27 Δεκεμβρίου 2022 at 18:43

Η ελεγεία του «γιαπρακιού»

από

Η ελεγεία του «γιαπρακιού»

«Στο τζάκι καίνε σιγανά στραβές οι ρίζες τ’ αμπελιού
και με την ίδια τη φωτιά, βράζουνε τα σαρμάδια
από το «Φόρο» εκεί ψηλά, βλέπεις το γέρμα του ηλιού
τ’ Ολύμπου πέρα τις κορφές τα μαγεμένα βράδια.»
Διονυσίου Μανέντη «Κοζάνη»
Του Β. Π. Καραγιάννη
Οταν ήμην πτωχός «διευθυντής του βιβλίου» («πόλη παλιών βιβλίων και πόλη νέων χωρικών»), κατά τον προσφυέστατον χαρακτηρισμό ενός τοπικού, δίποδου όντος, άλλοτε διαιτητού Γ’ και Δ’ ερασιτεχνικών πρωταθλημάτων (λένε πως πλειστάκις εδάρη γιατί πούλησε αγώνες για μια μακαρονάδα!), ένα από τα λίγα βιβλία που αρνήθηκα να εκδώσω (τι εγωιστικός, ενικός αριθμός!) και το κληροδότησα στους εκ πλαγίων τρόπων διαδόχους μου στο χώρο αυτό, ήταν ένα βιβλίο τοπικής μαγειρικής.
– Βιβλία μαγειρικής θα βγάζουμε τώρα, αυτό μας έλειπε…! είπα ένδον.

Ομως οι αμέσως διάδοχοί μου αποδείχτηκαν πλέον εμβριθείς περί των βιβλίων τελικά· το εξέδωσαν δίτομο κι έγινε το μπέστ σέλλερ όλων των εποχών της Κοζάνης, με συνεχείς επανεκδόσεις κ.λπ. Το μετάνιωσα αλλά ήταν αργά κι είχα ήδη αναχωρήσει από τους ιστορικούς βιβλιολειμώνες.

Γιαπράκια με λάχανο από αρμιά «Πιτένης»
Γιαπράκια με λάχανο από αρμιά «Πιτένης»
Αμέσως μετά τα Χριστούγεννα που πέρασαν, περνούσα ένα μεσημέρι από την κεντρική πλατεία που είχαν στημένη μια αχυρώνα, ακόμα είναι εκεί εν όψει αποκρεών για να τονίζει τη διαρκή δημοτική, διανομή πολιτιστικής χορτονομής- (η γαλέρα που ως διασκεδαστική ιλύ είχε προσαράξει εκεί ήδη έχει αποπλεύσει προς τις νότιες θάλασσες γελοιότητας), είδα κόσμο, άκουσα λάβα από άργανα που έπαιζαν και κόσμο ντυμένο όπως οι εγχώριοι, αρχαίοι νεοέλληνες, να χορεύει, να τρώει, να πίνει· και γενικώς πλήθος που τελούσε εν ευωχία. Υπέθεσα πως κάποιος επιχώριος, λαογραφικός σύλλογος μεθεόρταζε την του Χριστού εσπαργανωμένη έλευση και προς την περιτομή του οδεύοντα. Μου φάνηκε, όμως, πως ήταν αυτό και μια ευθεία αντιπαράθεση του γνησίου κοζανιτισμού προς τα λαογραφικά κι εκπαιδευμένα λεφούσια που κατέκλυσαν την πόλη κατά τις γιορτές, αποτελούμενα από ποικιλόμυτες, φερτές ανθρώπινες ύλες, όπως οι πόντιοι των πεδινών του Ασκίου όρους, Μαυραετοί Σκήτης, που δίναν την παράσταση των «Μωμόγερων» ή τα εκ των υπωρειών του Βερμίου ορμώμενα του Τετραλόφου παλικάρια με τα «Κοτσαμάνια» (τι είναι αυτά;). Προσπέρασα ουδέτερος, αλλά την επαύριο διάβασα στον τοπικό τύπο πως από την αντιδημαρχία πολιτισμού για δεύτερη συναπτή χρονιά, εκεί διεξήχθη ομαλά η γιορτή του «γιαπρακιού». Μια ανακοίνωση έμφορτη από βαρύτατες, λόγιες λέξεις που μόνον η αντιδημαρχία ξέρει να χρησιμοποιεί όπως λ.χ. «το γιαπράκι είναι το απόλυτο φετίχ στην κουζίνα των κοζανιτών» ή «το γιαπράκι είναι η αντίσταση στην ομογενοποίηση της εποχής μας». Φράσεις που μ’ έφεραν σε απόλυτη αμηχανία για την άγνοιά μου. Εγώ που διατείνομαι πως τα γνωρίζω όλα και για όλα έχω άποψη, συνήθως σουβλερή, αγνοούσα μια τόσο σημαντική, τοπική, λαογραφική παράμετρο. Οχι ότι δεν ξέρω τα «γιαπράκια» αλλά δεν είχα εξετάσει το πράγμα αναλυτικά· γνώριζα το είδος μόνον ως έδεσμα.
