2 Δεκεμβρίου 2022 at 02:27

Τσοπάνηδες-ορθοπεδικοί και… η αρκούδα φυσικοθεραπεύτρια!

από

Τσοπάνηδες-ορθοπεδικοί και… η αρκούδα φυσικοθεραπεύτρια!

Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*

 

Αν είχατε την ατυχία να σπάσετε το χέρι ή το πόδι σας, ξέρετε πολύ καλά πόση ταλαιπωρία συνεπάγεται αυτό. Γύψος, παυσίπονα, ακινησία, φυσικοθεραπεία… Ενόχληση μεγάλη βέβαια, όμως είναι απολύτως βέβαιο ότι –ειδικά στις απλές περιπτώσεις– θα υπάρξει άριστο αποτέλεσμα.

Αλλά και τα περισσότερα μυοσκελετικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με πρωτοποριακές μεθόδους: εμφυτεύματα σιλικόνης στο γόνατο, ρομποτική χειρουργική, ενδαρθρικές εγχύσεις υαλουρονικού οξέος…

Τα θεωρούμε όλα δεδομένα…

«Εμείς από γεννησιμιού μας είμαστε τζιοπαναραίοι…Άμα έσπαγε κάνα πράμα (ζώο) το ποδάρι, έδεναμαν το ποδάρι. Ο ένας κράταγε το ζωντανό κι ο άλλος τό ’δενε. Όπως είναι ο άνθρωπος… έτσι είναι και το ζώο! Στα σπασίματα…».
«Εμείς από γεννησιμιού μας είμαστε τζιοπαναραίοι…Άμα έσπαγε κάνα πράμα (ζώο) το ποδάρι, έδεναμαν το ποδάρι. Ο ένας κράταγε το ζωντανό κι ο άλλος τό ’δενε. Όπως είναι ο άνθρωπος… έτσι είναι και το ζώο! Στα σπασίματα…».

Οι σαρδέλες… δεν ήταν μόνο για τηγάνισμα!

Στην ακόλουθη αφήγηση, όπου αποτυπώνονται ο πόνος και η ταλαιπωρία ενός μικρού παιδιού με κάταγμα στο χέρι, αξίζει να τονιστoύν ο ανθρωπισμός και η αφιλοχρηματία των πρακτικών γιατρών, σε αντίθεση με πάμπολλους σπουδαγμένους μεγαλογιατρούς…

«Αυτό πο’ ’παθα γίν’κε το Θερτή το ’44, ήμαν 9 χρονών. Είχα πάει να φ’λάξω το μπ’λούκι (κοπάδι) κι έπεσα σ’ έναν όχτο (πλαγιά). Τό ’σπασα το χέρι στον κόμπο στον αναγκώνα (στην άρθρωση του αγκώνα). Βήκαν τα κόμπια…

Στο Πλατανόρεμα, εκεί που ’ταν ο πάππος σου κι η βάβω (γιαγιά) σου, ήταν ένας Μήτσιο Γιαννέλος. Αυτός ήταν απ’ τ’ Νεράιδα Τρικάλων κι είχε νοικιασμένο το μαγαζί τ’ Θανάση Σαλαμούρα. Έμνησκε (έμενε) σε μία καλύβα τουρλωτή (θολωτή), αχυροκάλυβα, ήταν βλάχος (μετακινούμενος κτηνοτρόφος) κι αυτός, το μαγαζί τ’ άν’γε το χειμώνα.

Εμένα μ’ τό ’δεσαν κακήν κακώς τότε π’ τό ’σπασα, αλλά κατάλαβαν οι γονέοι μ’ ότι δεν έπιασε καλά το χέρι μ’, γιατί δε μπόρ’γα να το λυγίσω. Στραβόπιασε.

Πέρασαν 4 μήνες και με πήγαν στον πρακτικό το γιατρό, αυτόν το Μήτσιο Γιαννέλο, σαν ορθοπεδικό ας τον πούμε. Αυτός είχε ένα γιατροσόφι. Τι έκανε αν ήταν κάνας με τέτοιο κουσούρι σαν εμένα, με σπάσιμο…

Πήρε φρέσκες σαρδέλες, μ’σή οκά ας πούμε, και τ’ς έρ’ξε πολύ αλάτι. Τ’ς έδεσε σ’ ένα άσπρο μαντήλι και κοιμήθ’κα εκεί, στο σπίτι τ’ς βάβω σου το βράδυ, γιατί ’ν’ είχα θειάκω, ήταν αδερφή τ’ς μάνα μ’.

Ούλο το βράδυ μ’ έτρωγε η αρμύρα στο χέρι, αλλά επειδή ήταν δεμένο δε μπόρ’γα να το ξύσω. Τού ’χαν λίγο λάσκα για να πααίνουν οι σαρδέλες απάνω-κάτω, για να μη με κάψει στο χέρι η αρμύρα.

Αυτό το κόλπο πο’ ’κανε αυτός ο πρακτικός τού ’χε ιδεί σ’ άλλον γιατρό, αλλά έπρεπε να πας ίσια (κατευθείαν), όχι να περάσουν μήνες όπως έπαθα εγώ.

Το πρωί μαλάκωσε το κρεάσι (ο μυϊκός ιστός), για να πάει αίμα στ’ γούρνα, στ’ θήκη π’ λέμε (σημείο κλείδωσης των οστών).  Αλλά γδάρθ’κε το πετσί μ’ απ’ τ’ αλάτι!

Αυτές τ’ς σαρδέλες τ’ς βαραλατ’σμένες τ’ς έβγαλε αυτός ο κουτσο-γιατρός (πρακτικός) και τό ’τριβε το χέρι μ’ για να το φέρει στον τόπο του (να το επαναφέρει στη θέση του).

“Ό,τι μπόρ’γα έκαμα… Με το κίνημα (κίνηση) μπορεί να έρθει στον τόπο του” είπε αυτός.

Αλλά δεν είδα καμία ωφέλεια (βελτίωση) στο χέρι μ’.

Πέρασαν 8 μήνες και με πήρε ο συχωρεμένος ο πατέρας μ’ και με πήγε στ’ς Χαλκιάδες (χωριό του κάμπου της Άρτας, σήμερα Φιλοθέη).

Α! Ξαστόησα (ξέχασα) να σ’ πω… Ο κανονικός ο γιατρός που ’ταν τότε στ’ν Άρτα, ένας ορθοπεδικός ήταν, δεν ήθελε να κάμει τίποτα στο χέρι μ’, γιατί καταλάβαινε ό,τι ήταν χαμένη αυτήνη η δ’λειά. Είχαμαν πάει εκεί, μ’ είειδε, αλλά δεν μας κράτ’σε…

Γι’ αυτό έφ’γαμαν απ’ αυτόν τον κανονικό το γιατρό και πήγαμαν ίσια (κατευθείαν) στον πραχτικό το γιατρό στ’ς Χαλκιάδες, δε θ’μάμαι πώς τον έλεγαν, Θεός σχωρέσ’ τον…

Θ’μάμαι τότε π’ πήγαμαν ήταν χειμώνας. Αυτός ο πραχτικός φόραγε παντελόνι και… φ’στανέλα από πάνω για καμάρι!

“Μιας πο’ ’φτασαταν εδώ, θα κάτσετε εδώ το βράδυ, να κοιμηθούμε στο σπίτι μας… Και το βράδυ π’ θα χαμ’λώσει ο ήλιος, θα το σιάσουμε το χέρι. Αλλά άργησαταν να έρθετε, πέρασαν 8 μήνες. Αλλά ας είναι και τώρα πο’ ’φτασαταν σ’ εμένα.

Θα το φκιάσω το χέρι τ’ παιδιού… Θα το κουνάει, θα ξουρίζεται, θα λούζεται… Αλλά… θα περάσει πόνο μεγάλο!”, είπε αυτός. Τ’ θ’μάμαι ακόμα αυτήνη τ’ν κουβέντα!

Δε σκιάχ’κα τότε, δεν έσκουξα ντιπ…

Κι όταν πήρε να ν’χτώσει…

“Γ’ναίκα! Βάλε σαπούνι να βράσει!”.

Η γ’ναίκα του χόχλαξε (έβρασε) νερό κι έβαλε μέσα σαπούνι πράσινο να λιώσει.

Έβαλε το σαπούνι η γ’ναίκα του μέσα στ’ν κατσαρόλα κι έβγαλε πολύ αφρό.

Τ’ γ’ναίκα του τ’ν είχε παραχέρι (βοηθό).

Η γ’ναίκα του, αφού έβραζε το νερό, τ’ ανακάτευε με τ’ αδράχτι, για να κόψει η αφρή (να μειωθεί ο αφρός, να κατακάτσει).

Η γ’ναίκα έπιασε με το κεφαλομάντ’λο το χέρι, αυτήνη τράβαγε προς τ’ απάνω (μου δείχνει ότι ο καρπός ήταν κάτω απ’ το σαγόνι) κι ο πραχτικός τό ’σμπρωχνε για να το σπάσει πάλι!

Α! Πριν γένει αυτό, τό ’τριβε συνέχεια με το σαπούνι το βρασμένο, για ν’ απολύσουν τα νεύρα (να χαλαρώσουν οι μύες). Μαλάκωσε το κριάσι (ο ιστός).

Μόλις μαλάκωσε το κριάσι και ξένεψε (δεν το αισθανόταν)… “Τράβα!”, φώναξε στ’ γριά (δηλ. είπε ο πρακτικός γιατρός στη γυναίκα του) για να βάλει το χέρι στο κορμί, να βαστάει κόντρα, για να μην πάει πίσω το κορμί…

“Tήρα λίγο εκεί, Γιαννάκη!”, μού ’πε ο γέροντας. “Φωτιά!”. Αυτό ήταν… το σύνθημα! Μέχρι να τ’ράξω εγώ, μ’ τράβ’σε το χέρι και μ’ τό ’σπασε! (μου δείχνει ότι ο γιατρός έκανε την αντίθετη απ’ την κίνηση της γυναίκας του).

Μόλις κριτσιάν’σε (έτριξε) το χέρι, πάει στον τόπο του (επανήλθε στην κανονική του θέση)!

Εγώ βέλαξα! Ρέκαξα απ’ τον πόνο! Δε μπόρ’γαν τρεις ανθρώποι, αυτοίνοι οι δυο κι ο πατέρας μ’, να με κρατήσουν! Δέκα χρονών παιδί και δε με κράταγαν! Στο ζωντανό (χωρίς αναισθησία) μο’ ’σπασαν το χέρι!

