Πουλιά, ζώα, έντομα: Οι… βοηθοί των πρακτικών μετεωρολόγων!
Κείμενο – φωτό: Βασίλης Μαλισιόβας*
Άλλαξε για τα καλά ο καιρός. Ραγδαίες βροχοπτώσεις σε όλη τη χώρα. Το ξέραμε όμως από μέρες. Αλλά… τι καιρό θα κάνει το Σαββατοκύριακο που έχετε κανονίσει να πάτε εκδρομή; Τη Δευτέρα απόγευμα που είναι τα γενέθλια του γιου σας θα μπορέσετε να τα γιορτάσετε στον κήπο; Την επόμενη Κυριακή που θέλετε να πάτε στο εξοχικό για να περιποιηθείτε τον κήπο θα είναι ηλιόλουστη η μέρα;
Όλες οι ερωτήσεις έχουν την απάντησή τους με μια απλή αναζήτηση ακόμη και στο κινητό σας τηλέφωνο, δυνατότητα αδιανόητη για τους προγόνους μας. Αλλά κι αυτοί κάτι είχαν…
Τα ημερομήνια
Τα (η)μερομήνια είναι ένας εμπειρικός τρόπος πρόβλεψης του καιρού του επόμενου δωδεκαμήνου. Αφετηρία θεωρείται ο Αύγουστος, και μάλιστα με βάση το παλιό (ιουλιανό) ημερολόγιο, το οποίο υπολογίζεται αφαιρώντας 13 μέρες από την τρέχουσα ημερομηνία. Η κάθε μέρα αντιστοιχεί σε ένα μήνα. Απ’ το πρωί μέχρι το μεσημέρι είναι το πρώτο δεκαήμερο του μήνα, απ’ τις 11 το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα το δεύτερο και στη συνέχεια το τρίτο. Εννοείται ότι, επειδή διαφέρουν τα γεωγραφικά δεδομένα από τόπο σε τόπο, η ετήσια πρόβλεψη του καιρού αφορά μόνο την κάθε περιοχή.
Η ευγενέστατη συνομιλήτριά μου, που ακόμη και σήμερα «ξετάζει τα μερομήνια», έχει τον λόγο:
«Οι παλιοί ξέταζαν τα μερομήνια. Δεν ήταν τότε τηλεόραση να γλέπουμε. Να σ’ πω πώς είναι τα μερομήνια… Πααίνουν με το παλιό (ενν. ημερολόγιο). Τον Αύγουστο τα ξετάζουμε τα μερομήνια. Τ’ς 14 Αυγούστου, παραμονή τ’ς Παναΐα, είναι πρώτη ο μήνας με το παλιό. Αυτήνη η μέρα είναι Αύγουστος. Τ’ς 15, τ’ μέρα το Δεκαπενταύγουστο, είναι ο Τρυητής, ο Σεπτέμβριος π’ τον λέμε τώρα. Τ’ς 16 είναι ο Αϊ-Δημήτρης, ο Οκτώμβριος… Κι έτσι πααίνει η δ’λειά (δηλ. προχωράει ο υπολογισμός). Όσο να συμπληρωθούν οι 12 μήνες. Μία μέρα για κάθε μήνα.
Άμα μία μέρα είναι συγνεφιά, αυτόν το μήνα (που αντιστοιχεί στη μέρα) θα βρέχει. Ή άμα είναι κρυότη μία μέρα, θα κάνει κρύο (στον αντίστοιχο μήνα). Το ίδιο γένεται και με τ’ βροχή. Καλά, δε χιονίζει το καλοκαίρι! Το χιόνι δεν το βρίσκουμε (δεν μπορούμε να κάνουμε πρόγνωση για χιονοπτώσεις), αλλά το κρύο, τ’ς βροχάδες, αλλά και τ’ στέγνα (ξηρασία) τα βρίσκουμε.
