23 Σεπτεμβρίου 2022 at 17:51

Η πανεπιστημιακή αστυνομία, ο Θ. Παπακωνσταντίνου και οι κινητοποιήσεις

από

Η πανεπιστημιακή αστυνομία, ο Θ. Παπακωνσταντίνου και οι κινητοποιήσεις

Του Γιώργου Ρακκά

Κάθε κινητοποίηση βρίσκει μια φιγούρα που εκφράζει σε βάθος το πνεύμα και την οπτική της –τα τελευταία χρόνια από τον χώρο της μουσικής, και όχι από εκείνον των γραμμάτων (έχει κι αυτό τη σημασία του). Ο κύκλος των κινητοποιήσεων ενάντια στην ίδρυση και την λειτουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, από την φοιτητική αριστερά και τους αντιεξουσιαστές, την βρήκε στο πρόσωπο του Θανάση Παπακωνσταντίνου

Εκείνος, με τις απαντήσεις του που αναρτήθηκαν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μετά την ρίψη δακρυγόνων από την αστυνομία στον χώρο της συναυλίας του, μέσα στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, εξέφρασε με πολύ παραστατικό τρόπο τις κυριότερες ιδεολογικές και πολιτικές παθογένειες των κινητοποιήσεων.

«Ήτανε μπάτσοι διαλεχτοί που κάναν πασαρέλα» και «γίνεται το γρούνι μοδίστρα;». Ο κόσμος αυτός επιμένει να περιστρέφει τον λόγο του γύρω από έναν οπαδικό «αντιμπατσισμό», μ’ έναν άκρατο δικαιωματισμό και μια ρηχή ελευθεριακότητα. Πότε και πού; Σε μια κοινωνία και σε μια εποχή που εξαναγκάζεται να συρθεί ενώπιον υπαρξιακών προκλήσεων, με την τουρκική επιθετικότητα να καλπάζει, το διεθνές περιβάλλον να κυριαρχείται από την ανάδυση νέων ανταγωνιστικών μπλοκ, την ενεργειακή, οικονομική και κλιματική κρίση.

Θ. Παπακωνσταντίνου
Θ. Παπακωνσταντίνου

Τι έχουν να πουν απέναντι σε αυτή τη πραγματικότητα χώροι και κύκλοι που υποτίθεται ότι απευθύνονται μάλιστα στη νεολαία, η οποία θα ζήσει περισσότερο το μέλλον αυτών των αναταραχών; Τίποτα. Αναδεικνύουν σ’ εμβληματική φιγούρα της στρεβλής πολιτικοποίησής τους, έναν 63χρονο τραγουδοποιό, που καθισμένος σ’ ένα σκαμπό με τον τζουρά του συνθέτει έναν χαρακτήρα που δανείζεται τα λούμπεν στοιχεία του ρεμπέτικου κι έναν επιφανειακό ριζοσπαστισμό –μια μεταμοντέρνα καρικατούρα, που κείται μεταξύ Βαμβακάρη και Νικόλα Άσιμου: «Νάιλον ντέφια και ψόφια κέφια». 

Τα μεγαλύτερα κλισέ της μεταπολίτευσης  –πλέον  πουκάμισα αδειανά– επανέρχονται ξανά και ξανά, προβάλλονται ως εκφράσεις μιας νέας –υποτίθεται- συνειδητότητας. Στην πραγματικότητα, είναι τρικ ενός μάρκετινγκ: τι αντίκτυπο θ’ άφηνε δίχως τα δακρυγόνα η συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο ΑΠΘ; Την επομένη δεν θα τη θυμόταν κανείς.

Ευαισθησίες α λα καρτ.

