Κορεατικό ρέκβιεμ (1950-1953)
Γράφει ο Μανόλης Πλούσος
Η χερσόνησος της Κορέας στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε αδιαπραγμάτευτο τμήμα της Ιαπωνικής αυτοκρατορίας. Η τελευταία αφού κατίσχυσε επί της Κίνας στα 1895 και της Ρωσίας στα 1905 κράτησε υπό την κατοχή της την χερσόνησο για τα επόμενα 40 χρόνια. Οι Ιάπωνες κατακτητές ακολούθησαν σε όλη αυτή την περίοδο κατοχής μια κοντόφθαλμη και βίαιη πολιτική εξάλειψης της κορεατικής εθνικής ταυτότητας, παρόμοια με αυτή που ακολουθούσαν πολλές ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις της εποχής. Στόχος των Ιαπώνων ήταν η πλήρης ενσωμάτωση της Κορέας στην Ιαπωνική αυτοκρατορία και τον ιαπωνικό πολιτισμό. Η πολιτική της «ιαπωνοποίησης», όμως, δημιούργησε ένα ισχυρό εθνικιστικό ρεύμα μεταξύ των νεαρών, κατά κύριο λόγο, Κορεατών, οι οποίοι πλέον επιδίωκαν την απομάκρυνση των Ιαπώνων και την αποκατάσταση της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, με τις διακηρύξεις περί αυτοδιάθεσης των λαών, φάνηκε να αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας για τις επιδιώξεις των Κορεατών εθνικιστών. Στην διάσκεψη, όμως, του Παρισιού στα 1919 οι Μεγάλες Δυνάμεις φάνηκαν απρόθυμες να διαπραγματευτούν αλλαγή του status quo στην περιοχή.
Στην διάσκεψη στο Παρίσι παρευρίσκετο και ένας από τους πλέον διαπρύσιους εθνικιστές της Κορέας ο Σίνγκμαν Ρι. Έχοντας φυλακιστεί για 6 χρόνια λόγω της εθνικιστικής του δράσης, κατάφερε να βρει καταφύγιο στις Η.Π.Α., όπου προσπάθησε να κερδίσει την συμπάθεια και την υποστήριξη του αμερικανικού κατεστημένου, χωρίς σημαντικά αποτελέσματα είναι η αλήθεια. Παράλληλα, μια ακόμη εμβληματική προσωπικότητα του αγώνα ενάντια στους Ιάπωνες κέρδιζε έδαφος στην Κορέα. Ήταν ο Κιμ Ιλ Σούνγκ. Από τα 19 του μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, κατάφερε να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός στους Κορεάτες λόγω της δράσης του ενάντια στο ιαπωνικό καθεστώς την δεκαετία του 1930. Στα 1940 περνάει στην Σοβιετική Ένωση, όπου λαμβάνει στρατιωτική και πολιτική εκπαίδευση, κατατάσσεται στον Κόκκινο Στρατό και με το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου επιστρέφει στην πατρίδα του.
Η Κορέα απόκτησε ξανά την ανεξαρτησία της το 1945 κατά την σύνοδο του Πότσνταμ. Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. συμφώνησαν, μάλλον ανέλπιστα και χωρίς περαιτέρω προστριβές, στην διχοτόμηση της χερσονήσου στον 38ο παράλληλο. Στον βορρά σχηματίστηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας υπό τον Κιμ Ιλ Σούνγκ, ενώ στο νότο η Δημοκρατία της Κορέας υπό τον Σίνγκμαν Ρι. Και τα δυο καθεστώτα έκαναν εκλογές εντός του 1948, κατά το μάλλον ή ήττον ελεγχόμενες, με τον Κιμ να θριαμβεύει στον βορά και τον Ρι στο νότο. Στόχος πλέον κάθε πλευράς ήταν η όσο το δυνατόν ταχύτερη ενοποίηση της χερσονήσου, χωρίς όμως οι δυο ηγέτες να συμφωνούν σε κάποιοι κοινό σχέδιο. Καθένας επιδίωκε την ένωση υπό την δική του εξουσία και μόνο, θέτοντας έτσι τις βάσεις για περαιτέρω κλιμάκωση του διχασμού. Στον βορά ο Κιμ είχε τον απόλυτο έλεγχο της κυβέρνησης, απολαμβάνοντας ευρεία λαϊκή υποστήριξη από την στιγμή που προέβη σε αγροτική μεταρρύθμιση, ανακουφίζοντας πολλές χιλιάδες πενόμενους ακτήμονες χωρικούς. Αντίθετα, στο νότο το καθεστώς Ρι προέβη σε σκληρές διώξεις εναντίον, κυρίως, κομμουνιστών αντικαθεστωτικών, ενώ και η προσπάθεια του να διαμοιράσει αγροτικές εκτάσεις κινήθηκε με βραδείς ρυθμούς, εντείνοντας την δυσαρέσκεια μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, μεταξύ των οποίων και φιλελευθέρων.
