Αγκάλιασμα, μαγκάλι, γάστρα: Τα… θερμαντικά σώματα της παλιάς εποχής!
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Μπορεί φέτος ο χειμώνας να ήταν γενναιόδωρος με την καλοσύνη του, όμως οι χαμηλές θερμοκρασίες που επικρατούν σε όλη τη χώρα μάς υπενθυμίζουν ότι έχουμε πολύ δρόμο μέχρι να δούμε άνοιξη…
Στο μυαλό των περισσοτέρων ένα άγχος είναι το πώς θα εξελιχθεί ο καιρός, αφού αυτό επηρεάζει τα οικονομικά του καθενός, όπως επίσης και το βιοτικό του επίπεδο.
Ποιος θα φανταζόταν πριν από κάποια χρόνια ότι τα σώματα του καλοριφέρ θα τα χρησιμοποιούμε πλέον… σαν κρεμάστρες, τα τζάκια δεν θα τα έχουμε πλέον μόνο για εφέ, ενώ σε διαμερίσματα μεγαλουπόλεων οι ξυλόσομπες πολλαπλασιάζονται…
Τα παλιά χρόνια ήταν απείρως δυσκολότερη η κατάσταση, αλλά και πάλι όμως έβρισκαν λύσεις…
Η ζεστή αγκαλιά
Η μητέρα μου θυμάται τα πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια με τις πάρα πολλές στερήσεις, μία από τις οποίες ήταν η θέρμανση:
«Είχα έναν αδερφό και πέντε αδερφάδες, ζηούμε ακόμα οι τέσσερις. Τότε που ’μασταν ανύπαντρες, κοιμάμασταν όλες μαζί, καταή στο σανίδι, τού ’χαμαν στρωμένο κι τσιολιάζομασταν (σκεπαζόμασταν) με μία βελέντζα κι σμίομασταν (ενωνόμασταν) όλες μαζί, αγκαλιάζομασταν, να ζεσταθούμε, απ’ τα χνώτα. Καλά, εκειές που ’ταν στ’ μέση, ζεσταίνονταν απ’ τ’ς άλλες. Αλλά εκειές που ’ταν στ’ν άκρη, πούντιαζαν!
Είχαμαν τζιάκι μέσα στο σπίτι, αλλά στ’ απάνω το δωμάτιο (σαν σαλόνι), εκεί κοιμάνταν οι γονέοι, πυροκοπά, ένας από ’δώ, ένας από ’κεί στο τζιάκι. Ήταν καλά εκεί, ήταν ζέστα.
Αλλά εμείς οι κοπέλες κοιμάμασταν στο κάτω (υπνοδωμάτιο), εκεί δεν είχε τίποτα. Ούτε ένα κρεβάτι… Τι; Δε με π’στεύ’ς; Ό,τι σ’ λέω να γράφ’ς!
Ήταν πολύ κρύο το δωμάτιο, γιατί ήταν πολύ παλιό το σπίτι. Παλιές πόρτες, παλιά παράθυρα, με σπασμένες λάστρες (τζάμια). Σα να ήσαν όξω! Μαναχά π’ δε βρέχοσαν!
Αλλά τότε ήμασταν παιδούρια κι δεν κρύωναμαν. Έπεφταμαν στον ύπνου κι… τ’ Αϊ-Γιωργιού να φέξει (παροιμιώδης φράση για πολύωρο ύπνο).
Ήμασταν αγαπημένες όλες οι αδερφάδες, δεν τσακώνομασταν».
«Με το τζιάκι φεύγει απάνω η φωτιά…»
Πληροφορήτρια που πλησιάζει τον ένα αιώνα ζωής μού μιλάει για τα μειονεκτήματα του τζακιού:
«Καλά είναι να ’χ’ς (έχεις) τζιάκι στο σπίτι, γωνιά, αλλά δεν έχει ζέστα. Φεύγει απάν’ η φωτιά! Δεν π’ρώνεσαι (πυρώνεσαι: ζεσταίνεσαι) με το μπουχαρή (καπνοδόχος και εσωτερικά στο τζάκι, αλλά και εξωτερικά).
Γιατί; Η φωτιά στ’πώνεται (στουπώνεται: φεύγει, κρύβεται) μέσα στο μπουχαρή. Τ’ν τραβάει τ’ ζέστα ο μπουχαρής, όπως τραβάει… η αποφορητήρα (ο απορροφητήρας) τον αχνό απ’ το φαΐ!
Με το τζιάκι π’ρώνεσαι μπροστά, αλλά στο κορμί πουντιάζεις!
Σήμερα έχουμε μασίνα (στόφα, ξυλόσομπα). Είναι καλή για όλα: και για ζέστα και για να βράζεις φαΐ και για να ψέν’ς… Εμείς στα χωριά έχουμε ζέστα, αλλά… ο κόσμος στ’ς πόλεις πουντιάζει! Τα γλέπουμε στ’ς τηλεοράσεις…
Τα παλιά τα σπίτια εδώ στα χωριά ήταν κρύα, μπανούζι (παγωμένα)! Τα παραθύρια ήταν σαν’δένια, είχαν λάστρες (τζάμια), αλλά τα ξώφ’λλα (παντζούρια) ήταν ξύλινα κι αυτά! Απ’ ολούθε έμπαινε το κρύο.
Και ποιος να πρωτοκάτσει στο τζιάκι… Οι γερόντοι; Τα κούτσικα (μικρά) τα παιδιά;
Τ’ σαρμανίτσα (παιδική κούνια) ‘ν’ (την) είχαν σιμά (κοντά) στο τζιάκι για να π’ρώνεται το λιάτερο (βρέφος), αλλά τού ’ταν (ήταν) κι φασκιωμένο και δεμένο αχπάν’ (από πάνω) με τριχιά, να μη ζαγκαν’θεί το παιδί κι απ’στομήσει (να μην κουνηθεί πολύ και αναποδογυρίσει)!
Τα παλιά τα χρόνια είχαμαν ψύλλους, κοριούς, ψείρες…
Το παιδάκι μπορεί να τό ’τρωγαν (τσιμπούσαν) οι ψύλλοι, να έσκουζε και να ήταν δεμένο… Κι εμείς… το κούναγαμαν για να λαρώσει (να σταματήσει να κλαίει, να ηρεμήσει)!
Το βράδυ π’ συμμαζώνομασταν στο κατ’κιό μας (το κατοικιό: η κατοικία), κάθομασταν όλοι πυροκοπά (δίπλα στη φωτιά) στο τζιάκι.
“Κάμε παρέκεια! (πήγαινε παραπέρα)”, έλεγε ο ένας.
Τραβιόνταν παραόξω ο ένας, για να πυρωθεί ο άλλος.
Δεν ξεσυνερίζονταν τότε ο κόσμος (δεν ήταν ανταγωνιστικοί μεταξύ τους).
Να πεις στον άλλον σήμερα “Κάμε παρέκεια εσύ, να κάτσω εγώ”;!!
Μπα…
Πώς άλλαξε έτσι ο κόσμος, μωρέ Βασίλη…
Δε λογαριάζει ο ένας τον άλλον, πώς ζηεις…
Όχι να σ’ δώκει ο άλλος κάτι… ούτε “καλημέρα” δε σ’ λέει!
Σε τ’ράν’ (τηράνε: κοιτάζουν) όλοι αγνάντια, για να προσδιαβούν (προσπεράσουν)!
Αναμεράν’ (λοξοδρομούν) για να προπήσουν (προλάβουν) να μπουν στ’ν πόρτα τ’ς!
Εμείς δε σύρτωναμαν πόρτες (δεν κλείναμε με σύρτη, είδος ασφαλείας πόρτας). Τά ’χαμαν αν’χτά τα σπίτια! Κι η Ν’κόλαινα κι η Βασίλαινα κι η Αντρίαινα! Άφ’νες το ψωμί στ’ γάστρα κι πάαινες στο χωράφι και θα σ’ τό ’βγανε η γειτόν’σσα!
Τώρα να μπεις σε ξένο σπίτι;!! Θα… σε πάρουν τ’ κυνήγου με το ξυθάλι (ξύλο που χρησιμοποιούν για το σήκωμα της γάστρας)».
«Αυτός είναι από τζιάκι…»
Πολλές είναι οι εκφράσεις που σήμερα χρησιμοποιούνται μόνο με μεταφορική σημασία, οι παλιοί όμως τις γνωρίζουν κατά κυριολεξία:
«Οι φτωχοί ένα δωμάτιο είχαν για σπίτι. Και δεν είχαν και μπουχαρή (καπνοδόχο). Άφ’ναν μία τρύπα στο νταβάνι κι έβγαινε όξω ο καπνός. Αλλά άμα φύσαγε αέρας, σε πούμπουνε (έπνιγε) ο καπνός. Ή άμα χιόν’ζε κι έκλεινε τ’ν τρύπα, σ’ κόβονταν η ανάσα απ’ τον καπνό! Γκούχου γκούχου… Άν’γες τ’ν πόρτα, έμπαινε το χιόνι μέσα στο σπίτι, άμα είχε ανεμοσούρι… Γιατί άμα χιονίζει και φ’σάει, στοιβάζει όλο το χιόνι στ’ν πόρτα…
Οι αρχόντοι είχαν τζιάκια! Τα αρχοντόσπ’τα. Έπρεπε να ’χ’ς λεφτά, για να χτί’εις μεγάλο τζιάκι, να ’χ’ς καλό μπουχαρή… Γι’ αυτό έλεγαν “Αυτός είναι από τζιάκι”, από πλούσιο σπίτι, από καλή γενεά, εχούμενος (ευκατάστατος). Το καλό το τζιάκι θέλει τεχνίτη ειδικό… Παραδοδ’λειές (δουλειές που απαιτούν πολλά χρήματα)…
Οι φτωχοί δεν είχαν ούτε να φάν’… Τζιάκι θα τήραγαν; Τι λες τώρα…».
Και πουντιασμένοι και με λίγα λεφτά οι εργάτες
Κι αν μιλάμε για κρύο στο σπίτι, τι να πουν και οι εργάτες γης…
«Πολύ κρύο τότε το χειμώνα. Στ’ Ντιρζιού (τοποθεσία) δεν έπαιρνε ήλιος το χειμώνα, γιατί είναι ζερβό και βριτσ’λιακό (ανήλιαγο και με πολλά νερά) εκεί.
Ήταν κάτι εργάτες και ξελάκωναν εδώ στο χωριό, για να πάρουν αυτήνη τ’ ρόγα (αμοιβή) να τ’ στείλουν, να φάει ψωμάκι η φαμ’λιά τ’ς, π’ άλεθαν λούπινα, μέχρι κι αγριάδα! Τ’ν ξεκώλωναν (ξερίζωναν) με το τσαπί, τ’ν ήλιαζαν (αποξήραιναν) και… στο μύλο κοντά (την άλεθαν στον νερόμυλο, για να εξασφαλίσουν ένα υποτυπώδες αλεύρι).
Εκεί στ’ Ντιρζιού το χειμώνα ήταν ο πάγος μια π’θαμή! Ήταν σκληροί ο κόσμος τότε, αλλά πέθαιναν νέοι. Δεν πάαινε κα’ένας από 60 απάνω! Πάαιναν καλιά τ’ς από πλεμονία. Κι έλεγαν: “Α, γέροντας ήταν αυτός, τά ’φαε τα ψωμιά του!”.
