«Ποιος σκότωσε τον Όμηρο;» Η ιδέα της ελληνικής ενότητας
Κείμενο: ΧΑΝΣΟΝ ΒΙΚΤΟΡ-ΝΤΕΙΒΙΣ
Ποιοι είναι οι Έλληνες και τι ακριβώς είναι ελληνικό; Αυτές οι άμεσες ερωτήσεις σπάνια διατυπώνονται στις μέρες μας. Οι κλασικιστές, στους οποίους πρέπει να αποταθούμε για απαντήσεις, τώρα ασχολούνται ελάχιστα ή και καθόλου με την εξήγηση των ελληνικών αξιών στο ευρύ κοινό. Λίγοι μόνο κατά την τελευταία δεκαετία έχουν προσπαθήσει να συνδέσουν τη σημερινή Δύση με οτιδήποτε ονομάζεται «οι Έλληνες». Η αιτία για την αποφυγή του γενικευμένου όρου «ελληνικό» από τους κλασικιστές είναι, πιστεύουμε, τριπλή.
Πρώτον, οι πιο οξύνοες κριτικοί της Δύσης είναι επιφυλακτικοί, δικαιολογημένα, μπροστά στην απλοϊκή ειδωλολατρία του δέκατου ένατου αιώνα. Οι «Έλληνες» τότε επιδεικνύονταν περίπου σαν Νοτιο-ευρωπαίοι Βικτωριανοί, μονοδιάστατοι υπεράνθρωποι που, παρόμοια, είχαν κατακτήσει πιο σκουρόχρωμους λαούς, έχτιζαν πολυτελή κτίρια, έγραφαν επική ποίηση κι έφτιαχναν ωραία πράγματα. Για μας, το να μοιραζόμαστε το θαυμασμό για τους νεκρούς Έλληνες με μιαν αγγλική κοινωνία αποικιοκρατική, σεξιστική, ρατσιστική και ιμπεριαλιστική, μοιάζει σαν συγχωροχάρτι σε αυτές ακριβώς τις αμαρτίες του δέκατου ένατου αιώνα. Αφ’ ετέρου, η απόρριψη των Ελλήνων ως κακότροπων και μισαλλόδοξων μας απαλλάσσει από αυτό το εξαιρετικά στενόχωρο αγγλοσαξονικό φορτίο. Διαβεβαιώνουμε τους εαυτούς μας: «Εμείς δεν είμαστε καθόλου σαν κι αυτούς» —και κυρίως: «Δεν είμαστε καθόλου σαν κι εκείνους που νόμιζαν ότι είμαστε σαν κι αυτούς». Τον τελευταίο καιρό, εμείς στην Αμερική βρισκόμαστε σε μια υπεραντίδραση εναντίον της Δύσης γενικά, και των Ελλήνων και των θαυμαστών τους ειδικότερα, λες και τα τωρινά μας μειονεκτήματα (αλλά όχι οι επιτυχίες μας) συνδέονται κατά κάποιο τρόπο με τις αξίες των από καιρό πεθαμένων Ευρωπαίων. Όταν εμείς οι Αμερικανοί αποτυγχάνουμε ή κατηγορούμαστε για έλλειψη ευαισθησίας, καταφεύγουμε στη θυματοποίηση κι έτσι, για άφεση αμαρτιών, ισχυριζόμαστε ότι είμαστε θύματα του δικού μας φριχτού παρελθόντος, ότι είμαστε πολύ καλύτεροι άντρες και γυναίκες απ’ όσο εκείνοι που δεν υπάρχουν πια.