Από το 1948 η ένταση κατά μήκος του 38ου παράλληλου άρχισε να εντείνεται. Μετά τις εκλογές και την εδραίωσή τους, τα δυο καθεστώτα άρχισαν να προετοιμάζονται εντατικά για την επανένωση της χώρας. Στον βορά ο Κιμ, είχε εξασφαλίσει την σύμφωνη γνώμη του Στάλιν και του Μάο για εισβολή προς το νότο. Η Μόσχα δεν έβλεπε με καλό μάτι την εδραίωση των αμερικανικών δυνάμεων στην Ιαπωνία και θεωρούσε ότι μια νίκη του Κιμ στην Κορέα θα εξισορροπούσε κάπως την γεωπολιτική επέκταση των Η.Π.Α. στον Ειρηνικό. Παράλληλα, ο Στάλιν ανησυχώντας περισσότερο για το ευρωπαϊκό μέτωπο με την Δύση, δεν φαινόταν διατεθειμένος να θυσιάσει ρωσικά στρατεύματα σε ένα μέτωπο στην μακρινή Ανατολή. Από την άλλη μεριά, το Πεκίνο σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσε να δει μια αμερικανόφιλη κυβέρνηση να εδραιώνεται στα σύνορα της Κίνας, οπότε είχε κάθε συμφέρον να στηρίξει τον κομμουνιστικό βορά. Η στάση των Αμερικανών κατά τη διάρκεια του εμφύλιου στην Κίνα, όπου είχαν υποστηρίξει τον εθνικιστή Τσιάνγκ Κάι-Σεκ, είχε δημιουργήσει προβληματισμό και έντονη καχυποψία στον Μάο Τσε Τουνγκ. Έτσι, οι δυο κομμουνιστικές δυνάμεις διείδαν τα στρατηγικά οφέλη από μια ενδεχόμενη νίκη του Κιμ και άναψαν το πράσινο φως για την εισβολή.
Στο νότο ο Ρι συνέχιζε απτόητος την καταπίεση και τις διώξεις των πολιτικών του αντιπάλων. Τον Ιανουάριο του 1949 περίπου 5.000 αντίπαλοι του καθεστώτος Ρι σφαγιάστηκαν κατά την εξέγερση της νήσου Jeju. Στις μεγάλες πόλεις της Νότιας Κορέας εργατικά συνδικάτα, σωματεία και ανεξάρτητες οργανώσεις διαλύθηκαν και τα μέλη τους τέθηκαν εκτός νόμου. Ήδη από το 1947 αμερικανοί αξιωματούχοι παρατηρούσαν για το καθεστώς Ρι ότι: «…πολλοί Κορεάτες αισθάνονται ότι τώρα βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα από όταν ήταν κάτω από τον ιαπωνικό ζυγό». Για τους αμερικανούς επιτελείς η κατάσταση στο νότο δεν εξελισσόταν όπως ήλπιζαν, αφού η αδιαλλαξία του Ρι σε συνδυασμό και με την απαίτησή του να αναγνωριστεί η κυβέρνησή του ως η μόνη νόμιμη στην χερσόνησο, δεν άφηνε περιθώρια συνδιαλλαγής με τον βορά. Η σύλληψη, μάλιστα, τριών απεσταλμένων της Βόρειας Κορέας στην Σεούλ, όπου είχαν σταλεί για διαπραγματεύσεις στις 11 Ιουνίου 1950, ανέβασε επικίνδυνα το θερμόμετρο στις σχέσεις των δυο καθεστώτων.