Είπα τη λέξη «έδεσμα» επί τούτου ίνα διολισθήσω ελάχιστα εκτός κεντρικής αναγνωστικής πεδιάς. Σιχαίνομαι να ακούω (φορές μου διαφεύγουν κάνω ό,τι μπορώ να τις καταπιώ όταν ανεβαίνουν ως λεκτικός έμετος στο λαρύγγι), πέντε μ’ έξη λέξεις της καθημερινής νεοελληνικής: έδεσμα, πόνημα, δρώμενα, είμαι γλυκαντζής, είμαι ψαροφάγος, αυτό είναι πεντανόστιμο. Μια λεκτική αλλεργία σχεδόν με φονεύει, όταν κι όπου τις συναντώ. Τις λένε οι πάντες, κανείς δεν κάνει λάθος φυσικά, όμως σε μένα προκαλούν νοηματική αηδίωση (κατά τη λορδίωση)· νομίζω πως με βαραίνουν υλικά σαν μπαγιάτικο, χαλασμένο γιαπράκι, ας πούμε. Βέβαια, όταν ακούω να λένε την περίφραση «του λόγου το αληθές» σχεδόν οι πάντες, απλά υπομειδιώ γιατί δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουν ότι το σωστό είναι «του λόγου του ασφαλές» κι όσο μπορώ τους θυμίζω το τροπάριο των Θεοφανίων: «Εν Ιορδάνη» και «το Πνεύμα εν είδει περιστεράς εβεβαίου …του λόγου το ασφαλές».
Επιστροφή στα γιαπράκια ήγουν τους λαχανοσαρμάδες από λάχανο ποτισμένο στην αρμιά <τουρκ.yaprak («Τα κουζιανιώτκα» λεξικό του Κοζανίτικου ιδιώματος του Χρ. Χριστοδούλου).
Ελεγε, το λοιπόν, η ανακοίνωση πως είναι το γιαπράκι το απόλυτο φετίχ των κοζανιτών! Προσπίπτω στο λεξικό αμέσως: Ν. Δ. Πλατής «Ουαλικό Λεξικό του Σεξ» εκδ. Κέδρος, 2007) Φετίχ, το [<γαλλ. fetiche< λατιν. factitius]. Λατρευόμενο είδωλο, ομοίωμα θεού //αντικείμενο ή ζώο στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες ή μαγικές ή ευεργετικές ιδιότητες// (Μτφ) Αντικείμενο (ερωτικής) λατρείας ή τμήμα του (γυναικείου συνήθως), σώματος στα μη ανήκοντα στις ερωτογενείς ζώνες του), ικανό να προκαλέσει από μόνο του γενετήσια διέγερση (να ξεσηκώσει ερωτικά το φετιχιστή κοντολογίς) κ.λπ.
Η ανακοίνωση βέβαια δεν έλεγε, αλλά σαφώς υπονοούσε και τη φράση που λένε σε παρόμοιες αλλά και από πιο προχωρημένες θέσεις μάλλον οι απελπισμένοι και στερημένοι του κοζανίτικου έρωτος: «Αχ, να σε ξεξουκούλωνα σαν γιαπράκι», συνοδευόμενη και από ένα είδους λυρικής στοναχής που δεν μπορεί να αποτυπωθεί γραπτά.
