«Κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα»: Το μυστικό λεξιλόγιο των παλαιών χτιστών της Ηπείρου
«Τον πήραν τον Κολιό, τον πήραν οι μαστόροι,
παιδί απ’ το σχολειό, να μάθει πηλοφόρι.»
Γιώργος Κοτζιούλας
Γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Σε παλαιότερες εποχές -μέχρι και τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο τουλάχιστον- οι χτίστες είχαν δική τους μυστική «γλώσσα», τα λεγόμενα «κουδαρίτικα»· στο επαγγελματικό λεξιλόγιο των οικοδόμων, «κούδα» σημαίνει πέτρα και «κούδαρης» είναι ο άνθρωπος που ασχολείται με την πέτρα, ο μάστορας, ο χτίστης. Ίσως η λέξη κούδαρης (πληθ. Κουδαραίοι) προέρχεται από το Λατινικό ρήμα cudo που σημαίνει κτυπώ, τύπτω, πτίσσω, εκλεπίζω· αν ισχύει αυτό, κούδαρης ή και κούδας είναι ο κτίστης που σφυρηλατεί τις πέτρες και στη συνέχεια τις κτίζει.
Οι «κουδαραίοι», αφού συγκέντρωναν τα υλικά που ήταν απαραίτητα για τη δουλειά και τη διαβίωση τους, συγκροτούσαν ομάδες εργασίας, τα λεγόμενα «μπουλούκια», «παρέες», «ταϊφάδες» η «τσέτες»·[1] η επαγγελματική αυτή μετανάστευση ξεκινούσε γύρω στις αρχές του Μαρτίου· οι πρωτομάστορες έκλειναν τις συμφωνίες και αναλάμβαναν διάφορα μικρά και μεγάλα οικοδομικά έργα· έχτιζαν σπίτια, εκκλησίες και μοναστήρια, τζαμιά, σαράγια, στρατώνες, αρχοντικά, γεφύρια, φάρους, χάνια, μπεζεστένια, βρύσες, μύλους και λιοτριβιά, σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η ανάγκη να ολοκληρωθούν τέτοιες εργασίες απαιτούσε πολλές φορές την ενασχόληση των μαστόρων με πολλές τέχνες· πολλοί χτίστες ήταν ταυτόχρονα μαραγκοί, ξυλογλύπτες και ζωγράφοι.
Τα περιοδεύοντα οικοδομικά συνεργεία προέρχονταν από άγονα μέρη, ορεινά χωριά και νησιά· κατά κανόνα τα μέλη της ομάδας ήταν συγγενείς μεταξύ τους· πρώτη τους φροντίδα ήταν να εξασφαλίσουν τον επιούσιο άρτο και τη συντήρηση της οικογένειας που άφηναν πίσω. Επικεφαλής της παρέας ήταν ο πρωτομάστορας, συνήθως ο καλύτερος χτίστης ή πελεκάνος· ακολουθούσαν οι πελεκάνοι ή πετροφάηδες (λιθοξόοι), οι μαστόροι, οι νταμαρτζήδες, τα μαστορόπουλα («κουδαρόπουλα» ή «λαγούλια»)· οι μεταφορές γίνονταν συνήθως με μουλάρια. Τον πρώτο καιρό, τα «λασποπαίδια» κουβαλούσαν εργαλεία και πέτρες, μετά μάθαιναν να φτιάχνουν «λάσπη» και αργότερα ανέβαιναν στη σκαλωσιά να διδαχτούν την τέχνη, έως ότου να γίνουν μαστόροι (και «να φάνε κεφάλι πράσο»).[2]
Η ανάγκη να κρύβουν τα μυστικά του επαγγέλματος και η ευνόητη επιθυμία τους να συνεννοούνται χωρίς να τους αντιλαμβάνονται οι εκάστοτε «ξένοι» ώθησε τους χτίστες να δημιουργήσουν μια συνθηματική «γλώσσα» της συντεχνίας, άγνωστη στους πολλούς. Άλλωστε, η συμπεριφορά του κόσμου απέναντι στους μαστόρους ήταν συχνά διφορούμενη και μάλλον αρνητική· οι πετράδες μιλούσαν με πίκρα «για μια περιφρόνηση που συναντούσαν απ’ τους ντόπιους πληθυσμούς. Μάστορας σήμαινε παρακατιανός».[3] Επιπλέον, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και την αρπακτικότητα των ντόπιων Οθωμανών αξιωματούχων.