Εμείς τα ‘μαθαμαν τα μερομήνια απ’ τ’ς γονέους μας κι τ’ς παππ’λάδες μας. Τα παλιά τα χρόνια έτσι πορεύονταν ο κόσμος, αλλά μάθαιναν από μ’κροί αυτά τα πράματα. Ακόμα κι τ’ν ώρα ήξεραμαν να τ’ βρίσκουμε μ’ αντικειασμό (κατά προσέγγιση), αφού δεν είχαμαν ρολόια. Θ’μάμαι έλεγε ο μακαρίτ’ς ο πατέρας μ’ όταν ήμασταν 18 χρονών κοπέλες: Μην τ’ράτε τον ίσκιο σας το πρωί, γιατί σας φέρει ότι είστε πολύ μεγάλοι. Δηλαδή το ‘φερνε (αναφερόταν) στον εγωισμό. Γιατί το πρωί είναι μεγάλος ο ίσκιος… “Ποια είμ’ εγώ…”. Αλλά όταν έρθεται το μεσημέρι, δηλαδή περάν’ τα χρόνια κι ο άνθρωπος γένεται 25-30 χρονών, μ’κραίνει ο ίσκιος, γιατί διαβαίνουν τα χρόνια…. και μένει ανύπαντρος ο άνθρωπος! Γι’ αυτό ο άνθρωπος δεν πρέπει να τ’ράει τον ίσκιο το πρωί και να ‘χει εγωισμό, ψ’λές ιδέες, “ποιον θα πάρω εγώ”. Να ‘χει τα μυαλά του στο κεφάλι…».
Όταν τα γίδια… κοιμούνται σαν γελάδια!
Άκρως παρατηρητικοί οι κτηνοτρόφοι, οπότε ούτε κι ο καιρός τούς ξεφεύγει…
«Άμα κοιμάνταν τα γίδια στουν ίσκιου, θα να βρεχε τ’ν άλλη τ’ μέρα. Γιατί τα γίδια κανονικά κοιμάνται κατά ηλιού, σα γελάδια, μέσα στον κουρνιαχτό. Άμα τα γλέπ’ς κι κοιμάνται στουν ίσκιου, θα βρέξει αύριου!
Τα πράματα (γιδοπρόβατα) καταλαβαίνουν καλύτιρα απ’ τουν άνθρουπου αν θα βρέξει τ’ν άλλη μέρα. Άμα τα ιδείς κι βοσκάν’ λαίμαργα, μέχρι του βράδυ, νιώθουν καιρό κακόν, θα βρέξει, θα ‘ναι βρεμένη η άλλη μέρα, θα ‘χει κρύου.
Εμείς οι βλάχοι (ενν. μετακινούμενοι κτηνοτρόφοι) ξέταζαμαν κι άλλα σημάδια. Άμα τα πρόβατα τ’νάζονται στεγνά, όπως τ’νάζονται τότι που ‘ναι βρεμένα να φύβγει το νιρό, τότι θα βρέξει τ’ν ίδια τ’ μέρα.
Τα γελάδια άμα καταλάβουν καιρό, ή κρύου ή χιόνι, κατηφορίζουν για χαμπήλωμα, για ζέστα. Άμα τα ‘χ’ς απολυτά (τα έχεις ελεύθερα), καταλαβαίνουν μαναχά τ’ς κι αυτά.
Παλιά, άμα πέραγαν απάνου ιδώ στα β’νά οι γκορίλες (μεγάλα παρυδάτια πουλιά), είχι ξηρασία η ιπουχή. Κι όταν πέραγαν κάτου για τα πέλαγα, θα είχαμαν βροχές, παλιόκαιρο. Αυτές οι γκορίλες… έφκιαναν στρούγκα (ήταν πάρα πολλές)! Πέραγαν κανταριασμένες, σα να τ’ς είχις διμένις τ’ μία πίσω τ’ν άλλη.
Κι τα τσιροπούλια (μικρά πουλιά), τα τσιώνια (οι σπίνοι) άμα στρώνονταν καταή κι χάλευαν (έψαχναν) να φάν’, καταλάβαιναμαν ότι θα χιονίσει τ’ν άλλη μέρα.
