31 Οκτωβρίου 2022 at 09:53

«Σχοινί με σχοινί και βούρλο με βούρλο!»

από

«Σχοινί με σχοινί και βούρλο με βούρλο!»

Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας

Η παροιμία του τίτλου κυριολεκτικώς σημαίνει ότι το σκοινί πρέπει να δένεται με σκοινί και το βούρλο με άλλο βούρλο·[1] μτφ. λέγεται για γάμους και συνοικέσια· οι πλούσιοι να παντρεύονται με τους πλούσιους και οι φτωχοί με τους φτωχούς· καθένας πρέπει να επιλέγει σύζυγο από το ίδιο κοινωνικό στρώμα, δηλ. άνθρωπο της «σειράς» και της «σκάλας» του. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει: Τι; αυτός να συγγενεύσει με τους άρχοντες, με τα κάρβουνα, με τους κακούς ανθρώπους, που δεν έπαυεν η γλώσσα του Λομπάρδου να τους στολίζει; Ο παλαιός λόγος έλεγε: «Βούρλο με βούρλο, σπάρτο με σπάρτο.» Όποιος ήταν βούρλο, για λογαριασμό του· όποιος ήταν σπάρτο, για λόγου του. Τ’ ανακατώματα ποτέ δεν είναι καλά.[2]

Αστοί της Επτανήσου. Μουσείο Ζακύνθου.
Αστοί της Επτανήσου. Μουσείο Ζακύνθου.

Η Χρυσή Βίβλος (Libro d’Oro)

Οι Ενετοί, «εκ φόβου αντιδράσεως κατ’ αυτών του ντόπιου πληθυσμού», έφεραν στη Λευκάδα πλείστες οικογένειες ενετικές και τις εγκατέστησαν μόνιμα στο νησί, παραχωρώντας τους οικήματα, χωράφια και οικόπεδα. Κάθε οικογένεια Ενετών αποίκων γραφόταν στη λεγόμενη Χρυσή Βίβλο, μαζί με κάποιους ντόπιους, οι οποίοι έφεραν τους τίτλους ευγενής, ευγενέστερος, ευγενέστατος· κατά κάποιον τρόπο, αυτοί αποτελούσαν την «αριστοκρατία» του νησιού και καταλάμβαναν τις δημόσιες θέσεις και τα επικερδή αξιώματα της Πολιτείας· οι τίτλοι ευγενείας πωλούνταν κανονικά και συχνά έβγαιναν σε δημόσιο πλειστηριασμό. Η Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου υποστήριζε ποικιλοτρόπως το ξένο και ντόπιο αρχοντολόι της Λευκάδας· ως αντάλλαγμα, έκαστος ευγενής ήταν υποχρεωμένος να βοηθήσει τους Ενετούς με μάχιμους άνδρες και χρήματα, αν τυχόν εξεγείρονταν οι ντόπιοι Έλληνες εναντίον του ενετικού καθεστώτος, καθώς και σε περίπτωση πολέμου με άλλο κράτος· πολλοί Έλληνες της Λευκάδας πολέμησαν -ως απλοί στρατιώτες- στο πλευρό των Ενετών και αρκετοί διακρίθηκαν ως αξιωματικοί του στρατού και του ναυτικού.

Ευγενείς (nobili) της Επτανήσου. Μουσείο Ζακύνθου.
Ευγενείς (nobili) της Επτανήσου. Μουσείο Ζακύνθου.

«Ο αφέντης είναι κάρβουνο, που αν δε σε κάψει, θα σε μουτζουρώσει.»