Τα κουδαρίτικα φαίνεται ότι γεννήθηκαν στα μαστοροχώρια της Ηπείρου -άγνωστο πότε ακριβώς- και διαδόθηκαν αργότερα στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Σύμφωνα με μια καταγραφή που έκανε -στα 1928- ο Χρίστος Ι. Σούλης, «κουδαρίτικα» μιλούσαν οι (άνδρες) χτίστες στα Χουλιαροχώρια της Ηπείρου, στα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, στα Τζουμέρκα και σε πολλές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των κουδαρίτικων «είναι των μαστόρων η φιλοσκωμμοσύνη, το φιλοπαίγνιον, η ευφυολογία και η χοντρή σάτυρα». Ο λαός θεωρεί τους χτίστες φιλήσυχους, νομοταγείς και σκληραγωγημένους, «έτι δε και πολυφάγους, διο και λέει παροιμιωδώς «τρώει σαν μάστορας». Το γλωσσάρι του Σούλη «κατεγράφη καθ’ υπαγόρευσιν των εκ Χουλιαράδων μαστόρων» Βασ. Γεωργούλη, Κώστα Γεωργούλη, Ιωάννου Γεωργούλη και Βασ. Μασαλά.[4] Μαστόρικα μιλούσαν και οι παρέες των οικοδόμων της Πυρσόγιανννης και άλλων χωριών της Ηπείρου.
Ο Αναστάσιος Δ. Γούναρης -στα 1976- καταγράφει την ίδια «συντεχνιακή γλώσσα» στην Δυτική Θεσσαλία, στο χωριό Δρακότρυπα. Οι κάτοικοι της Δρακότρυπας ήταν απόγονοι ντόπιων Αγραφιωτών και Ηπειρωτών μεταναστών[5] από την Κόνιτσα και τα γύρω χωριά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, διασώζονταν περίπου 300 με 500 λέξεις μαστόρικες· σχεδόν στο σύνολό τους αναφέρονται στην υλική καθημερινή ζωή και την τέχνη του οικοδόμου. Ελληνικές είναι περίπου οι μισές λέξεις, ενώ οι υπόλοιπες είναι ξένες ή πλαστές. Τις περισσότερες φορές δανείζονταν λέξεις από τοπικά ιδιώματα· μεταξύ άλλων, βρίσκουμε λέξεις βλάχικες, αρβανίτικες ή και γύφτικες, από τα Ρόμ(ι)κα τη διάλεκτο των τσιγγάνων της εποχής. Όσο γνωρίζουμε, το λεξιλόγιο αυτό ήταν κοινό για τους χτίστες της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης, αν και κατά τόπους υπήρχαν κάποιες διαφορές. Οι χτίστες τόνιζαν ότι παλαιότερα ουδεμία συνθηματική λέξη μετέφραζαν σε ξένους.
Ο χτίστης Δημήτρης Φλέρης, μιλάει πολύ καλά την κουδαρίτικη διάλεκτο. Όμως δεν έχει καταγωγή από τα γνωστά χωριά της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας από όπου κατάγονταν οι Κουδαραίοι. Δούλευε για πολλά χρόνια σαν κτίστης – πετράς. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Το χιούμορ, τα αστεία και το γέλιο είναι στα χείλη του: «Το όνομά μας σημαίνει λουλούδι, πραγματικό λουλούδι», λέει αυτοσαρκαζόμενος. «Δημήτρης – Γιώργος – Χρήστος – Δημήτρης τα ονόματα. Προπάππος -παππούς – πατέρας μου κι εγώ. Ο προπάππος μου ο Δημήτρης ο Φλέρης ήταν γέννημα θρέμμα καλλιτέχνης, λιθοξόος.
Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1909. Έγινε πετράς, κτίστης. Είχε συνεργείο γιατί κανένας κτίστης δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα αν δεν έχει βοηθό, συνεταίρο ή συνάδελφο. Εγώ ακολούθησα τον πατέρα μου στη δουλειά αυτή και μαζί με την τέχνη έμαθα και τα κουδαρίτικα. Ακούγαμε και μαθαίναμε. Τα παλιά τα χρόνια με τους Κουδαρίτες ήταν αλλιώς τα πράγματα. Ήταν αυτοάμυνα η γλώσσα αυτή, τα κουδαρίτικα. Λέγανε να πούμε: «Είναι καλό το αφεντικό; Πληρώνει; Μαγειρεύει; Φτιάχνει φαγητό;». Αυτά τα λέγαν με δικές τους λέξεις, μόνο αυτοί να καταλαβαίνουν. Κάναν πονηρά σχόλια για τις γυναίκες και δεν θέλανε να τους καταλαβαίνουν. Τη γλώσσα αυτή τη μιλούσαν μόνο οι μάστορες που ήταν στα μπουλούκια των Κουδαραίων. Ήταν σαν μυστική γλώσσα, συνθηματική. Οι γυναίκες δεν ξέρανε Κουδαρίτικα. Ήταν μόνο ανάμεσα στους Κουδαρίτες.»
«Γιατί αργούν τόσο πολύ να μας κρανιάσουν;»
Επειδή ο αριθμός των μαστόρικων λέξεων ήταν μικρός, χρησιμοποιούσαν στην ίδια πρόταση και λέξεις της ντοπιολαλιάς ή της κοινής λαϊκής γλώσσας· λόγου χάρη έλεγαν «θα φορέσουμε φέτος πολλές μπραχάλες και θα περάσουμε στο φσιάτι ορμάτο χειμώνα», που σημαίνει «θα έχουμε φέτος πολλές δουλειές και θα περάσουμε στο χωριό καλόν χειμώνα». Πολλές φορές, μία και μόνο συνθηματική λέξη έκανε τη φράση ακατάληπτη: «γιατί αργούν τόσο πολύ να μας κρανιάσουν;», δηλ. «γιατί αργούν τόσο πολύ να μας πληρώσουν;»[6]
Οι ομιλούντες τα μαστόρικα, γράφει ο Αναστάσιος Δ. Γούναρης, προσπαθούν κατά το δυνατόν να μη χρησιμοποιούν τις «μικτές αυτές φράσεις και προς τούτο δημιουργούν δια των εν χρήσει συνθηματικών λέξεων περιφράσεις ή έχουν άλλους τρόπους δια ν’ αποδώσουν εννοίας δια τας οποίας η γλώσσα δεν διαθέτει ειδικώς λέξεις.» Ο υποδηματοποιός λέγεται «μπαρός που πραχαλίζει πατίκια», δηλ. «άντρας που κατασκευάσει παπούτσια», η πόλη «ντούκανο φσιάτι», το ποτήρι «αλλοιώτικο που τροχεύουμε», δηλ. «σκεύος για να πίνουμε» και παν εργαλείο που τέμνει λέγεται «κοφτερό»· το χώμα, ή άμμος, το έδαφος και ο αγρός λέγονται «τσάρος».[7] «Απαλούδι»[8] ονομαζόταν το βούτυρο ή το λάδι, «διαμαντάκια» τα φασόλια, «δρουτσίλω» η φακή, «ζίτο» το αλεύρι· ξένη, ντόπια γυναίκα είναι η «ξένα», το νέο κορίτσι «αγκίδα», «γκουσβίτσα» (τα) τα βυζιά, «τρούγκος» ή «σκάπος»[9] η συνουσία, «καστέλι»[10] το βρακί και «παλιός» το πέος.