Μετά το σπάσιμο, αυτός ο γέροντας μ’ το ’δεσε το χέρι μ’ ένα γυναικείο μαντήλι, κεφαλομάντ’λο, και το κράτ’σα έτσι ένα μήνα.

Τότε π’ τελείωσε με το χέρι μ’ ο πραχτικός ο γιατρός, έβγαλε ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ να τ’ δώκει ένα κοσάρ’κο (20 δραχμές) ή να τ’ πάει πεσκέσι με τ’ άλογο κάνα κατσίκι, κάνα αρνί, για να βγάλει τ’ν υποχρέωση.

Ο πραχτικός ο γιατρός είπε “Δε θέλω τίποτας! Έχω απ’ ούλα! Θέλω μαναχά να μ’ συχουράτε τον πατέρα, ν’ ανάφετε ένα κερί για τον πατέρα μ’ όποτε πααίνετε στ’ν εκκλησιά… Και να μ’ στείλετε χαμπέρι αν γέρεψε το παιδί, αν γίν’κε καλά το χέρι, αν έκαμα καλή δ’λειά…”.

Το βράδυ κοιμήθ’καμαν εκεί…

Εγώ δεν έκλεισα μάτι… Καραούλι (άυπνος) όλη νύχτα! Τόσο πόνο μ’ έκανε το χέρι…

Το πρωί έβρεχε πολύ! Βροχή… με το καρδάρι!

Μας έβαλε σ’ ένα κάρο ο πραχτικός ο γιατρός και μας πήγε κάμποσο δρόμο, αλλά κοντά ηύραμαν ένα αμάξι και μας πήρε μέχρι ’ν’ Άρτα και κοντά τό ’κοψαμαν με το ποδάρι (πήγαμε περπατώντας) μέχρι το ποτάμι (σε παραποτάμια περιοχή του Αράχθου, όπου ήταν το σπίτι τους).

Σε 40 μέρες ματαπήγαμαν με τον πατέρα μ’ σ’ αυτόν το γέροντα.

“Μια χαρά είναι το παιδί!”, μας είπε».

Το κοινόχρηστο ποδήλατο… προκαλούσε κατάγματα!

Γλυκύτατη συνομιλήτριά μου αφηγείται τη λαχτάρα που έζησε με ένα παιδί της πριν από πολλά χρόνια…

«Το τρίτο το παιδί μ’ δεν είχε ξεσκολίσει, ήταν 11 χρονών.

Τα ’χω σκαλιάρ’κα τα παιδιά, ανά δυο χρόνια τά ’κανα τα παιδιά μ’. Μαναχά το τελευταίο έχει τέσσερα χρόνια απ’ το τέταρτο το παιδί μ’.

Καλοκαίρι ήταν, το 1975. Ε, τα λιανοπαίδια δεν είχαν σταμό απ’ τα παιγνίδια, μέρα-νύχτα κόσευαν (έτρεχαν).

Κάποιο άλλο παιδί εδώ στο χωριό είχε αγοράσει ένα ποδήλατο. Ποδήλατο δεν ήγλεπαν τότε τα παιδιά. Αλλά ήθελαν να παίξουν τα κακότυκα…

Ένα ποδήλατο ήταν, τό ’παιρναν με τ’ν αράδα τα παιδιά τ’ χωριού. Δεν ξεσυνερίζονταν (ανταγωνίζονταν) τότε τα παιδιά. Άμα είχε κάνα παιδάκι ένα παιγνίδι, τό ’δωνε και στ’ άλλα να παίξουν.

Ε, μια μέρα το πήρε αυτό το ποδήλατο το θ’κό μ’ το παιδί, αλλά δεν ήξερε ποδήλατο κι έπεσε μέσα στο χαντάκι! Τρύψαλα το χεράκι του! Τό ’σπασε στον αναγκώνα!

Τι να κάνουμε κι εμείς… Πήγαμαν σ’ έναν πραχτικό (πρακτικός ορθοπεδικός του χωριού), που ’ξερε από σπασίματα. Δεν ήταν γιατρός αυτός! Ένας γεροντάκης ήταν. Αλλά ήξερε… Άμα δεν ήταν μεγάλο το σπάσιμο, τού ’σιαζε αυτός ο πραχτικός. Έβανε σανίδες κι αυγόκολλα κι “έπιανε” το χέρι, το ποδάρι, ό,τι ήταν.

Αυτός μάς είπε “Δεν τ’ αναλαβαίνω εγώ αυτό… Σύρτε το παρέκεια, να το ιδεί γιατρός…”

Κοντά, το πήραμαν το παιδί και το πήγαμαν στ’ Αγρίνιο, αφού δεν ήταν ορθοπεδικός στ’ν Άρτα. Στο ιατρείο τ’ πήγαμαν. Εκεί μας άφ’κε τρεις μέρες κι δεν έκανε τίποτα, γιατί δεν είχαμαν ασφάλεια.

Τό ’σπασε πάλι το χέρι τ’ παιδιού και τού ’φερε στον τόπο (θέση) του, τό ’βαλε στο γύψο. Κοντά ήρθαμαν στο χωριό. Αλλά το χέρι άργησε να το λύσει ο γιατρός (να αφαιρέσει τον γύψο) και κριτσίλωσε, έμασαν τα νεύρα (έπαθε αγκύλωση). Δεν μπόρ’γε να το τεντώσει το χέρι όπως τ’ άλλο.

Ματαπήγαμαν στον πραχτικό κι αυτός μάς είπε να βράζουμε βρώμη και να τ’ βάνουμε σ’ ένα πανί και να τ’ δένουμε στο χέρι, για ν’ απολύσουν τα νεύρα (χαλαρώσουν οι μύες).

Έτσι έκαναμαν. Έβραζαμαν βρώμη δυο φορές τ’ μέρα και τ’ν έβαναμαν ζεστή, να καίει, στο χέρι, για ν’ απολύσει το χέρι.

Το χέρι ήταν κριτσιλωμένο (άκαμπτο) μέχρι τ’ς έξι μήνες, αλλά το παιδί είδε μεγάλη ωφέλεια με τ’ βρώμη και γέρεψε το χέρι του.

Δόξα τω Θεώ και τ’ς Παναγία…».

«Άμα τ’ς πόναγε το κορμί και δεν είχαν σταμό να κάτσουν, π’ρώνονταν στο τζιάκι, πυροστίκι και π’ρώνονταν… όπως π’ρώνουμε την πυρωμάδα (φρυγανισμένο ψωμί). Δεν είχαν κρεβάτια και κάθονταν πυροστίκι, πυροκοπά π’ το λέμε. Κάθονταν όσο… ν’ αρπάξουν φωτιά! Μέχρι να κινήσει το ίδρωτο, να φύβγει ο πόνος»!
«Άμα τ’ς πόναγε το κορμί και δεν είχαν σταμό να κάτσουν, π’ρώνονταν στο τζιάκι, πυροστίκι και π’ρώνονταν… όπως π’ρώνουμε την πυρωμάδα (φρυγανισμένο ψωμί). Δεν είχαν κρεβάτια και κάθονταν πυροστίκι, πυροκοπά π’ το λέμε.
Κάθονταν όσο… ν’ αρπάξουν φωτιά! Μέχρι να κινήσει το ίδρωτο, να φύβγει ο πόνος»!

Ο ειδικός… δεν ήταν γιατρός!

Τη χρήση παλιών πανιών ως υποκατάστατων γύψου, αλλά και άλλα πρακτικά γιατροσόφια, ανακαλεί στη μνήμη της η επόμενη αφηγήτρια:

«Καλούτσικα είμαι, Βασίλη μ’, αλλά με πονούν τα ποδάρια! Με το σκόπι (ξύλινο ραβδί για μπαστούνι) έρθομαι γύρα…

Τα παλιά τα χρόνια, σε κάθε χωριό ήταν ένας ειδικός… αλλά δεν ήταν γιατρός αυτός!

Άμα έσπαε κάνας το χέρι, πάαινε σ’ αυτόν ή τον πάαιναν οι άλλοι άμα είχε τσακ’σμένο ποδάρι.

Τότε δεν ήταν γύψος, αλλά αυτός ο ειδικός ήξερε τι να κάνει. Πρώτα ήφερνε στον τόπο του το χέρι ή το ποδάρι. Και κοντά το τύλιγε γύρα γύρα με πανιά. Έκοβε λωρίδες από πανιά, τό ’φερνε γύρα γύρα, το τύλιγε καλά καλά, τό ’δενε με ένα σκ’νί κι έφευγε ο άνθρωπος.

Αφού πέραγε κάνας μήνας, τό ’λυγε (έλυνε) κοντά, γιατί τότε γέρευε το χέρι ή το ποδάρι.

Το φύλαγε λίγο τον πρώτο τον καιρό (πρόσεχε τις κινήσεις του), αλλά κοντά έκανε τ’ς δ’λειές του: έσκαβε, έχτ’ζε, ό,τι δ’λειά είχε ο καθένας.

Ούτε φάρμακα ήταν για τον πόνο. Κάνα κινίνο ήταν μαναχά.

Το θ’μάμαι το κινίνο, μ’κρό χαπάκι, ροζ, στρόγγυλο σε κάτι σωληναράκια κούτσικα. Και προπαντός όποιος είχε πυρετό, οργιό (ρίγος) μεγάλο, έπαιρνε κινίνο.

Άλλο φάρμακο… ήταν η φωτιά, να πυρώνονται για κρυολόγημα, να μην τ’ς πονάει το κορμί. Έπεφταν πυροκοπά (ξάπλωναν) και πύρωναν το κορμί, για να μην τ’ς πονάει. Ή έφκιαναν κάνα τσιάι, κάνα πόντζι (αφέψημα με βρασμένο ούζο)…».

«Ρετσίνι λέεται αυτό… Αυτό βγαίνει στα ελάτια, άμα τα χαρακώσεις. Κλαίει… ο έλατος και στάζουν τα δάκρυγια κάτω, σταλάζουν. Κι όπου βρει αμπόδιο το ρετσίνι, κοκαλώνει (στερεοποιείται)! Κι άμα κάνει κρύο, κάνει σαν κρουσταλάκια αυτό το ρετσίνι».
«Ρετσίνι λέεται αυτό… Αυτό βγαίνει στα ελάτια, άμα τα χαρακώσεις. Κλαίει… ο έλατος και στάζουν τα δάκρυγια κάτω, σταλάζουν. Κι όπου βρει αμπόδιο το ρετσίνι, κοκαλώνει (στερεοποιείται)! Κι άμα κάνει κρύο, κάνει σαν κρουσταλάκια αυτό το ρετσίνι».

