πλέον σαφές: «Αν, λοιπόν, κάποια από τις λειτουργίες ή τα πάθη της ψυχής τής ανήκει, η ψυχή θα μπορούσε να υπάρχει ξέχωρα από το σώμα· αν, όμως, τίποτα δεν τής ανήκει, δεν μπορεί να υπάρχει χωριστά…» (403a 11-13). Κατά συνέπεια: «Φαίνεται έτσι πως, και τα πάθη της ψυχής, όλα συνδέονται με κάποιο σώμα· το θάρρος, η πραότητα, ο φόβος, ο οίκτος, η τόλμη, επίσης η χαρά και η αγάπη και το μίσος· γιατί όταν εμφανίζονται αυτά, πάσχει και το σώμα με κάποιον τρόπο» (403a 17-20).
Η παραδοχή ότι η λειτουργία της ψυχής έχει και σωματικές διαστάσεις είναι η κατοχύρωση της πιο αναμφισβήτητης αλληλεπίδρασης: «Και σημάδι γι’ αυτό είναι ότι, κάποτε, παρόλο που ενσκήπτουν ισχυρά και ζωηρά πάθη, καθόλου δεν ακολουθεί παροξυσμός ή φόβος, ενώ, άλλες φορές, ασήμαντες και αμυδρές αιτίες αρκούν για να προκαλέσουν κίνηση – όταν το σώμα ήδη βρίσκεται σε διέγερση, και είναι στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται ακριβώς όταν οργίζεται» (403a 20-24).
Πράγματι, η οργή που προέρχεται από την ψυχή είναι αδύνατο να μην εκδηλωθεί και σωματικά, ακόμη κι αν προέρχεται από τον πιο ασήμαντο λόγο. Όμως, και πέρα από αυτό η σύγχρονη ψυχιατρική (και ψυχολογία) έχει καταδείξει με τρόπο αναντίρρητο τις ψυχοσωματικές διαστάσεις που μπορεί να λάβει κάθε διαταραχή.
Οι σύγχρονες αντιλήψεις για την ενότητα της ψυχής με το σώμα δικαιώνουν πλήρως τον Αριστοτέλη. Το ότι σήμερα μπορεί να γίνεται περισσότερο λόγος για το αχαρτογράφητο του ανθρωπίνου εγκεφάλου που ευθύνεται για όλα όσα μπορεί να αποδίδονταν ως ψυχή δεν αλλάζει καθόλου την ουσία του πράγματος. Οι έρευνες της βιολογίας και η κατάδειξη ότι ακόμη και τα συναισθήματα αποδίδονται στη χημική υπόσταση του ανθρώπου και στη λειτουργία αδένων που (ως ένα βαθμό) μπορούν να ελεγχθούν ή να ρυθμιστούν δεν αφορά μόνο τη χαοτική απόσταση από την εποχή του Αριστοτέλη, αλλά και τη βαθύτατη ενότητα του σώματος με την ψυχή, όπως εκείνος την εννοούσε.
Σε τελική ανάλυση, τα συναισθήματα της ψυχής γεννιούνται από σωματικές εκκρίσεις και ταυτόχρονα επιφέρουν αναμφισβήτητες επιπτώσεις στη συνολική λειτουργία του σώματος. Τα συμπεράσματα δεν μπορούν να είναι ασφαλή, αφού όλα αυτά ακόμη και σήμερα, όχι μόνο δεν έχουν λυθεί, αλλά βρίσκονται σε εμβρυακό επίπεδο. Το σίγουρο είναι ότι η μετατόπιση των ανθρωπίνων χαρακτηριστικών στο χώρο της βιολογίας και της βιοχημείας δεν αναιρεί εννοιολογικά τον όρο ψυχή. Γιατί ως ψυχή δεν νοείται μόνο η έκκριση ορμονών που μπορούν να επιφέρουν μεταπτώσεις στην ανθρώπινη συμπεριφορά ή ακόμη και να καθορίσουν χαρακτήρες.
Ως ψυχή εννοείται το σύνολο της προσωπικότητας που έχει να κάνει και με τα βιώματα και με τη διαπαιδαγώγηση και με τις οικογενειακές αρχές ή την καλλιέργεια της κοινωνικής ευαισθητοποίησης. Αν πάψουμε να λαμβάνουμε υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες που μαζί με την προσωπική προσπάθεια του ανθρώπου αποτελούν την τελική ουσία του χαρακτήρα του, τότε θα φτάσουμε στη μοιρολατρία του αρχαιοελληνικού δαίμονα, αφού ο άνθρωπος θα είναι έρμαιο των ορμονών και των αδένων του. Υπό αυτή την έννοια ο Αριστοτέλης παραμένει επίκαιρος.
Αριστοτέλης: “Περί Ψυχής”, μετάφραση Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ Θεσσαλονίκη 2000