Η δεύτερη αιτία για την απροθυμία μας να μιλήσουμε γενικευμένα για τους Έλληνες δεν πηγάζει από το πόσο άβολα μας κάνει να νιώθουμε η δυτική μας κληρονομιά αλλά από την εμφάνιση των κοινωνικών επιστημών και την κυριαρχία τους στο σημερινό πρόγραμμα σπουδών του πανεπιστημίου. Η σύγχρονη ανθρωπολογία και κοινωνιολογία έχουν την τάση να συγκεντρώνονται περισσότερο στην κοινωνική ανωμαλία παρά σε ομοιότητες που υπερβαίνουν το περιοριστικό χωροχρονικό περιβάλλον. Ένας νότιος μεσογειακός λαός που έζησε πριν από δυόμισι χιλιετίες, που λάτρευε ένα πάνθεον αλλόκοτων θεών, που πάντα έκοβε τους λαιμούς των ζώων σε θυσίες, έντυνε τους άντρες με γυναικεία ρούχα πάνω στη θεατρική σκηνή, σκότωνε τα θηλυκά βρέφη και είχε καθιερώσει το σοδομισμό, θα φαινόταν στον κοινωνικό επιστήμονα ότι δεν έχει και πολύ σχέση με αυτό που τώρα ονομάζουμε σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Το να βρίσκουμε οτιδήποτε, έστω και κατ’ ελάχιστον, όμοιο ανάμεσα α εμάς τους συγχρόνους και στους Έλληνες, υποστηρίζουν τώρα μερικοί, είναι το ίδιο θεμιτό όσο και το να βλέπουμε τον εαυτό μας στους πολιτισμούς της Πολυνησίας ή του τροπικού δάσους του Αμαζονίου. Η λατρεία, το τελετουργικό, οι προλήψεις, οι συγγενικές σχέσεις, η ενδυμασία, η διατροφή, το σεξ —αυτά μόνο είναι οι «ενσωματωμένες» πολιτισμικές λύδιες λίθοι. Σε αυτή την άποψη, τα διανοητικά και αφηρημένα στοιχεία της ζωής, που μπορεί να αποκαλύπτουν πολιτιστική συνέχεια, θεωρούνται επινοημένες και «κατασκευασμένες» —συνεπώς λιγότερο αποκαλυπτικές— πλευρές μιας συνειδητής, φυσικής κοινωνίας.
Η αφηρημένη ιδέα της «ελληνικότητας» και το επιχείρημα ότι αυτό το μοναδικό όραμα ενός σχετικά μικρού πληθυσμού επηρέασε όλο το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, αμφισβητεί άμεσα το πιο πρόσφατο ανθρωπολογικό δόγμα. Μια τέτοια προσέγγιση κάνει κάποιον να κερδίσει πολύ γρήγορα το ατυχές παρώνυμο του «πολιτιστικού αποικιοκράτη» που προσπαθεί να «παραχωρήσει προνόμια» και να «ηρωοποιήσει» την τέχνη και τη γραμματεία ενός συγκεκριμένου αρχαίου πολιτισμού μιας συγκεκριμένης εποχής. Οι πλέον πολιτικοποιημένοι από τους κοινωνικούς επιστήμονες επιμένουν μάλιστα ότι ο όρος «ελληνικός», ως συνολικός πολιτισμικός όρος, δεν έχει θέση στα πανεπιστήμια· πολλοί προτιμούν τον όρο «μεσογειακός» — ορολογία περισσότερο σύμφωνη με την προσπάθεια που καταβάλλει το πανεπιστήμιο για την επινόηση μιας «πολυπολιτισμικής» Αμερικής.