«Μπανταλά πράματα αυτά…»

Άλλη συνομιλήτριά μου αναφέρει τι χρησιμοποιούσαν για την αντιμετώπιση έντονων μυϊκών πόνων, αναγνωρίζοντας όμως ότι πολλά από αυτά ήταν άνευ αποτελέσματος…

«Άμα τ’ς έπιανε σφάχτ’ς τ’ς παλιούς στα σβέρκια, στα λαγκόνια, στην ποδαροκόλληση (βουβωνική περιοχή), γιατρός δεν ήταν να σ’ δώκει βαριά γνώμη (επιστημονική γνωμοδότηση) ή να σ’ δώκει φάρμακα.

Άμα σε έσφαζε πόνος, το πρώτο φάρμακο ήταν το μπλάστρι, κατάπλασμα σαν κουρκούτι, τό ’βαναν απάνω σ’ ένα φακιόλι, στ’ν τσίπα (κεφαλομάντηλο), στ’ν τσαντήλα (ειδικό λεπτό ύφασμα για στράγγισμα τυριού), τέτοια υφάσματα… Και σ’ το κόλλαγαν στο πονεμένο (μέρος). Παράδειγμα, έβραζαν μολόχα, αγριοτριανταφ’λλιά και τα τσόπλιαζαν (πολτοποιούσαν) και τά ’βαναν στο πανί και το άφ’ναν πάνω στα πονίδια.

Είχαν και τ’ν κεραμίδα και τ’ μαυρόπλακα, απ’ αυτές π’ σκεπαίνουμε τα σπίτια. Γιατί οι άλλες οι πλάκες, έλεγαν, άμα ζεματιούνται, σπάζουν και πετάζονται. Μπανταλά (ανόητα) πράματα αυτά…

Ή σε μέτραγαν… Πώς ήταν το μέτρημα; Σ’ έβαναν στ’ν πόρτα, στο θυροστόμι (κατώφλι), ν’ ακουμπάει η πλάτη στο θυροστόμι στ’ μία τ’ μεριά, για να σηκωθεί η πλάτη και σο’ ’λεγαν “σηούκωσ’ το χέρι απάνω, να σε μετρήσω…” (έκανε έλξεις για να τεντώνεται η σπονδυλική στήλη).

Σηούκωνε το ένα το χέρι πρώτα (ανάταση), κολλητά στο περβάζι, και κοντά τ’ άλλο. Ή και τα δυο να σμίγουν απάνω απ’ το κεφάλι. Μέτραγε ώς το 10 ο άρρωστος και κάθονταν τεντωμένος. Τού ’λεγαν “κι άλλη μια φορά… κι άλλη μια φορά”

Δέκα μετράμε για να δούμε λίγο καλό…».

«Οι βικογιατροί είχαν βοτάνια γι’ αρρώστιες. Έφερναν γύρα στο λόγγο, στο δάσος και μάζωναν βοτάνια για όλα τα πάθη (αρρώστιες). Ιλιάτσια έλεγαν τα πραχτικά τα γιατροσόφια, αυτά είχαν για φάρμακο».
«Οι βικογιατροί είχαν βοτάνια γι’ αρρώστιες. Έφερναν γύρα στο λόγγο, στο δάσος και μάζωναν βοτάνια για όλα τα πάθη (αρρώστιες). Ιλιάτσια έλεγαν τα πραχτικά τα γιατροσόφια, αυτά είχαν για φάρμακο».

Τι κοινό έχει το κάταγμα… με την ηλεκτροκόλληση;

Ο πάντα πρόθυμος για συζήτηση μπαρμπα-Γιάννης, κτηνοτρόφος 88 ετών, μας μιλάει για την άλλη ιδιότητά του… αυτή του ορθοπεδικού!

«Καλά είμαστε, μωρ’ Βασίλη μ’, αλλά πέρασε ο καιρός μας (είναι μεγάλη η ηλικία)…

Εμείς από γεννησιμιού μας είμαστε τζιοπαναραίοι…

Άμα έσπαγε κάνα πράμα (ζώο) το ποδάρι, έδεναμαν το ποδάρι. Ο ένας κράταγε το ζωντανό κι ο άλλος τό ’δενε.

Πρώτα το τ’λιούμαν (τυλίγαμε) με μαλλιά άπλυτα απ’ το πρόβατο. Τα γραίναμαν (ξαίναμε, αφρατεύαμε) και τ’λιούμαν (τυλίγαμε) το βαρεμένο το ποδάρι. Τό ’δεναμαν με δυο σανίδες, όσο είναι το πάχος απ’ το ποδάρι είχαν πάχος οι σανίδες. Και το μάκρος ήταν λίγο μεγαλύτερο απ’ το ποδάρι. Δυο-τρία δάχ’λα απάνω και κάτω. Στ’ μέση απ’ τ’ς σανίδες η πληγή.

Και ξέρ’ς με τι φάρμακο γερεύει το σπάσιμο; Τρέχει το μεδούλι απ’ το κόκαλο (εννοεί την απρόσκοπτη κίνηση του μυελού των οστών). Εκεί που ’ναι σπάσιμο δεν τρέχει το μεδούλι. Άμα το δέσουμε, τρέχει πάλι το μεδούλι και γερεύει το ποδάρι… όπως κολλάει η ηλεκτροκόλληση, έτσι γένεται και με το σπάσιμο απ’ τα ποδάρια στα γιδοπρόβατα!

Αυτές τ’ς σανίδες τ’ς άφ’ναμαν στα πράματα κανιά δεκαπανταριά μέρες. Αναλόγως το σπάσιμο κι αναλόγως το χέρι αυτ’νού π’ το φκιάνει.

Άμα γένει τρύψαλα το ποδάρι, πρέπει να βγάλ’ς τα κοκαλάκια τα σπασμένα εκεί στ’ν πληγή και κοντά να το δέσεις. Πρώτα να βγάλ’ς τα κοκαλάκια τα τριμμένα, κοντά να βάλ’ς το μαλλί και κοντά ο ένας θα βαστάει το ποδάρι όπως τού ’ταν πριν κι ο άλλος θα βάλει τ’ς σανίδες απόξω απ’ τα μαλλιά!

Το σπάσιμο που ’ναι απ’ το γόνα κάτω, γένεται γλήγορα. Να ’ναι η κοκαλίτσα γερή. Η κοκαλίτσα είναι κάτω απ’ το γόνα κι απάνω απ’ το κότσι.

Έχουμε το γόνα κι έχουμε και το κότσι. Η άντζα (κνήμη) έχει γερό κόκαλο, γένεται γλήγορα. Άμα σπάει απάνω απ’ το γόνα, στο μπούτι (μηρό), είναι δύσκολο και να δεθεί και να γερέψει. Δύσκολα δένεται και δύσκολα γερεύει. Και για τον άνθρωπο και για το ζωντανό.

Όπως είναι ο άνθρωπος… έτσι είναι και το ζώο! Στα σπασίματα…».

«Καλούτσικα είμαι, Βασίλη μ’, αλλά με πονούν τα ποδάρια! Με το σκόπι (ξύλινο ραβδί για μπαστούνι) έρθομαι γύρα…».
«Καλούτσικα είμαι, Βασίλη μ’, αλλά με πονούν τα ποδάρια! Με το σκόπι (ξύλινο ραβδί για μπαστούνι) έρθομαι γύρα…».

Οι φρίντζες

Σεβάσμιος συνομιλητής μου μιλάει για το πώς κατασκευαζόταν ο υποτυπώδης νάρθηκας για τα κατάγματα:

«Προπολεμικά τι γένονταν; Άμα τσακιόνταν κανιά γίδα, έσπαγε το ποδάρι, έφκιαναμαν δυο λεπτά σαν’δάκια π’ τά ’λεγαμαν φρίντζες (σαν νάρθηκας). “Θα βάλουμε φρίντζες”, έλεγαν.

Έπιαναμαν το σπασμένο το ποδάρι απ’ τ’ γίδα, έβαναμαν αυτά τα δυο σαν’δάκια γύρα απ’ το ποδάρι, τό ’δεναμαν με σπάγκο, τό ’σφιγγαμαν γερά κι έκαναμαν σκαλούλες (εγκοπές) για να μη φεύγει το σκ’νί. Κι άμα νύχιαζε (πατούσε ελαφρώς, στα νύχια) λίγο το ποδάρι, τά ’βγαναμαν τα σαν’δάκια, για να γερέψει το ζωντανό.

Αυτό το ίδιο… έκαναμαν και για τ’ς ανθρώπ’ς! Α! Και σκ’νί δεν είχαμαν άλλο από σπάγγο γερόν! Κοντά βήκαν τα… νάιλα! Άφ’ το τώρα, για το τότε κ’βεντιάζουμε εμείς…

Αλλά μπόρ’γε να μην πιάσει στα ίσια και να περπατάει κ’τσαίνοντα ή το ζωντανό ή ο άνθρωπος…».

Άλλη μαρτυρία από ηλικιωμένη σύζυγο κτηνοτρόφου:

«Άμα έσπαγε κάνα γίδι το ποδάρι, τι γιατροσόφι είχαμαν;

Πελέκαγαν δυο ξύλα φτηνά (λεπτά) και τά ’βαναν στο ποδάρι και τό ’δεναν με σκ’νί για να στεριώνει το σανίδι στο ποδάρι.

Το πράμα (ζώο) με το τσακ’σμένο το ποδάρι τ’ άφ’ναν μέσα στο μαντρί, αφού δε μπόρ’γε να κάμει πέρα (δεν μπορούσε να περπατήσει). Εκεί μέσα το τάιζαν, τό ’βαναν κλαράκι (κομμένα κλαδιά) και νεράκι και κάθονταν. Κι αφού δεν περπάταγε, έθρεφε το ποδάρι και γέρευε.

Ε, κούτσαινε λίγο στ’ν αρχή, το φύλαγε το ποδάρι, αλλά κοντά περπάταγε… και κόσευε!».