Κατά τον Νικόλαο Πολίτη, η παροιμία «εμφαίνει την γνώμην του λαού της Επτανήσου περί των επί Βενετοκρατίας ευπατριδών, παρ’ ων ουδέν αγαθόν προσεδόκων, αλλ’ ή ζημίαν ή ατίμωσιν.» Επί Ενετοκρατίας[3] και αργότερα, οι περισσότεροι αυθέντες ή αφέντες μετεβλήθησαν σιγά σιγά σε διαβόητους τοκογλύφους («προστυχάντες») και ο λαός τούς απεχθανόταν· γι’ αυτό στα Επτάνησα η λέξη αφέντης «ήτο αποτροπιαστική και φρικώδης και η παρουσία του αφεντός αποτρόπαιη και μισητή». Οι αφεντάδες, γράφει ο Παναγιώτης Κουνιάκης, ήσαν «οι μάλλον επίσημοι δήμιοι, οι οποίοι αθορύβως και με το γάντι εσφαγίαζον διαρκώς την οικονομική υπόστασιν του εργαζομένου Λαού, ο οποίος πάντοτε έζη ως δούλος, είλως και δεν διέφερεν του ανδραπόδου.» Εξασκώντας το επάγγελμά του τοκογλύφου «απερρόφων ως βδέλλαι και παράσιτα τον ιδρώτα του Λαού, τοκίζοντας τα χρήματα ασυνειδήτως». Πολλοί επαγγελματίες και αγρότες έμεναν κυριολεκτικά «στο δρόμο», όταν δεν είχαν να πληρώσουν τους ληστρικούς τόκους[4] που ζητούσαν οι δανειστές τους· με τέτοιες απάνθρωπες μεθόδους πλούτισαν πολλοί «ευγενείς», σε βάρος των παραγωγικών κατοίκων του νησιού· σαν να μην έφταναν οι κατασχέσεις, οι σκληρές σωματικές τιμωρίες και οι φυλακίσεις για χρέη, με βάση τα συντασσόμενα ομόλογα, κάθε οφειλέτης ήταν υποχρεωμένος να προσφέρει στον τοκογλύφο δανειστή του πέντε όρνιθες κι εκατό αυγά ή «έναν αμνόν ή ερίφιον», κάθε χρόνο, για όσο διαρκούσε η οφειλή. Η τοκογλυφία, το κοινώς λεγόμενο «προστύχι», περιορίστηκε κάπως με την ίδρυση ενεχυροδανειστηρίου (monte di pieta) στα Επτάνησα.[5] Η εχθρότητα προς τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, καθώς και η αντίθεση των ανερχόμενων αστών προς τους παλαιούς ευγενείς κατέληγε κάποτε σε λαϊκές εξεγέρσεις, όπως το περίφημο «Ρεμπελιό των ποπολάρων» στη Ζάκυνθο (1628), που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια, και η στάση της Κέρκυρας (1640).

Το παζάρι της Λευκάδας. Χαρακτικό. Τέλη του 19ου αιώνα.

