28 Νοεμβρίου 2021 at 07:36

Frank G. Weber: «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.» (ΙV)

από

Frank G. Weber: «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.» (ΙV)

Το επόμενο κείμενο είναι από το βιβλίο του Frank G. Weber «Ο επιτήδειος ουδέτερος. Η τουρκική πολιτική κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μετάφραση: Εύη Νάντσου. Εκδόσεις Θετίλη, Αθήνα, 1979. Σελ. 36-47.

Ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το καλό παιδί της Ευρώπης» μπορείτε να το δείτε εδώ.

Η Υπόθεση της Αλεξανδρέττας

Κείμενο: Frank G. Weber

Παρόλον ότι ο Τεφίκ Ρουστή Αράς είχε δείξει πως ετοιμαζόταν να αμφισβητηθεί τον Άγγλο-ιρακινό έλεγχο της πλούσιας στο πετρέλαιο της Μοσούλης, έστρεψε εν συνεχεία τις κατακτητικές του βλέψεις στον συριακό λιμένα της Αλεξανδρέττας, που από το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρισκόταν υπό Γαλλική Εντολή. Η Αλεξανδρέττα υπήρξε ο σημαντικότερος μεσογειακός λιμένας της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αποτελούσε επίσης ζωτικό κόμβο επικοινωνίας, από τον όποιο περνούσε ένας από τους σημαντικότερους δρόμους προς τον Νότο, μέσα στη Συρία και την Παλαιστίνη. Αν οι Τούρκοι ήθελαν να ελπίζουν ότι θ’ ανακτήσουν την εμπορική ισχύ και την επιρροή τους στον αραβικό κόσμο, δεν μπορούσαν να αφήσουν την Αλεξανδρέττα υπό γαλλική κατοχή. Η κυβέρνηση της Άγκυρας ισχυριζόταν επίσης ότι ο λιμένας χρησίμευε για την διεξαγωγή λαθρεμπορίου όπλων προς τις κουρδικές και αρμενικές μειονότητες μέσα στην Τουρκία, μειονότητες που από καιρού εις καιρόν δημιουργούσαν προβλήματα στο καθεστώς του Ατατούρκ.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού, 1930.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τον Ισμέτ Ινονού, 1930.

Ο Ατατούρκ ενοχλήθηκε έντονα από την απώλεια της Αλεξανδρέττας και κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου εναντίον των Ελλήνων δήλωσε ότι οι Τούρκοι εθνικιστές ποτέ δεν θ’ απαρνηθούν την πόλη αυτή. Κατά την διάρκεια όμως του Πολέμου για την Ανεξαρτησία, σύντομα αντελήφθη ότι η Γαλλία δεν ενέκρινε απόλυτα τους στόχους της Βρετανίας και της Ελλάδος και ότι θα μπορούσε, έναντι ορισμένου τιμήματος να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον της Τουρκίας. Οι Γάλλοι ζήτησαν, και ο Ατατούρκ δέχθηκε, την αναγνώριση της Εντολής τους επί της Συρίας, περιλαμβανομένης και της Αλεξανδρέττας με τα βόρεια σύνορά της. Ως μέρος της συμφωνίας που υπεγράφη τον Μάρτιο του 1921, οι Γάλλοι υποσχέθηκαν να παραχωρήσουν ιδιαίτερα προνόμια στην τουρκική μειονότητα που βρισκόταv στον λιμένα και τα περίχωρα της πόλεως. Επίσημη γλώσσα θα ήταν και η τουρκική, σε ισοτιμία με την αραβική και τη γαλλική. Οι Τούρκοι θα είχαν ασφάλεια στην εργασία τους και στα σχολικά προγράμματα θα δινόταν έμφαση στην ιστορία και την πολιτιστική τους παράδοση.

Σύμφωνα με την επίσημη μη επεκτατική εξωτερική πολιτική του, ο Ατατούρκ δεν ανέφερε τίποτα περισσότερο για το καθεστώς της Αλεξανδρέττας, μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Από την αρχή όμως της Εντολής, Σύροι εθνικιστές κατηγορούσαν την Γαλλία ότι ποτέ δεν εξεπλήρωνε με ικανοποιητικό τρόπο τις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από τις διεθνείς συνθήκες. Το 1936, στο Παρίσι σχηματίσθηκε κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου, υπό την ηγεσία του Λεόν Μπλουμ. Η κυβέρνηση αυτή αποφάσισε να λύσει το συριακό πρόβλημα καταργώντας την Εντολή και αναθέτοντας βαθμιαία την διοίκηση στους εθνικιστές ηγέτες της Δαμασκού. Εν ονόματι της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο Δρ. Αράς διαμαρτυρήθηκε αμέσως ότι, αν και ήταν διατεθειμένος να εμπιστευθεί την τύχη της τουρκικής μειονότητας της Αλεξανδρέττας στην καλή διάθεση της Γαλλίας, δεν θα συνέχιζε να εμπιστεύεται την τύχη της στους αμόρφωτους και χωρίς πολιτική πείρα Άραβες, αν η διακυβέρνηση περνούσε σ’ αυτούς. Ο Υπουργός Εξωτερικών ισχυρίσθηκε ότι οι Τούρκοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού της πόλεως. Όταν αντικρούσθηκε από μία απογραφή της Κοινωνίας των Εθνών που κατέγραψε 129.000 Άραβες αλλά μόνο 71.000 Τούρκους, απείλησε ν’ αποχωρήσει από την Κοινωνία των Εθνών και να πλησιάσει τις χώρες που είχαν αρνηθεί με πείσμα να συμμετάσχουν σ’ αυτήν, δηλαδή την Γερμανία και την Ιταλία.