Εμείς οι βλάχοι δε σκιάζομασταν τ’ βροχή, το χιόνι ήταν ο Θεός να σε φ’λάει! Με τ’ βροχή κάτι θα ηύρισκαν τα ζωντανά να φάν’, θα βόσκαγαν. Αλλά του χιόνι σκεπάζει τ’ γης, δε βρίσκουν τίποτα να φάν’ τα πράματα. Γιατί τότι ου κόσμους, δεν είχαν μαναχά κοπάδια μι γιδοπρόβατα, είχαν κι λακινιές (κοπάδια) από αλογομούλαρα, ή είχαν βουκολειό (αγέλη βοοειδών), γιλάδια…
Τι θ’μήθ’κα τώραϊα… Το ’57 που ‘μαν στο στρατό, ήταν ένας υπουλουχαγός κι πότι μας έλιγι “γαϊδουρομούλαρα” ιμάς τ’ς φαντάρους κι πότι μας έλιγι “μουλάρια τ’ς Καλογρέζα”! Δεν ήταν παλιάνθρουπους! Μας το ‘λιγι για να γιλάσουμι ιμείς… Ήταν ένας κατακακομοίρ’ς φαντάρους. Κι όπως ήμασταν στ’ γραμμή, πάει αυτός ου υπουλουχαγός κι έβαλι σ’ αυτόν τουν κακουμοίρη ένα γρουμπούλι (μπάλα) χιόνι, σήκωσι τ’ χλαίνη κι τα ’χωσε κατάσαρκα στο κορμί. Κι φώναξε εκειός, ρέκαξε! Είπι τότι ου υπουλουχαγός ‘Ποιος το’βαλε χιόνι;’. Τάχα δεν ήξερε.
Ξαστόησα να σ’ πω… Το πρωί άμα ιδείς αντάρα στ’ Αρματολικό (Τρικάλων), εκεί π’ φαίνεται σα γούρνα, κατασίγουρα θα βρέξει τ’ απόγεμα. Άμα αργήσει να σηκωθεί η αντάρα, τ’ν πάρει το μεσημέρι, θα βρέξει αργά τ’ απόγεμα».
Νίψιμο γάτας, λάλημα κόκορα
Τα κατοικίδια και τα οικόσιτα ζώα συμμετέχουν στη λαϊκή μετεωρολογία…
«Οι παλιακοί για να ιδούν πότε θα βρέξει και πότε θα βάλει αέρα, τήραγαν τα ζ’λάπια. Η γάτα άμα νίφονταν και τήραγε σιακάτω (προς τα κάτω), κα’ (κατά, προς) τ’ θάλασσα, θα έβρεχε τ’ν άλλη μέρα, ή θα έβανε χειμαστή (αέρας μαζί με βροχή). Άμα η γάτα νίφονταν σιαπάν’, θα έβανε βοριά, δεν είχε βροχή.
Και τα κοκότια άμα λαλάν’ ώρα θάμπωμα (στο σούρουπο), θα έχουμε αλλαξοκαιριά, αλλαή καιρού. Γιατί τα κοκότια δε λαλάν’ όλες τ’ς ώρες, το πρωί λαλάν’, αχάραγα, και μας ξυπνάν’… Τα παλιά τα χρόνια μάς ξύπναγαν, για να πάμε στα χωράφια, στα γιδοπρόβατα. Τώρα κοιμάμαστε τ’ καλού καιρού, δεν πά’ να λαλάν’ και τα κοκότια κι οι κότες μαζί!».
«Τ’ γάτα είχαμαν για σημαδούρα (ένδειξη πρόβλεψης). Γάτες είχε όλος ο κόσμος τότε. Άμα νίφονταν κι τήραγε προς τα κάτω (νότια), θα έρθονταν χειμαστής, αέρας από μέσα, θα ήφερνε βροχές μεγάλες, θα έβρεχε… καταρρακτώδης! Δε θα ‘βγαινε ούτε γάτος σερ’κός όξω (παροιμιώδης φράση για νεροποντές)!
Άμα νίφονταν προς τ’ απάνω (ενν. βορρά) η γατσούνα, θα ’βανε βοριά και κρύο πολύ. Αυτός ου παλιαέρας δε μας άφ’νε ούτε δ’λειές να κάνουμε, ούτε ελιές να μάσουμε (μαζέψουμε), τίποτα! Κι έκανε κι κρύο φαρμάκι! Σε τρύπαε στα κόκκαλα! Δεν ξεμ’τάρ’ζες (ξεμύτιζες, έβγαινες) να πας π’θενά. Κάθοσαν πυροκοπά (δίπλα) στο τζιάκι κι έκοβες ρομποστίνες (έλεγες ιστορίες). Άμα ήταν κι νύχτα, ακόμα χειρότερα! Έλεγες να μη φέξει ποτέ! Να κάθεσαι απ’κάτ’ απ’ τα τσιόλια (κλινοσκεπάσματα)».
Ειδικά για τη γάτα συνέλεξα μια πληροφορία που διαφοροποιεί την πρόγνωση καιρού ανάλογα με το σημείο του κεφαλιού που πλένει το συμπαθές τετράποδο:
«Άμα η γάτα πλένει μοναχά το μούτρο τ’ς, λέμε θα φέρει βροχή. Αλλά άμα σηκώνει το χέρι (ενν. μπροστινό πόδι) περ’σσότερο και περνάει απάνω απ’ τ’ αυτί, τότε θα ρίξει χιόνι».