Με την εμφάνιση του Μεταμοντερνισμού — αυτής της νέας επίθεσης στην ίδια την αντικειμενική αλήθεια, με την άρνηση γεγονότων ή περιστατικών χωριστά από τη γλώσσα ή το κείμενο, και την αντίληψή της ότι κάθε πραγματικότητα είναι κοινωνικά καθορισμένη — η Ελλάδα μας θεωρείται πια μια αυθαίρετη αφηρημένη έννοια . Αυτή η «Ελλάδα», μιας λένε, είναι μια απλή επινόηση, ένα σημαίνον προνομιακών πολιτιστικών κειμένων, αναθυμίαση μιας εκμεταλλευτικής ελεύθερης αρσενικής ελίτ. Αυτή η «Ελλάδα» είναι απλώς ένα κοινωνικό κατασκεύασμα, μονταρισμένο και πακεταρισμένο για μια μακάρια και εύπορη σύγχρονη Δύση, για να προβάλλει έναν εντελώς υποκειμενικό αντικατοπτρισμό της. Αυτή η κλασική αντανάκλαση, μας λένε τώρα οι Νέο-Σοφιστές, τελικά δεν είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική μιας αρχαίας (αν τολμήσουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα τόσο αυθαίρετο χρονολογικό επίθετο) κοινωνίας στη νότια Βαλκανική απ’ όσο μια μεμονωμένη παράσταση πάνω σε ένα βράχο ή το αυλάκι ενός τροχού στην πέτρα.
Έτσι, στη μεταμοντέρνα εποχή μας του κυνισμού, του μηδενισμού και του σκεπτικισμού, όποιος είναι αρκετά ανόητος, ώστε να μιλάει «μεγαλοπρεπώς» για τούς «Έλληνες» από ηθική άποψη, μπορεί να απορριφθεί ως απλοϊκός, βραδύνους ή, ακόμη χειρότερα, σαν να είναι και ο ίδιος ένας κακόγουστος υπερασπιστής της εκμετάλλευσης. Με άλλα λόγια, ο οπαδός των Ελλήνων δημιουργεί εκ του μηδενός την ιδέα των «Ελλήνων» μόνο και μόνο για να προωθήσει τις δικές του υποσυνείδητες ρατσιστικές και σεξιστικές επιδιώξεις- για να καταπιέσει τον παρόντα «άλλο», έχει επινοήσει ένα παρελθόντα υψηλό πολιτισμό που δεν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα.
Τέλος, η ενοχή των λευκών της ανώτερης μεσαίας τάξης και η εμφάνιση των κοινωνικών επιστημών δεν εξηγούν από μόνες τους το γιατί εμείς, ετούτης της γενιάς, έχουμε χάσει την ικανότητα να οραματιζόμαστε τους Έλληνες με κάποια ολοκληρωμένη έννοια. Ακόμα μια φορά υπεύθυνο είναι το πανεπιστήμιο και η ακαδημαϊκή του κουλτούρα. Περισσότερο καταστροφική της ενιαίας ιδέας της ελληνικότητας υπήρξε η αυξανόμενη ακαδημαϊκή αποφυγή οποιουδήποτε γενικού, ευρέος και συνολικού. Αυτή η απροθυμία να δει κανείς τους Έλληνες ως ενιαίο πολιτισμό με σκέψη συνολική και μεστή, προέρχεται από την κουλτούρα των ακαδημαϊκών δασκάλων του τέλους του εικοστού αιώνα. Εμείς στο πανεπιστήμιο έχουμε επινοήσει τις ίδιες τις αρχές της εξειδίκευσης. Έχουμε αναπτύξει την παράδοξη αντίληψη ότι, αν μπορούμε να βρούμε μία και μόνη εξαίρεση σε μια βάσιμη γενίκευση, τότε ολόκληρη η υποστηριζόμενη θέση πρέπει να απορριφθεί. Βαθιά καχύποπτοι απέναντι στις εντυπωσιακές θεωρίες, μαθαίνουμε να είμαστε δικολάβοι και χαρτογιακάδες, να ζούμε με το φόβο ότι η δουλειά μας θα κηλιδωθεί με τον ταπεινωτικό χαρακτηρισμό της «εκλαϊκευμένης», ότι κάποιος λόγιος θα βρει μία εξαίρεση σε μία λογική αρχή ιστορίας ή γραμματείας.