Από τότε πο’ ’φεγγε (ξημέρωνε) μέχρι να γείρει (δύσει) ο ήλιος, δούλευαν με τον γκασμά και τ’ν τσάπα! Ήλιο με ήλιο! Και να ’ναι φτελιάδια και κουτσουπιές (δέντρα με βαθιές ρίζες)! Κι έπρεπε να τα ξεκωλώσουν (ξεριζώσουν) για να γένει λάκα. Σταμάταγαν λίγο να πάρουν κανιά χαψιά (να φάνε μια μπουκιά) και ματαδούλευαν. Τού ’χαν ξεκοπή το έργο! Μέτραγε ο ν’κοκύρ’ς πόσο έσκαψαν οι σκαφτιάδες. Σαράντα δρασκίλια ήταν το στρέμμα! Σαράντα μέτρα επί σαράντα! Για το κάθε στρέμμα τ’ς έδωνε τριάντα με σαράντα οκάδες καλαμπόκι. Έπερπε να το μοιραστούν οι σκαφτιάδες.
Τι έτρωγαν; Αρτ’μοτύρι, κανιά φασ’λάδα, κ’κιά, φακή και ρεβίθια. Αυτά ήταν τα φαϊά τα χορταστικά να ξελακώσουν.
Κοιμάνταν όξω, μες στο καρφί στον πάγο! Με τ’ν κάπα κατσιούλα (κουκούλα)! Για να ξημερώσουν. Φωτιά άναφταν όξω.
Αλλά φωτιά άναφταν και μέσα στα σπίτια, μες στ’ μέση. Και να καπνίζονταν το σπίτι, τι θα γένονταν; Αφού η καπνιά κρέμονταν… απ’ τα ματέρια! Σάματι είχαν πράματα αξίας για να καπνιστούν;
Ακόμα και το στρώμα το γιόμ’ζαν με άχυρο, τό ’ραφαν όπως τα χιράμια, για να μη μαζώνεται κ’βάρι τ’ άχυρο».
«Έβλεπες τ’ς χαμάληδες μελανιασμένους…»
Οι εργάτες κρύωναν είτε εργάζονταν στα χωράφια, είτε μέσα στις πόλεις, αφού ήταν απολύτως εκτεθειμένοι στις αντίξοες καιρικές συνθήκες. Ηλικιωμένη πληροφορήτρια (γεν. 1935) αφηγείται τις αναμνήσεις της απ’ τα Γιάννενα του παλιού καιρού…
«Το κρύο ήταν ανυπόφορο και μέσα στο σπίτι, αλλά τι να έλεγαν κι οι καψο-χαμάληδες με το καρότσι;
Τα χέρια τ’ς ήταν μελανιασμένα απ’ το κρύο…
Όποιος έρχονταν απ’ το χωριό, στο Κουρμανιό (συνοικία πόλης Ιωαννίνων) θα ξεπέζευε. Εκεί έρχονταν τ’ άλογα, γομάρια απ’ ολούθε, μέχρι κι απ’ το Μέτσοβο! Γιατί εκεί ήταν ξ’λάδικα πο’ ’φκιαναν όλο βαρέλες, φ’τσέλες (βουτσέλες).
Κι έρχονταν κι οι ψαράδες που ’χαν στα κάρα κάτι λεκάνες τενεκεδένιες κι εκεί μέσα ήταν τα ψάρια ζωντανά, κολυμπούσαν!
Κι οι λαχανούδες εκεί έρχονταν… Όλη τ’ μέρα εκεί…
Όλα τα Γιάννενα κατέβαιναν στο Κουρμανιό να ψωνίσουν. Κι απ’ τα γύρω χωριά, τα καμποχώρια, έρχονταν με τ’ βάρκα για να φέρουν τ’ν πραμάτεια… Σιτάρια, καλαμπόκια, σαλατικά, πράσα…
Οι χαμάληδες ήταν τριών ειδών: οι πρώτοι ήταν οι κουβαλητές, σκέτοι. Κ’βάλαγαν τα πράγματα με τα χέρια τ’ς. Παράδειγμα, άμα είχες μία τσιάντα ή ένα σακούλι, για να σ’ το κουβαλήσει ο χαμάλης, ο κουβαλητής.
Άλλοι χαμάληδες ήταν αυτοίνοι με το χειράμαξο. Κι ήταν κι οι άλλοι που ’χαν χαμάλες, μεγάλα ξύλινα καρότσια, οι νταλίκες κι οι αραμπάδες. Αυτά τα τραβούσαν άλογα.
Οι χαμάληδες κάθονταν εκεί στο Κουρμανιό και περίμεναν ποιος θα τ’ς φωνάξει, μες στο κρύο, μέσα στο χιόνι… Το χειμώνα ήταν ολούθε γιομάτο λάσπη… Λασπουριά… Άσφαλτος δεν ήταν π’θενά, ούτε τσιμέντο. Εγώ σ’ λέω τότε για τ’ν Κατοχή και μετά τ’ν Κατοχή…
Άμα χιόν’ζε, οι χαμάληδες για να μην ξυλιάσουν τα χέρια τ’ς, τα σταύρωναν στ’ς αμασχάλες κι έβαναν κάτι παλιομουσιαμάδες… Πώς είναι οι κάπες… Μόνο μια κουκούλα είχαν για το κεφάλι και τ’ άλλο κρέμονταν από ’δώ κι από ’κεί σαν κάπα. Δεν είχε ούτε μανίκια, ούτε τίποτα…
Κι άμα ηύρισκαν π’θενά τίποτε πεταμένα παλιόξ’λα, ξέρ’ς τι έκαναν οι χαμάληδες για να ζεσταθούν; Τά ’βαναν σε κάνα παλιοτενεκέ, έπαιρναν φωτιά απ’ το φούρνο, μ’ ένα δαδί, έβαζαν στα ξύλα κι έβαναν φωτιά.
Δεν είχαν σπίρτα. Σπίρτα είχαν οι πλούσιοι… Αλλά και να ’χαν σπίρτα οι χαμάληδες, θα βρέχονταν. Γιατί οι χαμάληδες ήταν μούσκεμα όλη μέρα άμα έβρεχε»!
«Ο κόσμος ήταν τ’ς αντοχή…»
Φίλτατος 89χρονος μετακινούμενος κτηνοτρόφος με υποδέχεται εγκάρδια στο σπίτι όπου μένει τον χειμώνα και με μεγάλη προθυμία απαντά στις ερωτήσεις μου:
«Η σειρά η θ’κή μας (η τάξη μας)… είμαστε αγριανθρώποι! Βασαν’σμένοι! Πέρασαμαν τα παιδικά μας χρόνια μας νηστ’κοί, ξυπόλητοι, ξεσκλισμένοι (με σκισμένα ρούχα), παταγουδιασμένοι (παγωμένοι)… Πέρασαμαν σκληρή ζωή στα νιάτα μας…
Δραχμή δεν ύπερχε, η φτώχεια ήταν μεγάλη. Στα ορεινά δεν είχαμαν και χωράφια να σπείρουμε. Τα χωράφια είναι λίγα. Έπρεπε να βγάλουμε πρώτα τα λιθάρια απ’ τα χωράφια για να σπείρουμε λίγη φακή, κάνα ριζολάχανο (λαχανικό με βολβώδη βρώσιμη ρίζα)…
Παπούτσια; Άλλος είχε κι άλλος δεν είχε. Εγώ κακούχα (κακοείχα: μετά δυσκολίας είχα) φορέσει, αλλά η ξυπολησιά ήταν το πρώτο για όλο τον κόσμο.
Εγώ παντρεύ’κα 29 χρονών, μέχρι τότε καταδίκη.
Το κρύο ήταν πολύ τότε, γιατί… όλοι ήταν στο ξύλο (χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά το τζάκι για θέρμανση). Άλλο από ξύλο δεν ύπαρχε (υπήρχε) για τ’ ζέστα…
Ε, ήταν και λίγο… πετρέλι, αλλά τού ’χαμαν για ν’ ανάφτουμε το λύχνο. Πρώτα ήταν ο λύχνος, το λυχνάρι, κοντά (μετά) ήταν οι λάμπες με τα λαμπόγυαλα.
Προτού βγουν τα… πετρογκάζια κι οι λεχτρικές οι κουζίνες, όλοι μαέρευαν στ’ γωνιά με τ’ν πυροστιά, ήθελαν ξύλα.
Ο κόσμος ήταν πουντιασμένοι, αλλά ήταν τ’ς αντοχή, δεν ήταν… σάπιοι όπως είναι τώρα. Τώρα σάπηκε ο κόσμος απ’ τ’ν καλοπόρεψη (καλοπέραση), είναι μαλακό το σώμα τ’ς. Τρυφερό, όπως είναι απ’ τα κούτσικα τα παιδιά!
Τα παιδιά τότε τα μεγάλωναμαν με τα μάλλινα. Αυτά τα πύρωναν στ’ φωτιά και τύλιγαν τα μ’κρά.
Τα μεγάλα τα παιδιά δεν είχαν μαξ’λάρια. Κοιμάνταν όλα μαζί, σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα σκέπασμα, ένα στρώμα καταή, ή κανιά ψάθα. Και για προσκέφαλο είχαν ένα τσιόλι (ρούχο), μαζωμένο, διπλωμένο… ρόλο! Σα να είναι μια σωλήνα! Τα κεφαλάκια πέρα πέρα… Όπως είναι τα φ’σέκια στ’ μπαλάσκα (φυσίγγια στη φυσιγγιοθήκη)! Σα να είναι τα γρουνοπ’λάκια να β’ζάνουν στ’ γ’ρούνα, έτσι ήταν αράδα τα κεφαλάκια τ’ς.
Έτσι π’ λες, δεν είχε κανένας μαξ’λάρες…
Καλά κοιμάνταν, δεν παραπονιόνταν τα παιδάκια.
Κι ένα φαΐ έτρωγαν ούλα! Δεν είχε ξωρέξια (ειδικά φαγητά) τότε! Άμα δεν τ’ς άρεγε το φαΐ, θα έμνησκαν (έμεναν) νηστ’κά! Και σε μία γαβάθα έτρωγαν!
Κι άμα πείσμωνε κάνα παιδάκι και δεν έτρωε το μεσημέρι μαζί με τ’ άλλα, δεν το ξεπείσμωνε η μάνα του, τ’ άφ’νε νηστ’κό! Και το βράδυ αυτό το παιδί το πεισμωμένο… ήταν πρώτο στο φαΐ και δεν έκραινε μπιτ (δεν μιλούσε καθόλου) γιατί πείναγε! Και το πείραζαν τ’ άλλα τα παιδιά “Τήρα ο πεισμωμένος με τι όρεξη τρώει…”. Έτρωγαν ό,τι φαγάκι τ’ς είχε η μάνα…
Το μεσημέρι, άμα πείναγαν, μαζώνονταν γύρα τ’ μάνα, για να τ’ς δώκει ψωμάκι. Ροκίσιο ψωμί (καλαμποκίσιο), καθάριο (σταρένιο) δεν ύπαρχε. Τα παιδάκια δε μπόρ’γαν να τσακίσουν μαναχά τ’ς το ψωμί το ροκίσιο.
Το τσάκαγε (έκοβε) η μάνα τ’ς με τα χέρια τ’ς. Αλλά κανιά φορά τσάκαγε μ’κρά κομμάτια. Και το παιδάκι πο’ ’παιρνε μ’κρό κομμάτι, παραπονιόνταν γιατί δεν τό ‘φτανε.
Ψωμί σκέτο, όχι προσφάια και τέτοια πράματα!
Και ξερούτσικο το ψωμί, όχι και ντιπ απαλό (εντελώς μαλακό). Δεν ύπαρχε τέτοιο πράμα.
Ψωμάκι να ήταν. Σημερ’νό ήταν, χτεσινό ήταν…».
