«Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;» Η ελληνικότητα
Κείμενο: ΧΑΝΣΟΝ ΒΙΚΤΟΡ-ΝΤΕΙΒΙΣ
Η απάντηση στο γιατί ο κόσμος δυτικοποιείται ανάγεται στο μακρινό παρελθόν, στη σοφία των Ελλήνων —ικανή αιτία για να μην εγκαταλείψουμε τη μελέτη της κληρονομιάς μας. Οι δικές μας απόλυτες αρχές και αξίες μπορούν να ανακαλυφθούν ξανά σχεδόν σε κάθε κομμάτι της ελληνικής γραμματείας που διαβάζουμε —φιλοσοφία, ιστορία, ρητορική, δράμα ή ποίηση. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, την τραγωδία του Σοφοκλή Αντιγόνη (441 π.Χ.) που γράφτηκε στο απόγειο του μεγαλείου και της πολιτιστικής ηγεμονίας της Αθήνας. Μέσα σε λίγο περισσότερους από 1.300 μόνο στίχους, μπορεί να διακρίνει κανείς τις περισσότερες από τις πολιτισμικές παραδοχές όλων των Ελλήνων που εμείς τώρα, δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα, θεωρούμε ως δεδομένες —έστω κι αν η τραγωδία του Σοφοκλή συνιστά διερεύνηση της πολιτικής και ιδιωτικής ηθικής και όχι πραγματεία περί πολιτισμού. Με άλλα λόγια, ένα κομμάτι αθηναϊκής λογοτεχνίας, που υποτίθεται ότι κατά τ’ άλλα δεν ασχολείται με την πολιτική επιστήμη ή τις πολιτιστικές μελέτες, μπορεί να χρησιμεύσει ως αποτελεσματική εισαγωγή για οποιονδήποτε έχει περιέργεια για το πώς είμαστε σαν τους Έλληνες στην καθημερινή μας ζωή. Αν βάλουμε προς στιγμήν στην άκρη την Αντιγόνη ως υψηλή λογοτεχνία και εξετάσουμε τα βασικά των υποκειμένων θέσεών της σχετικά με τον άνθρωπο και τον πολιτισμό, το έργο μπορεί να είναι εξίσου αποκαλυπτικό τόσο από τις αρχές που προϋποθέτει όσο και από τις εντάσεις που διεγείρει και τις ιδέες που αμφισβητεί.
Η ηρωίδα του έργου είναι η Αντιγόνη, αδερφή και κόρη του νεκρού Οιδίποδα. Εναντιώνεται στο βασιλικό διάταγμα που απαγορεύει την ταφή του αδερφού της Πολυνείκη, του ηττημένου σφετεριστή του θρόνου των Θηβών, που είχε προσπαθήσει να αρπάξει το βασίλειο από τον ίδιο τον αδερφό του. Υποχρεωμένη να ακολουθήσει είτε το νόμο είτε τις δικές της αντιλήψεις περί οικουμενικής ηθικής και αδερφικού καθήκοντος, η Αντιγόνη επιχειρεί να προσφέρει ταφικές τιμές στον Πολυνείκη. Η ευσεβής αλλά παράνομη πράξη της έχει ως συνέπεια τη θανατική της καταδίκη. Ακολουθεί μια σοφόκλεια συμφορά για το θείο της, το βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος θα την τιμωρούσε για προδοσία. Η ολοένα και πιο τυραννική συμπεριφορά του Κρέοντα κατά την τήρηση του νόμου — ο φόβος και η απόρριψη της οικογένειας, των συμπολιτών του και του θείου— έχει ως αποτέλεσμα το θάνατο του γιου του, της γυναίκας του και της ίδιας της Αντιγόνης. Το κράτος και η αυτάρεσκη σιγουριά του ότι ο ανθρώπινος νόμος μπορεί να αμφισβητήσει το θεόθεν έθιμο φαίνεται πως προχωρεί πολύ μακριά, με καταστροφικές συνέπειες για όλους τους εμπλεκόμενους.
Μέσα σε αυτό το δράμα, που είναι σε μεγάλο βαθμό μια σκληρή κριτική της αθηναϊκής κοινωνίας και της ελληνικής πόλης-κράτους γενικά, ο Σοφοκλής μας μιλάει για την αιώνια πάλη ανάμεσα στο κράτος και το άτομο, στον ανθρώπινο και το φυσικό νόμο, και για το τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε αυτό που επιχειρούμε εδώ στη γη και σ αυτό που επιφυλάσσει για όλους μας η μοίρα. Σε αυτό το υπέροχο δραματικό έργο, σχεδόν τυχαία, βρίσκουμε κάθε αιτία σχεδόν του γιατί είμαστε τώρα ό,τι είμαστε. Οι κατηγορίες που ακολουθούν, παρμένες από το έργο, δεν εξαντλούν σε καμιά περίπτωση το δυτικό πρότυπο. Δεν είναι, και πάλι, ούτε καν οι κύριες αιτίες για να διαβάσει κανείς την τραγωδία, είναι απλώς οι ήχοι στο φόντο του δράματος. Αυτές οι υποκείμενες πολιτισμικές υποθέσεις, όμως, που μπορούν να βρεθούν σχεδόν σε κάθε τυχαίο απόσπασμα ελληνικής γραμματείας, φωτίζουν μεγάλο μέρος σχετικά με τη δική μας ζωή στη Δύση, στην αλλαγή της χιλιετίας.
Η επιστήμη, η έρευνα και η απόκτηση της γνώσης καθαυτή πρέπει να παραμένουν χωριστά τόσο από τη θρησκευτική όσο και από την πολιτική εξουσία.