Για τον τρέχοντα, άτολμο τρόπο σκέψης των κλασικιστών, η «Ελλάδα» είναι μια χυδαία υπεραπλούστευση. Υπήρχαν, στο κάτω κάτω, ίσως και 1.500 ελληνικές πόλεις-κράτη, μια γραπτή λογοτεχνία τουλάχιστον δεκαπέντε αιώνων, μια ποικιλία διαλέκτων, εθνικών θυλάκων και καλλιτεχνικής έκφρασης, με μικρή συμφωνία ως προς τη φιλοσοφική αντίληψη και πολύ λιγότερο προς μια ιδέα εθνότητας. Το να τα στοιβάζουμε όλα αυτά μαζί μήπως σημαίνει ότι αγνοούμε τις λεπτές διαφορές και τη διαβάθμιση; Γιατί να βλέπουμε ολόκληρη την Ελλάδα, όταν τα μέρη —και τα μέρη των μερών— είναι η αληθινή ιστορία; Σήμερα, μόλις κάποιος αναφέρει τους Έλληνες, οι άτολμοι ειδικοί — μελετητές ενός και μόνου έτους του πέμπτου αιώνα, λάτρεις κάποιου άσημου χαμένου ρητορίσκου, ειδήμονες επί ενός ή δύο αγγείων ή ενός συμβολαίου χαραγμένου σε πέτρα— πέφτουν πάνω του σαν τα κοράκια και απαιτούν να μάθουν «Ποιοι Έλληνες; Τίνος Έλληνες; Έλληνες πότε, πώς και πού;» Μπορείτε να φανταστείτε τι θα λένε σύντομα για την «Αμερική» και τους «Αμερικανούς». «Υπάρχουν υπερβολικά πολλές πολιτείες για να κάνεις μια τέτοια γενίκευση, υπερβολικά πολλά φύλλα, πολλές θρησκείες, πολλές γλώσσες, μεγάλη πολιτισμική ποικιλότητα για να προωθείται ένα τόσο μη ακριβές και συνολικό κατασκεύασμα». Μπορείτε επίσης να είστε βέβαιοι ότι εμείς οι κλασικιστές δεν κινδυνεύουμε να εμφανίσουμε στις τάξεις μας πολλούς Χέγκελ, Βέμπερ ή Τόινμπι με τις ενοχλητικές τους «βεβαιώσεις», «υποθέσεις» και «γενικεύσεις».
Για πολλούς σύγχρονους κλασικιστές η ιδέα μιας κοινής ελληνικής κληρονομιάς είναι πότε επονείδιστη και παρωχημένη, πότε ανάρμοστη και καταπιεστική, πότε μη ακριβής, απλοϊκή και αντιεπιστημονική, και πότε ξεκάθαρα επικίνδυνη για την καριέρα κάποιου —ή όλα τα παραπάνω μαζί κι ακόμα περισσότερα. Διδασκόμαστε ότι αυτή η «απλοϊκή» προσέγγιση της αρχαιότητας αποσιωπά απλώς την πολυπλοκότητα για τον αδαή μη πανεπιστημιακό, που δεν διαθέτει βέβαια τα εξευγενισμένα γούστα του πανεπιστημιακού. Ωστόσο, αν καλοεξετάσει κανείς όλες αυτές τις αντιρρήσεις στην ενοποιητική ιδέα της ελληνικότητας, θα δει είτε ότι είναι υπερβολικές ή ότι δεν πείθουν καθόλου. Ο ελληνικός τρόπος θεώρησης του κόσμου —αυτό που ονομάζουμε ελληνική σοφία— προσφέρει ένα όραμα της ανθρώπινης φύσης και της θέσης του ανθρώπου στον κόσμο που ανήκει αποκλειστικά στην προβιομηχανική Μεσόγειο και κατέχει κεντρική θέση σε όλη τη συνακόλουθη δυτική σκέψη.
