Σαρλ Μπετελέμ: Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ (περίοδος 1930-1941)
Του Σπύρου Κουτρούλη
Ως μνημειώδες αναφέρεται το έργο του Σαρλ Μπετελέμ, που επιχειρεί να ερμηνεύσει το κοινωνικό καθεστώς της πρώην ΕΣΣΔ και συνεπώς να κατανοήσει έγκυρα τους λόγους της παρακμής και τελικά της κατάρρευσης του. Αλλά μνημειώδης είναι και η έκδοσή του στην ελληνική γλώσσα, από τις εκδόσεις Κουκκίδα του Δημήτρη Δημόπουλου. Νομίζω ότι η αναγνωστική προσπάθεια θα είναι πιο ολοκληρωμένη αν συνδυαστεί με την μελέτη του έργου του Κώστα Παπαϊώαννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού (επανέκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις).
Μακριά από το να προσδιορίζονται ως «εκφυλισμένα εργατικά κράτη», όπως έγραφε ο Τρότσκυ, ο Σ. Μπετελέμ τα προσδιορίζει ως «κρατικό καπιταλισμό». Βεβαίως, μια τέτοια ορολογία που εφαρμόζει την μαρξική κριτική στον σοβιετικό σχηματισμό αποσκοπεί να δείξει ότι, παρότι άλλαξαν οι νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας από ιδιωτικές σε κρατικές, οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις παρέμειναν αλώβητες και άρα εκμεταλλευτικές («η κρατική ιδιοκτησία αφήνει ανέγγιχτη τη μισθωτή σχέση εκμετάλλευσης και το μόνο που κάνει είναι να επιτρέπει την ανάδυση μιας ειδικής μορφής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που αναπτύσσεται πλήρως με τον κρατικό σχεδιασμό.» σελ. 348).
Η εμμονή των κρατούντων για την δημιουργία βαριάς βιομηχανίας σε μια υπανάπτυκτη χώρα προϋπέθετε την πρωτογενή συσσώρευση κεφαλαίου με την χρήση εκτεταμένης κρατικής βίας, την καταστροφή των αγροτών αλλά και την ευρύτατη χρήση της καταναγκαστικής εργασίας και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Παρότι η καταναγκαστική εργασία δεν θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα παραγωγική, όμως χρησιμοποιείτο εκεί που η χρησιμοποίηση εργατών υπό ομαλές συνθήκες θα ήταν περίπου ανέφικτη. Φυσικά, η απουσία της αγοράς είχε ως αποτέλεσμα την ανορθολογική χρήση των πόρων και την συγκρότηση μίας νέας τάξης γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα, η οποία ήταν υπόλογη μόνο στην ηγεσία. Η κοινή λογική βέβαια κακόπαθε από την ιδεολογική της χρήση. Ο Στάλιν, ακολουθώντας τον Λένιν, ισχυριζόταν ότι το κράτος θα μαραθεί, όταν αποκορυφωθεί η ισχύς του («η απονέκρωση του κράτους δεν θα γίνει με το αδυνάτισμα της κρατικής εξουσίας, μα με το δυνάμωμά της στον ανώτατο βαθμό», σελ. 376). Ίσως σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναζητηθούν οι ευθύνες του Hegel, του Ηράκλειτου ή της μαρξικής ερμηνείας του.
Ο σταλινισμός αντιστρέφει την πραγματικότητα, θεμελιώνεται πάνω στον μύθο, ότι τον Οκτώβριο του 1917 εγκαθιδρύθηκε η προλεταριακή εξουσία και στον άλλο μύθο, ότι στην δεκαετία του ’30 οικοδομήθηκε ο σοσιαλισμός. Συγχρόνως κατασκευάζει μια νέα γλώσσα «αυτή η κωδικοποιημένη γλώσσα παίρνει σιγά-σιγά τη μορφή ξύλινης γλώσσας, μιας γλώσσας νεκρής, απ’ όπου αφαιρέθηκε η ζωή, καθώς έχασε κάθε επαφή με την πραγματικότητα» (σελ. 407).
Φυσικά δεν είναι λιγότερες οι ευθύνες του Τρότσκυ. Άλλωστε, ως υπουργός Άμυνας κατέστειλε την εξέγερση της Κροστάνδης, ενώ, πριν από τον Στάλιν, επεδίωκε την βίαιη κολλεκτιβοποίηση και την ταχύτατη εκβιομηχάνιση. Βεβαίως, ήταν ο Τρότσκυ που το 1904 κατήγγειλε τον Λένιν: «Οι μέθοδοι του Λένιν οδηγούν στο εξής: η οργάνωση του κόμματος (μια ολιγάριθμη επιτροπή) υποκαθιστά το κόμμα. η Κεντρική Επιτροπή υποκαθιστά την οργάνωση του κόμματος, και τελικά ένας “δικτάτορας” υποκαθιστά την Κεντρική Επιτροπή.» (σελ.532).
