Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν, η κουλτούρα καταναλωτισμού και το alter ego της
Γράφει η Ελευθερία Σιώη
Όπως η εννοιολόγηση και η οριοθέτηση της νεωτερικότητας (της εποχής δηλαδή που ξεκίνησε με το παράδειγμα του Διαφωτισμού και λέγεται πως έληξε γύρω στο 1960) αποτέλεσε μείζον ζήτημα για τους κοινωνικούς επιστήμονες, έτσι και η περίοδος της μετανεωτερικότητας (από το 1960 και έπειτα) δεν τους άφησε αδιάφορους. Ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν (1925-2017) είναι ένας από τους θεωρητικούς και συγγραφείς που ασχολήθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τη φύση και τα χαρακτηριστικά της. Παρόλο όμως που ο Μπάουμαν θεωρήθηκε ως ο κοινωνιολόγος της μετανεωτερικότητας, ο ίδιος φαίνεται να την απαρνείται σε μεγάλο βαθμό. Το παραπάνω το επιτυγχάνει με δύο τρόπους. Ο πρώτος τρόπος αφορά την «απομυθοποίησή» της ως έννοια. Παρόλο δηλαδή που η μετανεωτερικότητα παρουσιάζεται πολλές φορές ως συνώνυμη της χειραφέτησης των ανθρώπων, της ελευθερίας της επιλογής ή του δικαιώματος του καθορισμού της μοίρας, ο Μπάουμαν επιλέγει να εστιάσει σε χαρακτηριστικά της που σχετίζονται με την ανάδυση του ατομικισμού, την εξαφάνιση της αλληλεγγύης, την προώθηση της ατομικής ευθύνης, τον εκθειασμό της αγοράς, την υπονόμευση του κράτους, την καλλιέργεια του φόβου από την πολιτική αλλά και τις συνέπειες που τα παραπάνω έχουν στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων. Επιλέγει, με άλλα λόγια, να εστιάσει όχι στα χειραφετικά, αλλά στα χειραγωγικά της στοιχεία, με απώτερο στόχο να προσφέρει μία εναλλακτική οπτική γωνία από την οποία μπορούν να κριθούν οι όψεις της σύγχρονης ζωής, επιτρέποντας ταυτόχρονα την καλύτερη παρατήρηση του σύγχρονου κόσμου αλλά και την καλύτερη κατανόηση της λογικής του.

Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο ο Μπάουμαν δείχνει να απαρνείται τη μετανεωτερικότητα, σχετίζεται με την απόρριψη της οριοθέτησής της – ή καλύτερα, με την άρνησή του να την αναγνωρίσει ως ξεχωριστή και διακριτή εποχή. Από τις σημαντικότερες συνεισφορές του Μπάουμαν στην κοινωνιολογική σκέψη αποτελεί η ανάλυση της συγκεκριμένης περιόδου μέσω της άρρηκτης σύνδεσής της με τη νεωτερικότητα. Στην πραγματικότητα, ο Μπάουμαν δε χρησιμοποιεί πουθενά την έννοια της μετανεωτερικότητας, αλλά αυτή της «ρευστής νεωτερικότητας». Δε θεωρεί πως έχουμε περάσει σε κάποια μετά-εποχή, πως προοδεύουμε, πως εξελισσόμαστε. Αυτό που κυριαρχεί στην ανάλυσή του είναι η παρατήρηση πως η εποχή μας αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας, η οποία όμως παρουσιάζει πλήθος ασυνεχειών εξαιτίας των συνεχώς μεταβαλλόμενων συνθηκών. Με άλλα λόγια, ο σύγχρονος κόσμος μας, παρόλο που αποτελεί συνέχεια της νεωτερικότητας, παρουσιάζει αρκετές διαφορές σε σχέση με προηγούμενες περιόδους, εξαιτίας ενός χαρακτηριστικού του που φαίνεται να κυριαρχεί όσο ποτέ άλλοτε, αυτού της ρευστότητας.
Για τον Μπάουμαν, σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ρευστότητα, ο κανόνας είναι πως τίποτα δεν είναι μόνιμο, σταθερό και συνεχές. Οι σκοποί παρουσιάζονται φευγαλέοι και απατηλοί, ενώ η ταχύτητα με την οποία συμβαίνουν οι αλλαγές, καθιστούν πολύ δύσκολη – αν όχι αδύνατη – την ικανότητα κάποιου να συντονιστεί με αυτές, να τις παρακολουθήσει ή να τις κατανοήσει. Έτσι, ένα βασικό χαρακτηριστικό – ή αλλιώς, μία βασική διαφορά – που η συνθήκη της ρευστότητας δημιουργεί στο σύγχρονο κόσμο μας, είναι αυτό της απώλειας του μακροχρόνιου σχεδιασμού. Πράγματι, ποιός μπορεί να φανταστεί το μέλλοντα χρόνο και τη μελλοντική ουσία και μορφή του ρήματος είμαι (είσαι/είναι) και ποιός μπορεί να ξέρει πως αυτό το οποίο έχει φανταστεί και στο οποίο στοχεύει θα μπορέσει να επιτευχθεί; Ποιός/-α/-ο μπορεί να διαμορφώσει μακροχρόνιες στρατηγικές για τη ζωή σε συνθήκες ρευστής νεωτερικότητας;
Επιχειρώντας να μας προτρέψει να αναλογιστούμε για λίγο αυτόν τον μέλλοντα χρόνο του ρήματος είμαι, στο βιβλίο του Σπαταλημένες ζωές: Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, ο Μπάουμαν επιλέγει να αφιερώσει ορισμένες σελίδες προκειμένου να μιλήσει για την αιωνιότητα – αυτή την «επινόηση» η οποία έχει σκοπό να απαλύνει την απελπισία που σπέρνει η επινόηση του θανάτου, αυτή την «παγκόσμια σταθερά του πολιτισμού», αυτόν τον «σύνδεσμο» προκειμένου να συνδυαστεί ο φόβος και η ελπίδα σε ένα, προκειμένου, δηλαδή, να ενωθεί η ζωή που πρόκειται να τελειώσει, με τον κόσμο που πρόκειται να ζήσει για πάντα.
Για τον Μπάουμαν, η αιωνιότητα υπήρξε ανέκαθεν μία από τις παγκόσμιες σταθερές του πολιτισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η «αιωνιότητα» δε συνάγεται από το εσωτερικό της ανθρώπινης εμπειρίας. Κανείς δεν μπορεί να τη δει, να την αγγίξει, να την ακούσει, να τη μυρίσει ή να την απολαύσει. Ωστόσο, η συνείδηση της αιωνιότητας μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρωπότητας. Η λύση αυτού του παραδόξου φαίνεται ότι βρίσκεται σε μια άλλη παγκόσμια σταθερά: τη γλώσσα. Χάρη στη γλώσσα, μπορούμε δι’ αντιπροσώπου να νιώσουμε την «εμπειρία» ενός κόσμου στον οποίο εμείς, στους οποίους ανήκει ο κόσμος αυτός, απουσιάζουμε: ενός κόσμου που δεν μας περιλαμβάνει, ενός κόσμου όπως θα είναι, ίσως, όταν εμείς δεν θα υπάρχουμε. Σκεφτείτε το μέλλον του ρήματος είμαι, το θα είμαι, του οποίου η άρθρωση παράγει την ανάπαυλα του φόβου και της ελπίδας, της ανανέωσης και της καινοτομίας που αποτελούν τη χαρτογράφηση του αγνώστου. Η μαγεία της γλώσσας έγκειται ακριβώς στην επινόηση της αιωνιότητας. Είναι αδιανόητο να φανταστούμε ένα ανθρωποειδές είδος, προικισμένο με γλώσσα, το οποίο θα αποτύγχανε να επινοήσει την αιωνιότητα.» (σελ. 164-167 ).