Χελιδόνια, σπουργίτια
«Άμα οι παλιοί βλέπουν χελιδόνια να πετούν χαμ’λά, λέν’ ότι θα βρέξει τ’ν άλλη μέρα. Λέν’ “Ούι, τα σκασμένα (χαϊδ.)! Κοντεύουν ν’ ακουμπήσουν στ’ γης! Σιμά-κοντά (πολύ σύντομα) θα ‘χουμε βροχή. Αυτά μέχρι να φύβγουν τα χελιδόνια, στα χωριά τα βλέπουν αυτά ο κόσμος. Στ’ν πόλη τι να δεις…
Άμα έκανε πολύ κρύο ή χιόν’ζε, τα σπουργίτια μαζεύονται γύρα απ’ τ’ς αυλές, μήπως ρίξει τίποτα ο άνθρωπος. Θ’μάμαι τ’ γιαγιά μ’ έλεγε “Να τ’νάξουμε το τραπεζομάντηλο, με τ’ς τρίμες απ’ το ψωμί, τ’ς τριμόψιχες”. Τ’ Αϊ-Ντριός (του Αγίου Ανδρέα, 30 Νοεμβρίου) π’ φκιάναμαν τα μπόλια (ή πολυσπόρια: δημητριακά βρασμένα με ζάχαρη, ως εθιμικό γλύκισμα για πάει καλά η σοδειά της χρονιάς). Άμα ήταν όλα χιον’σμένα, έρχ’ναμαν απόξω απ’ το σπίτι, στ’ς αυλές, από ένα κύπελλο μπόλια βρασμένα, π’ τα ‘λεγαν και πολύσπορα. Για να φάν’ και τα π’λάκια».
Χινόπωρο και άνοιξη
«Άμα τα κλαριά άνθιζαν τώρα τα χινοπώρια (φθινόπωρο), ήξεραμαν ότι θα έχει κακοχειμωνιά. Άμα έκανε πολλή ζέστα κι ήγλεπες κουτσουμπιές, βρομόξυλα (είδος αυτοφυούς θάμνου), απιδιές (αχλαδιές) να ‘χουν βγάλει ανθό, έλεγαμαν ότι θα ‘χουμε κακοχειμωνιά. Έπρεπε να φκιάσουμε (ενν. κόψουμε) ξύλα πλειότερα, να ‘χουμε θροφές για τ’ άλογα, ροκιές (φύλλα καλαμποκιού), τριφύλλια. Γιατί άμα έπιανε η κακοχειμωνιά, πάαινες χαμένος! Δεν είχες πού να τσάξεις (προστρέξεις). Γιατί τότε δεν είχαμαν και λεπτά…
Αλλά και το χειμώνα παρατήραγαμαν… Άμα στρώνονταν (κάθονταν) τα κοσσύφια στα χωράφια και βόσκαγαν, πρόκονταν (επρόκειτο) να ρίξει χιόνι. Γιατί είναι νοητά (έξυπνα) τα κοσσύφια, καταλαβαίνουν πότε θ’ αλλάξει ο καιρός. Οι παλιοί τα π’λιά τήραγαν για να ιδούν τον καιρό. Γιατί τότε είχαν και δ’λειές ο κόσμος. Όλη μέρα όξω, το βράδυ συμμαζώνομασταν στο κονάκι μας».
«Το λέν’ οι κούκοι στα βουνά…»
Ο κούκος σηματοδοτούσε όχι απλώς τη βελτίωση του καιρού, αλλά τον ερχομό της άνοιξης. Αναφορά γίνεται και στο… κουκάλογο, το πτηνό που υποτίθεται ότι μεταφέρει τον κούκο στα ορεινά:
«Τότε που ‘ναι να πάρει η άνοιξη, λαλούν τα κοσσύφια, γιατί ζευγαρώνουν τότε. Λαλούν όμορφα, αλλά όχι σαν τ’ αηδόνια. Ε, τ’ αηδόνια λαλούν καλύτερα. Σε πιάνουν οι εφτά χαρές (παροιμιώδης φράση) άμα ακούς κι λαλούν αυτά, ματαγεννιόσαι, τέτοια χαρά σε πιάνει.