Πριν ακόμα η κυβέρνηση Μπλουμ συγκεντρώσει την προσοχή στο πρόβλημα της Αλεξανδρέττας, οι Τούρκοι είχαν υποβάλει διστακτικά αλλά σαφή αιτήματα για γερμανική υποστήριξη στην Συρία. Την πρώτη αντίδραση την πήραν όταν, το 1935, ο διακεκριμένος τραπεζίτης και Υπουργός Οικονομικών του Ράιχ, Δρ. Γιάλμαρ Σαχτ, ταξίδευσε σε πρωτεύουσες της Εγγύς και της Μέσης Ανατολής. Στόχος του Σαχτ ήταν να διευρύνει τις προοπτικές για τους Γερμανούς επιχειρηματίες σ’ εκείνη την περιοχή. Έκανε ένα σταθμό στην Άγκυρα για να συνάψει συμφωνία για λογαριασμό μιας γερμανικής κοινοπραξίας, για την κατασκευή πολλών υψικαμίνων στην Τουρκία, αλλά την τελευταία στιγμή, ο Ατατούρκ αρνήθηκε να υπογράψει την συμφωνία. Έδωσε όμως στον Σαχτ, ως εκπρόσωπο του συγκροτήματος Κρουπ, μία μεγάλη παραγγελία για οπλισμό. Στον τραπεζίτη ελέχθη ότι τα όπλα θα χρησιμοποιούνταν για τον επανεξοπλισμό των Στενών, μερικά όμως μπορεί να ήταν αναγκαία και για δράση εναντίον των Σύρων και των Γάλλων, κατά μήκος των νοτίων συνόρων της Τουρκίας.

Αργότερα, ο Σαχτ σκέφθηκε ότι ο Ατατούρκ δεν είχε δείξει μεγάλο ενθουσιασμό για παραγγελίες στους Γερμανούς, αλλά ο πρωθυπουργός Ινονού είχε επέμβει με αποφασιστικότητα για να συναφθεί η συμφωνία με τον Κρουπ. Ο Σαχτ, συνοψίζοντας την αναφορά του, έκρινε την υποδοχή που του έκανε ο Ατατούρκ αρκετά ευγενική, πίστευε όμως ότι η περαιτέρω σύνδεση της Γερμανίας με τις εδαφικές βλέψεις της Τουρκίας δεν αποτελούσε τον καλύτερο τρόπο για να αυξηθεί η επιρροή του Ράιχ στην Μέση και την Εγγύς Ανατολή. Τόνισε πως οι Άραβες ήταν πολυπληθέστεροι, πιο απελπισμένοι, και περισσότερο διατεθειμένοι ν’ αναθεωρήσουν την Συνθήκη επειδή κανένα από τα αραβικά κράτη δεν ήταν απαλλαγμένο από κάποια μορφή αγγλο-γαλλικού ελέγχου. Από την άλλη πλευρά, οι Τούρκοι είχαν εδώ και πολύ καιρό διώξει κάθε ξένο στρατό, και είχαν ξεριζώσει ή περιορίσει σοβαρά όλα τα ξένα οικονομικά συμφέροντα. Υπερήφανη για το επίτευγμά της, η κυβέρνηση της Αγκύρας θα επέμενε να την μεταχειρίζονται ισότιμα και υπήρχαν πολύ λιγότερες πιθανότητες να χρησιμοποιείται σαν πιόνι της Γερμανίας, από όσες υπήρχαν για μερικά αραβικά καθεστώτα. Ο Σαχτ πίστευε ότι οι γερμανικές μηχανορραφίες θα ήταν πολύ αποτελεσματικότερες στην Αίγυπτο παρά στην Τουρκία. Συνέστησε να γίνουν από το Βερολίνο κινήσεις, ώστε να προκληθούν ταραχές εναντίον της βρετανικής κατοχής σ’ εκείνη την χώρα. Το Γερμανικό όμως Υπουργείο Εξωτερικών αγνόησε τις υποδείξεις του και το 1936 δεν έκανε τίποτα για να ενθαρρύνει τους Τούρκους ή τους Άραβες εναντίον των Άγγλο-Γάλλων. Η γερμανική αδράνεια φαίνεται ότι οφειλόταν εν μέρει στο αποτέλεσμα της Διασκέψεως του Μοντραί. Η νέα Συνθήκη έθετε ορισμένους περιορισμούς, για τον τύπο και την χωρητικότητα των πλοίων που περνούσαν τα Στενά σε καιρό ειρήνης. Η Γερμανική κυβέρνηση πίστευε ότι οι περιορισμοί αυτοί αποσκοπούσαν κυρίως στο να αποκλείσουν τα δικά της πολεμικά πλοία «τσέπης» από την περιοχή αυτή. Παρόλες τις διαβεβαιώσεις που δόθηκαν από το Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών και από τα Υπουργεία Εξωτερικών των άλλων χωρών, η Βιλεμστράσσε ζήτησε από τους Τούρκους να απαλείψουν τα περιοριστικά σημεία της Συνθήκης. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν και υπενθύμισαν στην Γερμανία ότι αυτή δεν ήταν μία από τις Δυνάμεις στην Μεσόγειο, και κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να ζητάει προνομιακή μεταχείριση. Η απάντηση αυτή προκάλεσε ψυχρότητα στις σχέσεις Βερολίνου και Αγκύρας, στις αρχές όμως του επόμενου έτους φάνηκε ότι η ψυχρότης είχε λησμονηθεί.