Πολλές λέξεις ήταν επινόηση των ίδιων των μαστόρων, ενώ σε κοινά ονόματα έδιναν διαφορετικές -μεταφορικές ή αλληγορικές- σημασίες. Έτσι, το μεροκάματο λέγεται «κολοβό», «δέξιος» ο Έλληνας ή ο χωροφύλακας,[11] «ζέρβος» ή «μέλιος» ο Τούρκος, «φλουέρα» ο ανόητος, τα χρήματα «κράνα», η δραχμή «βουρλή», η βρύση «κατούρω» και ο απλήρωτος χτίστης «ακράνιαστος». Στα μαστόρικα, ο καφές λέγεται «σκρούμος»· στα χωριά της Ηπείρου «σκρούμος» λεγόταν και η στάχτη που απομένει, αν κάψουμε μάλλινο ύφασμα· «κούφιο» είναι το σπίτι, το κτίσμα, «χουζούρω» ή «ταμπάκω»[12] η βροχή, «δικρανάς» ο δάσκαλος, «Ζαφείρης» ο ποντικός, «κουπί» το κουτάλι και «ζιούπινα» η πίτα. Οι χτίστες έλεγαν ακόμη «νεροπούλι» το ψάρι, «στενοβράκη» τον χωροφύλακα (επειδή φορούσε «στενά») και «δέντρο» ή «βλαστάρι»[13] τον αδελφό. Το αφεντικό, ο μεγάλος, ο νοικοκύρης[14] λεγόταν «μπαρός» ή «μουχός»· καθώς φαίνεται η παλαιά παροιμία «Μουχέ μ’, σαν δεν είχες κράνα, τι το ‘φκιανες το κούφιο;» είναι «κουδαρίτικη». Η πληρωμή λέγεται «κράνιασμα» και η σακούλα για τα χρήματα «κρανιάρα».[15] «Κλάψας», στη Γαλατινή Κοζάνης, λεγόταν το λάδι, «μιρτζιμέκω» η φακή και «μανταλίδια» τα τούβλα. (Πληροφορία: Αγνή Μ.)
Σε ορεινά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας (Λιβαδερό κ.α.) το αρχίδι λέγεται «λιόκι», ο ακμαίος άντρας «ντούκανος» και η ρακή «λαμπίρω»· πιθανόν οι λέξεις αυτές πέρασαν στη ντοπιολαλιά μέσω των μαστόρων· στην ίδια περιοχή, λέγονται και οι φράσεις «ξύσε τα λιόκια σου» (υβριστικώς) και «ας τινάξουμε μια λαμπίρω», δηλ. ας πιούμε, ας «τσούξουμε» μια ρακή. Με τον καιρό, η «χωριάτικη» προφορά των μαστόρικων υποχώρησε και βρίσκουμε πλέον τύπους «εξευγενισμένους», δηλ. πλησιέστερους προς την λαλούμενη ελληνική γλώσσα. Αυτό πιθανότατα συνέβη λόγω της συχνής επαφής των οικοδόμων με τις μεγάλες πόλεις· έτσι, το αρσενικό άρθρο «ου» γίνεται «ο», το «κ’φο» γίνεται «κουφό», το ρήμα «τρουχεύου» τροχεύω κ.τ.ο.
«Αραδιάζεις έναν τροχό;»
Η συνθηματική αυτή φράση σημαίνει: πίνεις ένα ποτήρι, μια «γύρα»; Σ’ ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, διαβάζουμε: «―Ἀραδιάζεις ἕναν τροχό, ἐξάδερφε; μοῦ λέγει ὁ Κυριάκος ἅμα μὲ εἶδεν εἰσελθόντα. Μ᾿ ἐκάλει ἐξάδελφον, ἐπειδὴ ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ του ἦτό ποτε ψυχογυιὸς ἑνὸς ἀειμνήστου θείου μου, ἔχοντος πολλὰ κτήματα, συγγάμβρου τοῦ πατρός μου. ―Ἂς εἶναι, ἀραδιάζω, εἶπα. Ἔχετε πολὺ ἀραδιασμένο ἐσεῖς; ―Ὄχι, λιγοστό, εἶπεν ὁ Κυριάκος. Ἡ φράσις εἶναι τῆς ἰδιαιτέρας συνθηματικῆς γλώσσης τῶν οἰκοδόμων, σημαίνει δὲ τὸ νὰ πίνῃ τις κρασί. Συνέκρουσα τὰ ποτήρια μαζί τους, κ᾿ ἔπια.»[16] Ο Χρήστος Γ. Έξαρχος σημειώνει μια παραπλήσια έκφραση: «Θα τροχέψουμε και τροχό, φυσάει[17] ο μπαρός», που σημαίνει «θα πιούμε και κρασί, έχει τ’ αφεντικό.»
Από τα μέσα του 19ου αιώνα -καθώς αναδεικνύονται νέοι και σπουδαγμένοι μηχανικοί- αρχίζουν να υποχωρούν σιγά σιγά οι παραδοσιακοί τρόποι δουλειάς και οι πρωτομάστορες με τις «παρέες» τους χάνουν βαθμιαία τον πρώτο ρόλο. Τη δεκαετία 1940-50, πάρα πολλοί μάστορες εγκαθίστανται στις πόλεις και -μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο- τα περισσότερα μπουλούκια διαλύονται.[18]
Πολλοί τέτοιοι άξιοι τεχνίτες, οι περισσότεροι ανώνυμοι, μας άφησαν εξαίρετα δείγματα εκκλησιαστικής και λαϊκής αρχιτεκτονικής που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Ο Δημήτρης Τζήκας είναι δάσκαλος και ιστορικός.