Ωστόσο, στην ωμή και ακατέργαστή του μορφή, το όραμα της αιωνιότητας θα επιδείνωνε την απελπισία που σπέρνει ο θάνατος. Η αιωνιότητα λοιπόν, χρειάστηκε καθ’ όλη την πορεία της ιστορίας να συνδυάσει το φόβο και την ελπίδα σε ένα, να συμπεριλάβει, με άλλα λόγια, ένα νόημα, ένα σύνδεσμο, ο οποίος να ενώνει τη ζωή, που πρόκειται γρήγορα να τελειώσει, με τον κόσμο που πρόκειται να ζήσει για πάντα. Για να αναδείξει αυτή τη σπουδαιότητα της αιωνιότητας, ο Μπάουμαν αναφερόμενος στον Ντοστογιέφσκι τονίζει ότι: «Ο Ιβάν, ο πιο διανοούμενος από τους αδελφούς Καραμαζόφ του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι γνώριζε πόσο δύσκολο είναι να ζει κανείς με την επίγνωση της αιωνιότητας, αλλά γνώριζε εξίσου πόσο δύσκολο είναι να παραμείνει κάνεις άνθρωπος χωρίς αυτήν… Ο Ρακίτιν, ένας άλλος χαρακτήρας με υψηλή παιδεία, στο ίδιο μυθιστόρημα, ισχυριζόταν πως ο Ιβάν πίστευε ότι η αγάπη είναι ενάντια στη Φύση και ότι, στο βαθμό που υφίσταται ανάμεσα στους ανθρώπους, αυτό συμβαίνει μόνο και μόνο εξαιτίας της πίστης τους στη δική τους αθανασία. Όταν χάνουν την πίστη αυτή «όχι μόνο στερεύει η αγάπη, αλλά και η ζωτική ορμή που τους παρακινεί να μείνουν στη ζωή. Επιπλέον, τίποτα πια δεν είναι ανήθικο, όλα επιτρέπονται, ακόμα και ο κανιβαλισμός..». Αυτό που θα συμβεί όταν όλοι οι άνθρωποι ξεφορτωθούν την αιωνιότητα είναι ότι ο άνθρωπος θα επικεντρωθεί στο «να πάρει από τη ζωή ό,τι αυτή μπορεί να δώσει, σε χαρά και ευτυχία, αλλά μόνο σε αυτόν τον κόσμο, στο εδώ και το τώρα». Ως τότε οι ίδιοι οι άνθρωποι θα έχουν γίνει «σαν θεοί» διαποτισμένοι από θεϊκό πνεύμα και «τιτάνια έπαρση» (σελ.167-168).
Όσο για το τι συμβαίνει στην εποχή μας και ποια η σύνδεσή της με την αιωνιότητα, ο Μπάουμαν είναι ξεκάθαρος: «Η αμείλικτη υποτίμηση του «μακρόχρονου» αποτελεί τον κοινό παρονομαστή των ιδιοτήτων που έχουν ήδη χαθεί ή βρίσκονται σε παρακμή και απειλούνται με εξαφάνιση: πρόκειται για εκείνες τις σταθερές, στέρεες και διαρκείς ιδιότητες των πραγμάτων και των καταστάσεων – τελικά για τις ιδιότητες της ίδιας της αιωνιότητας, της οποίας ατελείς προσεγγίσεις υπήρξαν όλα αυτά τα φαινόμενα. Η αιωνιότητα, από την αρχή της ανθρωπότητας, φαινόταν αξιόπιστος σύντροφος και οδηγός. Φαίνεται όμως πως οι δρόμοι της αιωνιότητας και του ανθρώπου έχουν πια χωρίσει ή είναι έτοιμοι να χωρίσουν. Οι άνθρωποι πρέπει τώρα να βαδίσουν στο δρόμο από την παιδική στη γεροντική ηλικία χωρίς καμία ιδέα της αίσθησης του ταξιδιού τους και χωρίς καμία πίστη στο νόημά του. Το απώτερο νόημα του τέλους της αιωνιότητας είναι ότι εμείς, τα ανθρώπινα όντα, είμαστε καταδικασμένοι να διαλέγουμε, να προβαίνουμε συνεχώς σε επιλογές, χωρίς μάλιστα τη βεβαιότητα ότι η κάθε επιλογή μας θα αποδειχθεί τελικά ορθή – μία επιλογή, που θα πρέπει να γίνει ξανά και ξανά εφόσον δεν έχουμε ιδέα για το πώς (και το αν!) η κατάρα της αβεβαιότητας μπορεί να εκλείψει… Αποστολή του ανθρώπινου πολιτισμού είναι πλέον να αναλάβει την ευθύνη του συνδέσμου της ανθρώπινης ζωής με την αιωνιότητα και να διυλίσει – να αφαιρέσει – ψήγματα στερεότητας και διάρκειας από την ορμητική ροή των παροδικών ανθρώπινων επιτευγμάτων» (σελ.164,170).
Και συνεχίζει: «Σήμερα, η αναμονή, η αναβλητικότητα, η χρονοτριβή φέρουν το στίγμα της κατωτερότητας. Το δράμα της εξουσιαστικής ιεραρχίας ανεβαίνει στη σκηνή καθημερινά σε αμέτρητες εισόδους και αίθουσες αναμονής, όπου ζητείται από κάποιους (κατώτερους) να «καθίσουν» και να περιμένουν, ωσότου κάποιοι άλλοι (ανώτεροι) είναι ελεύθεροι να τους δεχθούν τώρα. Ένδειξη προνομίου (αναμφίβολα από τους ισχυρότερους παράγοντες διαφοροποίησης των κοινωνικών στρωμάτων) αποτελεί η πρόσβαση σε συντομότερους δρόμους, σε τρόπους που κάνουν την ικανοποίηση άμεση. Μέτρο της θέσης κάποιου στην ιεραρχία αποτελεί η ικανότητα (ή ανικανότητα) της ελάττωσης ή και της εξαφάνισης του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μεταξύ μιας ανάγκης και της ικανοποίησής της. Μέτρο της ανόδου στην κοινωνική ιεραρχία αποτελεί η επαύξηση της δυνατότητας να έχει κανείς εκείνο που επιθυμεί (οτιδήποτε και αν είναι αυτό) τώρα, αμέσως, χωρίς καμία καθυστέρηση. Ας θυμηθούμε όμως ότι η «αιωνιότητα» είναι έργο της φαντασίας. Το έργο αυτό ξεκινά από την εμπειρία του «μακροπρόθεσμου». Από την ατέρμονη, μονότονα επαναλαμβανόμενη εμπειρία του «είναι (είμαι/είσαι) πάντα εκεί», δε θα σταματήσει να είναι (είμαι/είσαι) πάντα εκεί». Ωστόσο λίγες τέτοιες εμπειρίες έχουν απομείνει πια. Λίγα έχουν απομείνει γύρω μας, στον βιόκοσμο του καθενός που να μπορούν να θεωρηθούν «αξιόπιστα», πόσο μάλλον «απολύτως συμπαγή» (σελ.171 ).