Έτσι εξηγείται αυτό που διάβασα επίσης στην ανακοίνωση πως τα παλιά ζευγάρια των αγαπημένων (νόμιμα ή παράνομα) της πόλεως εν συναισθηματική εξάρσει κι εξάψει αποκαλούσαν ο εις τον άλλον: «γιαπράκι μου…» ή «γιαπρακούλι μου…». Εθαμβήθην! Τα γιαπράκια κατά την πολιτιστική αντιδημαρχία ήταν πάντα ένα διεγερτικό των κοζανικών ερωτικών. Αυτό βέβαια δεν το αναφέρουν αι κυρίαι μαγείρισσαι συγγραφείς του παραπάνω δίτομου στο λήμμα «γιαπράκια» που διεξέρχονται εν εκτάσει όλη την διαλεκτική παρασκευής των. Απ’ όσα γνωρίζω έχουν μια διαδικαστική και λεπτολόγα διαφορά τα γιαπράκια της ευρύτερης περιοχής του Ν. Κοζάνης. ‘Αλλα του Δήμου Κοζανιτών κι άλλα των γύρωθεν παλιών, χριστιανικών χωριών που γειτνιάζουν με αυτά των Γρεβενών. Τα πρώτα διακρίνονται για το μέγεθός τους είναι κάπως μεγάλα, σαν γατοκέφαλα, και κυριαρχεί εντός τους ο κιμάς· οι νοικοκυρές τα κρατούν για μέρες πολλές και τρώγονται κρύα, κόβονται δε σε φέτες, αν είναι δυνατόν! Δεν δοκίμασα ποτέ, απ’ ό,τι άκουσα λέω, αλλά αν θυμηθώ εκείνα που ρίχναμε ως τοπικό εξαιρετικό φαγητό, (κάτι υβρίδια γιαπρακιού) στους ξένους που φιλοξενούσαμε, κυρίως πεινασμένους για κάθε δωρεάν φαγητό, συγγραφείς της ελλαδικής επικράτειας, στα επώνυμα εστιατόρια της πόλεως, δεν μπορούσα να διεξέλθω μέχρι τέλους ούτε εν εκ της ουδετερόφιλης αγευσίας τους. Κάτι χοντρό ως αίσθηση γεύσης και δημιουργίας. Προσωπικές εντελώς απόψεις μπορεί να σφάλλω σε μια αντικειμενική εξέταση, ίσως και γιατί ένας χωρικός κρυπτο-ρατσισμός ενυπάρχει μέσα μας σε κάθε σύγκριση με της καθ’ αυτής πόλεως την αρχαία παράδοση εννοείται, κι όχι το τώρα της στο οποίο ένα χαρμάνι είμαστε όλοι.
Τα χωρικά γιαπράκια έχουν μια λεπτότητα γεύσης, μια ευαισθησία κι αισθητική παρασκευής και αναδίνουν την αύρα κάθε λεπτεπίληπτου πλάσματος. Μισό κιμάς μισό ρύζι κι ενδιαμέσως λάδι, ξινό, αλάτι, πιπέρι κόκκινο και μαύρο, σάλτσα. Είναι η διαφορά της εν γένει αισθητικής που διακρίνει και τους καταναλωτές τους στην πόλη και στα χωριά. Είναι από διαφορετικούς πολιτισμούς καταφανώς παρότι χοντρικά επί τω αυτώ συνυπάρχουν και συναγελάζονται. Ακόμα και στο καθημερινό λέγειν αυτό που λεν ιδίωμα οι λίαν διαβασμένοι της πόλεως, το οποίο όλοι μιλούν, καταλαβαίνουν αλλά λίγοι το γράφουν κι ακόμα πιο ελάχιστοι μπορούν να το διαβάσουν, οι γνήσιοι κάτοικοι έχουν μια χοντρή προφορά (έγινε πασίγνωστο αυτό στο πανελλήνιο από την ακούσια επίδειξη του άλλοτε προέδρου της ΚΕΔΚΕ), ενώ των χωρικών και των επήλυδων στην πόλη διακρίνονται, ας μην πω για το λεπτοφυές της προφοράς και θεωρηθώ εκ νέου ρατσιστής χωρικός σε βάρος της μητέρας μας μητρο-πόλεως, αλλά έχει μια αισθητική, ακουστική διαφορά προς το πιο εκλεπτυσμένο, ιδίωμα πάντα.