Για τους Έλληνες, η ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, η αφηρημένη και λογική έρευνα για το φυσικό και υλικό κόσμο και η επιδίωξη της γνώσης χάρη της γνώσης, δημιουργούν ένα δυναμικό που είναι ταυτόχρονα μεγαλοφυές και τρομακτικό και δεν μοιάζει με κανενός άλλου πολιτισμού. Ο χορός των Θηβαίων γερόντων σε μια θριαμβευτική ωδή τραγουδάει για την πρόοδο της τεχνολογίας και για την κυριαρχία της πάνω στη φύση. Πολλά τα δεινά κουδεν ανθρώπου δεινότερον πέλει. «Πολλά γεννούν το δέος· το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά» [στ. 334-335], ο άνθρωπος του οποίου οι ναυτικές, γεωργικές, ιατρικές και μαστορικές τέχνες νίκησαν τα πάντα, εκτός από τον ίδιο το θάνατο. Οπλισμένος με «τέχνες μαστορικές που σοφίστηκε», ο άνθρωπος της πόλης, δηλαδή ο πολίτης της πόλης-κράτους, μπορεί να εφαρμόσει τις τέχνες του «που δεν τις βάζει ο νους», αλλά «όμως μια στο καλό, μια στο κακό κυλάει», ένα ισχυρό επιστημονικό εγχείρημα του οποίου σκοπός είναι η πρόοδος με κάθε αντίτιμο. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ο ανήσυχος Σοφοκλής επιλέγει να χρησιμοποιήσει το διφορούμενο επίθετο δεινός για τον άνθρωπο. Η λέξη είναι πιο κοντά στο «φοβερός» ή «τρομακτικός» και σημαίνει ταυτόχρονα θαυμαστός και φριχτός —εκπληκτικά καλός ή παράξενος και ασυνήθιστος σε βαθμό που να γίνεται φριχτά κακός.
Για τον Σοφοκλή, που βίωσε τη δόξα και την κατακόρυφη παρακμή της Αθήνας του, πέμπτου αιώνα και που αναγνώριζε το ρόλο τόσο της θεϊκής μοίρας όσο και της θανάσιμης ύβρεως στην πτώση της, υπήρχε πάντα ένα αντίτιμο που έπρεπε να πληρωθεί για την ανηλεή ανθρώπινη πρόοδο, η οποία, σύμφωνα με τα λόγια του Ευριπίδη, μας κάνει «αυθάδεις, ισχυριζόμενους ότι είμαστε καλύτεροι από τους θεούς». Όποιος έχει δει τα βουνά μας αποψιλωμένα από αρχέγονα δάση, ώστε η κατώτερη μεσαία τάξη να μπορεί να έχει καθαρά, οικονομικά προσιτά και ανθεκτικά σπίτια, αναγνωρίζει την τεχνολογική και ηθική ανταλλαγή για την οποία ανησυχούσε ο Σοφοκλής.
Η στρατιωτική εξουσία λειτουργεί υπό τον πολιτικό έλεγχο και εποπτεύεται από αυτόν.
Από την αρχή μέχρι το τέλος της Αντιγόνης, ο επίδοξος σφετεριστής Πολυνείκης κατηγορείται για το ότι συγκρότησε ένα στρατό εκτός νόμου για να αποκτήσει τον έλεγχο των Θηβών. Επί πλέον, οι φύλακες του Κρέοντα υπηρετούν όχι ως κατασταλτικά όργανα —που μπορεί να το βάλουν στα πόδια και ν’ αλλάξουν στρατόπεδο όταν τα πράγματα για το βασιλιά τους δεν πάνε καλά— αλλά μάλλον ως απρόθυμοι στρατιωτικοί που επιβάλλουν νόμους οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα της αρεσκείας τους. Πουθενά ο «στρατηγός» τους δεν είναι κάποιος θεϊκός πρίγκιπας. Αυτοί οι ένοπλοι άντρες λοιπόν μπορούν ελεύθερα να προσφέρουν συμβουλές, ακόμη και να μιλάνε με αγένεια αν χρειαστεί, στο διοικητή τους ο οποίος ασκεί εξουσία αποκλειστικά μέσω της θέσης του ως νόμιμης κεφαλής του κράτους. Ο Φύλακας, μάλιστα, μέμφεται τον Κρέοντα για τη βιάση του να του απευθύνει αστήρικτες κατηγορίες: «Κρίμα κριτής να κρίνει δίχως κρίση!» [στ. 325]. Ο Σοφοκλής έγραφε μέσα σε μια κοινωνία όπου σχεδόν κάθε εκλεγμένος Έλληνας στρατηγός κάποια στιγμή ή θα πλήρωνε πρόστιμο ή θα εξοριζόταν, θα εξοστρακιζόταν ή θα εκτελούνταν, όπου σχεδόν κάθε αρχηγός πολεμούσε πλάι στους άντρες του και σχεδόν ποτέ δεν επιβίωνε όταν δεν επιβίωνε ο στρατός του. Ο ίδιος ο συγγραφέας του δράματος είχε οδηγήσει άντρες στη μάχη και είχε υπηρετήσει ως ελεγκτής άλλων που είχαν αποτύχει. Κανείς στο ακροατήριο του Σοφοκλή δεν θα το είχε θεωρήσει παράξενο που ένας στρατιώτης αμφισβητούσε τον αρχηγό του ή που ένας ταπεινός, απλός οπλίτης ήταν σοφότερος από το στρατηγό του. Όπως μας θυμίζει ο Αριστοτέλης, για την Αθήνα, «σε όλα τα αξιώματα που συνδέονται με το στρατό εκλέγονται με φανερή ψήφο».