Πράγματι, στις 25 Ιουνίου 1950 ο στρατός της Λαϊκής Δημοκρατίας εισέβαλε στο νότο. Την ίδια μέρα το συμβούλιο ασφαλείας του Ο.Η.Ε. διέταξε την απόσυρση των βορειοκορεατικών στρατευμάτων και δυο μέρες αργότερα καλούσε τις Η.Π.Α. να παρέμβουν στρατιωτικά υπέρ του νότου. Η ήττα του εθνικιστή και υποστηριζόμενου από τις Η.Π.Α. Τσιάνγκ Κάι-Σεκ το 1949 από τα στρατεύματα του Μάο, έκανε τους αμερικάνους επιφυλακτικούς σχετικά με μια ενδεχόμενη επέμβαση τους στην ανατολική Ασία. Πέραν της Ιαπωνίας οι αμερικάνοι δεν διέβλεπαν κάποια χρησιμότητα σε αμεσότερη εμπλοκή τους στα τεκταινόμενα της κορεατικής χερσονήσου. Επιπρόσθετα, οι βίαιες πολιτικές του Ρι δεν εύρισκαν σύμφωνό το αμερικανικό κατεστημένο, που μάλλον τον στήριζε ως το μη χείρον… Λίγους μήνες πριν την εισβολή, τον Απρίλιο του 1950, το συμβούλιο εθνικής ασφάλειας των Η.Π.Α. παρέδωσε στον πρόεδρο Χ. Τρούμαν το έγγραφο NSC-68 με τίτλο «Στόχοι των Η.Π.Α. και προγράμματα για την εθνική ασφάλεια». Σε αυτό σκιαγραφούνταν οι βασικές επιδιώξεις της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε έναν διπολικό κόσμο. Όπως τονίζει και ο Τζ. Κάρολ: «Η μανιχαϊκή θεολογία του αμερικανικού μεταπολεμικού πολιτικού δόγματος ήταν εδώ σαφής και ολοκληρωμένη. […] Η απόλυτη διπολικότητα του NSC-68 θα μετατρεπόταν στον ισχυρό στύλο των αμερικανικών ψυχροπολεμικών αντιλήψεων». Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό: «Η επίθεση σε ελεύθερους θεσμούς είναι πλέον παγκόσμια και στο πλαίσιο της παρούσας πόλωσης της παγκόσμιας δύναμης, μια ήττα των ελεύθερων θεσμών οπουδήποτε αποτελεί ήττα παντού». Έτσι, η απόκτηση της ατομικής βόμβας από τους Σοβιετικούς το 1949, η ήττα του εθνικιστή Τσιάνγκ Και-Σεκ την ίδια χρονιά και η κήρυξη του πολέμου στη Δημοκρατία της Κορέας από τον Κιμ ήταν όψεις του ίδιου νομίσματος. Τα γεγονότα αυτά ενέτειναν την αντικομμουνιστική παράνοια στις Η.Π.Α. και έθεσαν στο περιθώριο κάθε σκέψη για μη επέμβαση.
Η εισβολή του Κιμ ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Την τρίτη μέρα της επίθεσης κατελήφθη η Σεούλ με τον Ρι να διαφεύγει προς το νότο. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης για τους νοτιοκορεάτες, οι οποίοι είδαν τον στρατό τους να χάνει περί τα δυο τρίτα της δύναμης του, είτε ως απώλειες, είτε λόγω αποστασιών. Οι Η.Π.Α. είχαν φροντίσει να εξοπλίσουν με ελαφρά όπλα τον στρατό του Ρι, καθώς τον θεωρούσαν ιδιαίτερα ανεύθυνο και επειδή δεν επιθυμούσαν μια εισβολή του στον βορά. Παράλληλα, οι κάτοικοι του νότου σε καμία περίπτωση δεν στήριζαν τον Ρι, ο οποίος προκειμένου να αρπάξει την εξουσία είχε αποκλείσει πολλούς αναλφάβητους από την εκλογική διαδικασία και είχε χρησιμοποιήσει βίαιες μεθόδους για να εγκαθιδρύσει το φασιστικό καθεστώς του, όπως πυρπόληση χωριών, βασανιστήρια και κατάργηση των πολιτικών ελευθεριών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δεν βρέθηκαν πολλοί να θέλουν να θυσιαστούν για ένα τέτοιο καθεστώς… Μοιραία, λοιπόν, αυτοί που θα αναλάμβαναν να αντεπιτεθούν ήταν οι Αμερικάνοι.