Τεράστια δυσκολία το άναμμα της φωτιάς…
Καταγράφοντας άλλη συνομιλία με τον λεβέντη μπαρμπα-Γιάννη, μου εξιστορεί τα βάσανά τους στη διάρκεια των μετακινήσεων των κοπαδιών τους από τα ορεινά της Άρτας σε πεδινά μέρη της Αιτωλοακαρνανίας:
«Έρ’ξε πολλή βροχή αυτές τ’ς μέρες εδώ στο χωριό! Το γύρ’σε τ’ ανάποτα! Ήρθε… χωνί! Ροή! Και συγνεφιά! Σκότος! Κι αέρας… μην τα ρωτάς! Τα μπουχαριά (τζάκια) έβγαναν απ’κάτω τον καπνό, απ’ τ’ς γωνιές, όχι απάνω απ’ το μπουχαρή (καπνοδόχο), απ’ τον κόκορα πο’ ’ρθεται γύρα…
Σου ’πα κι άλλη φορά, τα παλιά τα χρόνια ο κόσμος ήταν σκληροί και τ’ άντεχαν όλα! Από τότε π’ θα ‘πεφταν απ’ τ’ μάνα τ’ς (από τη γέννησή τους), μέχρι τότε π’ θα ‘κλειγαν τα μάτια (έκλειναν τα μάτια: πέθαιναν)! Γεννιόνταν το παιδάκι στο χωράφι, εκεί π’ θα πάαινε η μάνα του στο σκάλο ή στο θέρο. Έσκουζε το λιάτερο (βρέφος) και δεν το μέρωνε (ηρεμούσε) η μάνα του, γιατί είχε δ’λειές, είχε κι άλλα παιδιά… Και κατ’ρουμένο να ήταν και νηστ’κό, δεν το ρώταγε κανένας.
Το χινόπωρο τό ’βανε στ’ σαρμανίτσα και το σκέπαζε με κανιά βελέντζα και τό ’παιρνε φορτωμένη και διάβαινε στο Παλιοκάτουνο (Άρτας). Εκεί κάθονταν όλο το μπ’λούκι. Εκεί ήταν και τ’ άλλα τα παιδιά, αποσταμένα. Η… επισκευή τ’ς (αποσκευή) ήταν σ’ ένα μ’΄λάρι! Ένα μ’λάρι φόρτωμα ήταν όλο το ν’κοκυριό!
Πώς ζεσταίνομασταν μέχρι να φτάσουμε στ’ν Κατούνα, στ’ν Αμφιλοχία, Βόνιτσα… Το χινόπωρο ολοένα έβρεχε. Έκαναμαν 8-10 μέρες να φτάσουμε κι έρ’χνε με τ’ ασκί! Έρ’χνε αγάντα νερό! Δεν είειδαταν εσείς τέτοια πράματα…
Πώς ανάφαμαν φωτιά… Είχαμαν ξιγκοκέρια. Μες στ’ς καποτομανίκες (κάπες με μανίκια) τά ’χαμαν τα ξιγκοκέρια. Μάζωναμαν κάνα κάνα τσάκνο, σιάφαρο, ό,τι λιανόξ’λο να ’ταν…
Και γιατί λέονται σιάφαρα;
Ο Απόστολος Παύλος κάποτε πάαινε μ’ ένα καράβι. Και το καράβι τού ’χαν φορτωμένο σιτάρι. Είπαν οι άλλοι, πώς θα φτάσουμε… Και τ’ς είπε αυτός, θα φτάσουμε, αλλά ναυαγοί, θα β’λιάξει το καράβι…
Κι αλήθεψε ο λόγος του. Βούλιαξε το καράβι! Βήκαν στ’ στεριά κι έμασαν ξύλα, ν’ ανάψουν φωτούλα. Και πάει κι ο Παύλος και πήρε κάτι λιανούρια ξ’λάκια, κάτι σιάφαρα, και κρεμάσ’κε νια (μια) οχιά απ’ το χέρ’ του!
Κι είπε ο Παύλος:
-Ωρέ βλοημένο, αυτού βρέθ’κες κι εσύ τώρα;
Κι έπεσε το φίδι και κι έφ’γε…
Κι αυτός δεν έπαθε τίποτα ντιπ! Ούτε φιδιασμένος, ούτε άρρωστος!
Και τότε πίστεψαν ότι δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος, ήταν άγιος.
Και τον έβγαλαν “σιαφαρά”, επειδή έμασε τα σιάφαρα αυτά.
Κάπου το διάβασα αυτό, ήξερα πολλά πράματα, διάβαζα τότε που ’μαν παιδάκι, μ’ άρεγε να διαβάζω…
Τα ξιγκοκέρια πώς γένονταν; Κόβαμαν λωρίδες πανιά κι έβαζαμαν μία λωρίδα πανί, ξίγκι (λίπος ζώου) αχπάνω, κι άλλη λωρίδα κι άλλο ξίγκι… όπως φκιάνουν τα πέτ’ρα (πέτουρα: φύλλα) απ’ τ’ν πίτα!
Κι αυτό το ράβαμαν με μία τσαγκαροβέλονα ή σαμαροβέλονα και το ράβαμαν πυκνά. Κι άμα ήθελαμαν ν’ ανάψουμε φωτιά, είχαμαν αυτό το ξιγκοκέρι. Αυτό τ’ άναβαμαν με κειφοκέρι (κερί από θειάφι), από κειάφη (η κειάφη/το κειάφι: θειάφι) και πανί. Η κειάφη άμα τ’ν καβουρτίσεις γένεται πολτός. Βουτάμαν το πανί μέσα στ’ν κειάφη και γένονταν κειφοκέρι. Το κειφοκέρι τού ’χαμαν για ν’ ανάβουμε το ξιγκοκέρι.
Το κειφοκέρι έπιανε με τ’ν ίσκνα (φυτομύκητας, τον οποίο επεξεργάζονταν και με αυτόν άναβαν φωτιά), άναβε λίγη φωτούλα, και κοντά άναβαμαν το ξιγκοκέρι και κοντά άναφταμαν τ’ φωτιά. Ή αυτό το ξιγκοκέρι τού ’χαμαν για… φακό! Να πάμε στ’ μάσινα (μαντρί, στάβλος) για να ιδούμε αν γένν’σε κανιά πρατίνα, ή αν κουντρήθ’καν τα πράματα (κουτουλήθηκαν τα γιδοπρόβατα) και γράδωσε τα ξύλα απ’ τα γίδια (δηλ. μπλέχτηκαν τα κέρατά τους και δεν μπορούν να τα ξεμπλέξουν).
Δεν ύπαρχαν τότε… νάιλα και τέτοια πράματα! Με τα τσιόλια (φτωχικά ρούχα) ήμασταν! Τσιόλια τραγομαλίσσια από γιδότριχα! Δεν ξέρ’ς εσύ, Βασίλη μ’, από παλιοζωή…
Βροχή κι αέρας και χιόνι… Πού να βαστάξει η φωτιά; Στ’ν Παλιαυλή, όξω απ’ τ’ν Αμφιλοχία… Και να ’χουμε τον τσιάκαλο να… φ’λάει για να μας φάει τα πρόβατα!
Εκεί δεν έχει και ξύλα, όλο ασφάκες (αγκαθωτοί θάμνοι) είναι. Κακοπεράμαν τ’ βραδιά γύρα απ’ τ’ φωτούλα μέχρι να γλυκοχαράξει. Άμα δεν έχει χοντρά ξύλα η φωτιά, με τα σιάφαρα και τ’ς ασφάκες τι να κρατ’θεί η φωτιά; Σα ν’ ανάψεις φωτιά… με καλάμια είναι η ασφάκα! Αφού είναι λιανό, τι να κρατήσει η φωτιά…
Στα καλύβια μέσα τ’ν είχαμαν τ’ φωτιά. Και με προσοχή, γιατί αχυροκάλυβες είχαμαν. Οι τσίκες (σπίθες) πάαιναν απάνω και κοιτάμαν μην πιάσει φωτιά η καλύβα στ’ν κατσιούλα (κορυφή), εκεί πο’ ’φταναν οι τσίκες.
Πολλές καλύβες κάηκαν, όχι μία! Κι η θ’κιά μ’ κάηκε! Γιατί τ’ άχυρο είναι… μπαρούτη! Άμα έχει και ξεροβόρι, τ’ άχυρο πιάνει με τ’ν τσίκα! Ε, ξερό και καπνισμένο τ’ άχυρο, μία τσίκα να πέσει απάνω, γένεται σα να ζουπήσεις σπίρτο!
Και πού να βρεις νερό να τ’ σβή’εις. Με τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα) πάλευαν να σβήσουν τ’ λαμπάδα (φλόγα). Βαπ! Βουπ! Και με τα σακάκια! Και με χώμα! Μ’ ό,τι ηύρισκαν…
Άμα τ’ς ήταν σιμά, τ’ ζήβαγαν (αν ήταν κοντά, την έσβηναν). Άμα τ’ς ήταν αλάργα, καίονταν η καλύβα κι έμνησκε (απέμενε) η στάχτη…
Καίονταν ούλα! Ή αλεύρι ή λεφτά ή ρούχα! Και τ’ς έμνησκαν καταντιά (περιουσία) τα ρούχα που ’χαν φορεμένα».
Κάρβουνα στο φαράσι για την υφάντρα
Σήμερα, όταν θέλουμε να δουλέψουμε σε ένα χώρο που δεν έχει θέρμανση, υπάρχει η λύση της ηλεκτρικής σόμπας ή του αερόθερμου.
Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι τη μητέρα μου που πήγαινε σε μια αποθήκη δίπλα στο σπίτι μας. Καθόμουν δίπλα της κι έβλεπα τι έκανε…
«Τον αργαλειό εγώ τον είχα σε μία αποθήκη. Ήταν μπανούζι (πολύ κρύο) εκεί μέσα.
Για να πάω το πρωί, έπρεπε να πάρω κάρ’να στο φαράσι για να ζεσταίνονται τα ποδάρια μ’. Άναφα το τζιάκι στο σπίτι, έπεφτε καρ’νήθρα (πολλά κάρβουνα) κι έπαιρνα κάρ’να στο φαράσι για να πάω να υφάνω.
Τα χέρια δε σταμάταγαν απ’ το ύφαμα και ξάναβαν! Πέταγα τ’ σαΐτα, τ’ν έπιανα, τ’ν έβανα κι ύφαινα κι δε σταμάταγα. Αλλά στα ποδάρια κρύωνα. Κι δεν είχα κι παπούτσια. Ξυπόλητη ήμαν, με κάτι παλιοτσούρεπα. Μ’ αυτά τα κάρ’να κακοπέραγα τ’ μέρα. Αλλά όλος ο κόσμος τότε έτσι έζηγε, μες στ’ν ταλαιπώρια…».
Ο γέρος κρυώνει… σαν γέρικη προβατίνα!
Συνομιλήτριά μου που αισίως διανύει το 101ο έτος ζωής, μου εξιστορεί τα δικά της βάσανα:
«Θα ’μαν 19-20 χρονών, μη και παραπάνω τότε (1941-42). Ήταν οι Ιταλογερμανοί στ’ν Άρτα. Έκανε κρύα εκειά τα χρόνια κι εμείς ήμασταν ξυπόλητοι. Δεν είχαμαν παπούτσια, αλλά κάτι φιλενάδες μ’ μου ‘χαν φκιάσει πορπόδια (ή προπόδια) με… σαμπρέλες από αμάξι! Απ’κάτω σαμπρέλα αντίς για σόλα κι αχπάνω δίμτινο (δίμιτο ύφασμα), μάλλινο, σαν πανί. Αυτό τό ’ραβαν οι φιλενάδες μ’ ψ’λά στ’ σαμπρέλα και γένονταν σαν παπούτσια! Άμα έβρεχε, μούσκευε το ποδάρι, γιατί καβαλίκευε το νερό!
Τα ποδάρια μ’… παπαρούνα απ’ το κρύο και δεν ήνιωθα τίποτα! Τόσο σκληρή! Δε με περόνιαζε το κρύο! Τώρα κρυγιώνω και ντένομαι σαν κρεμμύδι. Όσες φλούδες έχει το κρεμμύδι, τόσα σκ’τιά (τα σκουτιά: τα ρούχα) βάνω!