Τον Ιανουάριο του 1937, η Κοινωνία των Εθνών διακήρυξε την αυτονομία της Αλεξανδρέττας και των περιχώρων της. Οι αρχές της πόλεως μπορούσαν τώρα να διαχειρίζονται τις τοπικές υποθέσεις ανεξάρτητα από τις συριακές αρχές της Δαμασκού. Οι Τούρκοι κάτοικοι μεταχειρίστηκαν αυτή την κατάσταση σαν δικαιολογία για να επιβληθούν εναντίον των Μουσουλμάνων και των Χριστιανών Αράβων γειτόνων τους, δολοφονώντας τόσους πολλούς, ώστε φάνηκε πως το αποτέλεσμα θα ήταν μία τουρκική πλειοψηφία. Ή κυβέρνηση της Άγκυρας δημοσία αποδοκίμασε τα εγκλήματα αυτά, μυστικά όμως τα ενθάρρυνε στέλνοντας Κούρδους νομάδες να περάσουν τα σύνορα ή να δολοφονήσουν Άραβες στην Αλεξανδρέττα. Τζαμιά και εκκλησίες βεβηλώθηκαν χωρίς διάκριση. Ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι έκαναν νέα έκκληση για γερμανική βοήθεια. Ομάδες Τούρκων επισκέφθηκαν τοv Φρίτς Ζάιλερ, Γερμανό πρόξενο στην Βηρυτό, ζητώντας χρήματα και όπλα για τον αγώνα τους εναντίον της αραβικής αντιδράσεως. Αν και άλλοι επίσημοι του προξενείου καταδίκασαν τις βιαιότητες στην Αλεξανδρέττα, ο Ζάιλερ αντιμετώπισε ευνοϊκά το τουρκικό θέμα και έστειλε τηλεγράφημα στο Βερολίνο ζητώντας την άδεια να ενισχύσει τους Τούρκους. Πίστευε ότι η τουρκική κατοχή της Αλεξανδρέττας ήταν μεν αναπόφευκτη, αλλ’ ότι δεν θα ‘πρεπε η Άγκυρα να αφεθεί να επιτύχει μία μονόπλευρη νίκη. Αντιθέτως, η Γερμανία θα ‘πρεπε να προωθήσει το θέμα και να συμμετάσχει, έτσι ώστε η κυβέρνηση Ατατούρκ να αισθανθεί μία υποχρέωση πού κάποτε θα μπορούσε να εξελιχθεί σε επίσημη τουρκο-γερμανική συμμαχία. Η Βιλελμστράσσε αντέδρασε με μεγάλη επιφυλακτικότητα σ’ αυτήν την άποψη. Συμφώνησε να μελετήσει το θέμα της παραδόσεως πυρομαχικών, αλλά απαγόρευσε στον Ζάιλερ να ενισχύσει τους Τούρκους στασιαστές στην Αλεξανδρέττα. Παράλληλα όμως του ζητήθηκε και να διαχωρίσει την θέση του από οποιαδήποτε επίσημη αγγλο-γαλλική καταδίκη της βίας αυτής. Αν και δεν είχε την πρόθεση να δώσει καμμία βοήθεια στους Τούρκους, η Βιλελμστράσσε δεν ήθελε και να τους επιβαρύνει με καμμία κατηγορία.

Η μάχη στο Σαγγάριο (10-29 Αυγούστου 1921) ήταν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του Ελληνικού Στρατού να συντρίψει τον Κεμαλισμό. Σκηνή της Μάχης του Σαγγαρίου σε λαϊκή εικόνα της εποχής. Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΕ’. Αθήνα, 1978.
Η μάχη στο Σαγγάριο (10-29 Αυγούστου 1921) ήταν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του Ελληνικού Στρατού να συντρίψει τον Κεμαλισμό. Σκηνή της Μάχης του Σαγγαρίου σε λαϊκή εικόνα της εποχής. Πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΕ’. Αθήνα, 1978.