Για τον Χ. Τρούμαν η επίθεση αποτελούσε απόδειξη της κομμουνιστικής επιθετικότητας και ως εκ τούτου οι Η.Π.Α. έπρεπε να δράσουν άμεσα. Στις 30 Ιουνίου 1950 αμερικανικές δυνάμεις που στάθμευαν στην Ιαπωνία αποβιβάστηκαν στο νότιο τμήμα της χερσονήσου και οχυρώθηκαν γύρω από την πόλη Ταεγκού. Παράλληλα, εισηγήθηκαν ψήφισμα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. με το οποίο καλούνταν τα μέλη του Ο.Η.Ε. να «παράσχουν την απαραίτητη βοήθεια στη Δημοκρατία της Κορέας, προκειμένου να αποκρούσει την ένοπλη επίθεση». Αρχιστράτηγος των δυνάμεων ορίστηκε ο ιδιόρρυθμος και μπαρουτοκαπνισμένος Ντάγκλας Μακάρθουρ. Στις δυνάμεις των αμερικανών προστέθηκαν και ενισχύσεις από ακόμη 20 κράτη, μεταξύ των οποίων και 10.000 Έλληνες. Με έναν στρατό που άγγιζε πλέον το 1 εκ. ο Μακάρθουρ ξεκίνησε την αντεπίθεσή του με μια τολμηρή κίνηση. Στις 15 Σεπτεμβρίου επιχειρεί απόβαση στην Ιντσόν, πόλη που απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από την Σεούλ, στα νώτα του αντιπάλου. Έχοντας πλήρη αεροπορική και ναυτική υπεροχή έφερε σε αίσιο πέρας την «επιχείρηση Χρωμίτης». Αποτέλεσμα αυτής της ιδιοφυούς κίνησης ήταν η σταδιακή οπισθοχώρηση των στρατευμάτων του βορά πίσω στο όριο του 38ου παραλλήλου. Όμως, οι αμερικάνοι δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Μακάρθουρ, που πολλάκις είχε εισηγηθεί και την χρήση ατομικών όπλων σε αυτόν τον πόλεμο, στις 7 Οκτωβρίου περνάει στο έδαφος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κορέας, καταλαμβάνει την Πιονγκγιάνγκ στις 19 του ίδιου μήνα και μέχρι το Νοέμβριο είχε προελάσει μέχρι τα κινεζικά σύνορα.
Η εμφάνιση του διεθνούς στρατιωτικού σχηματισμού στα σύνορά της Κίνας θορύβησε έντονα τον Μάο Τσε Τουνγκ. Ο εκπρόσωπός του στον Ο.Η.Ε. δήλωνε χαρακτηριστικά: «Ένας από τους πρωτουργούς της ιαπωνικής επιθετικότητας, ο Τανάκα, είπε κάποτε: για να κατακτήσεις τον κόσμο πρέπει πρώτα να κατακτήσεις της Ασία‧ για να κατακτήσεις της Ασία πρέπει πρώτα να κατακτήσεις την Κίνα‧ για να κατακτήσεις την Κίνα πρέπει προηγουμένως να κατακτήσεις την Κορέα και την Φορμόζα… Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός… ιδιοποιείται το σχέδιο Τανάκα και ακολουθεί τη διαψευσμένη από τα γεγονότα πορεία των ιμπεριαλιστών επιδρομέων της Ιαπωνίας». Ο Μάο δεν φοβόταν τον πόλεμο, αλλά έπρεπε πρώτα να πείσει και το πολιτικό συμβούλιο του, στο οποίο «δεν ήταν τίποτε περισσότερο από πρώτος μεταξύ ίσων». Από την δύσκολη θέση τον έβγαλε ο Στάλιν που σε τηλεγράφημά του τόνιζε ότι: «αν ο πόλεμος δεν μπορεί να αποφευχθεί, τότε ας γίνει τώρα, όχι μετά από πολλά χρόνια, όταν ο ιαπωνικός