Παράρτημα
Μαστόρικες φράσεις
- Άραξε μια φουντιάρα = δώσε μου ένα τσιγάρο.
- Ξεχώθηκεν ο γκαλιούρης= βγήκε ο ήλιος.
- Μας γράπωσε η χουζούρω = μας έπιασε η βροχή.
- Ξεφύλλιασ’ η μπαρίνα να μανέψουμι ζιούπινα = πλάθει η αφεντικίνα για να φάμε πίτα.
- Μόκος μη ξιφλιάς, τα τσιουλίζει ο μπαρός = σιωπή, μη μιλάς, τα ξέρει τ’ αφεντικό.
- Φτιάχνει στάμνες= κάθεται.
- Ξεσύρθ’κε μακρύς, φορεί κρεμμύδου για μάνεμα = ήρθε μεσημέρι, είναι καιρός για φαγητό.
- Πραβίστι όρματ’ ράπου, ξισέριτ’ ου μπαρός= κάντε καλή δουλειά, έρχεται το αφεντικό.
- Ο σφέλ’ς δε μας ξέσυρε τον τσέπο, τι ράπο να ραπίσουμε; = ο νοικοκύρης δε μας έδωσε χρήματα, τι δουλειά να του κάνουμε;
- Ο σφέλ’ς σταμεύει όλ’ τη ντένα στη ράπω, δεν ξισέριτ’, γυαλίζει τους κουδαραίους, αν φοραδίζουν όρματ’ πραχάλα = το αφεντικό κάθεται όλη την ημέρα στη δουλειά, δε φεύγει, βλέπει τους μαστόρους αν κάνουν καλή δουλειά.[19]
- Τροχέψετε το σκρούμο κουδαραίοι, φορεί όρματος = πιείτε τον καφέ, μαστόροι, είναι από τον καλό.
- Να ξεσερθούνε τα λαγούλια να ράξουν το μάνεμα = να πάνε τα παιδιά να φέρουν το φαγητό.
- Ο μπαρός φορεί όρματη μπαρέσιω = νοικοκύρης έχει όμορφη κυρά.
- Κουδαραίοι κι κουδαρόπλα, ξισέρτι (πάρτε) τον τράιο (τροβά) με τον τσέρο (κρέας), γιατί θα μας τσιλιγκώσει (πιάσει) ο μπαρός (τ’ αφεντικό) και θα μας γκαμπρανίσει (μαλώσει). Το λέγανε τραγουδιστά στη φιλιά (φαγοπότι), όταν τελείωνε το σπίτι και όσο κρέας έμενε το έβαζαν κρυφά στον τροβά. Για όσους δούλευαν με φθηνό μεροκάματο (ημερομίσθιο) λέγανε: «Τ’ αφεντικό του τον πληρώνει, 30 μέρες το μήνα και ψωμί και τσαρούχι απ’ την πλάτη του.»[20]
Γλωσσάρι που παραθέτει ο Χρήστος Γ. Έξαρχος[21]
- κουδαρίτικα = η γλώσσα των μαστόρων
- κούδαρος = ο μάστορας
- κουδαρίνα = η γυναίκα του
- κουδαρόπουλο = το παιδί του
- άρματα = τα εργαλεία
- μανεύω = τρώγω
- μάνο = το ψωμί
- μάνιμα = το φαγητό
- αβντάλι = το τυρί
- τρουχό = το κρασί
- οξιά ή λουψιώτι = το νερό
- μπαρός = τ’ αφεντικό
- μπαρίνα = η αφεντικίνα
- κολοβό = το μεροκάματο
- κράνια = τα χρήματα
- κρανίζω = πληρώνω
- ακράνιαστος = απλήρωτος
- δέξιος = ο Έλληνας
- ζέρβος = ο Τούρκος
- αγκίδα = το κορίτσι
- κουτσάκια = τα βυζιά
- λαγός = το αγόρι
- μόκος = η σιωπή
- κάλω = η ασβέστη
- τσιόκος = το σφυρί
- ασπρούδι = το γάλα
- γκαβές = οι ξυλιές