Φοράω δυο κεφαλομάντ’λα κι έχω και τ’ν κατσιούλα απ’ το μπουφάνι! Δυο μπουφάνια φοράω!
Μαργώνω (κρυώνω), Βασίλη μ’, γιατί ο γέροντας κρυγιώνει σαν παλιοπράτ’να (γέρικη προβατίνα)! Οι προβατ’νούλες (μικρές προβατίνες) τρεμοκουκ’λάν’ (τρεμοκουκουλάνε: τουρτουρίζουν) γιατί δεν έχουν τ’ν κάπα τ’ς αχπάνω, γδέρονται (χάνουν το τρίχωμα) από φτώχεια, φτωχαίνουν (αδυνατίζουν).
Για να ιδείς τι φτώχεια πέρασαμαν εμείς, διάβαιναν (περνούσαν) τα πρόβατα τα βλάχικα (των μετακινούμενων κτηνοτρόφων), γράδωναν (σκάλωναν) σε κάνα σύρμα εκεί π’ πέραγαν και μαδιόνταν λίγο στο λαιμό… Κι πάαιναμαν εμείς και μάζωναμαν αυτά τα λίγα τα μαλλιά για να φκιάσουμε προικιά: φλοκιαστές, βελέντζες (υφαντά κλινοσκεπάσματα).
Κι δεν τα θέλουν αυτά τώρα… Έχουν ούλοι παπλώματα!
Η φλοκιαστή (φλοκάτη) είναι θηρία (πολύ μεγάλη), ατάραγη (ασήκωτη)… Είναι ζεστή… σαν πρατίνα, αλλά δεν ταράζεται (δεν μπορείς να τη σηκώσεις).
Εκειά τα χρόνια έκανε πολλά κρύα. Φέτο είχαμαν καλοκαιρία. Είναι Γενάρ’ς ετούτος ή… Απρίλ’ς;
“Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει”, αν κάμει αταξίες, “πάλι άνοιξη θα μυρίσει”! “Αν φλεβίσει κι αν κακιώσει, μες στο χιόνι θα μας χώσει”!
Αυτά τα ‘λεγαν οι παλιοί.
Τώρα τό ’χει σιάδι ο κόσμος. Εμείς γκιζέραγαμαν ζάρκοι (περιφερόμασταν με ελάχιστα ρούχα και δεν κρύωναμαν! Σήμερα ο κόσμος είναι πολύ καλομαθ’μένος…».
Ο ψάλτης λιποθύμησε!
Η έλλειψη θέρμανσης δεν αφορούσε μόνο τα σπίτια, αλλά και τις εκκλησίες. Ένας 93χρονος ψάλτης θυμάται:
«Στ’ς παλιές εκκλησιές δεν είχαν τίποτα για να ζεσταίνονται ο κόσμος, όσο και κρύο να ’κανε. Και τσιάφι (παγετός) να ’χε όξω! Πάαιναν ούλοι με τα κοντοκάπια (κοντές κάπες) στ’ν εκκλησία. Κι ο παπάς με το καπότο (η καπότα/το καπότο: κάπα) πάαινε!
Το κοντοκάπι και το καπότο είναι φκιασμένα και τα δυο από τραγόμαλλο, αλλά δεν είναι το ίδιο.
Το κοντοκάπι έχει μανίκια και ντένεται ας πούμε σα σακάκι και μπροστά έχει δυο σκ’νιά, δυο κορδόνια και το ‘δεναν. Έχει κατσιούλα το κοντοκάπι.
Το καπότο ήταν πλατύ αλλά δεν είχε μανίκια. Είχε κατσιούλα. Φόραγες τ’ν κατσιούλα, έπεφτε αυτό στ’ς πλάτες κι έβανες τα χέρια στ’ς δυο τσέπες που ’χε από μέσα και… φραπ! Το σταύρωνες, το τύλιγες γύρα το κορμί, έπεφτε στο κορμί και δε σε περόνιαζε το κρύο, όχι. Ήταν ειδικοί ράφτες αυτοίνοι πο’ ’ραβαν κοντοκάπια και καπότα! Πάαιναν στο σπίτι (του πελάτη), κάθονταν εκεί κι έραβαν αυτά τα ρούχα. Είχαν το β’λάρι (βηλάρι: υφαντό γιδίσιο μαλλί ως υλικό για την κατασκευή αυτών των ρούχων).
Ο παπάς για να πάει στ’ν εκκλησιά φόραγε κάπα, αλλά όταν έφτανε στ’ν εκκλησιά τ’ν κακόβγανε και φόραγε τα άμφια. Οι ψάλτες κι ο κόσμος φόραγαν τα κοντοκάπια στ’ λειτουργία για να μην κρυώνουν.
Σόμπες δεν ήταν στ’ς εκκλησιές, μαναχά τα σχολεία είχαν σόμπα. Αλλά στ’ς εκκλησιές στο καταχείμωνο κανιά φορά έβαναν μαγκάλι, αλλά φ’λάονταν γιατί ήταν κίντυνος ν’ απομωθεί (υποστεί ασφυξία) ο κόσμος!
Εγώ ήμαν ψάλτ’ς σ’ ένα χωριό, γύρα το ’60 ήταν. Εκεί στ’ν εκκλησιά μού ‘χαν αναμμένα κάρ’να σ’ ένα μαγκάλι, για να π’ρώνομαι. Εγώ ήμαν στο στασίδι, κανιά 20αριά πόντους ψ’λό, και μπροστά μ’ είχαν το μαγκάλι.
Τα κάρνα αναμμένα ζέσταιναν, αλλά με τ’ν ανάσα με πήρε η πύρη… Κόντεψα να λιγοθ’μήσω! Μου ’ρθε λιγοθ’μιά, κατάλαβα μαναχός μ’… Με κατάλαβε κι ο επίτροπος, με πήρε όξω, να με βαρέσει αέρας, ν’ αναπάρω (συνέρθω). Μπορεί να ’ταν και κάνα κάρνο π’ δεν είχε χωνέψει καλά (δεν είχε ανάψει πλήρως, ήταν ατελής η καύση).
Ε, απ’ αυτό π’ γίν’κε εκείνη τ’ μέρα, το πέταξαν το μαγκάλι! Το διάβασαν (διαβίβασαν, πέταξαν) στ’ λαγκάδα (ρέμα)! Ε, μπορεί να το σύμμασε (μάζεψε) κι από ’κεί κάνας ανθρωπάκης… Θα τό ’βαλαν π’θενά αλλού…
Σήμερα έχουμε καλοριφέρια στ’ν εκκλησία, αλλά με οικονομία, γιατί δεν πααίνει καένας τώρα. Κι αυτοίνοι π’ πααίνουν, πααίνουν σιμά στ’ν απόλυση, τότε π’ απολάει η εκκλησιά (τελειώνει η θεία λειτουργία)».
Τζάκι στο καφενείο
Ο ίδιος συνομιλητής μού μιλάει στη συνέχεια για το πώς ζεσταίνονταν στα καφενεία:
«Εκεία στο μαχαλά (εκεί δα στον συνοικισμό) π’ κάθομαν τα παλιά τα χρόνια, ήταν κι ένα κουτσομάγαζο, καφενείο και μπακάλικο. Πούλαγε κάτι πραματάκια: καφέ, ζάχαρη, σταφίδα, κλωνιές (κλωστές), σαπούνι, ράμματα, για να μπαλώνουν οι γ’ναίκες, λίγο λαδάκι π’ τ’ αγόραζαμαν σε κάνα κούτσικο μπουκάλι, δράμια ήταν τότε, 50-100 δράμια… Αφού οι γ’ναίκες έβαναν το δάχ’λο μπροστά στο μπουκάλι… να μην τ’ς φύβγει πολύ λάδι, να μην το γείρουν (ρίξουν) όλο μαζί!
Προτού γένουν τα μονοπώλια τα κρατικά, σ’ αυτά τα κουτσομάγαζα πούλαγαν και πετρέλαιο κι αλάτι. Το πετρέλαιο για τ’ς λάμπες, γιατί δεν είχαμαν λεχτρικό, φέξη… Θ’μάμαι ένα μακαρίτη μπακάλη πάαινε σ’ ένα άλλο κεφαλοχώρι με τ’ γομάρα (γαϊδούρα) για να φέρει πράματα… Και φόρτωνε τ’ γομάρα… για να προμηθευτεί όλο το χωριό! Μία γομάρα να τροφοδοτήσει όλο το χωριό… κι ήταν και πολύς ο κόσμος στα χωριά!
Τι με ρώτ’σες… Α! Για το τζιάκι στο καφενείο…
Ο μπακάλης εκειός δεν είχε σόμπα, είχε ένα τζιάκι, κανονικό, παλιακό, με μπουχαρή (καπνοδόχο). Κι όποιος μάργωνε, ζύγωνε στο τζιάκι για να πυρωθεί (όποιος κρύωνε, πλησίαζε για να ζεσταθεί).
Δεν πάαιναν όλοι μαζί στ’ φωτιά, ποσοινούς μπόρ’γε να χωρέσει γύρα-γύρα η γωνιά (το τζάκι)… Ένα δωμάτιο ήταν αυτό το μαγαζί, και καταή… χώμα! Πού να ηύρισκες τσιμέντο…
Αλλά το χώμα είναι ζεστότερο απ’ το τσιμέντο! Ε, και δεν ήταν και σκέτο χώμα καταή. Απέταγαν αχπάνω κάνα τσιολάκι (ρουχαλάκι), κανιά κουρελού, κάνα χιράμι… Δεν είχε πολλές καρέκλες μέσα, κάθονταν και καταή ο κόσμος…
Τότε δεν παραπονιόνταν ο κόσμος ούτε για τ’ ζέστα το καλοκαίρι, ούτε για το κρύο το χειμώνα…
Το χειμώνα σ’ αυτό το μαγαζί, σταυροπόδι κάθονταν καταή, έπαιζαν και κολτσίνα, δηλωτή και ξερή, έπ’ναν και κάνα ούζο ή ρακί, το τσίπ’ρο π’ το λέμε τώρα… Έρ’χναν στο τζιάκι… θηρία κούτσουρα! Αρκεί π’ να τα σήκωναν. Έβαναν και λιανόξ’λα, για να φέγγει. Καλά, είχαν και λάμπα με πετρέλαιο…
Εκεί σ’ αυτό το μαγαζί το παλιακό, κάθονταν οι άντρες με τα κοντοκάπια ντ’μένα και δεν τ’ς περόνιαζε και κρύο…
Ήταν ένας, θ’μάμαι, Θεός σχωρέσ’τον, φόραγε χρον’κής (όλο τον χρόνο) το κοντοκάπι. Κι άμα δεν ηύρισκε κάναν να παίξει κολτσίνα, στέκονταν ορθός, έμπ’χνε τ’ γκλίτσα κι αγνάντευε τ’ς αλλουνούς πο’ ’παιζαν!
Όξω να χειμάζει (έχει μεγάλη νεροποντή) κι εμείς μέσα… πέρα βρέχει! Κάθομασταν και κ’βέντιαζαμαν τ’ καλού καιρού!
Κι όταν έφευγαν οι άντρες απ’ το καφενείο κι… έρ’χνε με το καρδάρι, δεν είχαν ομπρέλα! Ποιος είχε τότε ομπρέλα! Φόραγαν το κοντοκάπι! Αυτό ήταν και για το κρύο και για τ’ βροχή! Αλλά άμα βρέχονταν, γένονταν ατάραγο (αμετακίνητο)! Εκατό οκάδες! Αφού ήταν από τραγόμαλλο… Τέτοια φόραγε ο κόσμος, έτσι ήταν όλοι μαθημένοι…».