Ο Ζάιλερ θα μπορούσε να είχε πείσει την κυβέρνησή του να τηρήσει μία περισσότερο αποφασιστική στάση. Οποιαδήποτε όμως γερμανική πρωτοβουλία δύσκολα μπορούσε να συμβαδίσει με την ιταλική πολιτική στην Μέση Ανατολή. Πριν προλάβει η Βιλελμστράσσε να πάρει οριστική απόφαση για ενίσχυση της τουρκικής πλευράς στην Αλεξανδρέττα, η Ρώμη διώρισε στην Συρία νέο πρόξενο, τον Μπίβιο Σμπράνα. Ο άνδρας αυτός ήταν ένας ταραχοποιός που είχε διωχθεί από το Μαρόκο, επειδή είχε οργανώσει εκεί αντιγαλλικές συνωμοσίες. Η νέα του θέση, όπως ανακοίνωσε στον Ζάιλερ, αποσκοπούσε στο να επιδιώξει την δημιουργία ενός ιταλικού προτεκτοράτου που να περιλαμβάνει όλους τους χριστιανούς της Συρίας και του Λιβάνου. Ο Σμπράνα ανέμενε ότι η Γαλλική διοίκηση θα εξεδιώκετο όχι μόνο από την Αλεξανδρέττα αλλά από μία ολόκληρη περιοχή που εκτεινόταν νοτίως της πόλεως. Η Ιταλική κυβέρνηση δεν είχε την πρόθεση ν’ αφήσει ούτε στους Τούρκους ούτε στους Άραβες την διαχείριση της Γαλλικής Εντολής. Σκόπευε ν’ αναλάβει η ίδια αυτή την δικαιοδοσία.