Κοντά έρθονται τα χελιδόνια. Τ’ς 24 Μάρτη, παραμονή τ’ Αϊ-Βαγγελισμού ήρθαν επέρυσι εδώ στο σπίτι μας. Έφκιασαν φωλιά εδώια απόξω, στ’ βεράντα. Τότε π’ χινοπωριάζει φεύγουν τα χελιδόνια. Άμα πιάνει ο καιρός, κατά τ’ Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), τα γλέπ’ς αράδα αράδα, στα σύρματα απ’ τ’ς κολόνες. Μαζώνονται μπ’λούκια κι φεύγουν όλα μαζί.
Τελευταίος τ’ν άν’ξη έρθεται ο κούκος. Κι αυτός λαλάει καλά. Σο’ ’ρθεται να σκούξεις (ενν. συγκινείσαι, γιατί είναι κάπως μονότονο και μελαγχολικό το κελάηδημα). Άμα είναι να πιάσει η ζέστα, φεύγει για τα β’νά ο κούκος. Γι’ αυτό λέει και το τραγούδι “Το λέν’ οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στον κάμπο…”.
Άμα λάλαγε ο κούκος, τ’ν άλλη τ’ μέρα… μπουβ (ο ήχος του ξεσπάσματος) η βροχή! Θέλουν δροσιά αυτά τα π’λιά.
Παλιά τού ‘χαμαν σε καλό ν’ ακούσουμε κούκο. Γι’ αυτό άμα ήθελαν κάναν να τον καταραστούν, έλεγαν “Να μην ακούσει κούκο τ’ν άνοιξη”. Βαριά κατάρα! Δεν τ’ χωράει το στόμα το θ’κό μας. Ήταν παλιόκοσμος αυτοίνοι π’ καταριόνταν.
Α! Ήταν και το κουκάλογο (ασπροπάρης). Είναι άσπρο π’λί, μεγάλο κι κ’βαλάει τον κούκο. Γιατί είναι αντελικάτος (ευαίσθητος) ο κούκος, δεν έχει τόσο μπόρο (αντοχή) όσο έχουν τ’ άλλα τα π’λιά, γι’ αυτό… τον κ’βαλάει το κουκάλογο στα β’νά. Εκεί απάν’ είναι κρυότη, μπορεί να λαλάει μέχρι το χινόπωρο…».
«Τα γίδια… είχαν πρόγνωση!»
«Όταν έγλεπαμαν τα γίδια να ρίχνονται στα κλαριά (θάμνους και δέντρα), να τρών’ αχόρταγα, με μανία, έλεγαμαν ότι θα βρέξει ‘ν’ άλλη μέρα. Κι έβγαινε αληθινό (δηλ. επαληθευόταν).
Έκαναμαν δυο δ’λειές όταν έβγαναμαν τα γίδια στ’ βοσκή: κι αυτά να βοσκήσουν, αλλά κι ιμείς να ιδούμε τι καιρό θα κάνει. Τα γίδια καταλάβαιναν ότι θα βρέξει, γι’ αυτό ρίχνονταν στα κλαριά. Ο κόσμος μάντευε τι καιρό θα κάνει το αύριο. Αυτά ήταν τα σημάδια π’ πίστευαμαν εμείς τα παλιά τα χρόνια, τότε π’ δεν είχαμαν τηλεοράσεις. Αφού δεν είχαμαν ρεύμα, τηλεόραση θα είχαμαν; Τα γίδια είχαν… πρόγνωση! Τα γίδια παρακολούθαγαμαν εμείς (ενν. για να καταλάβουν τι καιρό θα κάνει), όχι τα πρόβατα…».
Οι μάντεις
Με την πρόγνωση του καιρού ασχολούνταν καθημερινά όλοι οι ενήλικοι. Μερικοί όμως είχαν πραγματικό χάρισμα, σύμφωνα με την αφήγηση χρονομάρτυρα 91 ετών:
«Μας έγνοιαζε τότε τι καιρό θα κάμει τ’ν άλλη μέρα, γιατί είχαμαν δ’λειές, δεν κάθομασταν στο σπίτι να π’ρώνομαστε (ζεσταινόμαστε) στο τζιάκι. Το τζιάκι ήταν… για τ’ς γερόντους! Εμείς το βράδυ συμμαζώνομασταν στο σπίτι και κάθομασταν στο τζιάκι.