μιλιταρισμός θα έχει ανακάμψει και θα αποτελεί σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών». Περίπου 200.000 Κινέζοι του Λαϊκού Εθελοντικού Στρατού συνέδραμαν τα παραπαίοντα βορειοκορεατικά στρατεύματα στην αντεπίθεσή τους. Η κίνηση αυτή των Κινέζων κατέλαβε εξ απήνης τους Αμερικάνους οι οποίοι δεν πίστευαν ότι ο Μάο θα επενέβαινε. Η C.I.A. αδυνατούσε να παράσχει πληροφορίες και λόγω της ανυπαρξίας πρακτόρων στο κινεζικό έδαφος αλλά κυρίως λόγω της αντιπάθειας που είχε στην εν λόγω υπηρεσία ο ίδιος ο Μακάρθουρ. Η αλήθεια είναι ότι στην περιοχή της Άπω Ανατολής οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν σχεδόν «τυφλές». Μέχρι και τον Οκτώβριο του 1950 η C.I.A. ανέφερε ότι: «δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι Κινέζοι κομμουνιστές έχουν όντως την πρόθεση να προβούν σε μείζονος κλίμακας επέμβαση στην Κορέα… εκτός και αν αποφασίσει η Σοβιετική Ένωση να προκαλέσει παγκόσμιο πόλεμο»…
Η αιφνιδιαστική επίθεση των Κινέζων βρήκε τους Αμερικάνους και τους συμμάχούς τους εντελώς απροετοίμαστους. Ο στρατηγός Μακάρθουρ, ενστικτωδώς και χωρίς να γνωρίζει έστω κατά προσέγγιση την δύναμη του αντιπάλου, εξαπέλυσε αντεπίθεση που κατέληξε σε δεινή καταστροφή για τις δυνάμεις του Ο.Η.Ε. Μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1950 όλα τα κέρδη από την αμερικανική επίθεση είχαν εξανεμιστεί και στις 4 Ιανουαρίου 1951 η Σεούλ περιήλθε στα χέρια των βορειοκορεατών για ακόμη μια φορά… Οργισμένος ο Μακάρθουρ άρχισε να κάνει λόγο για μαζική επίθεση στην Κίνα και χρήση πυρηνικών όπλων. Με δημόσιες τοποθετήσεις ο Μακάρθουρ επέκρινε ακόμη και τον πρόεδρο Τρούμαν, οδηγώντας τον τελευταίο στην απομάκρυνση του ατίθασου στρατηγού δηλώνοντας ότι: «Τον έδιωξα επειδή δεν σεβόταν την εξουσία του προέδρου. Δεν τον έδιωξα επειδή ήταν ένα ηλίθιο καθίκι, παρόλο που ήταν, αλλά αυτό δεν είναι ενάντια στο νόμο όσον αφορά τους στρατηγούς. Αν ήταν, οι μισοί έως τρία τέταρτα εξ αυτών θα βρίσκονταν στη φυλακή»… Η απομάκρυνση του Μακάρθουρ ήταν μια σώφρων κίνηση από πλευράς Τρούμαν, αφού δεν επιθυμούσε σε καμία περίπτωση εξάπλωση του πολέμου στην Κίνα, πεποίθηση που είχε ο υπερφίαλος στρατηγός. Μέχρι τον Μάρτιο του 1951 πάντως οι δυνάμεις του Ο.Η.Ε. κατάφεραν να ανακαταλάβουν την Σεούλ, κυρίως λόγω της αεροπορικής υπεροχής τους (αν και τα άρτι αφιχθέντα από Ε.Σ.Σ.Δ. MIG-15 δημιούργησαν αρκετά προβλήματα στους πιλότους των βαρέων βομβαρδιστικών των Η.Π.Α.). Παρά τις αντεπιθέσεις των Κινέζων η κατάσταση μέχρι και τον Ιούνιο δεν είχε αλλάξει, γεγονός που οδήγησε τον Μάο σταδιακά στην απόφαση για συμβιβασμό.