«Άμα τ’ς πόναγε η πλάτη, το κορμί ή η μέση, τι έκαναν; Είχαν νια (μια) κεραμίδα, τ’ν ηύρισκαν σε κάνα χαλέπετο (ερείπιο). Όχι κεραμίδι, κεραμίδα! Είχαν φωτιά στο τζιάκι, είχαν τ’ν πυροστιά ψ’λά στ’ λαμπάδα (φλόγα) κι έβαναν εκεί ψ’λά τ’ν κεραμίδα μέχρι να καεί (να πυρακτωθεί). Κοκκίν’ζε απ’ τ’ φωτιά»!
«Άμα τ’ς πόναγε η πλάτη, το κορμί ή η μέση, τι έκαναν; Είχαν νια (μια) κεραμίδα, τ’ν ηύρισκαν σε κάνα χαλέπετο (ερείπιο). Όχι κεραμίδι, κεραμίδα!
Είχαν φωτιά στο τζιάκι, είχαν τ’ν πυροστιά ψ’λά στ’ λαμπάδα (φλόγα) κι έβαναν εκεί ψ’λά τ’ν κεραμίδα μέχρι να καεί (να πυρακτωθεί). Κοκκίν’ζε απ’ τ’ φωτιά»!

Το παρασκάλισμα

Ένα ολέθριο λάθος έκαναν στην αντιμετώπιση του διαστρέμματος, σύμφωνα με τη συνομιλήτριά μου:

«Άμα παρασκάλιζες το ποδάρι στο κότσι (πάθαινες διάστρεμμα στον αστράγαλο), σ’ γύρναγε το ποδάρι να καταλάβ’ς, τό ’βαζες ή στο λιγένι (λεκάνη) με ζεστό νερό, π’ δεν έπρεπε, γιατί μαύριζε το ποδάρι. Κανονικά ήθελε πάγο, αλλά δεν ήξερε ο κοσμάκ’ς… Ακόμα κι οι γιατροί σού ’λεγαν… να βάλ’ς ζεστές κομπρέσες!

Θ’μάμαι κάποτε είχα παρασκαλίσει το ποδάρι και μ’ τό ’βαλαν σε μια λεκάνη ζεστό νερό και πρήστ’κε. Γλύκανε λίγο στ’ν αρχή ο πόνος, αλλά κοντά (μετά) μαύρισε… γίν’κε συκώτι! Κατάμαυρο!

Τότε π’ μεγαλώσαμε, μάθαμε ότι στα πονίδια βάνουν πάγο, όχι ζεστό νερό!

Οι τζιοπαναραίοι ήξεραν από σπασίματα κι από παρασκαλίσματα, γιατί… ήξεραν απ’ τα ζωντανά τ’ς! Πασπάτευαν με το χέρι (ψηλαφούσαν το σημείο για να διαπιστώσουν τι είναι). Καταλάβαιναν αν ήταν σπάσιμο, παρασκάλισμα, τράβημα, τραβιόνταν τα νεύρα…

Άμα ήταν τράβηγμα, τό ’τριβαν με λάδι ζεστό, για να μαλακώσει ο πόνος, άμα είχες χτύπημα στα ψαχνά».

Βικογιατροί – Πτυχιούχοι γιατροί, σημειώσατε 1!

Η ίδια βιομάρτυρας συνεχίζει, αφηγούμενη όσα θυμάται για τους παλιούς πρακτικούς γιατρούς της Ηπείρου, που όμως ήταν πανελληνίως γνωστοί:

«Εδώ και πολλά χρόνια, ο κόσμος εμπιστεύονταν περισσότερο τ’ς εμπειρικούς τ’ς γιατρούς. Έλεγαν “ένας καλός πραχτικός γιατρός στο τάδε χωριό έκανε τον τάδε καλά”! Οι πραχτικοί οι γιατροί άμα γιάτρευαν κανέναν, το μάθαιναν σ’ όλα τα χωριά τριγύρα. Όλοι οι κοντοχωριανοί γνωρίζονταν συναμεταξύ τους.

Τ’ς γιατρούς πο’ ’βγαιναν από πανεπιστήμια δεν τ’ς πολυεμπιστεύονταν, γιατί δεν τ’ς γνώρ’ζαν οι χωριάτες, αφού ήταν στ’ς πολιτείες (μεγάλες πόλεις)! Ο κοσμάκης δεν εμπιστεύονταν το σπουδαγμένο, δεν τον ήξερε, γιατί φοβόνταν τ’ν πολιτεία! Ήταν κουμπωμένος ο κόσμος, δεν ήξερε τίποτα πέρα απ’ το χωριό…

Η μακαρίτ’σσα η κυραμάνα δεν είχε φύγει ποτέ απ’ το χωριό στα Ζαγόρια, κι ας είχε τσιούπρα (κόρη) παντρεμένη στα Γιάννενα!

Και τώρα ο κόσμος πααίνουν… για να πιουν καφέ στο τάδε το χωριό!

Πορτοκάλι ήθελες να πάρ’ς τότε κι έλεγες “Γιατί ν’ αγοράσω πορτοκάλια… Παραδοδ’λειές! Έχω κυδώνια στον κήπο μ’, καλά είναι κι αυτά!”. Άμα τρύπαγε το τσιουράπι, θα το μπάλωνες… Π’ πετάμε τώρα χίλια ζευγάρια κάλτσες στα σκούπρα (σκουπίδια)… Ποια μαντάρει κάλτσες τώρα…

Ούι, μωρέ Βασίλη μ’, πήρα άλλο τορό (ίχνος) στ’ν κ’βέντα (ξέφυγα απ’ το θέμα της συζήτησης)…

Εσύ με ρωτάς για τ’ς γιατρούς τ’ς πραχτικούς που ’ταν στα χωριά…

Οι βικογιατροί είχαν βοτάνια γι’ αρρώστιες. Έφερναν γύρα στο λόγγο, στο δάσος και μάζωναν βοτάνια για όλα τα πάθη (αρρώστιες). Ιλιάτσια έλεγαν τα πραχτικά τα γιατροσόφια, αυτά είχαν για φάρμακο.

Βικογιατροί και κομπογιαννίτες, από ’δώ απ’ τα μέρη μας ξεκίν’σαν.

Αλλά οι κομπογιαννίτες ήταν… λίγο πιο τσαρλατάνοι! Έδεναν σ’ ένα μεγάλο μαντήλι, σ’ ένα φτα, τα γιατρικά, έκαναν ένα κόμπο τα γιατροσόφια και ξεκίναγαν απ’ τα Γιάννενα να πάν’ σ’ όλη τ’ν Ελλάδα για να καζαντίσουν!

Γι’ αυτό τ’ς έβγαλαν κομπογιαννίτες, επειδή έδεναν τα πράματα σ’ ένα κόμπο και ξεκίναγαν απ’ τα Γιάννενα!

Κόμπος στο μαντήλι και Γιάννενα… βήκαν οι κομπογιαννίτες!

Πολλές φορές έκαναν θαύματα, αλλά πολλές φορές έκαναν και χ’νέρια! Χάλαγαν (θανάτωναν) κόσμο…

Οι βικογιατροί ήταν για τα… βρασίτσια (αφεψήματα). “Φκιάσε, μωρ’ γ’ναίκα, ένα βρασίτσιο να μο’ ’ρθει καλά, γιατί κάπως μο’ ’ρθεται αχαμνά σήμερα…”

Αλλά για τα σπασίματα και τα παρασκαλίσματα ήξεραν οι τσιομπαναραίοι!

Σε ξάπλωναν, έβαναν το σπάσιμο σε δυο ξύλα για να μην κουνηθεί και στραβώσει. Τ’ άφ’ναν έτσι, για να “δέσει” (να πιάσει). Ήξεραν οι τζιομπαναραίοι από σπασίματα, γιατί είχαν τόσα γίδια και πρόβατα! Σ’ λέει, τι άνθρωπος, τι ζωντανό! Το ίδιο “δένει” το ποδάρι…».

«Ο κόσμος τότε ήταν δουλεμένος, δεν όρ’ζε (ένιωθε) χέρια, ποδάρια απ’ τ’ν αποσταμάρα (υπερκόπωση)».
«Ο κόσμος τότε ήταν δουλεμένος, δεν όρ’ζε (ένιωθε) χέρια, ποδάρια απ’ τ’ν αποσταμάρα (υπερκόπωση)».

Τα βισγάντια

Ένα περίεργο γιατροσόφι, ευρέως διαδεδομένο την παλιά εποχή, ήταν κάποια έντομα. Τα θυμάται πολύ καλά η μητέρα μου…

«Τον Αύγουστο μήνα π’ βγαίνουν οι γαλατσίδες (άγρια φυτά) στα χωράφια, βγαίνουν και τα βισγάντια, αυτά είναι μπουρμπουτσελάκια (μικρά έντομα), έχουν παρδαλές φτερούδες (πολύχρωμα φτερά). Να σ’ πω τ’ν αλήθεια, δε ματάειδα τώρα… Μπορεί όπως ξεπατώθ’καν (εξοντώθηκαν, αφανίστηκαν) πολλά απ’ τ’ γης, να ξεπατώθ’καν κι αυτά τα βισγάντια. Καλά, οι γαλατσίδες φ’τρώνουν και τώρα…

Αυτά τα μπουρμπουτσέλια τά ’ταν ψ’λά στ’ς γαλατσίδες. Τα μάζωναμαν σ’ ένα μπουκαλάκι για να τά ’ναι ζωντανά. Έρθομασταν στο σπίτι και τα μάτσιαζαμαν (πολτοποιούσαμε) αυτά τα βισγάντια, να γένουν ντιπ σαν αλοιφή.

Όπου είχαμαν τον πόνο, επί το πλείστον στ’ μέση, στον ουρίτσικα (κόκκυγα), έβαναμαν απ’ αυτά τα ματσιασμένα τα βισγάντια. Έτσι άλειφαμαν εκεί στο πονεμένο. Κι ίσια πέταγε δρωτσίλα (αμέσως εμφανιζόταν φουσκάλα). Ήταν δοκιμασμένο αυτό για το βισγάντι, άμα σε πόναγε η μέση.

Τ’ν άλλη μέρα άν’γε πληγή εκεί στ’ μέση κι έτρεχε δρώπ’κα (πύον), έδραζε νερό. Κι αυτό το νερό… ήταν απ’ τα κόκαλα κι έρθονταν και γέρευε η μέση. Έτρεχε, έτρεχε η πληγή… κι όποτε έκλειγε (έκλεινε), να σταματήσει να βγάνει νερό! Σταμάταγε μαναχή τ’ς η πληγή, δεν έπρεπε να τ’ν κλείσουμε.