«Μ’ ένα σακί στο κεφάλι…»
Τα παλιά τα χρόνια, όταν μαζεύαμε ελιές και άρχιζε να βρέχει πολύ, φεύγαμε φορώντας ένα πρόχειρο αδιάβροχο… που γινόταν με τη μετατροπή ενός σακιού!
Ο πατέρας μου έχει τον λόγο:
«Δε λέονται αυτά π’ πέρασαμαν εμείς με το κρύο…
Να κινάς απ’ το σπίτι και να πααίν’ς στα Παλιοκόνακα με το δρολάκι (δρολάπι: νεροποντή)…
Θ’μάμαι τ’ς παλιακούς πέραγαν με τα προβατάκια, ντάγκα ντούγκα τα κ’δούνια, μέσα στ’ βροχή κι αυτοίνοι είχαν τ’ν σάκαινα (σακί, τσουβάλι) για κατσιούλα.
Ομπρέλες δεν υπήρχαν τότε, δε θ’μάμαι εγώ ομπρέλες στα χωριά.
Στο κεφάλι έβαναμαν ένα σακί… για κατσιούλα! Άμα διπλώ’εις το σακί, το μ’σό να πάει μέσα, γένεται κατσιούλα, αλλά στενεύει, δε φ’λάει το κορμί, μαναχά το κεφάλι και το λαιμό. Και κάτω… άφ’ (άσ’) το! Γένοσαν μ’σκίδι!
Η κατσιούλα απ’ το σακί σ’ φύλαγε το κεφάλι, όχι το κορμί! Έλεγες ότι κάτι έχ’ς. Αλλά… πόσο μακριά να ήταν η σάκαινα για να σε φ’λάξει απ’ το κρύο;
Ήταν μαθημένος ο κόσμος στ’ν κακοπέραση, βρεμένος συμμαζώνονταν στο σπίτι, να βρει λίγο ζεστασιά στ’ γωνιά (στο τζιάκι).
Τώρα έχουμε όλα τα μέσα. Κι ομπρέλες και παντελόνια και πλαστικά.
Για, βάν’ς τ’ αδιάβροχο και κοσεύ’εις (τρέχεις) όλη μέρα μέσα στ’ βροχή! Κι από μέσα είσαι στεγνός».
«Δεν είχαμαν τότε πριγιόνια…»
Ένα από τα βασικά προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πρόγονοί μας με την κοπή των ξύλων είναι ότι τα μέσα που διέθεταν ήταν υποτυπώδη, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγάλη μυϊκή δύναμη, όπως μου λέει ο συνομιλητής μου:
«Εκειά τα χρόνια που ’μασταν νέοι, δεν είχαμαν πριγιόνια. Με τα τσεκούρια έκοβαμαναν τα ξύλα.
Πάαινε ο καθενένας μαναχός του ή με παρέα για να κόψει με το τσεκούρι τα ξύλα στο λόγκο. Ως επί το πλείστον, για τα μαγαζιά (καφενεία), έκοβαν πουρνάρια, φιλίκια, τέτοια, για να βαστάει η φωτιά, να ’χει κάρνα. Τα πλατάνια δεν τά ’βαναν στ’ φωτιά, γιατί δεν κρατάν’ φωτιά.
Αργότερα βήκαν οι κόφτρες. Τι ήταν η κόφτρα; Μεγάλο πριγιόνι για να κόβ’ς χοντρά ξύλα, κούτσουρα, όχι λιανόξυλα. Τα λιανά τα ξύλα τά ’κοβες με το τσεκούρι.
Αν δεν έχ’ς ιδεί κόφτρα, η κόφτρα έχει δυο χερούλια, ένας κρατάει απ’ τ’ μία τ’ μεριά κι ένας απ’ τ’ν άλλη, για να κόψουν ένα πολύ χοντρό ξύλο.
Για να κόψεις ένα δέντρο, πρέπει πρώτα να το… περιεργαστείς σιαπού (προς τα πού) θα γείρει, πού μπορεί να πέσει.
Δεύτερον, θα πας απ’ τ’ν άλλη τ’ μεριά, θα κάμ’ς μια σκάλα (μ’κρή εγκοπή) και θα πέσει απ’ τ’ μεριά π’ πρέπει, για να μη σκοτωθεί ο άνθρωπος!
Κι έχουν συμβεί πολλές αναποδιές, κυρ-Βασίλη, και με τ’ς κόφτρες και με τ’ αλυσιδοπρίονα.
Όσα φέρει η ώρα, δεν τα φέρει ο χρόνος…».
Η ελατομία στην Ελάτη!
Ένα από τα γλωσσικά φαινόμενα που εντοπίζεται στις διαλέκτους είναι η παρετυμολογία (π.χ. ο τένοντας λέγεται τέντονας λόγω παρασύνδεσης με το ρ. τεντώνω). Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με όσα μού εξιστορεί για την υλοτομία πρόθυμος για συζήτηση 88χρονος:
«Η… ελατομία δεν είναι μαναχά για τα ξύλα π’ θέλει ο κόσμος για το τζιάκι. Κάποτε ήταν… ελατόμοι εδώ στα χωριά, γιατί είχε μεγάλη ελατομία τα παλιά τα χρόνια. Ελάτη, Καστανιά (στα ορεινά νομού Άρτας), σ’ αυτά τα χωριά είχε μεγάλη ελατομία.
Αυτοίνοι οι ελατόμοι κάθονταν το καλοκαίρι και… ελατόμ’ζαν, έκοβαν ξύλα για ξυλεία, για σπίτια, για γιοφύρια, για καράβια, για ό,τι χρειάζονταν. Και μαχιές και ματέρια και ψαλίδια (ξυλεία για στέγες) για τα σπίτια. Οι μαχιές είναι τέσσερα μέτρα, τα ψαλίδια 3,20 και τα ματέρια 5,20, για να φτάνουν να καρφωθούν τα ψαλίδια.
Παρήγγελναν οι εμπόροι κι οι ελατόμοι τά ’κοβαν στα μέτρα π’ τ’ς έλεγαν.
Είχαν ελατομία, ελάτια πολλά, στ’ν Ελάτη…
Μόλις χινοπώριαζε, ο αρχηγός (προϊστάμενος) έλεγε “Τώρα θα βρέξει”. Κι είχαν σουφλιά σιδερένια, τα πάαιναν σμπρώχνοντα, 3-4 εργάτες. Τα πάαιναν ούλα μαζί τα ξύλα, όπως… πααίν’ς τα πρόβατα για βοσκή!
Και κοντά τά ρ’χναν στο ποτάμι, για να πάει κάτω η κατεβασιά, στην Κάτω Καλεντίνη. Καρτέρ’γαν άλλοι στ’ν Κάτω Καλεντίνη, για να… πιάσουν τα ξύλα, να μην τα… λάβει τ’ άλλο το ποτάμι πο’ ’ρθονταν απ’ το Βουργαρέλι. Γιατί άμα τά ’παιρνε η κατεβασιά στο Μέγα (Άραχθο), θα τα διάβαζε (διαβίβαζε: πήγαινε) στο πέλαγο.
Τα πρώτα… πρωτοβρόχια τα ζούχναγαν για να ξεσπάσουν (έσπρωχναν τα ξύλα για να αρχίσουν να μετακινούνται), να τα πάρει η κατεβασιά. Να τα συνάξουν στ’ν Καλεντίνη, στ’ γέφυρα, τα καρτέρ’γαν εκεί, για να τα… κατανομίσουν (κατανείμουν) πού θα πάν’. Χάλευαν (ζητούσαν) άλλοι, παράδειγμα, απ’ το Κομπότι, απ’ τ’ Βλαχέρνα, απ’ το Γλυκόρρ’ζο… Αυτοίνοι δεν είχαν ξύλα γιατί είναι καμποχώρια.
Αυτοίνοι οι ελατόμοι δούλευαν ακόμα κι όταν έβρεχε.
Αλλά έπερπε να δ’λέψουν για να πάν’ τα ξύλα στον προορισμό τ’ς.
Α! Τότε με τ’ν ελατομία είχε πρωτοπάει… αλικόφτερο στ’ν Ελάτη! Γιατί ο έμπορας ήταν απ’ τ’ν Αθήνα. Αυτός τ’ς άφ’κε τροφίματα, σκεπάσματα, σκηνές, καταντιές (προμήθειες) για να είναι σίγουροι, να κοιμηθούν μέσα από έναν ταρό (κακοκαιρία).
Απ’ ‘ν’ άνοιξη, κοντά τ’ Λαμπρή (μετά το Πάσχα) μέχρι τον Αύγουστο δούλευαν οι ελατόμοι, κάνα πεντάμηνο ήταν η ελατομία…».
Μικρά παράθυρα και πόρτες
Όλοι θυμόμαστε ότι πριν από αρκετά χρόνια οι χαμηλές θερμοκρασίες ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο στη διάρκεια του χειμώνα. Η πρόσχαρη συνομιλήτριά μου θυμάται ότι… χειμώνιαζε απ’ το φθινόπωρο στα ορεινά του νομού Ιωαννίνων!
«Τότε είχαμαν βαριούς χειμώνες, άρχιζαν ίσια (κατευθείαν) μετά τον τρύγο.
Ο τρύγος τέλειωνε μέσα Οκτωμβρίου. Στο παλιό μας το σπίτι είχα ιδεί που ‘ταν γραμμένο στο μαγειρειό με μολύβι “Σήμερα, 18 Οκτωμβρίου, τρυγήσαμε τ’ αμπέλι. Κάναμε τόσα φορτώματα…”, δε θ’μάμαι πόσα φορτώματα έγραφε.
Μετά τ’ Αϊ-Δημητριού άρχιζε ο βαρύς ο χειμώνας. Απ’ τα β’νά ξεκίναγε και κατέβαινε σιγά σιγά ο χιονιάς…
“Ούι, μωρ’ κοπέλα, χιόν’σε στ’ς Γκαμήλες! Σωρό χιόνι…”, έλεγε η θεια μ’ στ’ν κυραμάνα (γιαγιά). Αυτές οι δυο ήταν π’ διάονταν το βιο (φρόντιζαν την περιουσία).
Το Νοέμβριο τον έλεγαν Χαμένο, γιατί είναι μ’κρή η μέρα, δε φτάνει για τ’ς δουλειές τ’ χωριάτη, γιατί είναι άσωτες (ατελείωτες) οι δ’λειές του. Από τότε π’ χάραζε μέχρι τότε π’ θάμπωνε, ήταν λίγες οι ώρες. Κι έπρεπε να κάνουν ένα σωρό δ’λειές…. Να πάν’ ν’ αρμέξουν τα γίδια, να φέρουν το γάλα στα μπαγράτσια (μεταλλικά δοχεία) και να το ντομπολίσουν (να το “χτυπήσουν” για να βγει βούτυρο). Τ’ν ξέρεις τ’ν ντοπολίτσα (ειδικό ξύλινο δοχείο για παρασκευή βούτυρου); Δεν έχετε ντομπολίτσα στο χωριό σου; Η μάνα σου δεν έχει;
Ξέφ’κα, μωρ’ Βασίλη μ’, απ’ τ’ν κουβέντα…
Τα σπίτια τα παλιακά είχαν μ’κρές πόρτες και μ’κρά παραθύρια για να μη φεύγει η ζέστα. Κι έβαναν και χιράμι στ’ν πόρτα, να μη φεύγει η ζέστα απ’ τ’ς ραφές (εκεί που ανοιγοκλείνει η πόρτα, που είναι συνδεδεμένη με το κάσωμα).
Είναι κάτι χαζοί σήμερα, π’ λέν’ ότι τα παλιά τα σπίτια είχαν μ’κρές πόρτες, γιατί ήταν κοντοί οι ανθρώποι… Αυτά είναι χαζαμάρες! Εμένα ο πάππ’ς (πάππης: παππούς) ήταν θηρίος άντρας! Δυο μέτρα! Αλλά στα σπίτια έφκιαναν μ’κρές πόρτες, γιατί να μη φεύγει η ζέστα…
Και τα τζιάκια… βόγκαγαν! Όλο κούτσουρα! Γιομάτα κάρνα!