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μπορεί να παριστάνει τον οργισμένο με τους «μπάτσους στα πανεπιστήμια». αλλά κάνει «χιουμοράκι» με τον ρωσικό δάκτυλο, κοροϊδεύοντας την οργή της παγκόσμιας κοινής γνώμης έναντι της ωμής εισβολής και της απροκάλυπτης εθνοκάθαρσης που διαπράττει ο ρωσικός στρατός στην Ουκρανία. Πότε; Την ημέρα που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, πάνω από 400 τάφοι, που προδίδουν μαζικές και συστηματικές εκτελέσεις αμάχων στο Ιζιούμ.

Από την πλευρά του φοιτητικού κινήματος και των ινδαλμάτων του; Σιωπή, στην καλύτερη περίπτωση, στη χειρότερη μια «ναιμεναλλάδικη» συγκάλυψη της ωμά επεκτατικής, γενοκτονικής, και απροκάλυπτα ολοκληρωτικής υφής του ρωσικού καθεστώτος. Επιβεβαιώνεται και στην περίπτωση του Θανάση Παπακωνσταντίνου, στο πρόσωπό του, όλης της φοιτητικής αριστεράς: Η εισβολή στην Ουκρανία αποτινάσσει τις μάσκες του υποκριτικού ανθρωπισμού.

Τέλος, διαβάσαμε και την εξύμνηση μιας νέας ανορθολογικότητας: «Η γνώση που κατά τη γνώμη μου κανείς παίρνει στα Πανεπιστήμια, είναι δευτερεύον θέμα, γιατί στην ουσία η γνώση είναι προσωπική επιλογή και πορεία του καθενός και μπορεί να την αποκτήσει και μόνος του και χωρίς Πανεπιστήμια και χωρίς δασκάλους και χωρίς υποτιθέμενες βιβλιοθήκες».

Πόσο στα σοβαρά μπορούμε να πάρουμε αυτόν τον ρομαντικό αυθορμητισμό, σε μια εποχή κατά την οποία η πρόσβαση στη γνώση αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας και τεράστιας διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων; Μήπως πρόσφατα δεν γνωρίσαμε τις πιο άμεσες συνέπειες της αμάθειας; Πρόσφατα στην επιδημία του κορωνοϊού ή και πάλι κατά την εισβολή της Ρωσίας, όπου τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, έχοντας προσβληθεί περισσότερο όσο κανείς από την τεράστια κρίση Παιδείας που ταλανίζει αυτόν τον τόπο (και όχι μόνο), ήταν έτοιμα να χειραγωγηθούν από κάθε λογής ψεύτικες ειδήσεις, και προπαγανδιστικά ψεύδη.

Είναι όντως «πορεία του καθενός» η γνώση, όταν μια κοινωνία ολάκερη έρχεται αντιμέτωπη με αυτές τις παθογένειες; Μόνο για εκείνους που η γνώση είναι δεδομένη, και βλέποντας τριγύρω τους όλες τις πόρτες ανοιχτές, έχουν την πολυτέλεια των προσωπικών αναζητήσεων «χωρίς Πανεπιστήμια, και χωρίς δασκάλους, και χωρίς υποτιθέμενες βιβλιοθήκες».

Για μια ολόκληρη κατηγορία τάχα «επαναστατημένης» νεολαίας, το πέρασμα από το ελληνικό πανεπιστήμιο αντιπροσωπεύει μια θητεία σ’ έναν ψευδοριζοσπαστισμό, ο οποίος στην πραγματικότητα αποτελεί τελετουργικό μετάβασης προς την ενηλικίωση. Η οποία βεβαίως έρχεται συνήθως μέσα στα πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου είναι αδιανόητη η κατάσταση που επικρατεί στ’ αντίστοιχα ελληνικά· εκεί χορηγούνται οι τίτλοι σπουδών που αποτελούν σίγουρα διαβατήρια για τις ανώτερες τάξεις, για υψηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.