- αγωγιάτης = τα πόδια
- κούφιο = το σπίτι
- βίτσιου = η πόρτα
- βιτσούλι = το παράθυρο
- ζιούπινα = η πίτα
- θόδουρη = η ρακή
- ντούκανος = ο πρωτομάστορας
- πραχάλα = η δουλειά
- σκρούμος = ο καφές
- πέρδικες = οι σταλαματιές σπιτιού
- χουζούρω = η βροχή
- μούκα ή ντέντσκα = η νύφη
- καψαλνάω = φεύγω
- καψάλα = η φυγή
- φουράδια = τα ξύλα, σανίδια
- κρεμμύρι= το ρολόγι
- τζιουκάλω= η ώρα
- τσιουλίζω= ξέρω
- τσέρος= το κρέας
- μαυρομάτες = οι ελιές
- κλέρος= ο γέρος
- κλέρου = η γριά
Δεύτερο γλωσσάρι[22]
- Αγουιάτες (αγωγιάτες)= Πόδια
- Καστανόζουμους= Καφές
- Ντένα= Οκά
- Αγγίδα= Κορίτσι
- Καστόρου= Αχερώνας
- Στράγια= Ρούχα
- Αλαμανίσουμε= Κλέψουνε
- Καφτερά= Κρεμμύδια
- Ντισέρια= Άλογα
- Αμούχηρτος= Ανύπαντρος
- Καψάλτσι= Έφυγε
- Ντούκανος= Μηχανικός
- Αρβανίτσες= Καρύδια
- Κιούρου= Εκκλησία
- Ντουντούκα= Έγκυος
- Αρκουδοκέφαλος= Καρπούζι
- Κλαγκαρού= Γάτα
- Σιόρο= Κρασί
- Γκάτσιος= Δραγάτης
- Κράνα= Λεφτά
- Σούλιος= Σφυρί
- Γρίβας= Χιόνι
- Λαγός= Παιδί
- Σουφρώνω= Κλέβω
- Δεκράνια= Χέρια
- Λιαγγρόβα= Φαγητό
- Σντράγκου= Ώρα
- Δήμος= Κοντός
- Λιαμπίρω= Το καλό ρακί
- Στιρνάρια= Αυγά
- Διακονιάρι= Εικονοστάσι
- Λιάνωμα= Χρήματα
- Τσίμπλια= Ρύζι
- Δικρανάς= Δάσκαλος
- Μαγκάρου= Ζέστα
- Σωλήνες= Μακαρόνια
- Δρουτσίλω= Φακή
- Μακρουσκούφω= Τέντζερης
- Ταρταρούχα= Χελώνα
- Έβαξι= Πέθανε
- Μαναφίνες= Καρφιά
- Τζαμάλω= Φωτιά
- Ζαφείρης= Ποντικός
- Μαυρομάτες= Ελιές
- Τσίκαρης= Ήλιος
- Ζήνας= Χωροφύλακας
- Μέκους= Χαζός
- Τσιρλίρω= Φακή
- Ζιούπινα= Πίτα
- Μέτσιανο= Ψέμα
- Τσιόκας= Γουρούνι
- Θόδουρους= Ρακί
- Μπάλω= Σκιά
- Τσόκος= Σφυρί
- Ιζάμ= Φαντάρος
- Μπαλτσίκω= Λάσπη
- Τσουρκάλισμα= Φιλί
- Μουστούρης= Φούρνος
- Φουσκουκίλδις= Φασόλια
- Καρκαλίσκι= Τελείωσε
- Μχός= Νοικοκύρης
- Χουματόμπλα (χωματόμηλα)= Πατάτες
- Κατούρω= Βρύση
- Μουχούσα= Νοικοκυρά
- Ξιπουλτάρ’= Σκύλος
- Ασπρούδου= Ασβέστης
- Kλoυτσουτά= Γίδια
- Ξισιρνιέτι= Έρχεται
- Αφουράδιαστου= άφκιαχτο
- Κλωστή= Τηλέγραφος
- Οξιά= Νερό
- Βαζάκα= Πετεινός
- Κόκκινα= Κεραμίδια
- Όρματ= Καλό
- Βουλιότ’ ή απαλά= Λάδι
- Κούδαρος= Μάστορας
- Παρλιαγκού= Γάλα
- Βουρλή= Δραχμή
- Κουδαρούλ= Μαστορούλι
- Πατσιουμάς= Κατοστάρικο
- Γάτος= Αποσκευή
- Κουζβέ= Σταφύλια
- Περιστέρια= Τσολιάδες
- Γυαλίζει= Κοιτάει
- Κουκουρότσου= Καλαμπόκι