Κι έπαιρναν κάρνα με τ’ μασιά κι έβαναν στο μαγκάλι. Για να ’ναι κι οι πλάτες ζεστές! Γιατί με το τζιάκι, πύρωναν τα χέρια, αλλά πούντιαζαν οι πλάτες!
Αλλά άμα έβανες κάρνα στο μαγκάλι, ζεσταίνονταν όλο το σπίτι.
Οι πλούσιοι είχαν μαγκάλια πολυτελείας, μπρούντζινα, ήταν κεντημένα (διακοσμημένα) για να φαίνονται όμορφα.
Στο μαγκάλι ζεσταίναμαν και καμιά φέτα ψωμί ή και λίγο τυρί τότε με τ’ν Κατοχή, ό,τι μοίραζαν με το δελτίο, τίποτ’ άλλο δεν είχαμαν.
Και τι τυριά… Κάτι… παλιοτέρια π’ δεν τά ‘χαν πάρει οι Γερμανοί όταν έφ’καν, π’ λευτερωθήκαμε, και τά ’βραν (βρήκαν) οι Έλληνες, με το δελτίο. Τίποτα ρύζια σκ’ληκιασμένα, τίποτα φασόλια χαλασμένα… Όλα αυτά για πέταμα ήταν, αλλά τα τρώγαμαν! Καθαρίζαμαν δυο ώρες ένα τεψί φασόλια κι έμνησκε μια χούφτα! Γιατί ήταν γιομάτα τσάχαλα, σκούπρα (σκουπιδάκια)… Επίτηδες! Έρ’χναν μία χούφτα χώμα για να βαρύνει! Ακόμα και τ’ αλεύρι ήταν βρόμ’κο! Σπάγκους, πρόγκες ηύρισκες μέσα στ’ αλεύρι! Το κοσκινίζαμαν δυο φορές με τ’ν ψιλή σήτα για να βγει καθαρό τ’ αλεύρι.
Για το κρύο π’ με ρώτ’σες… Ένα δωμάτιο, αυτό ήταν π’ κάθονταν όλοι. Κι η λάμπα πετρελαίου κρεμασμένη στο τζιάκι. Και το πρωί τα λαμπόγυαλα γανώνονταν (μαύριζαν), έπρεπε να τα πλύνουν.
Δεν πάαινες στα καλά δωμάτια, στ’ς οντάδες, γιατί πέθνησκες απ’ το κρύο»!
Γυρνούσαν ανάποδα τη γάστρα!
Κι αν δεν είχαν μαγκάλι, σε τι έβαζαν τα κάρβουνα για να ζεσταθούν. Ο 93χρονος συνομιλητής μου έχει τον λόγο:
«Μαγκάλια είχαν πρώτα οι πολιτσιάνοι (αστοί, κάτοικοι πόλεων), αυτοίνοι είχαν και σόμπες καλές…
Στα χωριά πού να ηύρισκες μαγκάλι τα παλιά παλιά τα χρόνια. Αντίς για μαγκάλια έβαναν ένα ντενεκέ για μαγκάλι! Έπαιρναν κάρνα και τά ’βαναν στο ντενεκέ.
Κι άμα δεν είχαν ούτε ντενεκέ… γύρναγαν τ’ γάστρα τ’ ανάποτα και τ’ν είχαν για μαγκάλι, για να π’ρώνονται! Με τ’ν αράδα πάαιναν και ζεσταίνονταν… Πόσοι θα κάθονταν γύρα απ’ τ’ γάστρα;
Αυτό π’ σ’ λέω με το ντενεκέ και τ’ γάστρα γένονταν στα μαγαζιά, στα καφενεία. Γιατί αυτοίνοι π’ χαρτόπαιζαν τρεμοκουκούλιαζαν, δε μπόρ’γαν να μαλάξουν τα χαρτιά (αγγίξουν τα τραπουλόχαρτα)! Ή σάματι κάθονταν νια νύχτα μαναχά; Ήταν κάτι… κορμιά που ’χαν τέσσερις μέρες να παίζουν χαρτιά!
Ένας χαρτοπαίχτ’ς πέθανε στο χαρτί! Κάναν προστάτη θα ’χε κι έσκασε, δεν άντεξε…
Κι αυτοίνοι οι χαρτοπαίχτες ήταν και νηστ’κοί. Τι να είχε ο μπακάλ’ς; Ούτε ρεύμα δεν ήταν, για να ’χει ψυγείο. Οι χαρτοπαίχτες ψωμοτύρι έτρωγαν για ν’ αντέξουν…».
Παροιμίες για τον χειμώνα
«Τ’ Αντριός (εορτή Αγίου Ανδρέα, 30 Νοεμβρίου) αντρειώνει το κρύο”. Έλεγαν και τ’ άλλο για το χειμώνα: “Τ’ Αϊ-Μηνός (11 Νοεμβρίου) εμήνυσα (έστειλα μήνυμα) και τ’ Αϊ-Φιλίππου (14 Νοεμβρίου) αυτού είμαι, κι εκεί στα Ν’κολοβάρβαρα (αρχές Δεκεμβρίου) έρχομαι μοναχός μου”!
Τ’ς Αϊ-Βαρβάρα βαρβαρώνει το κρύο, γένεται βάρβαρο! Τ’ Αϊ-Σάββα ρίχνει το πρώτο πασπάλι, λιγοστό χιόνι, όσο πασπαλίζει τ’ γη, σα σάβανο. Και τ’ Αϊ-Ν’κόλα παραχώνει! Έρχεται ο χιονιάς και σε παραχώνει!
“Μπρος και πίσω του Χριστού (Χριστούγεννα), η καρδιά του χειμωνιού”!
Αλλά τώρα είναι μαλακός ο χειμώνας, δε γλέπουμε χειμώνα!
Στ’ν Κατοχή θ’μάμαι είχε κάθε μέρα χιόνι. Ήμασταν τσιότσια (μικρά παιδιά) τότε, κάθομασταν όλη μέρα απάνω απ’ το μαγκάλι, μ’ ένα… βολύμι (μολύβι) μπογιατίζαμαν παλιά βιβλία. Απάνω απ’ το μαγκάλι τα πόδια, τα κάναμαν μαύρα! Αγκάλιαζαμαν το μαγκάλι…
Και χιόν’ζε, χιόν’ζε όξω…
Χιόνι και πάγο! Θ’μάμαι πρέπει να ήταν το ’44 με ’45, Χ’στούγεννα πρέπει να ’ταν, ήταν οι αντάρτες ακόμα. Είχε χιόνι και παγωνιά… Είχαν αποκλειστεί τα χωριά μήνες. Η γιαγιά μ’ στο Ζαγόρι ήθελε φάρμακα, αλλά πώς να τ’ς τα στείλουμε…
Καλά, αμάξι δεν ήταν, αλλά με τόσο χιόνι ούτε οι αγωγιάτες με τα ζώα δεν μπορούσαν να έρθουν…
Γιατί με το κρύο και το χιόνι, λυσσιάζουν τα ζ’λάπια (άγρια ζώα)! Οι λύκοι λύσσιαξαν απ’ τ’ν πείνα! Το χειμώνα δεν τα ’βγαζαν τα γιδοπρόβατα για βοσκή, γιατί θα τά ’τρωγαν οι λύκοι!
Και τι να βοσκήσουν τα ζώα… Αφού ήταν όλα σκεπασμένα απ’ το χιόνι…».
Δίπλα στο τζάκι ήταν πάντα μια γάτα!
«Η γάτα πούλησε το αμπέλι της για τα ψάρια», σύμφωνα με μια παροιμιώδη φράση. Όμως τα συμπαθέστατα τετράποδα έχουν και μια άλλη αδυναμία… τη ζέστη!
«Οι παλιοί δεν ανασικαίνονταν (σιχαίνονταν) τ’ς γάτες, γιατί ήταν χρειαζούμενες!
Άμα δεν είχες γάτα, σ’ έτρωγαν τα ποντίκια απ’ τ’ αυτιά! Τα ποντίκια άμα κοιμάσαι έρχονται στο μούτρο, γιατί αυτό μυρίζει… Τ’ αυτιά και τ’ μύτη τρών’ τα ποντίκια!
Η πόρτα απ’ τα μαγειρειά ήταν ολοένα αν’χτή, για να βγαίνει ο καπνός. Στ’ν άκρα απ’ τα μαγειρειά είχαν μια γωνιά για ν’ ανάβουν τ’ φωτιά. Εκεί έβραζε ολοένα μία τέντζερη με φαΐ. Με το βραστό χορταίνει ο άνθρωπος, όχι με τα μεζεκλίκια π’ σ’ βάνουν στο πιάτο στ’ς ταβέρνες και σ’ βάνουν και δυο κλωναράκια μαϊδανό… Χαζαμάρες!
Το φαΐ με το χ’λιάρι είναι βλοημένο, γιομίζει η κοιλιά και τρώει κι η φαμίλια! Πήγαινε η φασ’λάδα… γόνα!
Τα μαγειρειά ήταν όξω απ’ τα σπίτια, για να μην έχουν μυρωδιές τα σπίτια. Καλά, το αναγκαίο (τουαλέτα) ήταν στ’ν άκρα απ’ το σπίτι, πέρα… Κι άμα είχε χιόνι, μην τα ρωτάς… Κόβονταν ο δρόμος! Αλλά πάαιναν οι νέοι και ξεχιόν’ζαν άμα ήταν καμιά γριά μοναχή τ’ς. “Ούι! Η τατούλα η Βγένω (θειτσούλα Ευγενία) κλείστ’κε απ’ το χιόνι, η μαυρέλω (δυστυχισμένη). Να πάμε να ξεχιονίσουμε…”.
Κι άμα ήταν ανεμοσιούρι, μάζωνε το χιόνι μπροστά στ’ν πόρτα και το πρωί δε μπορούσαν να βγουν όξω απ’ το σπίτι! Ή θα μπορούσαν… να τηλεφωνήσουν σε κάναν άλλο; Αφού δεν ήταν τηλέφωνα…
Άν’γαν τα παραθύρια κι φώναζαν: “Πού είστε, μωρ’ γειτόνοι! Κλείστ’κα απ’ τα χιόνια!”. Και πάαιναν οι γειτόνοι με τα φκυάρια και ξεχιόν’ζαν…
Και δεν είχαν και παπούτσια! Μπρασιούκια φόραγαν… ή πολπόδια π’ τά ’λεγαν! Απκάτω έβαζαν λάστιχα από σαμπρέλες από αμάξια κι από πάνω μάλλινες κάλτσες. Στον πάτο τ’ς κάλτσας έβαζαν σόλα από σαμπρέλα! Άμα δεν είχαν… έβαναν τομάρια (αποξηραμένα δέρματα) απ’ τα γιδοπρόβατα.
Ωχ, ξεστράτ’σα απ’ τ’ν κ’βέντα… Ξέφ’καμαν (ξεφύγαμε)… Για τ’ς γάτες έλεγα…
Οι πόρτες απ’ τα μαγειρειά ήταν ξύλινες και κάτω είχαν μία μικρή τρύπα για να μπαίνουν οι γάτες. Άμα είχες γάτα μέσα στο μαγειρειό, δε ζύγωνε (πλησίαζε) ποντίκι!
Οι γάτες ηύρισκαν ανοιχτή τ’ν πόρτα απ’ το μαγειρειό, τρύπωναν μέσα και κάθονταν σιμά στο τζιάκι. Δίπλα στο τζιάκι ήταν πάντα μια φωτιά! Η φωτιά ήταν καταή (στο επίπεδο του εδάφους).