Οι υπόλοιποι «πλεμπαίοι», είτε επιλέγουν τα ΙΕΚ, και τα πλείστα όσα κολλέγια, που παρέχουν πιο άμεση ένταξη στην αγορά εργασίας, έστω και στα χαμηλότερα κλιμάκιά της· είτε περνούν στο πανεπιστήμιο αλλά αηδιασμένοι από την παρακμή της ιδεολογίας και της αισθητικής του ιδιωτεύουν, περνούν όπως-όπως τα μαθήματα το ταχύτερο, για να βυθιστούν στη χοάνη της ανεργίας των πτυχιούχων και της ετεροαπασχόλησης στη συνέχεια. 

Ποιο είναι λοιπόν το «δικαίωμα» γι’ αυτούς τους κύκλους; Να παραμείνει το πανεπιστήμιο θεματικό πάρκο ή θερμοκήπιο της μεταπολιτευτικής ελευθεριακότητας, σε μια στιγμή που το κοινωνικό περιβάλλον εγχώριο και διεθνές έχει μεταβληθεί ριζικά από τότε;

Να δούμε και την πορεία της μεταπολιτευτικής ελευθεριακότητας αυτής καθεαυτής. Μήπως έχει κλείσει τον κύκλο της και εκφυλισμένη αναδεικνύει τις μεγάλες της αντιφάσεις;

Στο πανεπιστήμιο, πάντως, η φοιτητική αριστερά και ο αντιεξουσιασμός έχουν χάσει προ πολλού κάθε αυθεντικό περιεχόμενο, κάθε λειτουργία διακίνησης ιδεών και πρότασης πολιτισμού, φτάνοντας σε σημείο να κατρακυλούν εκφυλισμένοι στη εξύμνηση του μηδενισμού και στον φετιχισμό της βίας. Μεταβλήθηκε έτσι από ιδεολογική και πολιτισμική ηγεμονία σε δικτατορία επιφορτισμένη να καταδιώκει κάθε πολιτική, ιδεολογική και πολιτισμική διαφορετικότητα. Μπορεί απ’ τη μια να κραδαίνει τις σημαίες του «ουράνιου τόξου», αλλά από την άλλη δεν ανέχεται και την παραμικρή παρέκκλιση από το δόγμα, η οποία τιμωρείται συνήθως με απειλές και επιδρομές παλουκοφόρων.

Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Η στρεβλή αντίληψη για την ελευθερία έχει επιτρέψει ν’ αναπτυχθούν μηχανισμοί ανομίας και παραβατικότητας σε έκταση και ένταση που είναι ανεπίτρεπτες για το προπύργιο της γνώσης, καθώς και της ελεύθερης σκέψης και έρευνας: Οι συμμορίες, η μαζική διακίνηση ναρκωτικών και τα περιστατικά βιασμών είναι οι πραγματικότητες που αφέθηκαν ν’ αναπτυχθούν στο κενό κανόνων και αξιών που αφήνει πίσω της η νοοτροπία του «απαγορεύεται το απαγορεύεται»; Εκείνης της στρεβλής αντίληψης για την «ελευθερία» και τα «δικαιώματα», που ενώ εμφανίζεται ν’ αποθεώνει αυτές τις αρχές επί της ουσίας τις χαντακώνει, γιατί επιτίθεται στα όρια που τις περιγράφουν και που τις επιτρέπουν να υλοποιηθούν. Δίχως αυτά, καταλήγουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο όπου η ελευθερία και τα δικαιώματα εκείνου που έχει την ισχύ να τα πραγματώσει στρέφονται εναντίον της ελευθερίας και των δικαιωμάτων όλων των υπολοίπων.

Η κομματική αριστερά κλείνει τα μάτια στην βαθιά αυτή κρίση ιδεολογίας και νοοτροπιών του ελληνικού πανεπιστημίου και σπεύδει να εργαλειοποιήσει τις κινητοποιήσεις των προαναφερόμενων ρευμάτων.