Παρατηρήσεις όπως οι παραπάνω είναι που οδηγούν τον Μπάουμαν στη σκέψη πως ο σύγχρονος τρόπος ζωής παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την κατανάλωση και τον οδηγούν να κάνει λόγο για κουλτούρα καταναλωτισμού. Για τον Μπάουμαν όμως αυτή είναι μόνο η μία πλευρά της αφήγησης. Όπως τονίζει: «Η αφήγηση με την οποία (και μέσα στην οποία) μεγαλώνουμε δεν ενδιαφέρεται για τα απορρίμματα. Σύμφωνα με την αφήγηση αυτή, το προϊόν είναι εκείνο που μετρά, όχι τα απορρίμματα. Δύο είδη φορτηγών φεύγουν καθημερινά από τα εργοστάσια-το ένα προς τις αποθήκες και τα πολυκαταστήματα και το άλλο προς τις χωματερές. Η αφήγηση με την οποία μεγαλώσαμε μας έμαθε να λαμβάνουμε υπόψη μας αποκλειστικά το πρώτο είδος. Το δεύτερο το σκεφτόμαστε μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η χιονοστιβάδα των σκουπιδιών κατρακυλά από τα βουνά και παρασύρει τους φράχτες που προστατεύουν τις αυλές μας. Αυτά τα βουνά δεν τα επισκεπτόμαστε, ούτε δια ζώσης ούτε νοερά, όπως ακριβώς δεν κάνουμε βόλτες στις ύποπτες συνοικίες, στους κακόφημους δρόμους, στα αστικά γκέτο, στα στρατόπεδα όπου βρίσκονται όσοι ζητούν άσυλο και σε άλλες απαγορευμένες περιοχές. Τα μέρη αυτά τα αποφεύγουμε προσεκτικά (ή μας συνιστούν να το κάνουμε) στις ψυχαναγκαστικές τουριστικές αποδράσεις μας. Απομακρύνουμε τα σκουπίδια με τον πιο ριζοσπαστικό και αποτελεσματικό τρόπο: τα καθιστούμε αόρατα με το να μην τα κοιτάζουμε και αδιανόητα με το να μην τα σκεφτόμαστε.» (σελ. 49).
Αυτό που στην ουσία εννοεί ο Μπάουμαν από το παραπάνω, είναι πως στην πραγματικότητα το κάθε άτομο θα επιθυμούσε να παραδοθεί στις απολαύσεις που προσφέρουν οι ευκαιρίες του μοντέρνου και καταναλωτικού τρόπου ζωής. Και το παραπάνω ενδεχομένως να ίσχυε στην περίπτωση που η ελευθερία επιλογής δήλωνε την ελευθερία όλων. Σε συνθήκες κοινωνικής ανισότητας όμως, η ελευθερία του ενός αποτελεί την ανελευθερία του άλλου και συνεπώς δεν μπορούν να είναι όλοι καταναλωτές – ή με άλλα λόγια, παρόλο που όλοι είναι καταδικασμένοι σε μια ζωή επιλογών, δεν έχουν όλοι τα μέσα να κάνουν επιλογές. Κάθε εργοστάσιο παράγει και απόβλητα μαζί με τα σκόπιμα προϊόντα του και το εργοστάσιο της μοντέρνας κυριαρχίας δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Διάσπαρτοι ανά την υφήλιο είναι οι στρατώνες της απεδαφοποίησης, οι χωματερές για τα αδιάθετα και μη ανακυκλωμένα ακόμα απόβλητα της παγκόσμιας παραμεθορίου. Οι πρόσφυγες, οι εκούσιοι και ακούσιοι μετανάστες, οι εκτοπισμένοι, θεωρήθηκαν κάθε φορά ευθύνη της χώρας που τους υποδεχόταν ή τους φιλοξενούσε. Και στη μοντέρνα ρευστή νεωτερικότητα, η διαθέσιμη επιλογή για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ξένων, είναι μεταξύ της «ανθρωποφαγικής» και «ανθρωπεμεσικής» λύσης. Η ανθρωποφαγική λύση, αφορά την «καταβρόχθιση των ξένων», την πολιτισμική αφομοίωση, που άσκησαν πάνω τους και συνεχίζουν να ασκούν τα εθνικά κράτη. Η δεύτερη λύση αφορά το «ξέρασμα των ξένων» αντί για τη χώνεψή τους. Τη συγκέντρωση τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ή αλλιώς «χωματερές απορριμμάτων», και την απέλασή τους.
Ο κατάλογος όμως των απορριμμάτων δε σταματάει με τους πρόσφυγες, τους εκούσιους η ακούσιους μετανάστες και τους εκτοπισμένους. Σε μία καταναλωτική κοινωνία χρήσιμοι είναι οι ενεργοί καταναλωτές και, όπως είπαμε, πλήθος ατόμων δεν έχουν τα μέσα για να παίξουν αυτό το ρόλο. Λεπτή είναι επίσης η γραμμή που διαχωρίζει για παράδειγμα τους ανέργους και κυρίως τους μακροχρόνια ανέργους από τους «παρίες». Αυτούς δηλαδή που δεν ανήκουν σε κάποια νόμιμη κοινωνική κατηγορία, που δεν διαθέτουν επαρκή κοινωνικά δικαιώματα, που δε φέρουν σε πέρας λειτουργίες που τα «κανονικά» μέλη της κοινωνίας εκτελούν, με άλλα λόγια αυτούς που μεταχειρίζονται ως «κοινωνικά απροσάρμοστοι». Λεπτή είναι και η γραμμή που διαχωρίζει τους περιττούς από τους εγκληματίες, αυτούς δηλαδή που αντιμετωπίζονται ως «αντικοινωνικά στοιχεία», που εκλαμβάνονται ως μόνιμα περιθωριοποιημένοι, μη κατάλληλοι για κοινωνική ανακύκλωση.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με τον κατάλογο των απορριμμάτων. Αυτό όμως που θέλει να περάσει ο Bauman είναι πως ο κατάλογος αυτός αυξάνει διαρκώς και στη ρευστή μοντέρνα νεωτερικότητα θα μπορούσε να συμπεριλάβει οποιονδήποτε και οποιαδήποτε ανά πάσα στιγμή. Στην ουσία για τον Μπάουμαν, το να είναι κανείς περιττός σημαίνει «να είναι υπεράριθμος, αχρείαστος, άχρηστος – όποια και αν είναι η ανάγκη και η χρήση που αποτελεί το μέτρο του χρήσιμου και του απαραίτητου.» (σελ.27). Ενώ τονίζει πως: «Είθισται πλέον, έχει καταντήσει μάλιστα ρουτίνα, όσοι θεωρούνται «περιττοί» να καταγράφονται κυρίως ως οικονομικό ζήτημα. Η απάντηση στην έννοια του περιττού, όπως και ο ορισμός του προβλήματος, είναι οικονομικής φύσης: ελεημοσύνη, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και υπό διαφορές, αλλά πάντα κατ’ ευφημισμόν ονομασίες (όπως επίδομα κοινωνικής πρόνοιας, φοροαπαλλαγή, αρωγή, επιχορήγηση, βοήθημα) που νομοθετεί, παρέχει, εγκρίνει ή προάγει το κράτος. Ωστόσο, η ανάγκη για επιδότηση είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Ένα άλλο πολύ σημαντικότερο (αν και μάλλον παραγνωρισμένο και αγνοημένο) είναι ότι εκεί όπου είναι δημοφιλής η ιδέα της «κοινωνίας» δεν υπάρχει χώρος προορισμένος για τα ανθρώπινα απορρίμματα (ακριβέστερα, για τους απόβλητους ανθρώπους). Ακόμα και αν η απειλή κατά της βιολογικής επιβίωσης μπορούσε να αντιμετωπιστεί και να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά, αυτός ο δύσκολος άθλος σε καμία περίπτωση δε θα διασφάλιζε την κοινωνική επιβίωση. Η αίσθηση του να θεωρείται κανείς περιττός σημαίνει πως είναι και «κοινωνικά άστεγος» (μαζί με τη συνακόλουθη απώλεια της αυτοεκτίμησης και του νοήματος της ζωής ή την υποψία ότι κι αν ακόμα κάτι τέτοιο τέτοιο δεν έχει επέλθει, μπορεί ωστόσο να συμβεί ανά πάσα στιγμή)» (σελ.28).