Γάμοι με το στανιό

Εξαιτίας αυτής της διεφθαρμένης κατάστασης, δημιουργήθηκε αγεφύρωτο κοινωνικό χάσμα μεταξύ των αφεντάδων και του λαού και «οι μεν εμίσουν τους δε», με «τέτοιον μάλιστα τρόπον, ώστε αυστηρώς ετηρείτο η απόστασις η χωρίζουσα αυτούς, μη επιτρεπομένης επιμιξίας ή άλλης τινός επικοινωνίας»· έκτοτε λέγεται και η επωδός «σκοινί με σκοινί και βούρλο με βούρλο.»[6] Ο Κουνιάκης αναφέρει ότι στη Λευκάδα δρούσε συμμορία πέντε ατόμων, με αρχηγό κάποιον ορεσίβιο Ψύλλα και συνεργάτη τον διαβόητο Χούτα εξ Αιτωλοακαρνανίας. Η ομάδα των ληστών έδρασε για δέκα χρόνια περίπου και παρέμενε ασύλληπτη, «διότι δι’ ευνοήτους λόγους περιεθάλπετο υπό των αγροτών. Εκβιασμοί, φόνοι και ληστείες ήταν η συνηθισμένη πρακτική των εν λόγω ληστών της Λευκάδας· επιπλέον, η συμμορία εκβίαζε κάποιους πλούσιους αγρότες Λευκαδίτες και τους ανάγκαζε να παντρέψουν τις κόρες τους με φτωχούς νέους του νησιού: «Υποχρέωνε τους ευπόρους αγρότας, γονείς νεανίδων, να συνάπτουν γάμους μετ’ ακτημόνων και πτωχοτάτων νέων.» Ωστόσο, ένας τολμηρός εύπορος αγρότης, αφού υπέκυψε στον εκβιασμό και μετά την άγρια δολοφονία του πατέρα του από τους κλέφτες, παρουσιάστηκε «με αναφοράν» στον τότε βασιλιά Γεώργιο τον Α’ και του εξιστόρησε τα πάντα. Πάραυτα, στρατιωτικό απόσπασμα «εξ ευζώνων», που είχε την έδρα του στην Αιτωλοακαρνανία, αποβιβάστηκε στο νησί, ενώ πολεμικό πλοίο περιπολούσε πέριξ της Λευκάδας, κατά την υπόδειξη του αποσπασματάρχη λοχαγού, Μπάκα. Αφού συγκεντρώθηκαν όλα τα πλοιάρια, οι λέμβοι, τα ιστιοφόρα και «αυτά ακόμη τα μονόξυλα», τοποθετήθηκαν φρουρές σε όλο το νησί και απαγορεύτηκε ο έκπλους και ο απόπλους παντός πλεούμενου, μέχρι νεωτέρας διαταγής. Άπαντες οι κάτοικοι των χωριών (από 18 μέχρι 60 ετών) επιστρατεύτηκαν και οργανώθηκαν σε λόχους· αρχικώς, οι πολιορκημένοι ληστές αρνήθηκαν να παραδοθούν και στη μάχη που ακολούθησε τραυματίστηκε βαριά ο λήσταρχος Χούτας· οι σύντροφοί του παρέδωσαν αμέσως τα όπλα και «η νήσος απηλλάγη μιας άγριας μάστιγας».[7]

Το Υγειονομείο στη Λευκάδα,πίνακας του J. Cartwright, 1821
Το Υγειονομείο στη Λευκάδα, πίνακας του J. Cartwright, 1821

Βιβλιογραφία και παραπομπές

[1] Το βούρλο ποώδες υδρόφιλο φυτό, με τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται σχοινιά, ψάθες, καλάθια κτλ.· σχοίνος. Τριαντ. Βούρλο λέγεται μτφ. και ο ανόητος άνθρωπος.

[2] Μαργαρίτα Στέφα. Ήθη επαρχιακά. Γρηγορίου Ξενοπούλου. Εστία. Αθήναι. 1906.

[3] Στα 1699, μετά την Συνθήκη του Κάρλοβιτς, η Ενετική Δημοκρατία κατείχε την Πελοπόννησο και τη Λευκάδα. Οι Ενετοί ανακήρυξαν ως επίσημη γλώσσα του νησιού την Ιταλική και ιταλιστί συντάσσονταν όλα τα δημόσια έγγραφα.

[4] Σε πολλές περιπτώσεις ο τόκος ήταν ίσος με το κεφάλαιο. Αργότερα, και οι ίδιοι οι Ενετοί αναγκάστηκαν να βάλουν περιορισμούς στην ασυδοσία των αρχόντων, ορίζοντας, τύποις τουλάχιστον, νόμιμο τόκο 10%.

[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Αθήνα, 1975. Σελ. 214.

[6] Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης. Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς. 1928.

[7] Παναγιώτης Θ. Κουνιάκης. Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς. 1928.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ομάδα του facebook Παροιμίες & γνωμικά.

Αν θέλετε να γίνετε μέλη της ομάδας, επισκεφτείτε τη διεύθυνση: https://www.facebook.com/groups/2285257741730850/

Περισσότερες παροιμίες, παροιμιώδεις φράσεις και γνωμικά μπορείτε να βρείτε στο αρχείο μας ΕΔΩ

(Εμφανιστηκε 310 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.