Ουκρανική αντεπίθεση: Ενότητα, αποφασιστικότητα και επινοητικότητα
Τα ποιοτικά στοιχεία των Ουκρανών, που μεταβάλουν τους συσχετισμούς στο πεδίο των μαχών
Του Γιώργου Ρακκά
«Μέσα σε 5 μέρες, η Ουκρανία ανακατέλαβε έκταση μεγαλύτερη από εκείνη που η Ρωσία είχε καταλάβει από τον Απρίλιο μέχρι σήμερα», γράφει η Kiev Independent, επικαλούμενη το Institute for the Study of War, για την ουκρανική αντεπίθεση που αρχίζει και παίρνει διαστάσεις χιονοστιβάδας.
Οι τελευταίες εξελίξεις έρχονται να διαψεύσουν τους ισχυρισμούς μιας ψευδεπίγραφα ρεαλιστικής –στην πραγματικότητα “κομφορμιστικής”– άποψης που στην αρχή της εισβολής διαρρήγνυε τα ιμάτιά της για τον συντριπτικό χαρακτήρα της ρωσικής υπεροχής, και στη βάση του συνιστούσε να παρακαμφθεί η βούληση του ουκρανικού έθνους και να αναγνωριστούν οι βλέψεις της Ρωσίας επάνω της. Η ισχύς και τα μεγέθη είχαν αποφασίσει, έλεγαν, για την δορυφοροποίηση της Ουκρανίας.
Η συγκεκριμένη άποψη πάσχει γιατί ο “πρωσικός” και “κισσιγκεριανός” τρόπος που προσεγγίζει την ισχύ ανήκει στον 18ο αιώνα. Δεν λαμβάνει υπόψη του κυρίως τρία πράγματα. Πρώτον, το Δίκαιο, όχι ως “γράμμα του νόμου”, αλλά ως καθολικό αίσθημα δικαιοσύνης. Που αποτελεί όχι ιδεαλιστική αυταπάτη, αλλά καθοριστικό παράγοντα “ήπιας ισχύος” ο οποίος μάλιστα ενίοτε – όπως στην αναμέτρηση της Ρωσίας με την Ουκρανία μπορεί να γίνει πολύ διακριτός και μετρήσιμος. Δεύτερον, την ποιοτική μεταβολή που επιφέρει η πανεθνική κινητοποίηση και συμμετοχή σε μια πολεμική αναμέτρηση, η οποία απελευθερώνει θαμμένες δυνάμεις και ψυχικά αποθέματα ικανά να υπομείνουν αρχικώς το σοκ ενός πολέμου που επιδιώκε να γίνει κεραυνοβόλος, και ύστερα ν’ αντιστρέψουν υπομονετικά την ορμή του. Τρίτον, την αντιστασιακή επινοητικότητα που ενίοτε διακρίνει έθνη με μακρά παράδοση αντιμετώπισης μεγαλύτερων δυνάμεων που συνιστούν γι’ αυτά υπαρξιακή απειλή.
Οι Ουκρανοί, λοιπόν, είχαν δίκιο· υπερασπίζονται βωμούς και εστίες –την πατρίδα τους– έναντι ενός αυτοκρατορικού επεκτατισμού· από την πρώτη στιγμή της εισβολής ήταν, και ακόμα παραμένουν ενωμένοι, δίχως να αφήσουν τις εσωτερικές έριδες να διαρρήξουν το μέτωπο απάντησης στον εισβολέα· έχουν, δηλαδή φρόνημα και αποφασιστικότητα.
Είναι κομιστές ενός αιτήματος εθνικής αυτοδιάθεσης που έχει περάσει από χίλια, μύρια κύματα –μετράμε μέσα στον 20ο αιώνα λιμό και εθνοκάθαρση, γλωσσική και πολιτιστική καταπίεση, ένα πυρηνικό ατύχημα το οποίο η Μόσχα για λόγους προάσπισης του σοβιετικού κύρους άφησε να πλήξει ιδιαιτέρως την Ουκρανία προτού παρέμβει για να το αντιμετωπίσει, αλλεπάλληλες επαναστάσεις (2004, 2014), μια κεκαλυμμένη εισβολή (2014), και εσχάτως μια ανοιχτή εισβολή (2022). Τα γεγονότα αυτά έχουν σφυρηλατήσει ένα ιδιαίτερα ανθεκτικό “μέταλλο” στην ψυχή ενός ολόκληρου Έθνους και αυτό είναι που διαμόρφωσε την ανθεκτικότητά του, κατά το πρώτο σοκ της εισβολής, με την γρήγορη προέλαση των ρωσικών δυνάμεων.