Ουκ ολίγες φορές από τις αρχές του 1990 κι έπειτα, όταν η πραγματική βάση της αριστεράς στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις αρχίζει και αποδυναμώνεται, η χρήση των φοιτητικών κινητοποιήσεων θ’ αποτελέσει κατ’ εξοχήν μέσο πολιτικής αποδυνάμωσης και εν τέλει ανατροπής των δεξιών κυβερνήσεων· συνέβη με την κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη, μ’ εκείνην του Κωνσταντίνου Καραμανλή του νεώτερου, κι επαναλαμβάνεται τώρα η ίδια η απόπειρα με τον Μητσοτάκη τον νεώτερο.

Ποια είναι η παράπλευρη απώλεια; Αλλεπάλληλες φουρνιές ανθρώπων ξοδεύτηκαν, ενθαρρυμένοι να πιστεύουν σε ιδεολογικές πλάνες. Τα «παιδιά του Δεκέμβρη» έγραφαν στις σπασμένες βιτρίνες «merry crisis and a happy new fear» (ειρωνικό –καλή κρίση και ευτυχισμένος ο νέος φόβος) για την χρονιά που θ’ ακολουθήσει το 2008. Όταν πολύ λίγο αργότερα η κρίση και οι φόβοι αυτοί έγιναν πραγματικότητα με την χρεοκοπία της χώρας, το ρεύμα του Δεκέμβρη είχε ήδη κλείσει τον πολιτικό του κύκλο. Οι περισσότεροι από τους κοινωνούς του πήγαν σπίτια τους ή έφυγαν για το εξωτερικό κι άλλοι ξοδεύτηκαν στους λαβυρίνθους του μηδενισμού που διαπερνούσε την ψυχή εκείνου του ρεύματος.

«Ναι όμως παρ’ όλα αυτά… η πολιτικοποίηση της νεολαίας, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα, δεν παύει να είναι μια αμφισβήτηση στο μοντέλο του ιδιώτη φοιτητή και μοναχικού ανθρώπου», ισχυρίζονται ορισμένες και ορισμένοι. 

Ζούμε σ’ έναν καιρό που οι όροι έχουν αποψιλωθεί από το πραγματικό τους περιεχόμενο. Για ποια πολιτικοποίηση μιλάμε; Εκείνη που «κουράρει» τα νέα παιδιά στο τάχα επαναστατικώ δικαίω δίδυμο μισαλλοδοξίας και υποκρισίας –να καταδιώκουν έμπρακτα κάθε διαφορετική άποψη την ίδια στιγμή που ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται το πανεπιστήμιο ως «άσυλο ιδεών» και ελευθερίας της γνώμης, της γνώσης και της έκφρασης;

Πρόκειται για πολιτικοποίηση ή μήπως για την άρνησή της; Αφορά ή όχι μια αρκετά περιχαρακωμένη και μικρή μειοψηφία, που με τη δράση της στέλνει όλους τους υπόλοιπους στα σπίτια τους, και ακυρώνει κάθε σοβαρή προοπτική να υπάρξει ουσιαστική προαγωγή του πνεύματος, καθώς και της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης μέσα στο πανεπιστήμιο; 

Και το κυριότερο: Τι περιεχόμενο έχει; Μήπως αυτό λειτουργεί υπονομεύοντας την συνεισφορά του ελληνικού πανεπιστημίου στην ελληνικής κοινωνίας; Η συμβολή του, πάντως, στις προσπάθειες ενίσχυσης της εθνικής άμυνας και βιομηχανίας ενώπιον του τουρκικού επεκτατισμού καταδικάζεται στο πυρ το εξώτερον ως… μιλιταρισμός· ο ρόλος της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην παραγωγική ανασυγκρότηση καταγγέλλεται ότι επιδιώκει την «υποταγή του πανεπιστημίου στις ανάγκες της αγοράς» (στην πραγματικότητα, η σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά, όταν γίνεται υπό την επίβλεψη και τους όρους που θέτει το κράτος, λειτουργεί αντίθετα, αποτελώντας ένα εργαλείο ελέγχου και καθοδήγησης της αγοράς).