Γράφει ο Σ.Μπετελέμ στον πρόλογό του: «Έτσι η εξουσία που εγκαθιδρύθηκε τον Οκτώβρη του 1917 από τους μπολσεβίκους, που παρουσιάζεται σαν “δικτατορία του προλεταριάτου”, είναι, στην πραγματικότητα, μια δικτατορία στο όνομα του προλεταριάτου, που ασκείται τελικά πάνω στην ίδια την εργατική τάξη. Σε πολλές περιπτώσεις, ο Λένιν αναγνώριζε σιωπηρά αυτήν την πραγματικότητα.» Έτσι, το 1919 διακηρύσσει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου στη Σοβιετική Ρωσία αποτελεί μια «κυβέρνηση για τους εργαζόμενους» αλλά δεν είναι μια «κυβέρνηση από τους εργαζόμενους». Προσέθετε μάλιστα ότι η εξουσία δεν είναι αυθεντικά προλεταριακή. Μολονότι ο Λένιν αποφεύγει να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, τα λόγια του σημαίνουν πως η «δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι παρά καθαρή φαντασίωση, που παρουσιάζει με αντεστραμμένη μορφή τις πραγματικές σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί, αυτές μια δικτατορίας που ασκείται επί του προλεταριάτου.» (σελ.19).
Ο Σ. Μπετελέμ περιγράφει τα χαρακτηριστικά της σοβιετικής κοινωνίας ως εκμεταλλευτικά: «Ούτε η Οκτωβριανή Επανάσταση ούτε η σταλινική επανάσταση κατάργησαν την καπιταλιστική εκμετάλλευση, προχώρησαν μονάχα σε μια σειρά μετασχηματισμών των νομικών μορφών με τις οποίες πραγματοποιούνταν, από τους οποίους προέκυψαν ιδιαίτερες πολιτικές μορφές κυριαρχίας. Μετά τον Οκτώβρη, την πραγματική εξουσία ασκεί όλο και περισσότερο η ηγεσία μέσω του κομματικού μηχανισμού. Οι μετασχηματισμοί τους οποίους υφίσταται, προϊόντος του χρόνου, το κόμμα, τόσο εξαιτίας των αντικειμενικών συνθηκών όσο και λόγω της ιδεολογίας των ηγετών του, έχουν ως συνέπεια την όλο και μεγαλύτερη αυτονόμηση του κομματικού μηχανισμού από τα μέλη, ενώ η ηγεσία στρατολογεί η ίδια τα στελέχη της και εκκαθαρίζει όσους δεν είναι επαρκώς υποταγμένοι σ’ αυτήν. Έτσι, τη δεκαετία του 30, διαμορφώνεται ένα κόμμα πραγματικά “νέου τύπου”.» (σελ. 23). Σύμφωνα λοιπόν με τον συγγραφέα, «ο Οκτώβρης βρίσκεται λοιπόν στις ρίζες αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μεγάλη αυταπάτη του 20ου αιώνα.» (σελ. 25). Η εξουσία αυτή θεμελιώθηκε πάνω στην μαζική καταστολή και τρομοκρατία (σελ. 245), η οποία, ενώ αρχικά κατευθύνθηκε στους αγρότες και τους αντιφρονούντες που κινούνταν εκτός κόμματος, στο τέλος είχε ως αντικείμενο τους εργάτες και τα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του κόμματος, με αποκορύφωμα τις περιβόητες δίκες της Μόσχας, οπότε και αποδεκατίστηκε σχεδόν όλη η πρώτη γενιά των μπολσεβίκων.
Το 1938, ο πληθυσμός των στρατοπέδων Γκουλάγκ ανερχόταν σε 4,32 εκατ. ενώ «τα στρατόπεδα της Κολιμά αποτελούν μέρος του συμπλέγματος Ντάλστροϊ, το οποίο καταλαμβάνει έκταση τέσσερις φορές μεγαλύτερη από τη Γαλλία.» (σελ. 279).