Βέβαια, ο Μπάουμαν παρατηρεί πως η παραγωγή «ανθρώπινων απορριμμάτων» ή ακριβέστερα αποβλήτων ανθρώπων, παρόλο που αποτελεί αναπόφευκτο αποτέλεσμα τους εκσυγχρονισμού, αποτελεί ταυτόχρονα και αναπόσπαστο παρακολούθημα της νεωτερικότητας. Καθόλη τη διάρκεια της νεωτερικότητας, η παραγωγή αποβλήτων ανθρώπων αποτελούσε αναπόδραστη παρενέργεια αφενός της ίδιας της κατασκευής της τάξης και αφετέρου της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό που έχει αλλάξει στο σύγχρονο κόσμο μας είναι η προσθήκη της παγκοσμιοποίησης στα παραπάνω. Η παγκοσμιοποίηση είναι η Τρίτη και αυτή τη στιγμή η αποδοτικότερη και η πιο ανεξέλεγκτη γραμμή παραγωγής ανθρώπινων απορριμμάτων. Θέτει ένα παλιό πρόβλημα σε νέες βάσεις, προσδίδοντάς του νέο νόημα και ανάγοντας την αντιμετώπιση του σε επείγουσα ανάγκη χωρίς προηγούμενο.
Με τον όρο παγκοσμιοποίηση βέβαια, ο Μπάουμαν δεν εννοεί την «χιλιοροδισμένη» έννοια της αλληλεπίδρασης των πολιτισμών. Αλλά μάλλον, την «παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος», μία έννοια που πρώτος εισήγαγε ο Φρανσουά ντε Μπερνάρ. «Ένα σημαντικό μέρος των δισεκατομμυρίων δολαρίων, λιρών και ευρώ που αλλάζουν χέρια καθημερινά πηγάζουν από εγκληματικές δραστηριότητες. Ποτέ στο παρελθόν οι μαφίες δεν ήταν τόσο πολυάριθμες, ισχυρές, καλά εξοπλισμένες και ακμάζουσες… Είναι εξαιρετικά δύσκολο, ίσως και αδύνατο, να εκτιμήσουμε τον ακριβή βαθμό της διάδοσης και της συνολικής ισχύος της μαφίας, όπως και το ακριβές μέγεθος των εγκληματικών συναλλαγών. Ο λόγος είναι απλός: παρότι η δολιότητα και η ακρίβεια του εξοπλισμού που θα μπορούσε να κινητοποιήσει ο «Μεγάλος Αδελφός» για να σε παρακολουθήσει έχει γνωρίσει τεράστια εξέλιξη από την εποχή του Όργουελ, κανείς «Μεγάλος Αδελφός» δεν παρακολουθεί τον παγκόσμιο χώρο στον οποίο δρουν οι μαφίες και στον οποίο μπορούν πάντα να καταφύγουν αν υπάρξει ανάγκη. Ο χώρος αυτός αποτελεί ουσιαστικά ένα χώρο «ελεύθερο πολιτικής». Έχουμε τώρα μια παγκόσμια ανώτερη τάξη που λαμβάνει όλες τις σημαντικές οικονομικές αποφάσεις – και τις λαμβάνει εντελώς ανεξάρτητα από τα νομοθετικά σώματα και από τη βούληση των ψηφοφόρων οποιασδήποτε χώρας… Η απουσία παγκόσμιας πολιτείας σημαίνει ότι οι υπερ-πλούσιοι έχουν τη δυνατότητα να δρουν χωρίς να σκέφτονται κανένα άλλο συμφέρον πέρα από το δικό τους. Ωστόσο αν αυτό είναι το «κεντρικό δεδομένο της παγκοσμιοποίησης», τότε το πραγματικό ζήτημα που τίθεται δεν είναι τόσο η «παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος» όπως υποστηρίζει ο Μπερνάρ, όσο η ακύρωση της διάκρισης μεταξύ «παράνομου» και «νομότυπου» – διάκρισης, την οποία μπορεί να χαράξει μόνο το δίκαιο που τηρείται και επιβάλλεται. Τέτοιο παγκόσμιο δίκαιο δεν υφίσταται, ώστε να παραβιαστεί. Δεν υφίσταται ένα παγκόσμιο δίκαιο που θα επέτρεπε τον διαχωρισμό των εγκληματικών δραστηριοτήτων της μαφίας από τη «συνήθη επιχειρηματική δραστηριότητα». Ούτε υφίσταται κάποια παγκόσμια πολιτεία, που θα μπορούσε να θέσει ως προϋπόθεση την εισαγωγή κανόνων του παιχνιδιού με παγκόσμια ισχύ. Στον παγκόσμιο χώρο, οι κανόνες γίνονται και ξεγίνονται στην πορεία της ίδιας της δράσης και αυτοί που αποφασίζουν είναι οι πιο δυνατοί, οι πιο πονηροί, οι πιο γρήγοροι, οι πιο εφευρετικοί και οι λιγότερο ευσυνείδητοι. Κατά τρόπο που συγκρίνεται με το αρχαίο ρωμαϊκό αστικό δίκαιο, η εφαρμογή του διεθνούς δικαίου εξαρτάται από τη βούληση εκείνων που διαθέτουν την ισχύ να το επιβάλουν.» (σελ.105-109)
Οι μεγάλες συνέπειες βέβαια του παραπάνω, δε μπορούν να γίνουν αντιληπτές χωρίς ένα δεύτερο εξέχων χαρακτηριστικό της ρευστής νεωτερικότητας που είναι ο υποβιβασμός της πολιτικής εξουσίας και η υποχώρηση του κράτους πρόνοιας (ακριβώς εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης του εγκλήματος , της παγκόσμιας μαφίας και της ανεξέλεγκτης αγοράς) . Και το δεύτερο αυτό εξέχων χαρακτηριστικό, με τη σειρά του, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό χωρίς την αβεβαιότητα που γεννά η αιωνιότητα και χωρίς τη σύνδεση αυτής με τη φύση της ανθρώπινης εξουσίας.
Αναφερόμενος στον Μπαχτίν λοιπόν, ο Μπάουμαν επιδιώκει αρχικά να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε αυτή την φύση της ανθρώπινης εξουσίας. «Για να ξεδιαλύνει το μυστήριο της γήινης ανθρώπινης εξουσίας, ο Μιχαήλ Μπαχτίν, ξεκίνησε γράφοντας για τον «κοσμικό φόβο». Πρόκειται για το είδος φόβου που προηγείται της ανθρώπινης εξουσίας και αποτελεί το υπόβαθρο, το πρωτότυπο και την έμπνευσή της. Ο κοσμικός φόβος είναι, σύμφωνα με τον Μπαχτίν, ο φόβος που νιώθουμε όταν «βρισκόμαστε μπροστά στο τεράστιο και το πανίσχυρο: ενώπιον του έναστρου ουρανού, της υλικής μάζας των ορέων, της θάλασσας και του φόβου των αιφνίδιων κοσμικών μεταβολών και των καταστροφών που προκαλούν τα στοιχεία της φύσης…Ο κοσμικός φόβος δεν είναι θεμελιωδώς μυστικιστικός με την αυστηρή έννοια ( καθώς αποτελεί φόβο μπροστά στην καθ’ύλην ισχυρή και καθ’ύλην ακαθόριστη δύναμη…)». Στην καρδιά του κοσμικού φόβου βρίσκεται το ανυπόστατο του τρομαγμένου, ανίσχυρου, θνητού όντος σε σύγκριση με το απροσμέτρητο του αιώνιου σύμπαντος – η πλήρης αδυναμία, η ανικανότητα να αντισταθούμε, η ευπάθεια του εύθραυστου και πλαδαρού ανθρώπινου σώματος που η θέα του «έναστρου ουρανού» ή της «υλικής μάζας των όρεων» αποκαλύπτει. Αλλά επίσης βρίσκεται και η συνειδητοποίηση ότι δεν είναι ανθρωπίνως δυνατό να συλλάβουμε, να κατανοήσουμε, να αφομοιώσουμε διανοητικά την τρομερή ισχύ που καταδεικνύεται από την απόλυτη μεγαλοπρέπεια του σύμπαντος. Ένα τέτοιο σύμπαν βρίσκεται πέρα από κάθε κατανόηση. Έτσι ο «κοσμικός φόβος» είναι επίσης ο φόβος για το άγνωστο: ο τρόμος της αβεβαιότητας. Η ευπάθεια και η αβεβαιότητα αποτελούν τις δύο ιδιότητες της ανθρώπινης κατάστασης από τις οποίες διαμορφώνεται ο «επίσημος φόβος»: ο φόβος της ανθρώπινης εξουσίας, της εξουσίας που δημιουργήθηκε και κατέχεται από τον άνθρωπο. Τέτοιοι «επίσημοι φόβοι» ερμηνεύονται σύμφωνα με το πρότυπο της απάνθρωπης ισχύος που αντανακλάται στον «κοσμικό φόβο» (ή μάλλον απορρέει από αυτόν)» (σελ 78-80).