Το μεγάλο λάθος της Νέας Δημοκρατίας, κοινό για όλες τις δεξιές κυβερνήσεις που θήτευσαν κατά την ύστερη μεταπολίτευση, είναι ότι αποφεύγουν ν’ αντιμετωπίσουν το φαινόμενο πολιτικά και ιδεολογικά. Απουσιάζει η πρόταση Παιδείας, Πολιτισμού, μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, η οποία θα μετέβαλε τις σιωπούσες και διασκορπισμένες πλειοψηφίες εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας σ’ ένα ρεύμα αλλαγής.

Το σύνθημα της προσαρμογής στην διεθνή πανεπιστημιακή κανονικότητα λειτουργεί ως υποκατάστατο της έλλειψης θετικής πρότασης. Ωστόσο, δεν αρκεί από μόνο του να προκαλέσει τη δυναμική μιας αλλαγής, γιατί το ευρύτερο μοντέλο του δυτικού πανεπιστημίου βρίσκεται σε κρίση.

Έχει απωλέσει την λειτουργία του ως φορέας ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας και πνευματικής αναβάθμισης των μεσαίων και κατώτερων τάξεων κι επιτελεί πλέον μονάχα την εσωτερική αναπαραγωγή μιας ελίτ της γνώσης και της αξιοκρατίας, που τείνει ν’ αποκτήσει χαρακτήρα ολιγαρχίας.

Την ίδια στιγμή, αυτή η ολιγαρχία εκφράζει την «κουλτούρα της αφύπνισης (woke)», επιτίθεται στην κλασική παιδεία, στα θεμέλια, δηλαδή, των αξιών που κατέστησαν το δυτικό πανεπιστήμιο προπύργιο ελεύθερης σκέψης, αναζήτησης και έρευνας. Μπορεί, έτσι, έξω να μην έχουν μουτζουρωμένους τοίχους, αλλά τ’ αποκεφαλισμένα αγάλματα χάσκουν στα campus· ο Όμηρος, η Αρχαία Τραγωδία, ο Σαίξπηρ, ο Βολταίρος, και όλη η σειρά των κλασικών που θεωρούνταν θεμέλιο της Παιδείας έχουν κηρυχθεί έκπτωτοι.

Έτσι, πληθαίνουν το τελευταίο καιρό οι φωνές πνευματικών ανθρώπων εντός κι εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, που βλέποντας την ανάδυση μιας κλειστής κάστας της γνώσης, οποία χαρακτηρίζεται από ακραίο δογματισμό και ιδεασμό ιεράς εξέτασης, φτάνουν να παρομοιάζουν την παρούσα κατάσταση στο δυτικό πανεπιστήμιο μ’ εκείνην που επικρατούσε στον Μεσαίωνα.

Εδώ, το πανεπιστήμιο παρουσιάζει την αισθητική εικόνα ενός γκέτο. Τα γκέτο, όμως, δεν αλλάζουν μόνο με αναπλάσεις κι επιτήρηση. Όχι τυχαία, επί δεκαετίες κυρίαρχη άποψη στο πανεπιστήμιο είναι πως το ελληνικό έθνος είναι μια επίπλαστη κατασκευή και η αναφορά σε αυτό προαναγγέλλει την έλευση της ακροδεξιάς. Ότι -εν τέλει- αυτή η κοινωνία δεν θα έπρεπε να είναι υπερήφανη για την ιστορική της διαδρομή και τον πολιτισμό της, ούτε αξίζει να βρει μέσα σε αυτήν την διαδρομή την δύναμη ώστε να μεταβάλει το παρόν της προς το θετικότερο.

Όταν καλλιεργείται μεταξύ των νέων ανθρώπων τέτοια εντύπωση αυτομηδενισμού και αποδόμησης κάθε αξίας, φτάνει ν’ αναρωτιέται κανείς περί του αντιθέτου: Γιατί δηλαδή έπειτα απ’ όλα αυτά τα πανεπιστήμια να μην θυμίζουν γκέτο

Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/246570

(Εμφανιστηκε 358 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.