Ο Ζάιλερ θεώρησε τον Ιταλό συνάδελφο του αποκρουστικό, αλλά παραδέχθηκε ότι ήταν πολύ ικανός στις δημόσιες σχέσεις. Οργάνωνε δεξιώσεις και συναυλίες και πρόβαλε ιταλικές ταινίες, που ευχαριστούσαν πολύ τους Σύρους. Το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων του, κατά τον Ζάιλερ όμως, ένα μέρος των χρημάτων που ξόδευε ο Σμπράνα προερχόταν από το θησαυροφυλάκιο του Βατικανού. Ο Ιταλός εκαυχάτο ότι πριν φύγει από την Ρώμη, ο Πάπας Πίος ΙΑ’ του είχε παραχωρήσει ακρόαση μιας ώρας και τον είχε ενθαρρύνει προσωπικά. Διεδίδετο ότι ο Πάπας Πίος με την βοήθεια του Ιταλικού Υπουργείου Εξωτερικών επεδίωκε να επιβάλει ένα ενιαίο παπικό έλεγχο στα πολυάριθμα δόγματα στα οποία ήταν διαιρεμένος ο χριστιανικός πληθυσμός της. Η Βιλελμστράσσε ήταν ανίκανη να επαληθεύσει οποιαδήποτε επαφή μεταξύ του Σμπράνα και του Πάπα, αποφάσισε όμως ότι δεν ήταν σκόπιμο να προσβάλει ούτε τον Πάπα ούτε τον Μουσολίνι. Τον Μάιο του 1937, ο Χίτλερ υπέγραψε με τον Ντούτσε το Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν. Η Γερμανική κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει κανένα δευτερεύον θέμα, όπως ήταν ο αραβοτουρκικός κυνισμός στη Συρία, να υπονομεύσει το Σύμφωνο. Ο Ζάιλερ πήρε οδηγίες να συνεχίσει να αποπέμπει τους Τούρκους. Οι Τούρκοι δεν ήταν δυνατόν να αποθαρρυνθούν με τίποτα. Αν οι κρούσεις τους σε προξενικό επίπεδο είχαν αποτύχει, αποφάσισαν εν συνεχεία να απευθυνθούν στα ανώτατα υπουργικά κλιμάκια στο Βερολίνο. Τον Μάιο του 1937, ο Πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού αντιπροσώπευσε την Τουρκία στις τελετές της στέψεως του Βασιλέως Γεωργίου ΣΤ’ στο Λονδίνο. Η Άγκυρα γνωστοποίησε ότι ο Ινονού, επιστρέφοντας, θα περνούσε από αρκετές πρωτεύουσες και ότι θα επιθυμούσε να συζητήσει τις τουρκογερμανικές σχέσεις με το Υπουργείο Εξωτερικών στο Βερολίνο. Η Βιλελμστράσσε σκέφθηκε ότι θα ήταν σκόπιμο να έχει μαζί του μία συζήτηση, ζητώντας όμως πρώτα την γνώμη του Κέλλερ, πρεσβευτή της στην Άγκυρα. Ο Κέλλερ τους προειδοποίησε να αποφύγουν την σύσκεψη αυτή. Έχοντας υπ’ όψιν την κακή κατάσταση της υγείας του Ατατούρκ, πίστευε σύντομα μπορούσε να ξεσπάσει αγώνας επικρατήσεως για την τουρκική προεδρία, ανάμεσα στον Ισμέτ Ινονού και τον Υπουργό Εξωτερικών, Αράς. Κατά τη γνώμη του πρεσβευτή, η Γερμανία δεν έπρεπε με κανένα τρόπο να φανεί ότι παίρνει πρόωρα το μέρος οποιουδήποτε από τους δύο. Έτσι λοιπόν, η Βιλελμστράσσε δεν προσκάλεσε τον Ινονού να επισκεφθεί το Βερολίνο, οι Τούρκοι όμως, και αυτό εξέπληξε κάπως τον Κέλλερ, δεν πήραν πολύ σοβαρά αυτή την απόρριψη. Αντιθέτως, στα τέλη Ιουλίου του 1937, έστειλαν στη Γερμανία μία εμπορική αποστολή υπό την ηγεσία του Αλή Τσετίνκαγια, Υπουργού Δημοσίων Έργων. Το Υπουργείο Εξωτερικών ήθελε να αναβάλει για λίγο καιρό την αποστολή αυτή, υποχώρησε όμως στις πιέσεις των Κρουπ, που φιλοξένησαν με μεγάλη χλιδή την τουρκική αποστολή στην Βίλλα Χύγκελ, το οικογενειακό τους μέγαρο. Ο Τούρκος υπουργός άρχισε την επίσκεψή του παραχωρώντας στην Λουφτχάνσα άδεια για απευθείας πτήσεις από την Μικρά Ασία στο Αφγανιστάν, προνόμιο που εδώ και πολύ καιρό ζητούσαν ανεπιτυχώς οι Γερμανοί. Η αρχική όμως εγκαρδιότης των διαπραγματεύσεων διαλύθηκε όταν ο Αλή Τσετίνκαγια προσπάθησε να μεταθέσει το θέμα τους από το έμποροί στην διπλωματία. Οι Γερμανοί αμφιτρύωνές του αρνήθηκαν να σχολιάσουν το πρόβλημα της Αλεξανδρέττας, τον ρόλο της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο, ή τους μακροπρόθεσμους στόχους της εξωτερικής πολιτικής του Χίτλερ. Ούτε και δέχθηκαν να δανείσουν στην Άγκυρα εκατόν πενήντα εκατομμύρια μάρκα, αν το ποσό αυτό δεν επιστρεφόταν σε χρήμα και όχι σε είδος, τουρκικό μαλλί, βαμβάκι, μοχαίρ και ελαιόλαδο – όπως πρότεινε ο Αλή Τσετίνκαγια. Τα υποτυπώδη αγγλικά του Τούρκου και η έλλειψη αγωγής των νεωτέρων μελών της αποστολής του, δεν βοήθησαν καθόλου την κατάσταση και, στο τέλος των διαπραγματεύσεων, δεν είχαν καταλήξει σε καμμία απόφαση. Ο Τσετίνκαγια έφυγε από την Γερμανία οργισμένος, το Τουρκικό όμως Υπουργείο Εξωτερικών έστειλε τις θερμότερες ευχαριστίες του για την φιλοξενία που του επεφύλαξαν και έδειξε την διάθεση να αφήσει στους Γερμανούς περισσότερο χρόνο για να μελετήσουν τους όρους του δανείου.

Με την αποτυχία της αποστολής του Αλή Τσετίνκαγια, οι Γερμανοί απέρριπταν για τέταρτη φορά μέσα σε δύο χρόνια, το τουρκικό άνοιγμα για φιλία. Και όμως, οι Τούρκοι δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα, σχεδόν με εγκαρδιότητα, αυτήν την απόρριψη. Γιατί, παρόλο που είχαν αποτύχει να εξασφαλίσουν μία συμφωνία με το Βερολίνο, γνώριζαν πολύ καλά ότι και οι αντίπαλοί τους οι Άραβες, είχαν επίσης αποτύχει. Οι κραδασμοί από την υπόθεση της Αλεξανδρέττας έφθασαν βαθιά μέσα στην Υπεριορδανία, την Σαουδική Αραβία και το Ιράκ οι κυβερνήσεις των όποιων αποφάσισαν να αναχαιτίσουν αυτό πού αποκαλούσαν «Κεμαλικό Ιμπεριαλισμό». Στην αρχή, οι Άραβες επεδίωξαν να επιτύχουν συμβιβασμό με την Τουρκία, σχετικά με τις αμοιβαίες εδαφικές διεκδικήσεις. Τον Ιούνιο του 1937, ο Βασιλεύς Αμπντουλλάχ της Υπεριορδανίας, συναντήθηκε στην Άγκυρα με τον Ατατούρκ και, εξ ονόματος των Αραβικών κρατών, προσφέρθηκε να εγκρίνει την παραχώρηση της Αλεξανδρέττας στην Τουρκία, αν οι Τούρκοι θα υποστήριζαν μία ένωση της Υπεριορδανίας και της Παλαιστίνης, ως πυρήνα μιας μελλοντικής ευρύτερης αραβικής ομοσπονδίας. Ο Ατατούρκ πρόβαλε στον βασιλέα κατηγορηματική άρνηση. Ούτε αυτός, ούτε ο Δρ. Αράς ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν τον περιορισμό των επεκτατικών βλέψεων της Τουρκίας από οποιοδήποτε είδος αραβικής «ζώνης ασφαλείας».