Είχαμαν και δυο εδώ στο χωριό που… ‘ταν μάντεις! Μάντευαν για τον καιρό. Παρακολούθαγαν τον αέρα, το φεγγάρι, κάτι σημεία τ’ς φύσης, κι έλιγαν τι καιρό θα κάμει… Και πέτ’χαιναν πολύ (έκαναν εύστοχες προβλέψεις).
Θ’μάμαι κάποτε κούρευαμαν τα πρόβατα. Άνοιξη, τέλη Μάη, αυτού μέσα… Είειδε αυτός τον καιρό και μας είπε “Μην τα κουρεύετε τα πρόβατα, γιατί θα βρέξει!”. Εμείς τα κούρεψαμαν, δεν τον πίστεψαμαν. Κι πιάνει ένα γαζέπι (νεροποντή) τ’ απόγεμα… Ήταν ένα χάνι (στάβλος) εκεί σιμά και μπήκαν τα πρόβατα μέσα. Αλλιώς, θα ψόφαγαν! Γιατί άμα το κουρέψεις το πρόβατο και βρεχτεί ίσια (αμέσως μετά), θ’ αρρωστήσει, μπορεί και να ψοφήσει.
Το πρόβατο το κρατεί (προστατεύει) η σαριά, το πυκνό το χνούδι πο’ ’χει, πυκνά μαλλάκια, όχι το μαλλί. Αυτήνη η σαριά είναι σα σκόρτσα, λέρα (βρομιά), τ’ λέμε πίγκο. Γι’ αυτό το πρόβατο βοσκάει ακόμα και τότε π’ βρέχει, δεν το περονιάζει η βροχή. Το γίδι φεύγει να τρυπώσει, αλλά το πρόβατο όχι» (σημ.: η σαριά είναι ένα είδος κολλώδους ουσίας που βρίσκεται στα μαλλιά των προβάτων και τα προστατεύει από τη βροχή και το κρύο)».
Τα πουλιά της λίμνης
«Οι παλιοί Γιαννιώτες είχαν σημάδι το πέταγμα τ’ς φαλαρίδας (υδρόβιο πτηνό), μεγάλα π’λιά, φώλιαζαν στ’ς καλαμιές. Τ’ απόγεμα το χειμώνα, άμα σηκώνονταν αυτές κοπάδι και πάαιναν στο νοτιά, ήλεγαν οι Γιαννιώτες “Ούι! Έχουμε παγωτή (παγωνιά) απόψι. Βάλε ένα ξύλο μέσα στον τάλαρο (ξύλινο δοχείο)”. Έβαναν ένα ξύλο μέσα στα μεγάλα αγγειά, πο’ ’βαναν νερό απ’ τ’ς κάναλες (υδρορροές), για να μη σπάσουν τ’ αγγειά. Ιδίως τα κιούπια κι οι στάμνες είχαν φόβο (ήταν πολύ επικίνδυνα) να σπάσουν, γιατί ήταν πήλινα.
Κι άμα γύρναγαν πάλι οι φαλαρίδες στ’ λίμνη, έλεγαν ότι θα’χουμε καλοκαιρία, θα σιάσει ο καιρός, θα να ‘χουμε καλοσύνη, θα βάλει νότια (νό-τια, η: νοτιά).
Οι παλιοί ήθελαν να ξέρουν τι καιρό θα κάνει τ’ν άλλη τ’ μέρα. Και στα ζωντανά έβαναν ένα ξύλο μέσα στ’ αγγειό απ’ το νερό να μην παγώσει ντιπ κι δε μπορούν να πιουν. Οι ν’κοκυραίοι είχαν τ’ν έγνοια για τα ζωντανά κι για το καθετί, μετρούσαν κι τ’ν ανάσα!
Για τον καιρό κοίταγαν και τ’ μάνα, είναι η δύση τ’ ήλιου, γιατί ο ήλιος το βράδυ πααίνει στ’ μάνα του και κοιμάται. Έλεγαν “Για τήρα, μωρ’ τσιούπρα, τ’ μάνα, να ιδούμε τι καιρό θα κάνει”. “Ούι! Είναι ντιπ μούμα (παιδικό φόβητρο, μετφ. οτιδήποτε σκοτεινό) η μάνα! Μαύρη! Θα ‘χουμε κακοκαιριά αύριο».