Προκειμένου να δώσει ένα παράδειγμα επίσημου φόβου, ο Μπαχτίν υποστηρίζει ότι ο «κοσμικός φόβος» χρησιμοποιείται από όλα τα θρησκευτικά συστήματα. «Η θρησκεία αντλεί την εξουσία που έχει στις ψυχές των ανθρώπων κραδαίνοντας την υπόσχεση της ασφάλειας. Στην αρχική του μορφή, που γεννιέται αυθόρμητα, το κοσμικό πρωτότυπο αποτελεί το φόβο μιας ανώνυμης και αναίσθητης δύναμης. Το σύμπαν προκαλεί τον τρόμο, αλλά μένει άλαλο. Δεν δίνει οδηγίες για τη συνέχεια. Αδιαφορεί πλήρως για το τι θα κάνουν ή δεν θα κάνουν οι τρομαγμένοι και ευάλωτοι θνητοί. Το τρομακτικό σύμπαν μεταβλήθηκε σε έναν τρομακτικό Θεό όταν ο λόγος ειπώθηκε. Το θέμα είναι, όμως, ότι, παρόλο που η θαυματουργή μεταμόρφωση του σύμπαντος σε Θεό μετέβαλλε τα τρομαγμένα όντα σε δούλους των θείων εντολών, υπήρξε επίσης, με έναν πλάγιο τρόπο, και πράξη απόδοσης μιας κάποιας ισχύος στους ανθρώπους. Στο εξής οι άνθρωποι όφειλαν να είναι πειθήνιοι, υπάκουοι και ενδοτικοί, αλλά είχαν τη δυνατότητα, στη θεωρία τουλάχιστον, να κάνουν κάτι ώστε να βεβαιωθούν ότι οι τρομερές καταστροφές που φοβούνταν, δεν θα τους άγγιζαν» (σελ. 80-81).
Για τον Μπάουμαν όμως, το παραπάνω παράδειγμα κρίνεται ελλιπές. Σύμφωνα με τον ίδιο, αν το νόημα της ιστορίας έγκειται στην ανακύκλωση του κοσμικού φόβου σε «επίσημο», τότε το συμπέρασμα στο οποίο οδηγείται ο Μπαχτίν δεν είναι ούτε ολοκληρωμένο, ούτε ικανοποιητικό. Αυτό που στην ουσία λέει ο Μπαχτίν είναι ότι μέσω του Θεού, οι άνθρωποι απέκτησαν ένα ιδιοσκεύασμα κατά της τρωτότητας και έναν σίγουρο τρόπο να εξορκίσουν το φάσμα της αβεβαιότητας, καθώς τηρώντας κατά γράμμα το Νόμο δε θα ήταν πλέον ευάλωτοι, ούτε θα τους βασάνιζε η αβεβαιότητα. Για τον Μπάουμαν όμως, χωρίς τρωτότητα και αβεβαιότητα δεν θα υπήρχε φόβος και χωρίς φόβο δεν θα υπήρχε εξουσία. Συνεπώς για τον ίδιο, προκειμένου να αιτιολογηθούν οι απαρχές μιας «επίσημης» εξουσίας που να αντιστοιχεί στη φοβερή ισχύ του «κοσμικού» προτύπου, η ιστορία έπρεπε να συμπληρωθεί. Και πράγματι συμπληρώθηκε από το βιβλίο του Ιώβ.
«Αυτό που διακηρύσσει το βιβλίο του Ιώβ είναι ότι ο Θεός δεν οφείλει τίποτα στους πιστούς του. Οπωσδήποτε, δεν οφείλει να απολογηθεί για τις πράξεις του. Η παντοδυναμία του Θεού συμπεριλαμβάνει τη δύναμη της ιδιοτροπίας και του καπρίτσιου, τη δύναμη να πραγματοποιεί θαύματα και να αγνοεί τη λογική της αναγκαιότητας, στην οποία τα κατώτερα όντα δεν έχουν άλλη εκλογή από το να υπακούσουν. Αντίθετα με το παράλυτο και κωφάλαλο σύμπαν, ο Θεός δεν αδιαφορεί για τα όσα σκέφτονται και πράττουν οι αδύναμοι άνθρωποι. Ωστόσο, όπως και το σύμπαν που αντικατέστησε, ο Θεός δεν δεσμεύεται από όσα οι άνθρωποι σκέφτονται και πράττουν. Μπορεί να κάνει κάποιες εξαιρέσεις – και οι λογικές της συνέπειας ή της καθολικότητας δεν εξαιρούνται από αυτό το θεϊκό προνόμιο. Η εξουσία επί της εξαίρεσης αποτελεί ταυτόχρονα το θεμέλιο της απόλυτης ισχύος του Θεού και του συνεχούς, αθεράπευτου φόβου των ανθρώπων. Εξαιτίας της εξουσίας επί της εξαίρεσης, οι άνθρωποι είναι, όπως και την εποχή πριν από το θείο νόμο, ευάλωτοι και ανασφαλείς. Αν αυτό είναι το νόημα της ανθρώπινης εξουσίας και αν αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η εξουσία αποσπά το φορτίο της πειθαρχίας στο οποίο στηρίζεται, τότε η παραγωγή «επίσημου φόβου» είναι το κλειδί για την αποτελεσματικότητα της εξουσίας. Ο επίσημος φόβος δεν μπορεί παρά να είναι επινοημένος. Οι γήινες εξουσίες δεν σπεύδουν σε σωτηρία των ανθρώπων που έχει ήδη καταβάλει ο τρόμος, αν και προσπαθούν με όλες τους τις δυνάμεις να δείξουν ότι αυτό ακριβώς συμβαίνει. Οι γήινες εξουσίες, σχεδόν όπως και οι νεωτερισμοί της καταναλωτικής αγοράς, οφείλουν να δημιουργήσουν τη δική τους ζήτηση. Για να διατηρηθεί η επιρροή πάνω τους, τα αντικείμενα πρέπει να γίνουν και να παραμείνουν ευάλωτα και ανασφαλή» (σελ.83-84).
Συνεπώς, ίσως με τον τρόπο τους η καταναλωτική αγορά και η μοντέρνα λύση που έχουν ως στόχο να χωρίσουν τους δρόμους της αιωνιότητας και του ανθρώπου, να καταφέρνουν να μειώσουν την αβεβαιότητα που φέρνει η αιωνιότητα. Το να ζούμε τη στιγμή, το να μη δενόμαστε, το να ανανεώνουμε συνεχώς τις επιθυμίες μας και το να λησμονούμε εύκολα, αποτελούν παραδείγματα. Βέβαια, το παραπάνω το κάνουν μόνο και μόνο για δική τους διαιώνιση καθώς στην πραγματικότητα προσφέροντας ως μοναδική λύση τον εκσυγχρονισμό ή τον αφανισμό, οδηγούν τους ανθρώπους σε μία καταναγκαστική και υποσυνείδητη πολλές φορές επιλογή να ακολουθούν τους κανόνες τους, οδηγώντας τους αναπόφευκτα σε ένα νέο είδος αβεβαιότητας και φόβου, αυτού του να καταστούν περιττοί, αναλώσιμοι, αχρείαστοι και άχρηστοι. Έχουμε βρεθεί σε ένα είδος φαύλου κύκλου. Η ιλιγγιώδης ταχύτητα των αλλαγών υποβαθμίζει όλα όσα είναι επιθυμητά σήμερα, στιγματίζοντάς τα εξαρχής ως τα αυριανά απορρίμματα, ενώ ο φόβος του καθενός μήπως καταστεί αναλώσιμος, (ένας φόβος που προκύπτει από την εμπειρία της ιλιγγιώδους ταχύτητας των αλλαγών), καθιστά τις επιθυμίες περισσότερο άπληστες και την επιθυμία της αλλαγής ακόμα μεγαλύτερη.