- Πηληκούδα (πελεκούδα)= Κορίτσι
- Γιαλιστιρό= Παράθυρο
- Κουπί= Κουτάλι
- Πραχάλα= Εργασία
- Γιώργος= Καλαμπόκι
- Κούρκουλας= Παπάς
- Πραχαλνώ= δουλεύω
- Γκαβό= Ψάρι
- Κουρνούς= Βλάχος
- Ρούτσουμι= Να φάμε
- Γκάβρου= Τυρί
- Κουτσουλουπόντκα= Γράμματα
- Σιατάν= Λαγός
- Γκαλίνα= Κότα
- Κούφιο= Σπίτι
- Σιουμουτό= Σιτάρι
- Γκάριξε= Θύμωσε
- Κραβασαράς= Χάνι
- Ζαβόρτσα= Πόρτα
- Μανάρης= Καρφί
- Τζιρτζέλτς= Φτωχός
- Ζαγκλέρ’= Γαϊδούρι
- Μανεύου= Τρώω
- Τροχός= Κρασί
- Ζαμπαφλόρου= Μπακαλιάρος
- Μάνο= Ψωμί
- Τσαλδάρω= Βρίζα
- Ζαπεύω= Κοιμάμαι
- Μανούρα = Πέτρα
- Τσέτσιου = Κρέας
- Ζάπω = Ώρα
- Ματσιφταριό= Αποχωρητήριο
- Τσιαρχός = Μεθυσμένος
- Κάβα= Φτυαριά
- Μπαρός= Αφεντικό
- Καλίρου= Γριά
- Μπουλουμάχου= Πατέρας
- Φλουέρα= Ανόητος
- Καναβός= Γύφτος
- Μούκους= Σώπα
- Φουράδια= Ξύλα
- Καπνιρό= Τζάκι
Τρίτο γλωσσάρι[23]
- αβδάλι, το = το τυρί
- αράζω = δίνω
- ασπρούδι, το = το γάλα
- βαλαζόνι, το = το πρόβατο
- βλαστάρι, το = ο αδελφός
- γκαβιάζω = κτυπώ
- γκουλιάτ’ς, ο = ο χωροφύλακας
- θόδω, η = η ρακή
- κάλω, η = η ασβέστη
- καντζιουμέν’, η = η έγκυος
- καρόφ’λλου, το = το τσιγάρο
- καψάλα, η = η φυγή
- κλωνάρια, τα = τα χέρια
- κούφιο, το = το σπίτι
- κράνια, τα = τα χρήματα
- λαγός, ο = το παιδί
- μάνο, το = το ψωμί
- μακρινίτσα, η = δρόμος
- μαλέτσ’κους, ο = ο μικρός
- μπαζμάδι, το = το γαϊδούρι
- ντάρος, ο = ο γάμος
- ξισέρουμι = έρχομαι, πηγαίνω, φεύγω
- ράικους, ο = ο ήλιος
- σαλούτω, η = η δραχμή
- στήσος, ο = ο τοίχος
- στουρνάρια, τα = τα αυγά
- τσλίζου = ομιλώ, γνωρίζω
- φουράου = έχω, είμαι
- Τέταρτο γλωσσάρι[24]
- Κράνια = χρήματα
- Πραχάλα = εργασία,
- Πραχαλίζω= εργάζομαι
- Χουζούρω = βροχή
- Μπαρός = νοικοκύρης, αφεντικό
- Μπαρέσιω = νοικοκυρά
- Στρογγυλομύτης = αγριογούρουνο
- Στενοβράκης = χωροφύλακας
- Κούφιο = σπίτι
- Λίρες = αλούπες, αλεπούδες
- Λαγούλι = παιδί
- όρματος, η , ο = όμορφος, η, ο
- σκρούμος = καφές
- γυαλίζω = βλέπω
- κοκορόζιο = μπομπότα
- ντιβόλκο = νερό
- μάνεμα = φαγητό
- ξοφλιάζω = λέω
- ζούπινα = πίτα
- τροχεύω = πίνω
- φορώ = έχω
- στράνια = ρούχα
- δέντρος = αδελφός
- γκινεύω = κοιμάμαι
- νεροπούλι = ψάρι
- ξυνός = γύφτος
- τσέρο = κρέας
- στερνάρια = αυγά
Ενδεικτική βιβλιογραφία και πηγές
Χρήστος Γ. Έξαρχος. Η Φούρκα της Ηπείρου. Β. Έκδοση. Ιωάννινα, 2007.
Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των κτιστών των Χιουλιαροχωρίων της Ηπείρου. Ηπειρωτικά Χρονικά. Τεύχος Γ’, 1928.
Μαστοροχώρια. Αργύρης. Π.Π. Πετρονιώτης. Μακρινίτσα, 2011.
Οι Ηπειρώτες κτίστες και η συντεχνιακή συνθηματική γλώσσα τους: τα «κουδαρίτικα». Γιάννης Καραμπούλας. Δημοσιεύτηκε στην «τρίμηνη πολιτιστική έκδοση Χάος και Όψη», Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 1995, τεύχος 9, του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας (στην Αθήνα), «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός».
[1] Μαστοροχώρια. Αργύρης. Π.Π. Πετρονιώτης. Μακρινίτσα, 2011.
[2] Μαστοροχώρια. Αργύρης. Π.Π. Πετρονιώτης. Μακρινίτσα, 2011.
[3] Μαστοροχώρια. Αργύρης. Π.Π. Πετρονιώτης. Μακρινίτσα, 2011.
[4] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα των Χουλιαροχωρίων της Ηπείρου, ήτοι περί της συνθηματικής γλώσσης των κτιστών των Χιουλιαροχωρίων της Ηπείρου. Ηπειρωτικά Χρονικά. Τεύχος Γ’, 1928.
[5] Γύρω στα 1863.
[6] Αναστασίου Δ. Γούναρη. Μια συντεχνιακή γλώσσα της Δυτικής Θεσσαλίας: Τα «κουδαρίτικα» της Δρακότρυπας. Σελ. 213.
[7] Αναστασίου Δ. Γούναρη. Μια συντεχνιακή γλώσσα της Δυτικής Θεσσαλίας: Τα «κουδαρίτικα» της Δρακότρυπας. Σελ. 213.
[8] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[9] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[10] Καστέλι λεγόταν και το κάστρο, το φρούριο.
[11] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[12] Ίσως επειδή όταν έβρεχε δεν δούλευαν οι χτίστες· σε ορεινά χωριά της δυτικής Μακεδονίας, η φράση «πέφτω ταμπάκα», σημαίνει ξαπλώνω, αράζω, αναπαύομαι.
[13] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[14] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[15] Χρίστος Α. Σούλης. Τα Κουδαρίτικα.
[16] Τ᾿ Ἀστεράκι (1908).
[17] Ενν. «φυσάει το χρήμα», είναι πλούσιος
[18] Μαστοροχώρια. Αργύρης. Π.Π. Πετρονιώτης.
[19] Γιάννης Καραμπούλας. Δημοσιεύτηκε στην «τρίμηνη πολιτιστική έκδοση Χάος και Όψη», Ιούλιος, Αύγουστος, Σεπτέμβριος 1995, τεύχος 9, του Συλλόγου Κυψελιωτών Άρτας (στην Αθήνα), «Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός».
[20] Χρήστος Γ. Έξαρχος. Η Φούρκα της Ηπείρου.
[21] Χρήστος Γ. Έξαρχος. Η Φούρκα της Ηπείρου.
[22] Πηγή: https://14gymlar-petrinagefyria.webnode.gr/news/ta-koydaritika/
[23] Πηγή: http://e-oikodomos.blogspot.com/2011/06/blog-post_24.html
[24] https://www.thegreektraveller.com/koudaritika-pentalofos/
Στεφ. Α. Κουμανούδης. Λεξικόν λατινοελληνικόν. Παρά τοις εκδόταις Κ. Αντωνιάδη, Σ. Κ. Βλαστώ. Εν Αθήναις, 1884.
Οι φωτογραφίες είναι από εδώ: http://pyrsogianni.gr/