Τρίτον, οι Ουκρανικές δυνάμεις επιστράτευσαν υποδειγματικά την τέχνη της παραπλάνησης προκειμένου να μπερδέψουν τον εισβολέα για το σχέδιο και τις κατευθύνσεις της αντεπίθεσης: Άφησαν να διαρρεύσει ότι εκείνη θα αφορά κύρια την περιοχή της Χερσώνας, όπου όντως συγκέντρωσαν στρατεύματα, και επιδόθηκαν σε μεθοδικό βομβαρδισμό των διαύλων επικοινωνίας με την δυτική όχθη του Δνείπερου. Οι Ρώσοι πείστηκαν, τότε, ότι το κύριο μέτωπο της αντεπίθεσης θα εξελιχθεί εκεί, μετέφεραν τα στρατεύματά τους και… έμειναν εκτεθειμένοι στο ανατολικό σκέλος του μετώπου, όπου σήμερα οι Ουκρανοί καταγράφουν τη μεγαλύτερη πρόοδο. Η παγίδα ήταν εντυπωσιακής σύλληψης και άκρως μεθοδικής εκτέλεσης, καθώς σήμερα, 20.000 στρατεύματα παραμένουν καθηλωμένα στη δυτική όχθη του Δνείπερου, ανήμπορα να κάνουν κάτι για να συγκρατήσουν την κατάρρευση της ανατολικής πτέρυγας του μετώπου.
Θ’ αντιτείνει κανείς, «ναι αλλά η Δύση της παρέχει όπλα, τις παρέχει δεδομένα από τους δορυφόρους της μπλα, μπλα, μπλα». Αυτά τα κάνει η Δύση, όμως, επειδή ακριβώς οι Ουκρανοί είναι ενωμένοι, και επιμένουν να αντιστέκονται. Αν δεν αντιστέκονταν, αν δεν παρέμεναν ενωμένοι, αν δεν κατέγραφαν επιτυχία στην άμυνα, και πρόοδο σήμερα στην αντεπίθεσή τους, η συμπαράσταση δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα.
Από την άλλη, τις τελευταίες μέρες οι Ρώσοι δείχνουν την εικόνα ενός πύργου από τραπουλόχαρτα που καταρρέει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Είναι πολύ νωρίς για να πούμε με σαφήνεια μέχρι που θα φτάσει η αντεπίθεση και σε ποια κατάσταση θα οδηγήσει στο πεδίο.
Προσώρας, όμως, ο τρόπος που κατέρρευσε το ρωσικό μέτωπο αντανακλά πλήρως την βαθύτερη κατάσταση του “ρωσικού κόσμου”, ο οποίος αγωνίζεται να δείξει απαστράπτων, αλλά στην πραγματικότητα είναι από μέσα του σάπιος.
Ένα δημογραφικό στοιχείο, από ποιες περιοχές εντός της ρωσικής ομοσπονδίας προέρχονται τα περισσότερα θύματα που μετράει σήμερα ο ρωσικός στρατός (βλ. κάτωθι πίνακα), είναι εξόχως χαρακτηριστικό για ν’ αντιληφθούμε τα χάσματα της ρωσικής ισχύος: Τα θύματα προέρχονται κυρίως από την ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου, με έμφαση την Τσετσενία, κατά δεύτερο λόγο την Σιβηρία, ελάχιστα ή και καθόλου από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη.
Η γεωγραφία των απωλειών απεικονίζει ένα στρατό της ρωσικής περιφέρειας, ως επί το πλείστον μισθοφορικό, τον οποίον οι ελίτ της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης χρησιμοποιούν ως “κρέας για τα κανόνια”, προκειμένου να υλοποιήσουν τις αυτοκρατορικές τους βλέψεις. Ενώ είναι αλήθεια ότι η πλειοψηφία της ρωσικής κοινωνίας, ο κύριος όγκος της που βρίσκεται στα υψηλότερα κλιμάκια της ηλικιακής πυραμίδας, στοιχίζεται πίσω από τον Πούτιν, την πολιτική του, και το ιδεολογικό πρόταγμα που εκφράζει, το χάσμα στη ρωσική ισχύ έχει να κάνει με τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό μαζικής συμμετοχής στο επεκτατικό εγχείρημα. Πράγμα που προδίδει ένα καθεστώς το οποίο παραμένει ελάχιστα έως καθόλου συμπεριληπτικό πολιτικά, κοινωνικά, και οικονομικά. Έναν “νεο-τσαρισμό”, εν τέλει, που παραμένει πάντως εντελώς παλιός σε ό,τι αφορά την απόσταση που χωρίζει τις διευθύνουσες ελίτ από την κοινωνική βάση.