Πρέπει όμως να θυμηθούμε πρώτα ότι οι ίδιοι οι Βικτωριανοί δεν ήταν και τόσο απλοϊκοί. Ο δέκατος ένατος αιώνας σημάδεψε βαθιά την κλασική επιστημοσύνη, και οι Έλληνες ερευνήθηκαν και απομυθοποιήθηκαν όσο και ειδώλοποιήθηκαν. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της έρευνας στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία έκανε τους Έλληνες περισσότερο, όχι λιγότερο, πολυσύνθετους, περισσότερο αληθινούς παρά ιδανικούς. Οι λόγιοι άρχισαν ανοιχτά να λογομαχούν και να ανταλλάσσουν ιδέες σχετικά με την ελληνική λογοτεχνία, την ιστορία, την ποίηση, την επιγραφική, την τέχνη και την αρχαιολογία και να χρησιμοποιούν το κλασικό παρελθόν ως στέρεη βάση για τις δικές τους κριτικές σχετικά με την ευρωπαϊκή κοινωνία του δέκατου ένατου αιώνα, που ποίκιλαν από τη μεταχείριση των ομοφυλόφιλων μέχρι τον αντισημιτισμό. Η εξύμνηση της Ελλάδας το δέκατο ένατο αιώνα δεν ήταν τόσο παιδαριώδης όσο μας λένε τώρα. Στο κάτω κάτω, στα μάτια τους ο Ευριπίδης έγινε τα πάντα —από ευσεβής προχριστιανός ηθικολόγος, μέχρι στυλοβάτης του ορθολογισμού κατά το διαφωτισμό, μέχρι ρομαντικός υποστηρικτής της επιστροφής στη φύση. Όπως και οι ίδιοι οι Έλληνες, οι Ευρωπαίοι του δέκατου ένατου αιώνα αμφισβητούσαν τα πολιτιστικά τους δεδομένα —τη δουλεία, την αντρική κυριαρχία, τα περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, την εκμετάλλευση των φτωχών, ακόμη και τη μεταχείριση των πιο αδύναμων, από παιδιά έως ζώα.
Για τους Βικτωριανούς, η ελληνική σοφία παρείχε στην ευρύτερη κοινωνία τα εργαλεία ακριβώς για να ξεκινήσει η αναζήτηση προς τη βελτίωση των κακών της Δύσης στο μεγάλο αιώνα της αναμόρφωσης — ανοιχτές διαφωνίες, λογική διερεύνηση των γεγονότων, ελεύθερη αντίθεση, καταστολή της θρησκευτικής παρέμβασης, ηθική αμφισβήτηση και πνευματικό σφρίγος. Για κάθε αγγλικό εξιδανικευμένο εγκώμιο του Περικλή και του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού, για κάθε ρατσιστή ψευδοϊστορικό, υπήρχαν άλλες τόσες επικρίσεις του αθηναϊκού όχλου, άλλοι τόσοι που έβλεπαν τον πολιτισμό, όχι τη φυλή, ως την πραγματική σημασία της ελληνικότητας. Οι κλασικιστές θα ένιωθαν περηφάνια, όχι ντροπή, για τους Βικτωριανούς. Χωρίς το έργο τους δεν θα είχαμε τώρα λεξικά, κείμενα ή επιγραφές της ελληνικής γλώσσας — καμιά βασικά έγκυρη ερμηνεία για να την επεξεργαστούμε περισσότερο, να την προσαρμόσουμε, να την απορρίψουμε και να την κλέψουμε ως δική μας σε κάθε επόμενη γενιά.