Αλλά οι γάτες έμπαιναν και στο χειμωνιάτικο (δωμάτιο για τον χειμώνα). Εμείς είχαμαν μαγκάλι κι η γάτα κάθονταν αποκάτω απ’ το μαγκάλι, κι η ράχη τ’ς ακούμπαγε στον πάτο απ’ το μαγκάλι, στον τσίγκο (μεταλλική επιφάνεια), κι είχε… αδειάσει η ράχη τ’ς από τρίχα κι η γούνα τ’ς μαδούσε, γιατί η πολλή η ζέστα τ’ν έτρωγε τ’ν τρίχα.
Οι γάτες, π’ λες, θέλουν ζέστα. Η φωτιά να καίει καταή στ’ν πλάκα, τι τ’ν ένοιαζε τ’ νοικοκυρά να μπει κι η γάτα μέσα, να κάτσει… Τι θα χάλαγε η γάτα; Τ’ν πλάκα κάτω; Ενώ τώρα έχουμε βελούδινους καναπέδες, έχουμε χαλιά… Λούσια! Άμα μπει η γάτα μέσα, θα πεις “Τσιτ! Μωρέ ψοφίμι! Θα μ’ κάν’ς ζ’μιές!”».
Η μητέρα μου καταθέτει τη δική της μαρτυρία για τις γάτες, των οποίων η αγάπη για τη ζέστη ήταν παροιμιώδης:
«Η γάτα είναι… σαν το γύφτο! Κρυώνει πολύ!
Μολοϊόται σα μύθος… Κάποτε ρώτ’σαν ένα γύφτο:
-Θέλ’ς να γέν’ς τσέλιγκας; Να σ’ δώκουμε χίλια πρόβατα, να ’χ’ς μεγάλο κοπάδι; Αλλά θα είσαι όξω ολημερίς… Θα βρέχεσαι…
-Θα να ’χω φωτιά να π’ρώνομαι; ρώτ’σε ο γύφτος.
-Όχι, δε θα έχ’ς φωτιά, θα είσαι όξω με τα πρόβατα π’ θα βοσκάν… Έτσι του ’παν.
Κι αυτός είπε κοντά:
-Κάλλια πέντε κάρνα (καλύτερα χίλια κάρβουνα) παρά χίλια πρόβατα…
Κι ακολούθ’σε τ’ν τέχνη τ’ γύφτου, με τα σιδερ’κά, τ’ αμόνι, τ’ φωτιά…
Η γάτα, επειδή κρυώνει, ακόμα και με τ’ μάσια να τ’ βαρέσει κάνας άνθρωπος δε φεύγει απ’ τ’ γωνιά (σχεδόν μέσα στο τζάκι). Τα παλιά τα χρόνια, οι γάτες είχαν καψαλισμένο το κορμί τ’ς (το τρίχωμά τους ήταν καμένο) γιατί κρύωναν. Όλες οι γάτες ήταν καψαλισμένες…».
Καρβουνόσκονη στην Κατοχή…
Την περίοδο της Κατοχής δεν έλειπαν μόνο τα τρόφιμα, αλλά και όλα τα άλλα αγαθά που μέχρι τότε ήταν διαθέσιμα στο εμπόριο. Από καταγραφή με αείμνηστη συνομιλήτρια:
«Η Κατοχή ήταν 4 χρονιές, αλλά κοντά (αργότερα) ήταν κι τ’ αντάρτικο (Εμφύλιος). Κάρνα δεν ήταν! Καμίνια ποιος θα έβανε; Κυνηγημένοι ήταν όλοι! Αναποδογύρ’σε ο κόσμος! Οι άντρες είχαν πάει στον πόλεμο, άλλοι ήταν αντάρτες…
Κι οι χωριάτες πώς θα ήφερναν κάρνα στα Γιάννενα; Λίγα ήφερναν, αλλά κι αυτά σπάνια.
Για να βρεις κάρνα για το μαγκάλι, έπρεπε να ’χ’ς μέσο τον καρβουνιάρη, να ’ναι φίλος σου ή συγγενής. Ήταν λίγα τα κάρνα κι π’λιόνταν αμέσως. Αλλά έπρεπε να ’χ’ς κι λεφτά. Άμα δεν είχες, δε σο’ ’δωνε ο άλλος.
Ήταν κι πολλοί μπακαπότηδες, π’ γέλαγαν (εξαπατούσαν) τον κόσμο. Οι καρβουνιάρ’δες (έμποροι κάρβουνου) έβρεχαν τα κάρνα για να ’ναι βαριά, έπαιρναν διπλάσια λεφτά (λόγω του εικονικού βάρους).
Αλλά αυτά τα κάρνα τα βρεμένα αργούσαν ν’ ανάψουν. Κι πού να βρεις οινόπλυμα; Π’θενά! Και το πετρόλαδο (πετρέλαιο) ήταν απαγορευμένο! Άμα σ’ ηύρισκαν οι Γερμανοί με πετρόλαδο, θα σε τ’φέκαγαν, γιατί ήταν είδος πρώτ’ς ανάγκης για να κινείται ο στρατός τ’ς! Να σ’ έπιαναν οι Γερμανοί να εμπορεύεσαι πετρόλαδο; Θα σ’ τ’φέκαγαν στα 6 μέτρα! Το ίδιο έκαναν κι άμα έμπαινε κάποιος στα οβρέικα τα σπίτια, για να μη γένεται λιμούρα (λεηλασία). Είχαν πιάσει δυο Έλληνες π’ τ’ς είχαν πιάσει να κλέβουν από οβρέικα σπίτια και τ’ς κρέμασαν στ’ν άκρα απ’ τ’ λίμνη! Έβαλαν ένα ξύλο ανάμεσα από δυο λεύκες και τ’ς κρέμασαν. Νέα παιδιά ήταν αυτοίνοι οι Έλληνες….
Οι Γερμανοί δε νοιάζονταν για το βιο των Οβριών, ήθελαν… να πάν’ να βρουν κρυμμένο χ’σάφι που ’χαν τα σπίτια αυτά, να το πάρουν αυτοίνοι!
Έδιναν λίγο πετρόλαδο με το δελτίο, λίγα δράμια κάθε άτομο. Τού ’χαμαν με οικονομία, ν’ ανάβουμε λίγο τ’ λάμπα το βράδυ. Έφερναν του φως μία ώρα κάθε βράδυ εδώ στα Γιάννενα, 8 με 9 θ’μάμαι. Χειροκροτούσαμαν εμείς κι λέγαμαν:
-Ήρθε το φως! Να φάμε!
Και τρώγαμαν τότε.
Ψέναμαν στ’ν τσιμπίδα λίγο ψωμί, μπομπότα (καλαμποκίσιο ψωμί) κι λίγο τυρί αναμμένο (αλλοιωμένο, χαλασμένο). Αυτό μάς μοίραζαν, ό,τι είχαν για πέταμα…
Οι Γερμανοί άμα ηύρισκαν καμιά παλιά αποθήκη με παλιά τρόφιμα, τά ’παιρναν, τα πήγαιναν στ’ Νομαρχία, για να τα μοιράσει η Νομαρχία στον κόσμο, με το δελτίο.
Άμα ήταν κάνας πλούσιος κι είχε λίρες, αγόραζε τα δελτία από κάνα φτωχό κι έπαιρνε διπλάσια τρόφιμα. Κι ο φτωχός πήγαινε κι μάζευε λάχανα. Αλλά πόσο ν’ αντέξουν τ’ν πείνα;
Δε δούλευαν ούτε εργοστάσια, τίποτα! Δεν ηύρισκες ν’ αγοράσεις τίποτα. Ακόμα κι το ρύζι, θ’μάμαι, το πούλαγαν κι ήταν κόκκινο (ανεπεξέργαστο), κι η ζάχαρη μαύρη, κι αυτήνη λίγη με το δελτίο… Δεν υπήρχε τίποτα ν’ αγουράσεις».
Παρόμοια μαρτυρία από την εν ζωή 88χρονη αδερφή της:
«Τον καιρό που ’μασταν εμείς παιδούτσια, λαχταρούσαμαν να ’χουμε ζέστα.
Στα χωριά ο κόσμος είχε καλή φωτιά, αλλά στ’ς μεγάλες πόλεις και εδώ στα Γιάννενα δεν ήταν μπόλικη η ζέστα.
Τζιάκια δεν είχαν όλα τα σπίτια, γιατί ήταν κι ακριβά τα ξύλα. Τ’ αρχοντόσπιτα είχαν τζιάκι, αλλά είχαν και μασίνες και μαγκάλια. Και τα μαγκάλια στα Γιάννενα ήταν βιο (περιουσία), ήταν αξίας πράματα, τά ’παιρναν προίκα.
Περίσσευαν τα καλούδια (αγαθά) στ’ς αρχόντους, αλλά η φτωχολογιά πείναγε, πούντιαζε, αρρώσταινε και δεν είχε γιατρούς… Πέθαιναν για το τίποτα! Ένα κρύωμα νά ’παιρναν, πού θα ηύρισκαν γιατρό; Σάμα (μήπως) είχαν και φάρμακα; Τι να έπαιρνες με το μεροκάματο… Κι οι φαμίλιες ήταν μεγάλες, 5-6 παιδιά είχε ο καθένας…
Εδώ στα Γιάννενα είχαμαν τα κάρνα. Ήταν εμπόροι κι είχαν γιομάτες αποθήκες κάρνα. “Φέρε μ’ στο σπίτι δυο τσιουβάλια κάρνα. Να μ’ φέρ’ς απ’ τα καλά, όχι απ’ τα δεύτερα, π’ καπνίζουν… Να μ’ φέρ’ς πουρνάρι… Στείλ’ τα με το χαμάλη…” έλεγαν οι εχούμενοι. Από πουρνάρι ήταν το καλό το κάρνο.
Τα κάρνα τα κ’βάλαγαν οι χαμάληδες απ’ τ’ς αποθήκες στο σπίτι τ’ καθεμιανού. Και έπαιρναν… τρύπιες δεκάρες για τα χαμαλιάτικα, τ’ αγώι (αμοιβή μεταφοράς). Κάποιοι τα κ’βάλαγαν στ’ς πλάτες, αλλά ήταν κι άλλοι που ’χαν αραμπάδες, νταλίκες… με πολλά άλογα! Άμα ήταν λίγα τα κάρνα, τά ’βαναν σ’ ένα τσιουβάλι και το φορτώνονταν στ’ς πλάτες ο χαμάλης. Άμα ήθελες τρία τσιουβάλια κάρνα, θα έρθονταν ο χαμάλης με το κάρο.
Αυτοίνοι οι χαμάληδες γένονταν παρασήμειωμα (αγνώριστοι) απ’ τ’ χνούμη! Μέχρι τα ματοτσίνορα μαύριζαν απ’ τ’ χνούμη! Σκιαζόμασταν (φοβόμασταν) εμείς τα παιδιά άμα ήγλεπαμαν άνθρωπο π’ δούλευε στο καρνιάρικο!
Οι εμπόροι δεν ανακατεύονταν με τα κάρνα, έκαναν τ’ν αρχοντοδ’λειά, μάζωναν τα λεπτά! Κι οι εργάτες όλη μέρα φκυάριζαν (έβαζαν τα κάρβουνα με το φτυάρι στα τσουβάλια)!
Ο φτωχός ο κόσμος, π’ δεν είχε στον ήλιο μοίρα, στέκονταν απόξω απ’ το καρνιάρικο και καρτέραγε τ’ χνούμη, τ’ σκόνη απ’ τα κάρνα! Να μαζευτεί η χνούμη για να πάρει. Έλεγαν στον καρνιάρη:
-Κυρ-Γάκη (Γιώργο), βήκε ψια (λίγη) χνούμη ή ακόμα; Δω’ μ’ τσιότσιο (δώσ’ μου λίγο)…
-Καρτέρα λίγο ακόμα, μωρ’ Βασίλω… Κατά το βράδυ να ματαέρθ’ς…
-Α, μωρ’, πούντιασαν τα παιδιά…
-Ε, κατσιουλωθείτε με τ’ς γιάμπολες (ολόμαλλες βελέντζες)… Μ’ φαίνεται θα χιονίσει απόψε…
Τι να τ’ς πει κι αυτός…
Οι φτωχοί τι να έκαναν… Κατσιλιώνονταν στ’ς βελέντζες όταν δεν είχαν φωτιά.