Όλα τα παραπάνω, και πολλά άλλα ακόμα, αποτελούν εμπειρίες που δείχνουν την μορφή που θα πάρουν οι συγκρούσεις τον 21ο αιώνα. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η άποψη που διατεινόταν με περισσή ευκολία ότι η εποχή των μαζικών συγκρούσεων, όπου η κοινωνικο-πολιτική παράμετρος διαδραματίζει κι αυτή καίριο ρόλο, έχει δώσει τη θέση της στο “ρομποτικό πόλεμο”, ο οποίος περιορίζει την επίδραση των ανθρώπινων παραγόντων στην έκβαση του πολέμου διαψεύδεται πανηγυρικά. Μπορεί τα drones, τα HIMARS, και τα τζάβελιν, ν’ αποτελούν δείγματα του τι μπορεί να κάνει η νέα πολεμική τεχνολογία, αλλά οι φαντάροι της Ρωσίας και της Ουκρανίας βρίσκονται στα χαρακώματα.
Η Ελλάδα οφείλει να διδαχθεί από την έκβαση του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Όχι κυρίως γιατί τα μεγέθη είναι ανάλογα –η Ουκρανία διατηρεί μεγάλη ενδοχώρα, που την καθιστά ανθεκτική σε εισβολές που θέλουν να εξελιχθούν σε “κεραυνοβόλο πόλεμο”, ενώ και δημογραφικά οι συσχετισμοί Ουκρανίας-Ρωσίας διακρίνονται από μικρότερη ανισορροπία σε σύγκριση με τους ελληνοτουρκικούς. Όμως η Ουκρανία –όπως και το Ισραήλ, σε άλλο πλαίσιο– δίνει το παράδειγμα ενός νέου πατριωτισμού: Είναι μια κοινωνία αρκετά εκσυγχρονισμένη, που ακολουθεί σύγχρονους τρόπους ζωής, ενώ τα ιδεολογικά προτάγματα που κυριαρχούν έχουν να κάνουν με τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, και την ευρωπαϊκή προοπτική· ταυτόχρονα διακρίνεται από υψηλή εθνική συνοχή και πατριωτικό φρόνημα. Δεν πρόκειται για το παλαιό μοντέλο εθνικής κινητοποίησης, που βασιζόταν στα παραδοσιοστρεφή στρώματα, και άρα συμβαδίζει περισσότερο και με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, ενώ αποδεικνύει και τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζει ο παράγοντας έθνος και τον 21ο αιώνα, σε διάλογο μάλιστα, και όχι ανταγωνισμό με τις ευρύτερες χωρικές-πολιτιστικές συσσωματώσεις.
Ενώπιόν της, τι κάνει η ελληνική πλευρά και πως παραδειγματίζεται από τη περίπτωση της Ουκρανίας; Μήπως ο πολιτικός κόσμος δείχνει στοιχεία ενότητας και αποφασιστικότητας ενώπιον των απειλών του Ερντογάν; Καθόλου, αλλά λόγω των υποκλοπών παραμένει βυθισμένος σε μια τοξική αντιπαράθεση· προετοιμάζει η ηγεσία την κοινωνία, ώστε να αντιμετωπίσει τις εξελίξεις με ενότητα και αποφασιστικότητα; Προς το παρόν, ο πρωθυπουργός διαβεβαιώνει από την συνέντευξη τύπου που έδωσε στη ΔΕΘ ότι θεωρεί “αδιανόητη” μια τουρκική επίθεση στην Ελλάδα· με αυτόν τον τρόπο αποκοιμίζει αντί να αφυπνίζει την κοινωνία, καθυσηχάζει, αντί να ενεργοποιήσει τις διπλωματικές συμμαχίες της χώρας.
Τι μας λέει, λοιπόν, η προς το παρόν νικηφόρα και επελαύνουσα ουκρανική αντεπίθεση; Ότι η κυβέρνηση οφείλει να ανεβάσει τους τόνους απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Ότι η αντιπολίτευση πρέπει συμπράξει μαζί της σε μια ενιαία δήλωση-προειδοποίηση προς τον Ερντογάν ότι οποιαδήποτε κίνησή του θα μας βρει ενωμένους και αποφασισμένους, παρά τα όσα μας χωρίζουν στο εσωτερικό. Ότι, εν τέλει, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνία πως πέραν της ενεργειακής κρίσης, της κοινωνικής και οικονομικής στενότητας, ο χειμώνας που έρχεται θα μας θέσει και ένα αμείλικτο ερώτημα εθνικής ύπαρξης.
Εν τω μεταξύ… Σλάβα Ουκραΐνι!
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/