Τότε οι Άραβες στράφηκαν προς την Γερμανία, την ίδια περίπου εποχή που και οι Τούρκοι υπέβαλαν τα δικά τους αιτήματα. Οι αραβικές επαφές με το Ράιχ είχαν και επίσημο και ημιεπίσημο χαρακτήρα. Πρώτες τους αιτήσεις για βοήθεια υποβλήθηκαν στον Δρα Φριτς Γκρόπα, Γερμανό πρεσβευτή στη Βαγδάτη. Ο Γκρόμπα ήταν ένας κοντόχοντρος, δραστήριος βετεράνος διπλωμάτης στη Μέση Ανατολή. Τον Νοέμβριο του 1937, ο Γιουσούφ Γιασίν, ιδιαίτερος γραμματεύς του Βασιλέως Ιμπν Σαούντ της Σαουδικής Αραβίας, επισκέφθηκε τον Γερμανό πρεσβευτή και ρώτησε αν το Ράιχ ήταν διατεθειμένο ορίσει πρεσβευτή στην Τζέντα, την σαουδαραβική πόλη στην οποία έπρεπε να κατοικούν οι ξένοι διπλωμάτες, αντί για την πρωτεύουσα Ριάντ, που εθεωρείτο ιερή πόλη. Ο Γιουσούφ Γιασσίν ζήτησε επίσης από τον Γκρόμπα να αρχίσουν εκτενείς διαπραγματεύσεις για την αποστολή γερμανικών όπλων και άλλου πολεμικού υλικού στον Σουδάραβα μονάρχη. Ο Γκρόμπα όμως γνώριζε ότι τα όπλα αυτά θα ξεφορτώνονταν σ’ ένα συριακό λιμένα και ότι ή θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των Τούρκων πού απειλούσαν την Αλεξανδρέττα ή θα κατευθύνονταν προς τα οπλοστάσια της Σαουδικής Αραβίας. Όταν ο Γκρόμπα απάντησε με υπεκφυγές, ο Άραβας απεσταλμένος παρατήρησε ότι Ιάπωνες επιχειρηματίες είχαν ήδη επισκεφθεί την Σαουδική Αραβία και φαίνονταν διατεθειμένοι να καλύψουν τις ανάγκες του Ίμπν Σαούντ.

Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους ο Χένρυ Κον, ένας πράκτορας των Αράβων χωρίς επίσημα διπλωματικά διαπιστευτήρια, παρουσιάστηκε στο Αρχηγείο της Γκεστάπο, στο Βερολίνο. Ο Κον ήταν Πέρσης εκ γενετής, από τον δεύτερο όμως γάμο της μητέρας του με Γερμανό ήταν Γερμανός. Διαβεβαίωσε την Γκεστάπο ότι ο Ίμπν Σαούντ θεωρούσε επείγουσα ανάγκη το άνοιγμα των σχέσεων με την Γερμανία, εν όψει της τουρκικής απειλής στην Αλεξανδρέττα και των σιωνιστικών απαιτήσεων στην Παλαιστίνη. Ζήτησε γερμανικό πολεμικό υλικό εξοφλητέο σε μία πενταετία ή, εφόσον επέμεναν οι Γερμανοί, εξοφλητέο με την πιθανή μεταβίβαση σ’ αυτούς όλων των βρετανικών περιουσιακών στοιχείων στη Σαουδική Αραβία, κυρίως πετρελαιοπηγών και διυλιστηρίων. Ο Κον δήλωσε ότι ο Πρίγκηπας Αμπντουλλάχ, αδελφός του Βασιλέως Ίμπν Σαούντ, ήταν διατεθειμένος να έλθει στο Βερολίνο για να επικυρώσει συγκεκριμένα σημεία μιας συμφωνίας, αν οι Γερμανοί ήθελαν να τον δεχθούν.