Βέβαια, όπως είπαμε, καταναλωτική αγορά δε σημαίνει τίποτα άλλο από την παγκοσμιοποίηση του εγκλήματος. Αυτή είναι η εξουσία μας και οι κυβερνώντες μας, αυτή είναι η πραγματική αβεβαιότητα της εποχής μας και στους δικούς τους νόμους υπακούμε. Κάθε κράτος όμως, έχει και τη δική του κρατική εξουσία, η οποία πρέπει επίσης να βρει έναν τρόπο να στηρίξει τη νομιμότητά της. Συνήθως οι πολιτικές δυνάμεις δεν έχουν ούτε τη βούληση ούτε τη δυνατότητα να αγωνιστούν κατά των δυνάμεων του εγκλήματος, οι οποίες συχνά διαθέτουν πόρους που οι κυβερνήσεις είτε μεμονωμένα είτε συχνά σε συνεργασία με άλλες, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξισορροπήσουν. Πως λοιπόν τα εκάστοτε κράτη θα στηρίξουν τη νομιμότητα της εξουσίας τους; Παράδειγμα μπορεί να αποτελεί η εγκληματοποίηση του περιθωριοποιημένου πληθυσμού, που συντελείται μέσω άκαμπτων και αυστηρών πολιτικών αστυνόμευσης, καθώς και μέσω εκστρατειών κατά του εγκλήματος – επικεντρωμένες κυρίως στα απορρίμματα αλλοδαπής προέλευσης – δημιουργώντας το αίσθημα ότι οι παραβάτες είναι εγγενώς κακοήθεις και μοχθηροί, ότι δεν είναι σαν και εμάς. Παράδειγμα μπορεί να αποτελούν οι ατομικές λύσεις καθώς και οι ατομικές ευθύνες που προωθούνται – οι φτωχοί δεν προσπάθησαν αρκετά, οι άνεργοι είναι τεμπέληδες και οι πρόσφυγες, αν νοιάζονταν καθόλου για τον τόπο τους θα έπρεπε να μείνουν εκεί και να πολεμήσουν. Ενώ, από τη στιγμή που η πολιτική είναι τοπική και η εξουσία παγκόσμια και συνεπώς μόνη ελπίδα της πολιτικής να κεντρίσει το ενδιαφέρον των πολιτών είναι η παροχή ασφάλειας, παράδειγμα μπορεί να αποτελεί και η διαιώνιση των φόβων για την προσωπική ασφάλεια, για χάρη της οποίας τα άτομα της ρευστής ιδιωτικοποιημένης νεωτερικότητας είναι διαθέσιμα να θυσιάσουν την ελευθερία τους. Για να παραθέσουμε τα λόγια του Μπάουμαν:
«Τα κράτη δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν σχεδόν τίποτα για να περιορίσουν, πόσο μάλλον να καταργήσουν, την αβεβαιότητα. Το μόνο που τα κράτη μπορούν να κάνουν είναι να την εστιάσουν σε πρόσφορα αντικείμενα – να τη στρέψουν από ζητήματα για τα οποία δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σε ζητήματα στα οποία μπορούν τουλάχιστον να υποκριθούν ότι έχουν τη δυνατότητα να χειριστούν και να ελέγξουν. Οι πρόσφυγες, οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι μετανάστες, τα απορρίμματα της παγκοσμιοποίησης, ταιριάζουν απόλυτα σε αυτόν τον σκοπό. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, καθώς έρχονται «από μακριά», αλλά εγκαθίστανται στις γειτονιές μας, είναι ιδανικοί για να παίξουν το ρόλο ενός ομοιώματος προορισμένου να καεί σαν σύμβολο των «δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης», οι οποίες προξενούν φόβο και δυσαρέσκεια, επειδή ακριβώς δρουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη εκείνους που τα αποτελέσματά τους θα επηρεάσουν. Άλλωστε οι «οικονομικοί μετανάστες» και οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούν συλλογικούς αντικατοπτρισμούς (τον άλλον εαυτό, συνοδοιπόρους, αντίγραφα, καρικατούρες) της νέας εξουσιαστικής ελίτ του παγκοσμιοποιημένου κόσμου που έχουμε κάθε λόγο να υποπτευόμαστε ως τον κακό της όλης υπόθεσης. Όπως ακριβώς και η ελίτ αυτή, έτσι και οι οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες αλλάζουν θέση, δεν ριζώνουν πουθενά, είναι απρόβλεπτοι. Όπως ακριβώς η ελίτ αυτή, έτσι και αυτοί αποτελούν την επιτομή του ακατανόητου «χώρου ροής», όπου βρίσκονται οι ρίζες της σημερινής αβεβαιότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζητώντας μάταια κάποια άλλη, επαρκέστερη δίοδο, τα άγχη και οι φόβοι εκτονώνονται στους κοντινότερους στόχους και επανεμφανίζονται ως δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης και ως φοβία απέναντι στους «αλλοδαπούς που ζουν ανάμεσά μας». Η αβεβαιότητα δεν είναι δυνατόν να εξουδετερωθεί και να διασκορπιστεί με μια κατά μέτωπο σύγκρουση ενάντια στην άλλη προσωποποίηση της σύγχρονης ετεροδικίας, δηλαδή ενάντια στην παγκόσμια ελίτ που ολισθαίνει πέρα από τον ανθρώπινο έλεγχο. Η ελίτ αυτή είναι πολύ ισχυρή για μία κατά μέτωπο αντιπαράθεση ή αμφισβήτηση του κύρους της. Από την άλλη, οι πρόσφυγες είναι ένας ορατός και ακίνητος στόχος για το πλεονάζον άγχος μας.» (σελ.109-110).