Κάτι ακόμη πιο σημαντικό, οι ίδιοι οι Έλληνες —ιδιαίτερα ο Ηρόδοτος και ο Αριστοτέλης που είχαν συνείδηση της ανθρωπολογίας και του ρόλου του πολιτισμού — προσδιόριζαν το Ελληνικόν ως κάτι που περιλάμβανε τα πάντα. Έβλεπαν τις πόλεις-κράτη ως μια συνολική κοινωνία Ελλήνων, Ελλήνων που μοιράζονταν μια παρόμοια γλώσσα και χονδρικά τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις, που βίωναν ένα χαρακτηριστικό κλίμα και γεωγραφικές συνθήκες, που καλλιεργούσαν τη γη και πολεμούσαν με σχεδόν όμοιο τρόπο και αποτελούσαν μέρος ενός μοναδικού και άγνωστου αλλαχού πολιτικού θεσμού, της πόλεως. Ο Ηρόδοτος, ο «πατέρας της ιστορίας», λέει ότι υπάρχει μια «ελληνική ομοιότητα σε αίμα και γλώσσα, κοινά θρησκευτικά ιερά και θυσίες και μια γενική ομοιομορφία στον τρόπο ζωής». Ο Αριστοτέλης αρχίζει τα Πολιτικά του με το δεδομένο ότι η όλη πραγμάτευσή του σχετίζεται με «τους Έλληνες», μια συνολική ιδέα που αντιπαρατίθεται «στους βαρβάρους» οι οποίοι μιλούν άλλη γλώσσα και ασπάζονται κοινωνική οργάνωση εντελώς διαφορετική (και κατώτερη) από την πόλη-κράτος. Όλος ο εθνικός σοβινισμός του Ισοκράτη, Αθηναίου ρήτορα του τέταρτου π.Χ. αιώνα, βασίζεται στην υπόθεσή του ότι οι πόλεις-κράτη κατείχαν έναν ενιαίο πολιτισμό, και το μόνο που έλειπε στις περισσότερες περιοχές ήταν μια συνολική αντίληψη πολιτικής ομοσπονδίας ή εθνότητας. Ενώ ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων συνήθως διέφεραν, ενώ η τραγική άποψη του Αισχύλου απέχει πολύ από εκείνη του Ευριπίδη, ενώ τα λυρικά ποιήματα της Σαπφούς δεν είναι τα εξάμετρα του Ομήρου, ενώ η Θήβα δεν είναι Αργός, όλοι έκριναν την κοινωνία από μια κοινή προϋπόθεση ελληνικότητας —το κοινό βασικό στοιχείο της γλώσσας, την πόλη- κράτος και την οικονομική, θρησκευτική και στρατιωτική πρακτική.
Είναι και ανιστόρητο και παράλογο να μη μιλάει κάποιος για «Έλληνες».
Μέγα μέρος της καθημερινής ζωής σε αυτή την αρχαία Ελλάδα θα μας φαινόταν τώρα αλλόκοτο, όπως άλλωστε και το μεγαλύτερο μέρος του πολιτισμού πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Ωστόσο οι Έλληνες γνώριζαν τουλάχιστον όσο κι εμείς την ιδιομορφία πολλών εθίμων τους. Τόσο τα λαϊκά κινήματα όσο και η επίσημη πνευματική αναζήτηση αμφισβητούσαν τον πολυθεϊσμό, κοροϊδεύοντας συχνά το κλασικό πάνθεον, τον ανθρωπομορφισμό και τις «ανόητες» ιστορίες των Ολύμπιων θεών. Τον πέμπτο αιώνα οι ορθολογιστές στοχαστές καθρέφτιζαν μια κοινή δυσαρέσκεια απέναντι στην όλη ιδέα των μαντείων και της προφητείας, και οι διαφωνίες σχετικά με τη σεξουαλική κοσμιότητα μαίνονταν, ποικίλλοντας από κανόνες καλής συμπεριφοράς μέχρι την ίδια τη σεξουαλική πράξη, και όλα αυτά ως μέρος μιας συστηματικής λογικής διερεύνησης των πιο φυσικών μας παρορμήσεων. Αυτή η συνειδητότητα και η αυτοκριτική υποδηλώνει μια διανοητική παράδοση διαφορετική από άλλων προβιομηχανικών κοινωνιών, αρχαίων και συγχρόνων, αλλά οικεία προς τη δική μας.