Η κορεατική χερσόνησος μετά από περίπου 2 χρόνια πολέμου κείτονταν σε ερείπια. Όπως ανέφερε μια βρετανική στρατιωτική επιθεώρηση: «…δεν είναι υπερβολή να υποστηριχθεί ότι η Νότιος Κορέα δεν υπάρχει πια σαν κράτος. Οι πόλεις της έχουν καταστραφεί, ένα μεγάλο μέρος από τα μέσα διατροφής του πληθυσμού της έχει εκμηδενισθεί και ο λαός της έχει υποβιβασθεί σε μια θλιβερή μάζα που περιμένει (να σωθεί) από την φιλανθρωπία». Οι σφαγές και από τα δυο στρατόπεδα υπήρξαν ανηλεείς. Οι αμερικάνοι μπορεί να μην χρησιμοποίησαν πυρηνικά, ωστόσο αξιοποίησαν ένα νέο όπλο, την βόμβα «ναπάλμ», που είχε χρησιμοποιηθεί εκτενώς και στον ελληνικό εμφύλιο. Παρά τις αυξανόμενες απώλειες ο πρόεδρος Σίγκμαν Ρι συνέχιζε να υποστηρίζει τον ολοκληρωτικό πόλεμο. Στην Αμερική, όμως, ο κόσμος άρχισε σταδιακά να «μπουχτίζει» από τις πολεμικές περιπέτειες σε μια άγνωστη περιοχή χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα. Με τους νεκρούς αμερικάνους να υπερβαίνουν τις 30.000 και συνολικά των δυνάμεων του Ο.Η.Ε. τις 100.000 από τον Ιούλιο του 1951 ξεκίνησε μια παρατεταμένη περίοδος διαπραγματεύσεων, ενώ συνεχιζόταν ένας ανούσιος πόλεμος θέσεων μέχρι και τον Ιούλιο του 1953 οπότε και υπεγράφη εκεχειρία που ισχύει μέχρι και σήμερα. Ένας «άχρηστος και τρομερός πόλεμος» και για τα δυο στρατόπεδα έληγε χωρίς ουσιαστικό νικητή, αφήνοντας πίσω του 3,5 εκ. νεκρούς Κορεάτες… Στον βορά εγκαθιδρύθηκε ένα ακραίο σταλινικό καθεστώς από τον Κιμ, ενώ στο Νότο ο Ρι επιβίωσε, μέχρι και τον θάνατό του στα 1960, χάρη σε ένα αστυνομικό καθεστώς που στηριζόταν σε «στρατιές χαφιέδων». Στην Αμερική εντάθηκε ακόμη περισσότερο η αντικομμουνιστική υστερία, με τον γερουσιαστή Μακάρθι να οργανώνει πογκρόμ ενάντια σε κάθε ύποπτο για κομμουνιστική δράση. Η υιοθέτηση της πολιτικής της «απώθησης» και του «περιριοσμού» του κομμουνιστικού κινδύνου θα γίνει το εγχειρίδιο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής για τα επόμενα 50 χρόνια, οδηγώντας χιλιάδες νεαρούς Αμερικάνους να πολεμήσουν σε κάθε απίθανη γωνιά του πλανήτη την «κόκκινη απειλή».
Ο Μανόλης Πλούσος είναι ιστορικός
Διαβάστε:
- Odd Arne Westad, «Ο ψυχρός πόλεμος», εκδ. Πατάκη.
- John Lewis Gaddis, «Ο ψυχρός πόλεμςο», εκδ. Παπαδόπουλος.
- David Horowitz, «Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ». Εκδ. Κάλβος.
- Karlheinz Deschner, «Ο Μολώχ», εκδ. Κάκτος.
- James Caroll, « Ο οίκος του πολέμου», εκδ. Ενάλιος.
- Tim Weiner, « Η ιστορία της CIA», εκδ. Γκοβόστη.
Δείτε:
- The brotherhood of war (2004), My Way (2011) του Je-kyu Kang.
- The front line (2011), του Hun Jang.
- Operation chromite (2016), του John H. Lee.
- A.S.H. (1970), του Robert Altman.
- Mac Arthur (1977), του Joseph Sargent.