Τα γιαπράκια συνήθως γίνονται με αρμιά, γράφουν αι μαγείρισσα-συγγραφείς που τη βάζουν οι νοικοκυρές του Αγίου Φίλιππα, 14 Νοεμβρίου [«Πηγαίνοντας δε εις την Ιεράπολιν ο θείος Φίλιππος, εσύρθη κατά γης από τους Ελληνας μέσα εις τας πλατείας της πόλεως. Έπειτα τρυπηθείς εις τους αστραγάλους των ποδών εκαρφώθη κατακέφαλος εις ένα ξύλον, και έτζι προσευχηθείς, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού». (Ο «Συναξαριστής», Νικοδήμου του αγιορείτη)]. Δηλαδή 2-3 λάχανα τα βυθίζουν σε βαθύ πήλινο ή πλαστικό σκεύος, αφού προηγουμένως ανοίξουν μια βαθιά τρύπα στο «τζούφο» (το κοτσάνι τους) και το γεμίσουν με αλάτι χοντρό περίπου ένα κρασοπότηρο. Το υγρό στο οποίο κολυμπά η αρμιά ονομάζεται αρμόζμος, λίαν ευεργετικό προς τη χώνευση ποτό, πράγμα που το γνώριζαν όλοι οι Σερβίων και Κοζανης μητροπολίτες (προπολεμικά) αφού το χρησιμοποιούσαν, μετά από τη συνήθη πολυφαγία (προτεταμένες γαστέρες) για να ελαφρώσουν της κοιλιάς τους τα αμαρτήματα («Μην απατάσθε εις αχορτασίαν κοιλίας» Μ. Αντώνιος)
Διηγείται ο μέγας Ναπολέων, μόνιμος σχεδόν πρόεδρος του δυσηχούς συλλόγου Τσιαρτσιαμπά.
«Πήγε σε μια γιορτή τοπική, ο αείμνηστος ανδριάντας του μητροπολίτη ΙΩΑΚΕΙΜ Αποστολίδη, πνευματικού ηγέτη των: Εαμ Ελας Επον, Πάμε κ.λπ. στη Γκόμπλιτσα (Κρόκος την σήμερον) ας πούμε, και του παρατέθηκε πατριαρχική τράπεζα. Στο τέλος ζήτησε κάτι το χωνευτικό. Του προσφέρθηκε πάραυτα αρμόζμος. Ήπιε δύο μψούρις (=βαθύ πήλινο πιάτο) αλλά έβλεπε ότι κανείς δεν τον ακολουθούσε στο πίνειν («Δεύτε πόμα πίωμεν καινόν»). Ρώτησε προς τι αυτή η διακριτικότητα.
-Εμείς δεν πίνουμε σεβασμιότατε δέσποτα γιατί μέσα στην κάδη με τον αρμόζμου έπεσαν ποντίκια, είπε η παπαδιά. Του ‘πεσε από τα χέρια του αγίου ανθρώπου η χωμάτινη μψούρα κι έγινε αρκετά κομμάτια.
– Ωχ στέναξε η παπαδιά, πάει και το κατουροκάνατο του παππού!»
Αμαρτωλοί παλιοχωριάτες…
Η αρμιά μετά του αρμόζμου υπάρχει και διατίθεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους από τα σούπερ μάρκετ.
Γιαπράκια πιο ήπιας όμως οξύτητας ως προς την σπαργάνωσή τους γίνονται και με νωπό λάχανο, τονίζουν αι ωραίαι μαγείρισσα-συγγραφείς (κ. Φανή Φτάκα και κ. Ματίνα Τσικριτζή-Μόμτσιου) στο βιβλίο τους: «Γεύσεις από παλιά Κοζάνη».