Η Βιλελμστράσσε απέφυγε οποιαδήποτε ενέργεια σχετική με αυτές τις προτάσεις, ως τα μέσα του 1938. Ο νεοδιορισθείς Υπουργός Εξωτερικών, Ιωακείμ φον Ρίμπεντροπ, συνεκάλεσε τότε επιτροπή μονίμων υφυπουργών και τοπικών εμπειρογνωμόνων για να εξετάσουν τις σχέσεις με τα αραβικά κράτη. Ο Ρίμπεντροπ ζήτησε την συμβουλή του Φριτς Γρόμπα, Γερμανού πρεσβευτή στο Ιράκ, του Βέρνερ φον Χέντιγκ, διευθυντή του Τμήματος Υποθέσεων της Εγγύς Ανατολής του Υπουργείου Εξωτερικών, και του Ναυάρχου φον Κανάρις, αρχηγού της Γερμανικής αντικατασκοπείας. Από τους τρεις αυτούς άνδρες, ο Φρίτς Γκρόμπα ήταν εκείνος που αντιμετώπιζα ευνοϊκότερα τις-προτάσεις των Αράβων. Τους προτιμούσε από τους Τούρκους, τους όποιους περιέγραφε ως υπερβολικά φιλοδυτικούς και αγγλόφιλους, για να μπορούν να είναι χρήσιμοι στους Γερμανούς. Πρότεινε επίσης να σταλεί στην Τζέντα Γερμανός πρεσβευτής διότι, σε αντίθεση με την Βρετανία, την Γαλλία και την Ιταλία, το Ράιχ δεν είχε ακόμη αντιπροσωπεία εκεί. Ο Γκρόμπα επιδοκίμασε επίσης την αποστολή γερμανικών όπλων.

Παρά ταύτα όμως υπέδειξε και εκείνος ορισμένες αρνητικές πλευρές μιας συνεργασίας με τον Ίμπν-Σαούντ. Κατά τον Γκρόμπα, ο μονάρχης προσπαθούσε να γίνει βιομηχανικά αυτάρκης. Ο Γιουσούφ Γιασίν είχε ζητήσει για την Σαουδική Αραβία βιομηχανικά καλούπια και μηχανήματα καθώς και όπλα. Ο Γκρόμπα υπολόγιζε ότι, με τον καιρό, η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εμπορικό ανταγωνιστή της Γερμανίας στην Μέση Ανατολή, και όχι απλώς σε πελάτη της. Επί πλέον, αν και ο Ιμπν Σαούντ ήταν αντίθετος με τους Τούρκους, τις Βρετανικές και Γαλλικές αρχές Εντολής και τους Σιωνιστές, μισούσε εξίσου και τους ηγέτες του Μπαχρέιν, του Κουβέιτ και του Κατάρ, εναντίον των οποίων ίσως θα σπαταλούσε τα γερμανικά. Ο Γκρόμπα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι αυτές οι φυλετικές διαμάχες δεν είχαν κανένα όφελος για την γερμανική διπλωματία. Ο Χέντιγκ και ο φον Κανάρις υπήρξαν ακόμη περισσότερο επικριτικοί στην αξιολόγηση των αραβικών υποθέσεων. Κανείς από τους δύο δεν διαφωνούσε με την αποστολή γερμανικής αντιπροσωπείας στην Τζέντα, και ο φον Κανάρις δεχόταν να κάνουν μία συμβολική αποστολή μη συγχρόνων όπλων στον Ιμπν Σαούντ, σαν χειρονομία αβροφροσύνης. Ο Χέντιγκ όμως πίστευε ότι οι μακροπρόθεσμες πιστώσεις στους Άραβες αποτελούσαν υπερβολικά επικίνδυνη επένδυση και έκανε την πρόβλεψη ότι οι ανεξάρτητες Αραβικές κυβερνήσεις θα κατέστρεφαν κάθε γερμανικό πολιτιστικό και εμπορικό πυρήνα στην Μέση Ανατολή. Κατά τη γνώμη του, οι Άραβες ήταν ξενόφοβοι ενώ οι Τούρκοι, συνηθισμένοι από αρκετούς αιώνες σε επαφές με την Ευρώπη, ανέχονταν και μάλιστα επικροτούσαν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Ο Ρίμπεντροπ υιοθέτησε την άποψη του Κέντιγκ, προσθέτοντας ότι εκείνη την εποχή ο έντονος αντισιωνισμός των Αράβων θα έφερνε σε δύσκολη θέση τους Γερμανούς. Πολιτική του Χίτλερ εξακολουθούσε να είναι η εκδίωξη των Εβραίων από το Ράιχ. Στο Βερολίνο ιδρύθηκε ειδική υπηρεσία, ονόματι Χααβαρά που εβραϊκά σημαίνει «μεταφορά» για να δίνει θεωρήσεις στους Εβραίους για αναχώρηση στην Παλαιστίνη, αφού τους είχαν δημεύσει τα περισσότερα περιουσιακά στοιχεία. Ο Ρίμπεντροπ φοβόταν πως ο αραβικός έλεγχος της Παλαιστίνης θα έβαζε τέρμα στην εβραϊκή επανεγκατάσταση στη Μέση Ανατολή. Για τον λόγο αυτό και για άλλους λόγους που πρόβαλαν οι σύμβουλοι του, ο Υπουργός Εξωτερικών των Ναζί αποφάσισε να μη βοηθήσει τους Άραβες. Αντί γι’ αυτό όρισε την πολιτική του Ράιχ απέναντι τόσο στους Άραβες όσο και στους Τούρκους, ως πολιτική αβροφροσύνης και μη αναλήψεως υποχρεώσεων.