Φυσικά πίσω από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης υπήρχε μια οικονομική λογική. Για να παρακινηθούν οι εργαζόμενοι να μετακινηθούν στην Σιβηρία, στην Άπω Ανατολή και στον Βορρά, μέσα σ’ ένα καθεστώς περιορισμού της παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, θα έπρεπε να συμπιεστούν περισσότερο οι πραγματικοί μισθοί των «ελεύθερων εργαζόμενων» στις δυτικές περιφέρειες της ΕΣΣΔ, κάτι που, πολιτικά, θα ήταν πολύ δύσκολο. (σελ. 296). Τελικά «το διάστημα μεταξύ 1929 και 1953 κόστισε στη Σοβιετική Ένωση δημογραφικές απώλειες που ξεπέρασαν τα 20 εκατομμύρια ζωές, ήταν δηλαδή μεγαλύτερες από τις απώλειες που υπέστη κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξαιτίας της πέρασαν από τα στρατόπεδα δεκάδες εκατομμύρια άνδρες και γυναίκες.» (σελ. 298).
Όλες οι παραδοσιακές σχέσεις ανάμεσα σε διευθυντές και διευθυνόμενους, μέσα στην ΕΣΣΔ αναγεννήθηκαν με πιο δραματικό τρόπο ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν πολιτικά δικαιώματα. Οι ανισότητες βεβαίως διευρύνθηκαν, γιατί ο εκάστοτε διευθυντής είχε πλέον την ευθύνη του εργοστασίου. Οι εργάτες θύμιζαν περισσότερο στρατιώτες· άλλωστε και ο Λένιν και ο Τρότσκυ θαύμαζαν την γερμανική πειθαρχία. Φυσικά, το σύστημα αποδείχθηκε εξόχως αναποτελεσματικό κι εξαιρετικά αδύναμο να μπορέσει να παρακολουθήσει τις τεχνολογικές καινοτομίες.
Ωστόσο, η ΕΣΣΔ λειτούργησε ως κλασσικό κράτος στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων του. Κάθε πολίτης του έπρεπε να υπερασπιστεί την σοβιετική πατρίδα, αλλά και κάθε ανά τον κόσμο κομμουνιστής θα έπρεπε να υπερασπιστεί την μεγάλη σοβιετική πατρίδα. Ο Σ. Μπετελέμ αναφέρεται στην τάση του «εθνομπολσεβικισμου». Ανεξάρτητα από τα ιδεολογικά της χαρακτηριστικά, οι Σοβιετικοί όφειλαν να υπερασπιστούν το κράτος τους, όταν δέχθηκαν την γερμανική επίθεση, αλλά και κατά τα άλλα λειτούργησαν με την κλασσική κρατική λογική που τους υπαγόρευε να προχωρούν, όταν η ισχύς τους το επέτρεπε, και να υποχωρούν όταν οι αδυναμίες τους το επέβαλαν.
Τον Δεκέμβριο του 1982, λίγα χρόνια πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ με πρωταγωνιστή την ίδια την κομματική ηγεσία, ο Σ. Μπετελέμ γράφει στο Παρίσι: «στο σύστημα αυτό, η κυρίαρχη τάξη, που αποτελείται από μια κομματική μπουρζουαζία επικεφαλής της οποίας βρίσκεται μια ηγετική ολιγαρχία, είναι εντελώς αποκομμένη από τα πραγματικά προβλήματα του πληθυσμού. Ζει σε όλο και πιο προνομιακές συνθήκες, ενώ το βιοτικό επίπεδο της μάζας των εργαζομένων παραμένει σε στασιμότητα εδώ και χρόνια τείνοντας να επιδεινώνεται. Η τάξη αυτή αποδεικνύεται μέχρι στιγμής ανίκανη να επιλύσει τα προβλήματα που την κατακλύζουν, γιατί οι διάφορες ομάδες και στρώματα που την απαρτίζουν είναι παγιδευμένα σε ένα δίκτυο εξουσιαστικών σχέσεων που ασκούν παραλυτική επίδραση. Στους κόλπους της τάξης αυτής, ο καθένας είναι υποτακτικός κάποιου ανώτερου κι αφεντικό ενός μεγαλύτερου ή μικρότερου αριθμού ανθρώπων. Επικεφαλής της βρίσκεται το μεγάλο αφεντικό, ο γενικός γραμματέας, που δεν μπορεί να δράσει παρά συνυπολογίζοντας τις επιθυμίες αυτών που βρίσκονται ιεραρχικά πιο κοντά του.» (σελ. 708, 709).
*Τόμος Γ’1. Οι κυριαρχούμενοι, Τόμος Γ2 Οι κυρίαρχοι. Μετάφραση: Σπύρος Κακουριώτης, εκδόσεις Κουκκίδα. Σελ. 725. Αθήνα, 2017.
Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/243759