Ο εικοστός αιώνας δεν κατασκεύασε το ελληνικό πρότυπο. Ο Διαφωτισμός, η Αναγέννηση, ο Μεσαίωνας και οι Ρωμαίοι, με τη σειρά, έβλεπαν την τέχνη και τον πολιτισμό τους είτε ως παρόμοια είτε ως διαφορετικά από των Ελλήνων είτε ως υποστήριξη είτε ως αντίδραση εναντίον της ελληνικότητας. Ήταν ένα μέτρο από το οποίο δεν μπορούσαν να ξεφύγουν και το οποίο έβλεπαν ως ενιαία, αναγνωρίσιμη κληρονομιά που ήταν δική τους. Κάτι πρέπει να συνέδεε τόσο ανόμοιες κοινωνίες μέσα από βουνά, χιόνια και αιώνες του παρελθόντος. Κάτι εξηγεί το γιατί ένας Αμερικανός ή ένας Γερμανός που πιάνουν τώρα στα χέρια τους τη Μήδεια ή την ιστορία του Θουκυδίδη αναγνωρίζουν αμέσως κάτι σύγχρονο, αν όχι κάτι που να απηχεί τη δική τους πολιτιστική εμπειρία, με ένα τρόπο που δεν ισχύει για τις θυσίες των Αζτέκων, την κινέζικη ποίηση, το Κοράνι ή τα ιερογλυφικά. Αυτό το κάτι —όχι φυλή αλλά πολιτισμός— είναι μια πολύ ασυνήθιστη παράδοση που αρχίζει με τους Έλληνες και παραμένει μαζί μας ακόμη και σήμερα.
Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής γραμματείας ήταν στην πραγματικότητα προϊόν μιας αστικής αντρικής ελίτ. Ωστόσο, στοιχεία από έγγραφα της εποχής —επιγραφές σε πέτρα, παραστάσεις, πινακίδες με αναθέματα, ιδιωτικές επιστολές σε μόλυβδο και πάπυρο— και η αρχαιολογική μελέτη τόσο της πόλης όσο και της υπαίθρου τείνουν να τεκμηριώσουν μάλλον παρά να διαψεύσουν τον «ηρωοποιημένο» κόσμο που εμφανίζεται σε αυτή τη γραμματεία, υποδηλώνοντας και πάλι ένα κοινό, συνολικό ελληνικό πολιτισμό. Αν η Ελλάδα είναι πολιτιστικό κατασκεύασμα μιας προνομιούχου ελίτ, τότε τα τυχαία κατάλοιπα που αποκαλύφθηκαν κάτω από τη γη της είναι ένα μυστηριώδες μέρος της συνωμοσίας. Ένα αρχαίο τείχος, ένα ψήφισμα χαραγμένο σε πέτρα, ένα θραύσμα αγγείου, ένας υπόνομος, μπορούν να αναγνωριστούν ακόμη και από τον ανεκπαίδευτο ερασιτέχνη ως «ελληνικά». Υπάρχουν αποδείξεις —στην ελληνική ηπειρωτική χώρα, στο Αιγαίο, στις ακτές της Μικράς Ασίας, στη Σικελία και στη νότια Ιταλία — της παρουσίας ανθρώπων που μοιράζονται κάτι κοινό ως «Έλληνες».
Δεν έχουμε κατασκευάσει τη χίμαιρα «ελληνικότητα» για να επικυρώσουμε τις δικές μας πολιτισμικές υποθέσεις. Μάλλον, κατά την έρευνά μας να ανακαλύψουμε γιατί είμαστε ό,τι είμαστε, συνεχώς «σκοντάφτουμε» —στο χώμα, στην πέτρα, στα κείμενα, στα νομίσματα— πάνω σε αυτούς τους παράξενους κάποιους, αυτό το μοναδικό λαό που ονομάζεται «Έλληνες».