Επειδή το γιαπράκι ως είδος και η αποκριά ως θεσμός είναι ο κατεξοχήν πολιτισμός που ζει και έχει να προβάλει ο Δήμος Κοζάνης, ως δικό του προϊόν προς εξαγωγή, φέτος στην αποκριά, όπως ανακοίνωσαν, θα κάνουν ένα ακόμα βήμα πιο μπροστά. Κι αυτό… «επειδή η αποκριά μεταξύ άλλων, έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο να μην είμαστε μετέωροι πολιτισμικά, (κούνια που μας μετεώριζε) να είμαστε ξεχωριστοί και ανυπότακτοι στο κλίμα ομοιομορφίας και υποταγής που απεργάζεται η παγκοσμιοποίηση!» Τόσο πολύ! (Για αυτό λοιπόν κι εγώ αυτά τα χρόνια ένιωθα τόσο ανυπόφορα ανυπότακτος, από την αποκριά ήταν και δεν το κατάλαβα ο χωρικός). Θα δώσουν προτεραιότητα σ’ αυτό το σχεδόν στρογγύλο έως ελλειψοειδές ιδιοσκεύασμα. Κατά πάσα δε πιθανότητα ο κ. Δήμαρχος και η κ. Αντιδήμαρχος πολιτισμού, την Κυριακή της Τυροφάγου θα μεταμφιεστούν για την παρέλαση των αρμάτων διασκεδαστικής μάχης, ως …γιαπράκια! Βέβαια θα δυσκολευτούν κατά τι λόγω του ευθυτενούς της κατασκευής τους, όμως αποκριές είναι δεν χρειάζεται και πιστή εξεικόνιση. Το σημαίνων προσέχει, άλλωστε ο πρώτος έχει και αρχηγό στο ρεύμα της πολιτικής του απελπισίας που κολυμπά, με αρκετές σωματικές στρογγυλάδες γιαπρακιού. Θα αποκαλεί δε ο ένας τον άλλον «Γιαπράκι μου» και «Γιαπρακούλι μου» αλληλοδιαδόχως. Θα χαριεντίζονται, όπως κατά παράδοσιν τα ερωτευμένα κοζανίτικα ζευγάρια, ότι ο μεταξύ τους πολυετής, πολιτικός έρως, δικαιολογεί αυτού του είδους προσεγγίσεις και υπερβάσεις πλέον. Θα περνούν και θα γελούν κι αυτοί μαζί με τους θεατές και «όλοι γελούσανε με μένα, χάνομαν κι εγώ στα γέλια». Αν δείτε λοιπόν δύο περίεργα γιαπράκια παρελαύοντα, παρακαλώ χειροκροτείστε τα, συμπολίτες, με μανία· για μια ύστερη φορά, τώρα στο τέλος του ατέλειωτου, που κάποτε επιτέλους τελειώνει (εκ της πολυκαιρίας, της πολυχρησίας και της πλήξεως που προκαλούν, τους έχουν βαρεθεί -πολιτικά εννοείται- πάντες), δημοτικού έρωτος στα χρόνια της τηλεοπτικής και όχι μόνον κι αλίμονο, χολέρας. Το αξίζουν, είναι η επιβράβευση της πολυετούς τους ουσίας στην πολιτική κουνίστρα, η λαϊκή αποκριάτικη και μόνη αυθεντική δικαίωση, διότι αν περάσεις στα διαπραττώμενα της αποκριάς, πέρασες στην τοπική αθανασία, κι όλοι για μια τέτοια παλεύουμε οι ερίφιδες.
Το θέμα είναι ποιος θα γίνει γιαπράκι με φύλλο λάχανου ή αρμιάς. Είναι ζήτημα της ευρύτερης αισθητικής του καθένα.
Παρ’ όλα αυτά κι εντούτοις ο Δ. Μανέντης καταλήγει και μας καλύπτει όλους παλιούς και νέους κάτοικους της πόλεως αυτής και χώρας παρομοίως, με την υπερβολή της νοσταλγίας του αλλά και την οριστικά απωλεσθείσα αθωότητα της πόλης…
«Πάνω ψηλά, ο Αη Λιας θυμίζει το Λυκαβητό
κάποιες ραχούλες γύρω του θυμίζουν άλλα κάστρα
κι ο Μπούρινος μ’ ένα απαλό τ’ αγέρι φέρνει βουητό
αφού τα αιώνια ελάτια του μοσχοβολήσουν τ’ άστρα.
Και το χειμώνα το βαρύ το χιόνι ως πέφτει το πολύ
ό,τι δικό σου άγαλμα σε μια νυχτιά το φκιάνει·
σαν μια νεράιδα ξωτική σα μια νυφούλα ντροπαλή
παραμυθένια γίνεσαι στα μάτια μας Κοζάνη.”
-Γένοιτο…
(Εμφανιστηκε 522 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.