«Αντίθετα με την απτή και καθημερινή ανασφάλεια που προξενούν οι αγορές, η νοοτροπία του «υπό πολιορκία οχυρού», των σωμάτων και των υπαρχόντων που απειλούνται, πρέπει να καλλιεργηθεί ενεργά και να συντηρηθεί. Ένα νέο δημοφιλές αίτημα για μια ισχυρή κρατική δύναμη, ικανή να αναζωογονήσει τις χαμένες ελπίδες για προστασία απέναντι στην απόθεση στα απορρίμματα, θεμελιώνεται στη βάση της προσωπικής τρωτότητας και της προσωπικής ασφάλειας, αντί να θεμελιώνεται στη βάση της κοινωνικής ανασφάλειας και της κοινωνικής προστασίας.» (σελ. 150-151)
Και συνεχίζει: «Έχοντας λοιπόν ακυρώσει ή περικόψει κατά πολύ την προηγούμενη προγραμματική του παρέμβαση στην ανασφάλεια που παρήγαγε η αγορά, έχοντας διακηρύξει αντίθετα, ότι η ένταση και η διαιώνιση της ανασφάλειας αυτής αποτελεί πρωταρχικό σκοπό και καθήκον της πολιτικής εξουσίας, το σημερινό κράτος πρέπει να βρει άλλες, όχι πια οικονομικές, ποικιλίες τρωτότητας και αβεβαιότητας στις οποίες να στηρίξει τη νομιμότητά του. Αυτή η εναλλακτική λύση φαίνεται πως εντοπίστηκε πρόσφατα στο ζήτημα της προσωπικής ασφάλειας: απειλές και φόβοι για το ανθρώπινο σώμα, τα υπάρχοντα και το χώρο κατοικίας, που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες, την αντικοινωνική συμπεριφορά της τάξης των «αποβλήτων» και, ακόμα πιο πρόσφατα από την παγκόσμια τρομοκρατία. Αντίθετα με την ανασφάλεια που γεννά η αγορά, η εναλλακτική ανασφάλεια με την οποία επιδιώκεται από το κράτος η παλινόρθωση του χαμένου μονοπωλίου της σωτηρίας πρέπει να ενταθεί με τεχνητό τρόπο, ή τουλάχιστον να δραματοποιηθεί ιδιαίτερα, για να εμπνεύσει ένα επίπεδο «επίσημου φόβου» τόσο υψηλό, ώστε να επισκιάσει και να υποβαθμίσει τις ανησυχίες για την οικονομική ανασφάλεια, για την οποία η κρατική διοίκηση δεν μπορεί (και δεν θέλει) να κάνει κάτι. Οι φόβοι αυτοί που εμπνέονται και καλλιεργούνται με επίσημο τρόπο, εκμεταλλεύονται τις ίδιες ανθρώπινες αδυναμίες στις οποίες θεμελιώνεται ο «κοσμικός φόβος» του Μπακτίν… Οι ενέργειές του σημερινού κράτους προοιωνίζονται έναν ακόμα ασταθή και γεμάτο ρίσκο βίο, που θα απαιτεί ακροβατισμούς και θα καθιστά σχεδόν αδύνατο οποιοδήποτε σχέδιο ζωής. Οι πολιτικοί ζητούν λοιπόν από τους εκλογείς τους να είναι περισσότερο «ευέλικτοι», να προετοιμάζονται δηλαδή για ακόμα περισσότερη ανασφάλεια και να αναζητούν προσωπικές λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα. Είναι επομένως επείγουσα και επιτακτική ανάγκη για κάθε κυβέρνηση που θέτει ως προτεραιότητα της την αποδιάρθρωση και την κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, να ανακαλύψει ή να συγκροτήσει έναν νέο «τύπο νομιμοποίησης», όπου να εδράζονται η επιβεβαίωση της κρατικής εξουσίας και το αίτημα της πειθαρχίας. Με το να εντείνουν τους φόβους για την απειλή κατά της προσωπικής ασφάλειας που προκαλούν οι τρομοκρατικές οργανώσεις και με το να υπόσχονται στη συνέχεια περισσότερους φρουρούς, πυκνότερες συγκεντρώσεις ακτινοσκοπικών μηχανημάτων, ευρύτερη επέκταση δικτύων από κάμερες κλειστού κυκλώματος, περισσότερες ελέγχους, περισσότερα προληπτικά πλήγματα και περισσότερες συλλήψεις για προληπτικούς λόγους ώστε να προστατευτεί η ασφάλεια αυτή, οι κυβερνητικές εξουσίες αποκτούν μια πρόσφορη εναλλακτική λύση.» (σελ. 89, 149-150).
Οι υπεράριθμοι βρίσκονται σε αδιέξοδο. «Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, επειδή διεκδικούν επιδόματα που δεν κέρδισαν οι ίδιοι-αν δεν κατηγορηθούν και δια εγκληματικές προθέσεις. Σε περίπτωση που διακηρύξουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους και αρνηθούν να τιμήσουν αυτό τον τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να ευχαριστεί τους έχοντες, αλλά δηλητηριάζει τους μη έχοντες, κάτι τέτοιο θεωρείται αμέσως απόδειξη των όσων «έλεγε ευθύς εξαρχής» η «κοινή γνώμη» (ή ακριβέστερα, οι εκλεγμένοι ή αυτόκλητοι εκπρόσωποί της), ότι οι υπεράριθμοι δεν αποτελούν απλώς ξένο σώμα, αλλά καρκίνωμα που τρέφεται από τους υγιείς ιστούς της κοινωνίας, ορκισμένους εχθρούς του «τρόπο ζωής μας» και των «όσων μας αντιπροσωπεύουν» (σελ. 69-71).

Ας επιστρέψουμε όμως στο ζήτημα της αιωνιότητας. «Το όραμα της αιωνιότητας και η σύγχρονή του πτώση έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περίπλοκη ιστορία της παραγωγής και αποκομιδής ανθρώπινων απορριμμάτων. Μόνο η αιωνιότητα πράγματι εμπερικλείει το παν. Η αιωνιότητα και ο αποκλεισμός αποτελούν έννοιες ασύμβατες μεταξύ τους και το ίδιο ισχύει και για την αιωνιότητα και την εξαίρεση. Στην αιωνιότητα του χώρου και του χρόνου όλα είναι δυνατόν να συμβούν και όλα οφείλουν να συμβούν. Όλα όσα υπήρξαν, υπάρχουν ή μπορεί να υπάρξουν έχουν τη θέση τους εκεί. Μόνο η άποψη της «έλλειψης θέσης» για κάποιο αντικείμενο δεν έχει θέση στην αιωνιότητα. Η άποψη που η αιωνιότητα σε καμία περίπτωση δεν αποδέχεται, είναι αυτή της περιττότητας, της σπατάλης, των απορριμμάτων…. Στην αιωνιότητα τίποτα δεν είναι κενό νοήματος, έστω κι αν το νόημά του μοιάζει ακατανόητο και ανεξιχνίαστο από τους ανθρώπους, οι οποίοι, εξαιτίας του περιορισμένου προσδόκιμου της ζωής τους, δεν έχουν το χρόνο που απαιτείται για να αποκωδικοποιήσουν αυτό το νόημα ή να γίνουν μάρτυρες της αποκάλυψής του. Στην αιωνιότητα, όλα ανακυκλώνονται ατέρμονα ή όλα υπάρχουν αιώνια….. Για τίποτα από όσα συμβαίνουν στην αιωνιότητα δεν μπορεί να ειπωθεί πως είναι περιττό, πως είναι τυχαία προσκολλημένο στη ροή των γεγονότων, μη απαραίτητο ή αναλώσιμο…. Η ασφάλεια αυτή κατέρρευσε από τη στιγμή που στη «ρευστή» φάση της νεωτερικής εποχής οι πιθανότητες στον αγώνα για επιβίωση σταμάτησαν να ευνοούν τον «έξω κόσμο» προς όφελος του ατομικού ανθρώπινου βίου. Η ζωή στην περίοδο της ρευστής νεωτερικότητας αποτελεί μια καθημερινή δοκιμή της παροδικότητας του σύμπαντος. Τίποτα στον κόσμο δεν πρόκειται να διαρκέσει, πόσο μάλλον να διαρκέσει για πάντα. Όσα σήμερα θεωρούνται χρήσιμα και αναντικατάστατα, αποτελούν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα απορρίμματα του αύριο. Ένα φάσμα πλανάται πάνω από τους κατοίκους του ρευστού νεωτερικού κόσμου και όλα τα έργα και τα δημιουργήματά τους: το φάσμα του περιττού. Η ρευστή νεοτερικότητα είναι ο πολιτισμός της υπερβολής, του περιττού, των απορριμμάτων και της αποκομιδής τους.» (σελ. 156-159).