Τότε αυτά ήταν τα γιατρικά, αφού δεν είχαμαν φάρμακα. Τώρα, και να βρεις βισγάντια, δεν κοτάει κανένας άνθρωπος να βάλει τέτοιο πράμα. Μολεύ’καν (μολύνθηκαν) όλα τώρα, και τα χορτάρια και τα μπουρμπουτσέλια, όλη η πλάση. Γιατί μπορεί να βάλ’ς βισγάντι, ν’ ανοίξει πληγή και να μην κλειει κοντά (να μην κλείνει ύστερα). Και θα μαλώνουν οι γιατροί, και με το δίκιο τ’ς, άμα βάλ’ς τέτοιο παλιακό γιατροσόφι…».

«Καμένη κεραμίδα για να μαλακώνει ο πόνος…»

Η μητέρα μου συνεχίζει μιλώντας για ένα υποτυπώδες μέσο αντιμετώπισης των νευρομυϊκών πόνων:

«Ο κόσμος τότε ήταν δουλεμένος (εξαντλημένος λόγω υπερκόπωσης). Γιατροί δεν ήταν. Πάλευαν μαναχοί τ’ς ο κόσμος για να γερέψουν. Ό,τι κι αν είχαν, το πάλευαν μαναχοί τ’ς, άλλο βόηθειο από π’θενά.

Βασαν’σμένοι ανθρώποι… Στα χωράφια από λιανοπαίδια μέχρι τα βαθιά γεράματα. Δεν όριζαν (ένιωθαν) χέρια, ποδάρια, σβέρκο, μέση… Τ’ς πόναγαν πολύ. Αποσταμένοι γύρναγαν κάθε μέρα απ’ τα χωράφια. Το κατσιό δεν τού ’ξεραμαν, καληώρα σου… Αποσταμάρα (μεγάλη κούραση) από νιάτα σε γεράματα… Κανιά Κυριακή και κανιά βαριά γιορτή αν ξαπόσταιναν λίγο…

Άμα τ’ς πόναγε η πλάτη, το κορμί ή η μέση τι έκαναν; Είχαν νια (μια) κεραμίδα, τ’ν ηύρισκαν σε κάνα χαλέπετο (ερείπιο). Όχι κεραμίδι, κεραμίδα!

Είχαν φωτιά στο τζιάκι, είχαν τ’ν πυροστιά ψ’λά στ’ λαμπάδα (φλόγα) κι έβαναν εκεί ψ’λά τ’ν κεραμίδα μέχρι να καεί (να πυρακτωθεί). Κοκκίν’ζε απ’ τ’ φωτιά!

’Ν’ άφ’ναν καταή (την άφηναν κάτω), μέσα στ’ γωνιά κι έρ’χναν νερό με μία λίτρα ή με το χέρι, πώς πισπιλάμε (ραντίζουμε) τ’ν πίτα, π’ τ’ βρέχουμε να μην αρπάξουν τα πέτ’ρα (πέτουρα: φύλλα)!

Κι έκανε… ζιουου! Χόχλαζε η κεραμίδα! Πέταγε αχνό απ’ το νερό π’ τ’ς έρχ’ναμαν, αφού ήταν καμένη.

Αφού τσιουτσιούριζε, τ’ν τ’λούπωναμαν (σκεπάζαμε) με κάνα παλιοσκούτι (παλιόρουχο). Τ’ν τύλιγαμαν και τ’ν έβαναμαν στον πόνο, εκεί π’ μας πόναε, στ’ μέση, στα σβέρκια (ο σβέρκος – τα σβέρκια), στο κορμί…

Ζέσταινε πολύ εκεί στο πονεμένο (σημείο), αναπράωνε (μαλάκωνε) ο πόνος και κουτσογέρευε ο άνθρωπος.

Αλλά δεν ήξεραν ο κόσμος πολλά πολλά από γιατρούς (από ιατρική). Παράδειγμα, μπορεί να είχε σκωληκοδείτιτα και νά ’βαναν κεραμίδα να περάσει ο πόνος! Και τ’ πέραε… μία και καλή ο πόνος! Έσπαε η σκωληκοδείτιτα και… πάαινε καλιά του ο άνθρωπος!».

Ο επόμενος χρονομάρτυρας μας μιλάει τόσο για την καμένη κεραμίδα όσο και για τα υποκατάστατά της στην αντιμετώπιση μυϊκών πόνων: «Η κεραμίδα ίσια π’ νάρκωνε τον πόνο. Κάποτε ένας είχε… σκ’ληκοειδίτη (επειδή οι γιατροί ως διάγνωση έλεγαν ή και έγραφαν “σκωληκοειδίτις”, οι ολιγογράμματοι θεωρούσαν ότι επρόκειτο για λέξη αρσενικού γένους!) και τό ’βαλαν κεραμίδα! Κόντεψε να πεθάνει! “Ίσια π’ τον προπάτε!” (μόλις που τον προλαβαίνετε), τ’ς είπε ένας π’ κάτι ήξερε από αρρώστιες! Τον έβαλαν τον άρρωστο σ’ ένα αμάξι και τον πήγαν στο νοσοκομείο και γλίτωσε…

Ήταν και κάποιοι π’ αντίς για κεραμίδα έβαναν ψωμί ή κ’λούρα (καλαμποκόψωμο) απ’ τ’ γάστρα! Ζεμάταγε! Το τύλιγαν σ’ ένα πανί και τό ’βαναν απόξω απ’ τα ρούχα, όθε (όπου) πόναγε ο άνθρωπος: πλάτη, σβέρκο, ποδάρι…

Τ’ς βδέλλες τ’ς έβαναν για τ’ αθριτικά στα γόνατα.

Τα καρόφ’λλα (φύλλα καρυδιάς) τα στούμπαγαν (πολτοποιούσαν) και τά ’βαναν στο ποδάρι, σα να το καυτήριαζαν!».

Ρετσίνι στην εφημερίδα

Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι που η μητέρα μου, όταν την πονούσε η μέση, ανέφερε συχνά τη φράση «Θα βάλω ρετσίνι». Αυτοδικαίως έχει τον λόγο:

«Ήταν κι ένα άλλο γιατροσόφι άμα… σ’ έσφαζε η μέση!

Τι έκαναμαν άμα είχαμαν μεγάλο σφάχτη; Έκοβαμαν ένα κομμάτι φημερίδα, και πού να ηύρισκες τότε φημερίδα στα χωριά, κι ένα πανάκι. Το πανί απ’κάτω, τ’ φημερίδα αχπάνω.

Είχαμαν και ρετσίνι. Αυτό τό ’βγαναν οι βλάχοι απ’ τα ελάτια, μας ήφερναν απ’ τα β’νά. Άμα έκοβε μία (έδινε ένα χτύπημα) με τ’ν τσεκούρα στον έλατο, έδραζε (έβγαζε) ρετσίνι. Έβαναν ένα βαζάκι εκεί για να σταλάζει το ρετσίνι και μας τού ’φερναν έτσι, δε μας έπαιρναν λεπτά. Είναι σαν το θυμιάμα (σαν τους κόκκους λιβανιού) το ρετσίνι.

Κοντά (ύστερα) έκαιγαμαν τ’ μάσια (μασιά, πυράγρα) ψ’λά στ’ φωτιά, τ’ν έβαναμαν ψ’λά στο ρετσίνι και τσιουτσιούρ’ζε αυτό κι έλιωνε. Τα σκουπ’ράκια (σκουπιδάκια) έμνησκαν στ’ φημερίδα κι απ’κάτω πέραγε ντιπ καθαρό, δάκρυ, το ρετσίνι. Δεν είχε τσάχαλα (σκουπιδάκια) τίποτα, ούτε φλούδες απ’ τον έλατο.

Κι αφού έλιωνε το ρετσίνι, τ’ άπλωναμαν ψ’λά στ’ φημερίδα και πότ’ζε απ’κάτω στο πανί. Έβγαζαμαν τ’ φημερίδα κι άπλωναμαν το πανί μας στ’ μέση μας και γέρευε η μέση. Κι αυτό ήταν!».

«Κλαίει ο έλατος και στάζουν τα δάκρυγια…»

Τον λόγο έχει ορεσίβια Ηπειρώτισσα, που όχι μόνο είναι μέχρι και σήμερα ρητινοσυλλέκτρια, αλλά και ξέρει πώς να χρησιμοποιεί το… πολύτιμο δάκρυ του έλατου:

«Ρετσίνι λέεται αυτό… Αυτό βγαίνει στα ελάτια, άμα τα χαρακώσεις. Κλαίει… ο έλατος και στάζουν τα δάκρυγια κάτω, σταλάζουν. Κι όπου βρει αμπόδιο το ρετσίνι, κοκαλώνει (στερεοποιείται)! Κι άμα κάνει κρύο, κάνει σαν κρουσταλάκια αυτό το ρετσίνι.

Ωρέ Βασίλη, να σ’ πω ένα θάμα! Πάν’ πολλά χρόνια, ήμαν νέα… Εδώια στ’ γωνιά (τζάκι), έπεσε ένας άνθρωπος καταή. Αυτός είχε αθρίτιτα! Διάβαινε απ’ το χωριό… “Σύρτε, μάστε (πηγαίνετε, μαζέψτε) ρετσίνι”, είπε.

Αυτός μαζώχ’κε γρούδα (μαζεύτηκε σαν γροθιά, διπλώθηκε), εμ τι… Και δε μπόρ’γαν τα νεύρα ν’ απολύσουν! Τό ’δεσαν τα χέρια και τα ποδάρια, γιατί κλίτσωσαν (στράβωσαν, παρέλυσαν) τα χέρια! Τον έδεσαν με ριγανέλα (σκοινί)!

Λιώνουν το ρετσίνι και τ’ το κόλλησαν σ’ ούλο το κορμί μπιτ, στα ποδάρια, στα χέρια… Αυτόν τον είχαν δεμένο χειροπόδαρα για κανιά κοσαριά μέρες! Και τον σήκωσαν τον άνθρωπο… κι έκανε πέρα σα λιανοπαίδι! Κόσευε (έτρεχε σαν πιτσιρίκι)!