Φεγγαράκι μου βροχερό…
Η παρατήρηση της Σελήνης ήταν ένας ακόμη τρόπος για να προβλέψουν τον καιρό. Αυτό ήταν σχετικά εύκολο, επειδή έπρεπε απλώς να παρατηρήσουν αν… το φεγγάρι θα κρατήσει νερό σαν ένα κακάβι:
«Με το νέο το φεγγάρι (νέα σελήνη) γένονται αυτά π’ θα σ’ πω, όχι ολοένα. Όταν γυρνάει το φεγγάρι, τότε πο’ ’χει τσιγκέλια (οι άκρες της ημισελήνου), όχι κοντά π’ γιομίζει (όχι αργότερα που αρχίζει και μεγαλώνει)… Απ’ τ’ς 22 μέρες κι ύστερα λιγοστεύει το φεγγάρι, σώνεται, το κρατάει η φύση παραπάνω. Δώδεκα μήνες, δεκατρία φεγγάρια. Τ’ Λαμπρή δεν πρέπει να ‘χουμε φεγγάρι (ενν. τον εορτασμό του Πάσχα μετά την εαρινή ισημερία).
Το φεγγάρι μάς δείχνει αν θα έρθει βροχή. Άμα το φεγγάρι είναι σαν κακαβάκι (αγγείο) με τα τσιγκέλια απάνω, όπως είναι τα δάχ’λα το μεγάλο το ένα και τ’ άλλο από ‘κεί (ενν. αντίχειρα και δείχτη), είναι ξερ’κό, κρατάει το νερό (σαν αγγείο που δεν αφήνει το νερό να πέσει, να προκληθεί βροχή). Άμα είναι πλεύρα (πλάγια) το φεγγάρι, το ρίχνει το νερό, είναι βροχερό το φεγγάρι. Κι άμα έχει κύκλο γύρα γύρα, σαν αλώνι, πάλι βροχάδες περιμένουμε.
“Ορθό το φεγγάρι, δίπλα το παλικάρι. Δίπλα το φεγγάρι, ορθό το παλικάρι” (παροιμιώδης φράση). Άμα ήταν ορθό το φεγγάρι το καινούργιο (νέα σελήνη), θα ήταν δίπλα το παλικάρι (ο ναυτικός). Κι αν το φεγγάρι ήταν δίπλα, ο καπετάνιος θα ‘ταν ορθός, γιατί θα ‘ταν αγριεμένη η θάλασσα».
Τα άρμενα στο βουνό
«Άμα ιδείς και σηκώσει άρμενα στο β’νό… Αντάρα πες τη εσύ… Άμα σηκώνεται άρμενο απ’ το β’νό, αύριο θα να ‘χουμε αέρα.
Τότε π’ λιανοψιχαλίζει, καταλαβαίνουμε ότι απάν’ στα β’νά έχει χιονούρα. Αλλά χαμπ’λώνει και για ‘μάς το χιόνι, έρθεται τον κατήφορο. Γιατί ο χειμώνας έρχεται απ’ τα β’νά, αγριεύουν τα β’νά, αγριεύει το κρύο. Η άνοιξη πααίνει απ’ τ’ θάλασσα τον ανήφορο. Πρώτα λουλουδιάζει ο κάμπος και κοντά τα β’νά. Η αμυγδαλιά ανθίζει στα χαμπ’λώματα ένα μήνα γληγορότερα, άμα πατήσει ο Γενάρ’ς. Απάνω στα β’νά, θα πάει από Φλεβάρη και πέρα για να ανθίσει, τότε π’ καλοημερεύει. Στο έμπα τ’ Φλεβάρη η πρατίνα (προβατίνα) χτυπάει το ποδάρι από καταή και λέει τ’ χειμώνα “δε σ’ έχω ανάγκη τώρα”. Απ’ το Φλεβάρη κι ύστερα δίνει η γης (ανθίζει). Μέχρι το Γενάρη η πρατίνα δε βρίσκει χλωρωσιά, γιατί τα ψένει όλα η κοκάλα (παγετός)!
Προβλέψεις… και από τους νεκρούς!
Μπορεί σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία να είναι «πάντα σκιάς ασθενέστερα, πάντα ονείρων απατηλότερα», όμως αυτό δεν ισχύει για τον καιρό. Τα όνειρα… δηλώνουν βεβαιότητα πρόβλεψης!