Εν κατακλείδι λοιπόν, ο Μπάουμαν μας λέει πως παρόλο που μόνο στην αιωνιότητα ο αποκλεισμός, η σπατάλη, τα απορρίμματα και η περιττότητα δεν έχουν καμία θέση και παρόλο που μόνο εκεί μπορούμε να βρούμε το νόημα που ψάχνουμε και τα στοιχεία της προσωπικής ταυτότητας και ελευθερίας μας, η αιωνιότητα είναι πολύ συχνά συνυφασμένη με την αβεβαιότητα, ενώ δεν αποκλείεται να δημιουργήσει και ένα αίσθημα φόβου, έναν φόβο κοσμικό. Και κατ’ επέκταση, να δώσει ένα πάτημα στις γήινες εξουσίες αλλά και στην καταναλωτική αγορά να οδηγηθούν στην παραγωγή ενός επίσημου φόβου, που όπως αναφέρθηκε, είναι το κλειδί για την αποτελεσματικότητά τους. Από την άλλη, η σημερινή αγωνία της επιλογής έρχεται και αυτή με τη δική της αβεβαιότητα καθώς μας φέρνει αντιμέτωπες και αντιμέτωπους με τη φρικτή υποψία και οδυνηρή ανακάλυψη ότι δεν υπάρχουν πλέον ξεκάθαροι κανόνες και καθολικά αποδεκτοί και αντικειμενικοί στόχοι που θα μπορούσαν να μας απελευθερώσουν από την ευθύνη των απρόβλεπτων συνεπειών των επιλογών μας. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι στο βωμό της εξέλιξης, της προόδου και του δήθεν εκσυγχρονισμού, οι όποιες επιλογές και προσπάθειές του δεν θα τον καταστήσουν ανάμεσα στα απορρίμματα του αύριο. Η κουλτούρα καταναλωτισμού έρχεται χέρι-χέρι με έναν πολιτισμό απορριμμάτων, απεμπλοκής, ασυνέχειας και λησμονιάς.
Με συγχωρείτε, αλλά έχω την ανάγκη να μπορώ να διαμορφώσω μακροχρόνιες στρατηγικές για τη ζωή, να μπορώ να φανταστώ το μέλλοντα χρόνο του ρήματος είμαι και να γευτώ την ουσία του είσαι/είναι/είμαι πάντα εκεί. Κι ακόμα κι αν εγώ έχω ορισμένα ψήγματα ελπίδας για διαμόρφωση μακροχρόνιων στρατηγικών για τη ζωή, έχω ακόμα την ανάγκη να το διεκδικήσω αυτό και για ανθρώπους που τους το έχουν στερήσει πλήρως, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Πραγματικά, έχω μία φοβερή ανάγκη να πάψει πια η ανασφάλεια τόσο της βιολογικής όσο και της κοινωνικής επιβίωσης σε έναν κόσμο που η αξία μας κρίνεται από τα κέρδη των επιχειρήσεων. Αυτό λοιπόν που μένει, είναι να αναλογιστούμε ποια λύση θα μπορούσε να υπάρξει από τη στιγμή που αβεβαιότητα αποτελεί – με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- την μοίρα μας.
Υ.Γ. : Το συγκεκριμένο άρθρο ξεκίνησα να το γράφω πολλούς μήνες πριν τη δημοσίευσή του, όμως αδυνατούσα να το τελειώσω καθώς μου δημιουργούνταν ένα αίσθημα πως η επικαιρότητα συνεχώς με προλαβαίνει (με αποκορύφωμα το έγκλημα στα Τέμπη) και πως θα έπρεπε να υπάρξει μία συγκεκριμένη αναφορά σε όλα αυτά. Χρειάστηκε λοιπόν η βοήθεια ενός φίλου, ο οποίος διαβάζοντας ένα κείμενο του ποιητή Σαμσών Ρακά, με έκανε να συνειδητοποιήσω πως οι απόψεις και οι θέσεις του Μπάουμαν, παρόλο που μπορούν να θεωρηθούν «γενικές», μπορούν ταυτόχρονα να γίνουν τόσο, μα τόσο συγκεκριμένες. Αποφάσισα λοιπόν να κλείσω το άρθρο με το εν λόγω κείμενο. Ευχαριστώ τον Βασίλη που μου το έμαθε, τον Σαμσών Ρακάς που το μοιράστηκε και την ιστοσελίδα «Ασσόδυο» για τη δημοσίευση.
Κουράστηκα να αγανακτώ μόνο όταν έχουμε νεκρούς, μόνο όταν θρηνούμε. Κουράστηκα να οργίζομαι μόνο όταν κυλάει ζεστό αίμα 16χρονου στους δρόμους. Πότε θα πάψουμε να χρειαζόμαστε κάποιο αιματηρό γεγονός για να ξεσηκωθούμε, πότε επιτέλους θα πιστέψουμε πως η φρίκη είναι συνεχώς δίπλα μας, ακόμα και τη μέρα που δεν υπάρχουν νεκροί, ακόμα και τη μέρα, κυρίως τη μέρα, που δεν θα δούμε ειδήσεις; Η φρίκη μονίμως καιροφυλακτεί, είναι θεμελιακή συνέπεια των κοινωνιών της κερδοφορίας και της ανισότητας που ζούμε και συντηρούμε καθημερινά με τον τρόπο μας. Ο όλεθρος πάντα θα έρχεται και θα ξανάρχεται όσο απουσιάζει η μεγάλη συνειδητοποίηση πως η διάκριση μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνώμενων πρέπει να πάψει να υφίσταται. Χωρίς την κατεύθυνση προς τα εκεί, θα αναλωνόμαστε αιωνίως στην οργισμένη αναζήτηση των νέων ενόχων που ευθύνονται για τις νέες τραγωδίες που έρχονται. Γιατί δε λέω, ειλικρινέστατα τα άσαρκα και τηλεοπτικά δάκρυα που χύνουμε αλλά «το ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη» δεν πρόκειται να αποχωρήσει από τις ζωές μας αν δεν παραδεχτούμε πως ο καλύτερος κόσμος που ονειρευόμαστε απαιτεί την αλλαγή πολιτεύματος προς τα μπρος, που δεν θα στηρίζεται σε διαρκώς εναλλασσόμενες κι αρπακτικές πλειοψηφίες και μειοψηφίες, αλλά σε υπάρξεις μοναδικές και αυτόφωτες, που θα έχουν σπάσει τις τηλεοράσεις τους, που θα έχουν εξέλθει της κοινής γνώμης, που θα έχουν θωρακιστεί αισθητικά απέναντι στην κουλτούρα του viral, μακριά από την θεαματοπληξία των καιρών, που δεν θα καταναλώνουν σα νεκροζώντανοι όλη τη μέρα στα σκρουτζ και στα άμαζον, γιατί θα διεκδικήσουν μιαν ευτυχία αυθύπαρκτη και νεορομαντική, γεμάτη ρίσκα και θέληση για απεγκλωβισμό από την αστική ρουτίνα της δύσης που οδηγεί στον ψυχικό μαρασμό, μιαν ευτυχία που δεν θα έχει καμία συμπάθεια, ούτε θα τρέφει φιλοδοξίες για την ανθρωποκεντρική πρόοδο του καπιταλισμού και τη μανία της τεχνολογικής επιτάχυνσης και του ρομποτισμού.
Λυπάμαι πολύ αλλά θέλω να πιστεύω σε εκείνη την εποχή που το μοναδικό μας μέλημά θα είναι η αδιατάρακτη σπουδή μας πάνω στο ανεξήγητο και μεγαλειώδες σύμπαν που μας κάνει ακόμα την ποιητική τιμή να μας εμπεριέχει ∴
Βιβλιογραφία
Bauman, Z. (2005). Σπαταλημένες ζωές: Οι απόβλητοι της Νεωτερικότητας. Αθήνα: Κατάρτι
Εικόνα 1η : Ανακτήθηκε από https://www.gq.com.mx/entretenimiento/articulo/zygmunt-bauman-teoria-modernidad
Εικόνα 2η : Ανακτήθηκε από http://trabajobauman.blogspot.com/
Εικόνα 3η: Ανακτήθηκε από https://colunastortas.com.br/
Το κείμενο του Σαμσών Ρακάς μπορείτε να το βρείτε εδώ: https://1-2.gr/2023/03/04/koyrasthka-na-
aganakto-mono-otan-ehoyme-nekroys/