Ο Ρίμπεντροπ, μάλλον εν άγνοια του, είχε για την ώρα παρακάμψει ένα άλυτο πρόβλημα της γερμανικής διπλωματίας. Όπως θα ανακάλυπτε σύντομα, ήταν αδύνατον να συνεργαστεί επιτυχώς και με τους Τούρκους και με τους Άραβες. Οι πολιτικές και εδαφικές βλέψεις τους ήταν αγεφύρωτες. Ελλείψει όμως μιας επικυρωμένης συμφωνίας με την Γερμανία, η απόφαση του Ρίμπεντροπ υπήρξε πολύ ευνοϊκή για την πολιτική του Τεφίκ Ρουστή Αράς. Ο Αράς προέβαλε σταθερά τις απαιτήσεις του για την Αλεξανδρέττα. Έχοντας επιτύχει εσωτερικές ελευθερίες για τους Τούρκους της Αλεξανδρέττας, ζήτησε από την Γαλλία να αφήσει τον Τουρκικό στρατό να καταλάβει την πόλη για να διασφαλίσει αυτές τις ελευθερίες. Το Παρίσι ήταν διατεθειμένο να διαπραγματευθεί το θέμα, ήθελε όμως σε οποιαδήποτε συμφωνία να προστεθεί ένας όρος με τον όποιο θα απεκλείετο οποιαδήποτε περαιτέρω τουρκική επέκταση στην Συρία. Ο Αράς αρνήθηκε να δεχθεί αυτόν τον όρο. Οι Γερμανοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Έλληνες διπλωματικοί παρατηρητές φοβόνταν ότι είχε βλέψεις στο Χαλέπι, την Μοσούλη, την Τρίπολη, και ακόμη παρά πέρα. Οι Γάλλοι έλεγαν ότι ο Αράς δεν θα σταματούσε πριν τα τουρκικά σύνορα φθάσουν μέχρι την Χάιφα. Ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών, Ήντεν, είπε σε μερικούς συναδέλφους του στο Φόρεϊν Όφφις, ότι η Άγκυρα έκλινε προς τον Άξονα, αν και δεν γνώριζε να υπάρχει καμμία οριστική συμφωνία μεταξύ της Τουρκικής κυβερνήσεως και του Βερολίνου.

Πράγματι, δεν υπήρχε καμμία συμφωνία. Ο φόβος όμως μιας επικείμενης συμφωνίας, οδήγησε τους ανήσυχους Γάλλους να επιτρέψουν στον Τουρκικό στρατό να εισέλθει στην Αλεξανδρέττα, στις 5 Ιουλίου 1938. Ένα χρόνο αργότερα, η πόλη και τα περίχωρά της, που οι Τούρκοι μετονόμασαν σε Χατάγια, προσαρτήθηκαν από την Άγκυρα. Μερικές γαλλικές εφημερίδες ισχυρίσθηκαν ότι η παραχώρηση της Αλεξανδρέττας υπήρξε μία σωστή ενέργεια που ανάλογή της αν είχε γίνει πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, θα είχε εμποδίσει την Τουρκία να περάσει στον, γερμανικό συνασπισμό. Ο Αράς όμως δεν επέτρεψε να κυριαρχήσουν παρόμοιες ψευδαισθήσεις. Δήλωσε ότι η Τουρκία δεν είχε καμμία υποχρέωση σε καμμία κυβέρνηση και ότι μπορούσε να ρίξει το βάρος της σε οποιαδήποτε πλευρά επιθυμούσε.

Η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία ανταγωνίζονταν για την εύνοιά της. Η Γαλλία υπέγραψε με την Άγκυρα Σύμφωνο Φιλίας, η Βρετανία της παραχώρησε πίστωση δεκαέξι εκατομμυρίων λιρών στερλινών και ο Βάλτερ Φουνκ, Υπουργός Οικονομικών του Ράιχ πήγε αεροπορικώς στην Άγκυρα για να συνάψει την εμπορική συμφωνία την οποία ο Αλή Τσετίνκαγια είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να συνάψει πριν ένα έτος. Η Γερμανία δάνεισε στην Τουρκία εκατόν πενήντα εκατομμύρια μάρκα εξοφλητέα σε είδος, σε μία περίοδο δέκα ετών. Αν και οι Γερμανοί επιχειρηματίες δεν ήθελαν τα τουρκικά εμπορεύματα, το Βερολίνο τους επιχορηγούσε για να τα αγοράζουν και να τα εμπορεύονται. Οι Τούρκοι μονογράφησαν αυτή τη συμφωνία στο Βερολίνο, μία ακριβώς εβδομάδα πριν το θάνατο του Ατατούρκ.

Ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Το καλό παιδί της Ευρώπης» μπορείτε να το δείτε εδώ.

(Εμφανιστηκε 651 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.