Γιατί έπρεπε να πουληθούν πολλά κάρνα, για να μαζωχτεί η χνούμη.
Άμα συμμάζωνε κάνα λεφτό ο πατέρας, πάαινε η καψο-μάνα στον καρνιάρη κι αγόραζε χνούμη μ’ ένα ντροβά, γιατί τότε δεν ήταν τσιάντες για να κ’βαλάς τα πράματα.
Και να χιονίζει και να τρέχουν οι σκεπές και τα παραθύρια έτρεμαν απ’ τον αέρα! Έβαναν τενεκέδες και μουκαβάδες (χαρτόνια). Άμα είχες τενεκέ, ήσουν πλούσιος! Αφού δεν είχαν τίποτ’ άλλο, έκοβαν τ’ς τενεκέδες με το σκεπάρι και… μπάλωναν τ’ς σκεπές! Άμα ήταν φυρό το κεραμίδι, έπρεπε ν’ ανεβείς μοναχός σου να το σιάσεις, γιατί πού να βρεις μάστορα, ιδίως τότε με τ’ν Κατοχή…
Άμα φύσαγε κι αέρας και έβρεχε πολύ, κουνιόνταν τα κεραμίδια και γιόμ’ζε σταλαξιές το σπίτι. Έβανες τεντζερέδες μέσα στο σπίτι, για να μάσεις τ’ς σταλαξιές…
Αν ήσουν στο χωριό, πάαινες στο λόγκο, ηύρισκες τα ξερόκλαδα, τα ζαλικώνοσαν (φορτωνόσουν), τά ’φερνες στο σπίτι και ζεσταίνονταν όλη η φαμιλιά.
Οι χωριάτες είχαν σειρά (προγραμματισμό), έκαναν κουμάντο απ’ το καλοκαίρι».
Και οι μαθητές ξεπάγιαζαν…
Η ίδια πληροφορήτρια αφηγείται με θλίψη:
«Τότε που ’ταν ο πόλεμος, το ’40, δεν υπήρχαν σχολειά. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί είχαν κάνει τα σχολειά στρατώνες, όλα τα δημόσια κτίρια.
Για να μη χάσουν πολλές χρονιές τα παιδιά, πάαιναν όπου ηύρισκαν, ακόμη και στ’ς εκκλησιές. Κάθονταν στα στασίδια, αλλά… πού να δουν το δάσκαλο! Τα κούτσικα τα παιδιά π’ πρωτοπάαιναν στο σχολειό, δε μαυρούξεραν τίποτα, ούτε γράμματα, ούτε από ορμήνειες (συμβουλές), τίποτα…
Όταν έκαναν μάθημα στ’ν εκκλησιά, ήταν και σκοτεινιά εκεί μέσα! Φως π’θενά! Κεριά δε μας άφ’ναν ν’ ανάψουμε για να μη βάλουμε κανιά φωτιά… Αλλά δεν είχαμαν κεριά, γιατί τα κεριά τά ’φκιαναν από μελισσοκέρι. Ποιος θα να ’χε μελίσσια και κερί τότε απ’ τ’ς βομπαρδισμούς. Για φέξη (φωτισμό) είχαμαν λαμπάδες από ξίγκι και ζωκοπούσαν. Το κερί το γνήσιο μοσκοβολάει και κρατάει, ενώ οι λαμπάδες από ξίγκι βρόμαγαν και δεν κράταγαν πολύ. Απελπισία! Ούτε μέρος (τουαλέτα) ήταν… Αν μας πήγαιναν σε κάνα αρχοντικό, εκεί είχε χαλέ (τουαλέτα) όξω…
Η δυστυχία κράτ’σε και μετά τ’ν απελευθέρωση, γιατί ο Εμφύλιος ήταν χειρότερος… Τα χωριά ερήμωσαν…
Αν κρύωαναμαν στο σχολείο; Πούντα! Οι λάστρες ήταν σπασμένες απ’ τον πόλεμο! Φύσαγε ο αέρας και μας σηούκωνε! Και βάναμαν μουκαβάδες στα τζιάμια! Μουκαβάδες από κ’τιά παλιά, χαρτόνια… Και πού να βρεις κ’τιά… Παλιοτενεκέδες έβαναν στα τζιάμια, στ’ σκεπή απ’ το σχολειό.
Κι άμα είχε πολύ κρύο, δεν κάναμαν μάθημα, μας έδιωχναν! Τυλιγμένα εμείς τα παιδιά σε κασκόλια, σε κάτι παλιοπαλτά… Και τα παπούτσια γένονταν μούσκεμα, γιατί έφευγαν οι σόλες απ’κάτω άμα βρέχονταν!
Άλλα χρόνια, παιδί μ’, αυτά π’ σ’ λέω εγώ… Πού να καταλάβετε εσείς…
Αυτό το κρύο το θ’μάμαι μέχρι σήμερα! Άμα έπιανε ο αέρας εδώ στα Γιάννενα, πάγωνε μέχρι κι η λίμνη! Το ’49, π’ πέθανε ο πατέρας μ’, έκανε μεγάλη παγωτή! Πολλοί περπάταγαν στ’ν παγωμένη λίμνη. Παγωμένα και τα χέρια και τα ποδάρια, γιατί είχαμαν κοντά φ’στανάκια. Κότσιανο γένομασταν απ’ το κρύο!
Στα Γιάννενα εμείς δεν είχαμαν τίποτα στο σχολείο για να ζεσταίνομαστε. Μέχρι πο’ ’βγαλα το δημοτικό σχολείο, το ’48-’49, στο σχολειό δεν είχαμαν θέρμανση.
Απ’ το κρύο, Βασίλη μ’, ξεραίνονταν τα χέρια, σα σακάτικα! Π’θενά να πιάκ’ς μολύβι! Τα χέρια ή τα χουχ’λίζαμαν με τ’ν ανάσα να ζεσταθούν, ή τα βάζαμαν στ’ς μασχάλες.
Ούτε ομπρέλα είχαμαν, ούτε αδιάβροχα… Άμα έβρεχε, γενόμασταν μούσκεμα, μέχρι το μεδούλι! Παπιά ντιπ…
Τότε που ’μασταν κούτσικα παιδάκια, το χειμώνα τα χέρια μας ήταν κατακόκκινα σα να ’χαν χιονίστρες! Βλέπαμαν το χιόνι και ζηλεύαμαν, θέλαμαν να φκιάσουμε γρουμπέλες (χιονόμπαλες). Πουντιάζαμαν και… πού τα ζεστάν΄ς τα χέρια; Στο μαγκάλι;
Κατακρυωμένα κι άρρωστα όλα τα παιδιά! Κοκκύτης, ιλαρά, κοκκινίτσα (ανεμοβλογιά), οστρακιά… Ούτε φάρμακα ούτε μπόλια (εμβόλια) ήταν τότε, ούτε για τα παιδιά ούτε και για τ’ς τρανούς».
Η… πυρήνα!
Εκτός από τα ξύλα και το κάρβουνο, μια άλλη υποτυπώδης καύσιμη ύλη ήταν ο πυρήνας, δηλ. τα σπασμένα κουκούτσια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου στο ελαιοτριβείο:
«Ό,τι είχε έκαιγε ο κόσμος! Στα καμποχώρια π’ δεν είχαν ξύλα ο κοσμάκης, πήγαιναν στο λιοτριβειό κι έπαιρναν τ’ν πυρήνα!
Τα κουκούτσια απ’ τ’ς ελιές ήταν σωρός στα λιοτριβειά! Θα άφ’ναν… αυτήνη τ’ν πυρήνα; Όχι! Τ’ν έπαιρναν στα τσιουβάλια και τ’ν ήφερναν για να τ’ν καίνε στα μαγκάλια. Όλα σε τσιουβάλια τα κ’βάλαγαν! Τα λίγα πράματα στον τροβά και τα πολλά στα τσιουβάλια!
Στα καμποχώρια πο’ ’χουν πολλά λιοτόπια, αυτήνη η πυρήνα ήταν το πρώτο πράμα για τα μαγκάλια!
Για ν’ ανάψεις το μαγκάλι, έπρεπε να ’χ’ς δαδί! Έρχονταν οι βλάχοι και τελάλιζαν: “Δαδιιιί! Καλό δαδιιιί!”.
Το δαδί είχαν και για φέξη και για προσάναμμα. Λεχτρικό δεν είχαμαν τότε.
-Νόμ’ (δώσε) μου ένα κομματσιούλι δαδί, μωρ’, να πάω στο αναγκαίο (τουαλέτα).
-Τήρα, μωρ’ μπαντάλω, μη σμποδηθείς (εμποδιστείς, σκοντάψεις) και πέ’εις στο χαλέ (τουαλέτα)!
Το μαγκάλι ήθελε τέχνη… Πρώτα έπρεπε να κάψουν πολύ τα κάρνα, να χωνέψουν, να είναι κόκκινα, να πιάκουν στάχτη, να μη βγάνουν γαλάζια φλόγα, γιατί ήταν το… ανθρακικό οξύ (εννοεί μονοξείδιο του άνθρακα)! Θάνατος!
Το μαγκάλι τ’ άναβαν όξω απ’ το σπίτι, στ’ς αυλές, στ’ς ταράτσες, κι όταν χώνευαν τα κάρνα, το ‘μπαζαν μέσα στο σπίτι…
Για ν’ ανάψουν γρήγορα τα κάρνα, έβαναν κι ένα μπουρί (για να ανάβουν γρηγότερα τα κάρβουνα).
Κι επειδή ήθελε πολύ ώρα για ν’ ανάψει το μαγκάλι, η μάνα μ’ είχε δύο μαγκάλια. Μόλις έπαιρνε να σωθεί (τελειώσει) το ένα, έπαιρνε τ’ άλλο…
Α! Στο μαγκάλι έβαναν και μία πέτσα (φλούδα) από λεμόνι, για να τραβάει το κακό το δηλητήριο (να μην είναι επικίνδυνο λόγω των αναθυμιάσεων).
Ε, στον κάμπο δεν έκανε και πολύ κρύο. Μ’ ένα μαγκάλι π’ρώνονταν ο κοσμάκης. Δεν είναι όπως στα β’νά, π’ θέλ’ς φορτώματα ξύλα. Σε σηκώνει ο αέρας στα β’νά! Κι αν ανεμοσιουρίζει και χιόνι… σε θάβει μέσα στο σπίτι, κλειάει τ’ς πόρτες μέχρι απάνω»!
***
Απίστευτες, ακραίες, τρομακτικές, εξωπραγματικές, αποτρόπαιες… Με πολλούς τρόπους μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει τις παραπάνω αφηγήσεις και τις αντίστοιχες καταστάσεις. Όμως με έναν πόλεμο να μαίνεται με ιδιαίτερη σφοδρότητα εδώ και ένα χρόνο στην Ευρώπη, ο οποίος μάλιστα (σύμφωνα με τις απειλές που εκτοξεύει πλέον ανοιχτά η Ρωσία) μπορεί να εξελιχθεί και σε πυρηνικό, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα ζήσουμε κι εμείς στο μέλλον…
* Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια) και (σε συνεργασία με τον Πέτρο Δημητρακόπουλο) «Περί ευχών – Τι και γιατί ευχόμαστε σε κάθε περίσταση» (εκδ. Άγκυρα).
Email: [email protected]
LinkedIn: Vasilis Malisiovas