Το ρετσίνι κάνει θάματα… Κι εμένα π’ σ’ μολογάω, το ρετσίνι με κράτ’σε, γιατί δούλευα πολύ. Αποσταμένη (κουρασμένη) μια ζωή. Και τώρα ρετσίνι βάνω. Και δε βρίσκουμε κιόλα ρετσίνι…

Πρέπει να σκίσουμε ελάτια για να βγάλουμε ρετσίνι. Να βαρέσουμε τον έλατο με το τσεκούρι. Τ’ν άνοιξη κλαίν’ τα κλαριά, έχουν ζ’μί. Κι αν τον βαρέσεις με τ’ν τσεκούρα τον έλατο, θα κλάψει ο έλατος!

Παίρουμε μία κονσερβούλα (μεταλλικό κουτί κονσέρβας), βάνουμε δυο βελονούλες και, τσικ, το κολλάμε στον έλατο (το μπήγουν στον κορμό με δύο μικρές βελόνες). Και σε κανιά κοσαριά μέρες, σε κάνα μήνα, όποτε πάμε, δε μας χαλάει η δ’λειά, παίρουμε το βαζάκι γιομάτο.

Κι δεν κλαίν’ ούλα τα ελάτια. Τα γέρ’κα τα ελάτια δεν κλαίν’… Πρέπει να είναι νεόφυτο για να βγάλει ρετσίνι».

Νευροκαβαλίκεμα ή λυκόπιασμα

Μυϊκό πόνο ή, λαϊκότερα, «πιάσιμο στο σβέρκο» το λένε οι περισσότεροι. Στην Ήπειρο χρησιμοποιείται κυρίως η λέξη «λυκόπιασμα», πίσω από την οποία κρύβονται ενδιαφέρουσες ιστορίες:

«Άμα ήταν κάνας π’ περπάταγε βερέμ’κα (στραβά), έλεγαμαν “Τι πααίνει έτσι αυτός σαν και να ’ναι λυκοπιασμένος;”. Σα να τον είχε αρπάξει ο λύκος! Γι’ αυτό έλεγαν τ’ λέξη αυτήνη…

Ήταν γιατροί τότε και φάρμακα; Μπα… Άμα είχε ο άλλος ένα σφάχτη, κάθονταν και το π’νε με το ζ’μί του (το υπέμενε αδιαμαρτύρητα).

Αλλά κι ο λύκος πααίνει μονόπατα, δε στρίβει το κεφάλι, όχι…».

Μια άλλη μαρτυρία σχετικά με το ίδιο θέμα:

«Το νευροκαβαλίκεμα, ξέρ’ς, το λέμε και πιάσιμο, δράγκωμα, λυκόπιασμα…

Γιατί το λέμε λυκόπιασμα;

Γιατί ο λύκος δε μπορεί να γυρίσει το λαιμό του, είναι μονοκόμματος! “Τι περπατάς έτσι σαν το λύκο, μονοκόμματος;”, λέμε άμα είναι κανένας π’ δε γυρνάει το κεφάλι του.

Ο λύκος, άμα τ’ πιά’εις τ’ν ουρά, δε μπορεί να σε φάει! Άμα τ’ κρατάς καλά τ’ν ουρά, δε σε τρώει! Θα μ’ πεις, ποιος κοτάει να πιάσει το λύκο απ’ τ’ν ουρά…

Για να καταλάβ’ς, έλα να σ’ πω ένα μολόημα, π’ λέν’ στα χωριά…

Κάποτε, ήταν δυο παιδούτσια απ’ το χωριό κι ήθελαν να πάν’ στο λόγκο, να ξετρυπώσουν τίποτε μ’κρά απ’ τ’ς φωλιές, για να παίξουν… Κάνα αλεπόπ’λο, κάνα λυκόπ’λο, κανιά ν’φίτσα… Γιατί οι μάνες (θηλυκά ζώα) έφευγαν τ’ μέρα, για να φέρουν φαΐ για τα μ’κρά τ’ς…

Πήγαν στο λόγκο τα νιούτσικα (παιδάκια)… Είχαν σημαδέψει από μέρες μία φωλιά π’ άκ’γαν κλάματα από μ’κρά (ζώα). Συνεννοήθ’καν ένας να μπει μέσα στ’ φωλιά κι ένας να φ’λάει μπροστά στ’ν τρύπα, μην έρθει η μάνα και τ’ς λαχταρήσει! Να φωνάξει εκειός που ’ταν απόξω, για να βγει εκειός που ’ταν μέσα…

Εκεί πο’ ’ψαχνε το παιδί να βρει τα κούτσικα (μικρά ζώα μέσα στη φωλιά), δε μπόρ’γε να τα πιάκει, κρύβονταν αυτά…

Ο άλλος τού’λεγε “Άϊντε ωρέ, έβγα όξω, μην έρθει η μάνα!” (αυτός που ήταν μέσα).

-Σε λίγο θα τα πιάκω… Το ένα έπιακα απ’ τ’ν ουρά, θα βρω κι τ’ άλλο!

Δεν ακούγονταν ο άλλος απόξω, αλλά έπεφταν μέσα στ’ φωλιά πέτρες και χώματα…

-Άει, ωρέ μπανταλέ, τι ρίχν’ς χώματα;

-Α, καλά… Θα σ’ πω εγώ τι ρίχνω… Κάτσε να κοπεί… η ουρά απ’ το λύκο και θα σ’ πω εγώ τι είναι οι πέτρες και τα χώματα!

Κατάλαβε τ’ άλλο το παιδί που ’ταν μέσα ότι αυτός που ’ταν απόξω… έπιακε τ’ν ουρά απ’ τ’ λύκαινα!

Άφ’κε τα μ’κρά κι έφ’γε, κι η λύκαινα… μπήκε ίσια στ’ φωλιά, να ιδεί τα παιδιά τ’ς αν είναι καλά, γιατί για τα παιδιά τ’ς νοιάζονταν πιο πολύ.

Άμα βήκε το παιδί όξω, άφ’κε κι ο άλλος τ’ν ουρά κι έβαλαν κι οι δυο μια τρεχάλα κι η λύκαινα μπήκε μέσα στ’ φωλιά, δεν τα πείραξε τα παιδούτσια, γιατί τ’ν ένοιαζαν τα λυκόπ’λα μέσα στ’ φωλιά…

Αυτό το μολόημα μάς το ’λεγε ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’, όλο με παραβολές (παραδείγματα) μίλαγε.

Άμα γκρινιάζαμαν εμείς ή άμα θέλαμαν να μας αγοράσει πολλά πράματα, μας έλεγε ο πατέρας μ’, “Κάτσε να κοπεί η ουρά απ’ το λύκο…. Άμα κοπεί η ουρά απ’ το λύκο, άσ’ τα! Θα πάθετε χειρότερα κακά”! Ήθελε να πει να μη ζητάμε παράλογα πράματα, γιατί υπάρχουν πολύ χειρότερα. Γιατί άμα πέθαινε ο πατέρας, τι θα κάναμαν εμείς; Από ποιον θα ζητούσαμαν να μας αγοράσει καλούδια;

Εγώ π’ θ’μάμαι τ’ν Κατοχή… έβραζα με το ζ’μί μ’! Τι να χαλέψω; Βγαίναμαν όξω και τρώγαμαν ό,τι βρίσκαμαν! Μέχρι και τ’ς κληματσίδες π’ βγάνει το κλήμα για να προχωρήσει, που ’ναι σα σκ’νιά αυτές οι κληματσίδες…».

Ανεμιστές κούπες… για να απολάν’ τα νεύρα!

Οι βεντούζες, πρακτικό γιατροσόφι, δεν ήταν μόνο για την αντιμετώπιση του κρυολογήματος, αλλά και για να καταπραϋνθούν οι μυϊκοί πόνοι στο κορμί… Η μητέρα μου είχε ιδιαίτερο ταλέντο και πήγαινε αφιλοκερδώς (όπως όλοι βέβαια) σε όποιον την καλούσε για… να του ρίξει κούπες!

«Τ’ς κούπες (βεντούζες) είχαμαν τα παλιά τα χρόνια για γιατροσόφια. Άμα κάνας είχε πούντα, τό ’ρ’χναμαν ανεμ’στές κούπες, αλλά τό ’κοβαμαν κιόλα (δηλ. εκτός από τις κλασικές βεντούζες, έκαναν και αφαίμαξη), μ’ ένα ξουράφι μ’κρό, π’ το βούταγαμαν στο οινόπλυμα, να μην είναι μολεμένο. Έκοβαμαν σε 2-4 μεριές με το ξουράφι κι έβαναμαν το ποτήρι στ’ φλόγα και κούπωναμαν εκεί που ’χαμαν κόψει και… πάαινε ώς τ’ μέση το ποτήρι αίμα!

Αλλά τα ποτήρια (βεντούζες) τά ’χαμαν και γι’ αυτ’νούς π’ τ’ς πόναε το κορμί. Ήταν κακοπορεμένος ο κόσμος τότε, ολ’νούς τ’ς πόναγε το κορμί γιατί δούλευαν χρον’κής.

Ανεμ’στές κούπες έρχ’ναμαν σ’ αυτ’νούς π’ τ’ς πόναγε το κορμί για ν’ απολάν’ τα νεύρα. Δυο φωτιές έρ’χναμαν!

Έπαιρναμαν ένα π’ρούνι, τύλιγαμαν βαμπάκι, έβαναμαν οινόπλυμα σ’ ένα φριτζιάνι κι εκεί μέσα βούταγαμαν το π’ρούνι κι άναφαμαν μ’ ένα σπίρτο φωτιά κι έρ’χναμαν κούπες. Άναφαμαν μία φλόγα με το οινόπλυμα κι όταν λιγόστευε η λαμπάδα (φλόγα), ζήβαγαμαν τ’ φωτιά, ματάβαναμαν οινόπλυμα και ματάναφαμαν φωτιά.

Ε, να μην κάψουν οι κούπες, γιατί δεν τ’ς άντεχε ούτε στο κορμί του ο άρρωστος, ούτε κι εμείς πο’ ’ρχ’ναμαν.

Αφού έρ’χναμαν τ’ς κούπες, τον έτριβαμαν με οινόπλυμα, τσιολιάζονταν (σκεπαζόταν) καλά και κάθονταν. Και γέρευε, δεν είχε πόνους στο κορμί. Α, σε κάνα μήνα θα ήθελε πάλι κούπες…

Δεν πήρα ποτέ φράγκο, ούτε μία δραχμή, για τ’ς κούπες πο’ ’ρ’χνα στον κόσμο, ούτε για τ’ς ενέσεις πο’ ’κανα. Αφού ήξερα, βόηθαγα… Έτσι έκαναν όλοι τότε, κανένας δεν έπαιρνε λεπτά. Τώρα δεν καλοβοηθάει ο κόσμος. Τώρα πρέπει να ’χ’ς το χέρι στ’ν τσέπη. Χωρίς πληρωμή δε σε βοηθάει κάνας…».

Αγριάμπελη η καυστική

Στη συνέχεια το πρωτόγονο ιατρικό οπλοστάσιο θα μας επιδείξει τη χρήση ενός φυτού για την αντιμετώπιση οξύτατης οσφυαλγίας. Μια καλοσυνάτη Ηπειρώτισσα θα μας πει το πώς…

«Η αγριάμπελη δε βγαίνει ολούθε. Εδώια στο προσήλιο βγαίνει. Όθε σε πονάει, παίρ’ς αγριάμπελη, τ’ στουμπάς και τ’ βάν’ς στουμπ’σμένη σ’ ένα κοκοτσιόφλιο (καρυδότσουφλο) και τ’ δέν’ς μ’ ένα πανάκι.

Δέκα λεπτά κάνει (επιτρέπεται), δε βαστιόται, καίει! Σα να σο’  ’ρ’ξε το θερμό (καυτό νερό)! Φουρδακλιάζει (γεμίζει φουσκάλες)! Τραβάει το όμπυο (πύον).

Περπατάει η αγριάμπελη, σαν τ’ φωτιά (επεκτείνεται όπως το έγκαυμα)! Δεν είναι να τ’ βάλ’ς στο κορμί και να τ’ν αφήκ’ς εκεί. Θα πληάσει (πληγιάσει) το κορμί. Πώς καίεσαι και φουρδακλιάζει…

Κάποτε π’ με πόναγε η μέση τι έκαμα… Στουμπάω τ’ν αγριγιάμπελη και βάνω δυο κοκοτσιόφλια! Δεν πέρασαν δέκα λεπτά και με ζιουμάτ’σε! Μ’ το κοκκίν’σε!

Άιντε το ταχιά, αδερφούλη μ’, πάει η φουρδάκλα (αχ, αδερφέ μου, πόσο αυξήθηκαν οι φουσκάλες)… Ο δρώπ’κας πάαινε στ’ς φτέρνες! Να ρούει (ρέει) το νερό! Εκεί να ιδείς χαλάστρα (καταστροφή). Σκιάχ’κα! Είπα, δε θα γερέψω…

Δε μπόρ’γα να ζαλιγκωθώ, να ζυμώσω…

Αλλά άμα γέρεψα, σ’ είκοσι μέρες, έπιανα π’λιά στον αέρα! Τέτοια περπατ’σιά έκανα! Αλάφρυνα! Γίν’κα ένα φοκαλάκι (σκουπιδάκι, αχυράκι)».

«Το ακάθαρτο πετρέλαιο… ήταν καθαρό!»

Την ευεργετική χρήση της θερμότητας αλλά και του… ακάθαρτου-καθαρού πετρελαίου μάς παρουσιάζει ο επόμενος συνομιλητής μου:

«Άμα τ’ς πόναγε το κορμί και δεν είχαν σταμό να κάτσουν, πυρώνονταν στο τζιάκι, πυροστίκι και π’ρώνονταν… όπως π’ρώνουμε την πυρωμάδα (φρυγανισμένο ψωμί). Δεν είχαν κρεβάτια και κάθονταν πυροστίκι, πυροκοπά π’ το λέμε.

Κάθονταν όσο… ν’ αρπάξουν φωτιά! Μέχρι να κινήσει το ίδρωτο, να φύβγει ο πόνος!

Κοντά τρίβονταν με πετρέλαιο ή με τσίπ’ρο μαζί με κοκκινοπίπερο, από πιπεριά καυτερή.

Με το πετρέλαιο τ’ς έτριβαν με δύναμη, όπως ζυμών’ς το ψωμί. Κι όσο άντεχε αυτός που ’χε τον πόνο, αλλά κι εκειός πο’ ’τριβε!

Δε ζύγωναν με το πετρέλαιο στ’ φωτιά, γιατί… θα λαμπάδιαζε ο άνθρωπος!

Το ακάθαρτο το πετρέλαιο τα παλιά τα χρόνια… ήταν καθαρό (δεν είχε χημικές προσμείξεις που έχει σήμερα)! Έπαιρναμαν απ’ το πετρέλαιο πο’ ’καιγαμαν στ’ς λάμπες και στα λυχνάρια, γιατί ρεύμα δεν είχαμαν στα σπίτια.

Εγώ δούλευα οδηγός, έφκιαναμαν το δρόμο τότε. Θ’μάμαι έρθονταν ένας εργοδηγός και τον πόναγαν τα σκ’νιά, εδώ αχπάνω (εννοεί μύες στο πίσω μέρος του κεφαλιού, εκατέρωθεν). Έπαιρναμαν πετρέλαιο απ’ αυτό που ’χαμαν για τα φορτηγά και τον έτριβα!».

«Μπελαλίτικο πράμα το πετρόλαδο!»

Μια ενδιαφέρουσα λέξη χρησιμοποιούν στα Γιάννενα για το πετρέλαιο…

«Το πετρόλαδο τού ’χαν για ιλιάτσι (πρακτικό φάρμακο). Τό ’βαναν ή σε βαμπάκι ή σε πανί, σε κάνα παλιοσκούτι. Να μην το ρίξουν… πλατς στο κριάσι (δέρμα).

Τότε π’ άλειφες κάποιον με πετρόλαδο, δεν έπρεπε να κάτσει σιμά στ’ φωτιά, γιατί… θα καίονταν ολόβολος (ολόκληρος)!

Και ζωκόπαγε (βρομούσε πολύ) κι πότ’ζε κι όλα κι τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα), επειδή είναι σα λάδι μπόρ’γε (μπορούσε) να ποτίσει ώς το σάισμα (στρώμα με άχυρο), τ’ς σελτέδες (στρώμα) με το βαμπάκι ή το μαλλί. Οι φτωχοί είχαν στρώματα μ’ άχυρο, οι αρχόντοι είχαν σελτέδες.

Μπελαλίτ’κο πράμα το πετρόλαδο! Και κιντύνευε κι ο άνθρωπος να καεί στ’ φωτιά! Γι’ αυτό το πετρόλαδο τό ’βαναν το καλοκαίρι, κι ο άρρωστος έπρεπε να κάτσει σε κάνα σκαμνί, όξω στον οβορό (αυλή)».

Υπήρχαν, όμως, και παρενέργειες…

Το πετρέλαιο χρησιμοποιούνταν μεν ευρέως για εντριβές, συχνά όμως σημειώνονταν και παρενέργειες:

«Το πετρέλαιο τού ’χαμαν αντίς για οινόπλυμα! Τό ’βαναμαν στο πονεμένο και τρίβομασταν όπως τρίβομασταν με το οινόπλυμα!

Ο κόσμος τότε ήταν δουλεμένος, δεν όρ’ζε χέρια, ποδάρια απ’ τ’ν αποσταμάρα (υπερκόπωση).

Άλλο φάρμακο δεν ήταν. Ούτε έμπλαστρο, όχι. Τίποτα!

Αλλά πολλοί… καίονταν στο κορμί! Απ’ το πετρέλαιο σήκωναν δρωτσίλες και άμα δροτσίλιαζε το κορμί, τ’ς πόναγε μέρες όσο να γερέψουν.

Τήραγες να γερέψεις απ’ τ’ μέση, αλείφοσαν με πετρέλαιο… κι αρρώσταινες χειρότερα»!

Το… γενόσημο τσίπουρο!

Μεγάλη πολυτέλεια το οινόπνευμα τα παλιά χρόνια (και μάλιστα εννοούμε το φωτιστικό οινόπνευμα, μπλε χρώματος), οπότε υπήρχε και το… γενόσημο τσίπουρο!

«Δουλεμένος ο κόσμος τότε και ανημπόραγαν, μάζωναν κρυώματα, δραγκώνονταν (ένιωθαν έντονο μυϊκό πόνο). Ή τ’ς έπιανε το γαζέπι (νεροποντή) στο δρόμο και τ’ βροχή τ’ν έτρωγαν απάνω τ’ς! Έμπαινε από πάνω κι έβγαινε από κάτω, απ’ το κεφάλι μέχρι τα ποδάρια! Γένονταν στάλα (μούσκεμα)! Με το συμπάθειο, ούτε το βρακί δεν ήταν στεγνό! “Γίν’κα β’λί” (βουλί) έλεγαν.

Στέγνωνε το νερό απάνω τ’ς όσο να φτάκουν στο σπίτι. Πόσες φορές μάς έπιανε η βροχή στ’ς οξωδ’λειές μέχρι να γυρίσουμε στο σπίτι.

Κι από κάτω απ’ τα κλαριά (δέντρα) δεν ήταν να κάτσεις, γιατί έπεφταν οι αστραπές (κεραυνοί)… Χαλασμός!

Το νερό έφτανε στο κόκαλο… Πώς να μη μας πονέσουν χέρια, ποδάρια, κεφάλι…

Ε, τι να κάναμαν… Μας έτριβαν με οινόπνευμα…

Το οινόπνευμα οι παλιοί τού ’λεγαν σπίρτο. Και πού να το βρεις… Έπρεπε να κατεβεί ο αγωγιάτ’ς απ’ το Ζαγόρι στα Γιάννενα, μια μέρα δρόμος, για να σ’ φέρει σπίρτο στο χωριό. Ο αγωγιάτ’ς μάζωνε ένα σωρό παραγγελιές για να με πάει τ’ άλογο στα Γιάννενα και να φέρει τα πράματα απ’ τα Γιάννενα. Κάθε φαμ’λιά είχε ζωντανό: άλογο, μ’λάρι ή γομάρι (γαϊδούρι). Σπίτι χωρίς ζωντανό δεν ήταν.

Αλλά οι χωριάτες αντί για σπίρτο είχαν τσίπ’ρο.

Άμα είχαν πολλά τσίπ’ρα απ’ τ’ αμπέλια, αυτό είχαν για ιλιάτσι (γιατρικό).

Το τσίπ’ρο το ζέσταιναν λίγο σ’ ένα μπρίκι κι έβαναν και λίγο κοκκινοπίπερο για να γένει δυνατότερο. Αυτό είχαν για γιατροσόφι άμα κάνας είχε πονίδια ή σφάχτες στα πλευρά, στο κορμί…

Ή έβαζαν βαμπακούρα (κομπρέσα με βαμβάκι)… Αλλά πού να βρουν βαμπάκι… Πατσιαούρια (κομμάτια) από παλιές φανέλες, έβαναν σπίρτο ή τσίπ’ρο, τα ζέσταιναν και τά ’βαναν στο πονεμένο (σημείο)»

Είχες αρθριτικά; Σου έφερναν την αρκούδα!

Πρόκειται αναμφίβολα για μία από τις πιο ακραίες λύσεις για την αντιμετώπιση μυϊκών πόνων!

Πρόσχαρος 87χρονος πληροφορητής μού λέει για το πώς οι μικρές αρκούδες είχαν τον ρόλο… φυσικοθεραπεύτριας!

«Γύρα το ’49-’50 αυτό π’ θα σ’ μολοήσω τώρα…

Οι αρκουδιαραίοι ήταν γύφτοι που ’χαν αρκούδες, είναι η γενεά τ’ς τέτοια!

“Στ’ς Μεγάλες Αποκριές (Τυρινής) στο γαϊτανάκι (αποκριάτικο δρώμενο) στ’ν Άρτα θα έχει κι αρκούδα”!

Βάραγαν το ντέλφι οι γύφτοι, είχαν και γκλίτσα για να φοβερίζουν το θηρίο, για να κάνει τα τσαλμάκια, 5-6 δρασκίλια (βήματα) η αρκούδα περπάταγε ντιπ ορθή.

Έδωναν λεπτά ο κόσμος που ’γλεπαν τ’ν αρκούδα και πάαινε παρέκεια ο γύφτος κι ήταν ένας άλλος που ’χε ένα πιατάκι για να μαζώνει τα λεπτά.

Οι γύφτοι είχαν σερκιά και θηλυκιά αρκούδα για να ζευγαρώνουν και να π’λάν’ και στ’ς άλλους τ’ς αρκουδιαραίους.

Τότε εκεί στ’ν Άρτα π’ σ’ λέω είχαν κι ένα αρκουδόπ’λο μ’κρό, κανιά 30αριά οκάδες, θα ήταν 4 μηνών. Όχι αρκούδα μεγάλη, γιατί… θα τ’ χώρ’ζε τ’ς πλάτες (θα του προκαλούσε κάταγμα στη σπονδυλική στήλη)!

Αυτό τ’ αρκουδόπ’λο τού ’χαν για τα αθριτικά! Για τον πόνο στο κορμί, απ’ τ’ μέση μέχρι τ’ς πλάτες τού ’χαν αυτό τ’ αρκουδόπ’λο.

Ξάπλωνε ο άνθρωπος τ’ απίστομα (μπρούμυτα) και πάταγε απάν’ το αρκουδόπ’λο, για να κριτσιανίσουν τα κόκαλα απ’ το βάρο! Να κάνουν κρκ κρκ…

Τού ’χε βαρεμένο από άλλη φορά τ’ αρκουδόπ’λο ο γύφτος! Πού να ξέρει το σέρπετο (άγριο ζώο) πώς να πατήσει τον άνθρωπο…

Τέσσερις-πέντε φορές περπάταγε απάνω στο κορμί τ’ ανθρώπου το αρκουδόπ’λο κι έδωναν λεπτά στον αρκουδιάρη».

Φυσικά πολλές φορές με το πρόσχημα της… τετράποδης φυσικοθεραπεύτριας, οι επιτήδειοι πλανόδιοι αρκουδιάρηδες έκλεβαν τους ανυποψίαστους χωρικούς.

«Τώρα, τώρα ήταν… Μετά το… ’40-’50!», λέει 93χρονος συνομιλητής μου και συνεχίζει την αφήγηση:

«Ήταν κάτι γύφτοι φερτικοί (πλανόδιοι) εδώ στο χωριό μας. Αρκουδιαραίοι! Το θ’μάμαι καλά εγώ…

Αυτοίνοι πήγαν σ’ ένα σπίτι κι ηύραν τ’ς ν’κοκυραίους (ιδιοκτήτες) και τ’ς είπαν ότι η αρκούδα που ‘χαν φέρει θα τ’ς γιατρέψει απ’ τ’ς πόνους στ’ν πλάτη, στα ποδάρια…

Είχαν μία αρκούδα οι γύφτοι, τάχα για να πατάει τον κόσμο. Αλλά αυτοίνοι οι γύφτοι τ’ν αρκούδα τ’ν είχαν για να χάνεται ο σκοπός (διασπάται η προσοχή του κόσμου).

Ξάπλωσε τ’ απίστομα η γ’ναίκα για να τ’ν πατήσει η αρκούδα, να γιατρευτεί τάχα…

Αλλά ήταν κι άλλοι γύφτοι μαζί με τον αρκουδιάρη, αυτοίνοι μπήκαν απ’ ’ν’ άλλη τ’ν πόρτα και… σκέρευαν (έκαναν οικιακές εργασίες, μεταφορικά: έκλεβαν). Τ’ς έκλεψαν ό,τι μπόρ’γαν να πάρουν. Για λεπτά χάλευαν, αλλά πού να ηύρισκαν. Έπαιρναν και τροφίματα… Ακόμα και το ψωμί έκλεφταν, αφού δεν είχαν να φάν’…

Η αρκούδα πάτ’σε τ’ γ’ναίκα και έδωκε και κάτι λεπτούλια στ’ς αρκουδιαραίους, τάχα ότι τ’ γιάτρεψαν. Οι γύφτοι πήραν και λεπτά… χώρια εκειά τα πράματα πο’ ’κλεψαν μέσα απ’ το σπίτι!».

Το… ακρωτηρίασμα!

Ο ακρωτηριασμός των στρατιωτών που πολέμησαν στην Αλβανία δεν σχετίζεται στενά με την ορθοπεδική, αξίζει όμως να αναφερθεί ως μια μελανή σελίδα της Ιστορίας:

«Όσοι γύρ’σαν απ’ το αλβανικό πόλεμο, οι πλειότεροι δεν τα γλίτωσαν τα ποδάρια τ’ς, γιατί είχαν κρυοπαγήματα! Τ’ς ακρωτηρίαζαν οι γιατροί… για να ξεμπλέν’ (ξεμπλέκουν). Ούτε τα μέσα είχαν, αλλά ούτε και χώρο είχαν… Ποιος θα τ’ς γιατροπόρευε…

Κι έτσι με το… ακρωτηρίασμα, έκοβαν το ποδάρι κι ο γιατρός μαναχά έραβε! Είχε ήσυχο το κεφάλι του, δεν κάθονταν να σκανιάσει (προβληματιστεί)…

Αλλά και τι να έκαναν οι γιατροί; Αφού δεν είχαν τίποτα κι αυτοίνοι… Απ’ τα κρυοπαγήματα, τα ποδάρια ήταν ξενεμένα (νεκρωμένα), ούτε πόνο ένιωθαν… Και, φαντάσου κυρ-Βασίλη, μέχρι να τ’ς φέρουν αυτ’νούς τ’ς φαντάρους απ’ τ’ν Αλβανία στ’ν Άρτα… Πού ήταν δρόμοι τότε και συγκοινωνίες… Πάθαιναν χειρότερα και στο δρόμο, απ’ τ’ν ταλαιπώρια… Έκανε και κρύο συνάμα. Ήταν πολύ βαρύς ο χειμώνας τότε… Εγώ, που ’μαι 93, δε ματαθ’μήθ’κα τέτοιο βαρύ χειμώνα όπως ήταν το ’40-’41… Χαμένος (Νοέμβριος), Αντριγιάς (Δεκέμβριος), Γενάρ’ς, Φλεβάρ’ς… Αυτοίνοι οι τέσσεροι οι μήνες ήταν… Παναΐα, βόηθα! Η καρδιά τ’ χειμωνιού…

Σήμερα οι γιατροί κάνουν θάματα! Μέχρι και χέρια και ποδάρια κολλάν’ στον άνθρωπο, τα γλέπουμε στ’ς τηλεοράσεις! Και καθόλου να μην κρατιόται το χέρι (να έχει αποκοπεί πλήρως), θα τ’ το κολλήσουν οι γιατροί! Συμμαζώνονται όλοι οι χειρούργοι, καθενένας με τ’ν ειδικότητά του και το κολλάν’ το χέρι! Ε, δε λέμε να ’χουν περάσει και δέκα μέρες, τ’ς στιγμής πράματα είν’ αυτά! Να ’ναι ζεστό, π’ λέμε, για να γένει το κόλλημα».

**

Πριν από λίγους μήνες ο έφηβος γιος μιας γνωστής μου είχε την ατυχία να σπάσει το πόδι παίζοντας ποδόσφαιρο μαζί με άλλα παιδιά. Η μητέρα έφυγε πανικόβλητη απ’ τη δουλειά και, επειδή είχε συγγενή που εργαζόταν σε μεγάλο νοσοκομείο, πήγε κατευθείαν εκεί (όπου ήδη είχε μεταβεί ο σύζυγος με τον μικρό) και (παρακάμπτοντας τη σειρά, κάτι για το οποίο καυχιόταν…) αντιμετωπίστηκε το κάταγμα με τοποθέτηση γύψου.

Άλλος μπελάς μετά… Το σχολείο στο οποίο πήγαινε ο γιος της ήταν στον δεύτερο όροφο σχολικού συγκροτήματος και δεν υπήρχε ασανσέρ. Λύση βρέθηκε κι εδώ: Ολόκληρη η τάξη μεταφέρθηκε στο ισόγειο για να μην ανεβοκατεβαίνει ο συμμαθητής τους τις σκάλες περπατώντας με τις πατερίτσες.

Στη συνέχεια υπήρχε άλλο πρόβλημα, για το οποίο ωρυόταν έξαλλη η μαμά:

-Μα είναι δυνατόν να μην υπάρχουν σε κάθε φαρμακείο αδιάβροχα καλύμματα για το πόδι; Πώς θα κάνει μπάνιο το παιδί; Θεέ μου, τι περνάω…

* Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας των βιβλίων «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια) και (σε συνεργασία με τον Π. Δημητρακόπουλο) «Περί ευχών – Τι και γιατί ευχόμαστε σε κάθε περίσταση» (εκδ. Άγκυρα).

Email: [email protected]

LinkedIn: Vasilis Malisiovas

(Εμφανιστηκε 777 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.