«Οι παλιοί τα πίστευαμαν τα όνειρα. Ό,τι ήγλεπες στον ύπνο σου, τα πολλά έστρεγαν (επαληθεύονταν). Τα αυγά είναι καβγάς, φαωμάρα. Το φίδι και το σκ’λί, άμα ιδείς στον ύπνο σου, είναι οχτροί. Το κριάσι είναι αντάμωση, θ’ αντάμωνες πρόσωπο. Άμα ήγλεπαμαν στον ύπνο κάνα πεθαμένο, θα έβρεχε.
Α, ήταν κι τ’ άλλο! Άμα πέθαινε κάνας κι έβρεχε εκείνη την ημέρα, θα έβρεχε σαράντα μέρες. Άμα βρέχονταν ο ίδιος ο πεθαμένος, το λείψανο, θα είχαμαν βροχές σαράντα μέρες. Ε, και να σταμάταγε και κανιά μέρα, θα έβρεχε σαράντα το σύνολο (συνολικά)».
Το χιόνι
Οι πρόγονοί μας δεν ασχολούνταν μόνο με την πρόβλεψη του καιρού γενικά, αλλά παρατηρούσαν ειδικά το ίδιο το καιρικό φαινόμενο για να εκτιμήσουν την εξέλιξή του:
«Τήραγαν και το χιόνι, πώς πέφτει. “Ούι, μάνα! Το παίζει το χιόνι! Ιτς (καθόλου) δε θα σταματήσει απόψε. Και θα το παγώσει το πρωί, θα το κρουσταλιάσει”. Άμα γένονταν κρούσταλο το χιόνι, αρχίναγαν τα φκυάρια απ’ το πρωί, για ν’ ανοίξουν το δρόμο να πάν’ στα γίδια. Άμα χιόν’ζε, δεν τα ‘βγαναν όξω τα γίδια, γιατί παραμόνευαν οι λύκοι, θ’ άρπαζαν κανένα. Τα πολλά τα γιδοπρόβατα τα ‘χαν κατεβάσει απ’ τ’ Αϊ-Δημητριού στα χειμαδιά. Στα β’νά έμνησκαν (έμεναν) μόνο τα ζώα τ’ χωριού, όσοι είχαν λίγα ζωντανά και τα ‘βγαζε ο τζιοπάνος (μισθωτός για όλα τα γίδια του χωριού). Αυτόν τον πλέρωνε όλο το χωριό, για να βοσκάει τα γίδια. Αλλά στ’ν Κατοχή, π’ δεν είχαν ψωμί να φάν’, όχι να δώκουν και στο τζιοπάνο, τα φύλαγαν μοναχοί τ’ς τα γίδια. Μέχρι και δασκάλοι φύλαγαν τα γίδια, τι θα ‘καναν, αφού σκολειό δεν υπήρχε. Στ’ν Ελεύθερη Ελλάδα (απελευθερωμένη απ’ τους αντάρτες), που ‘ταν στα Ζαγόρια, δεν έρχονταν οι Γερμανοί. Τα σχολεία ήταν κανονικά στο Ζαγόρι, είχε δασκάλους πολλούς το χωριό μας, το Καπέσοβο. Από μία βδομάδα ο δάσκαλος. Ζωή να ιδούν τα μάτια σου…».
«Άμα ήταν φτηνοσυννεφιά, έλεγαμαν θα ρίξει χιόνι κι έρ’χνε. Ήγλεπαμαν από νια (μια) μέρα πριν, αυτά τήραγαμαν. Κάνει και κρύο πολύ άμα το ‘χει να ρίξει χιόνι. Δε βγαίν’ς όξω, απ’ το κρύο. Άμα χιονίσει, μαλακώνει το κρύο. Αλλά άμα είναι να το κοκαλώσει (παγώσει), πάλι κρύο έχει! Φ’σάει ένας κρύος αέρας… φαρμάκι! Και τ’ν άλλη μέρα ξ’πνάς, βγαίν’ς ως τ’ν πόρτα και δε μπορείς να πατήσεις π’θενά! Κρέμονται τα κρούσταλα στ’ σκεπή… μανάλια (δηλ. οι πάγοι κρέμονται σαν μανουάλια)! Κοκάλα (πάγος) και στο νερό, ολούθε! Παγώνουν οι βρύσες, σπάνε κιόλα… Αλλά χειμώνας είναι, τι να κάνουμε…».
Τα μυρμήγκια
Η προσεκτική παρατήρηση των ταπεινών μυρμηγκιών μπορούσε να εξασφαλίσει επιτόπου ένα… μετεωρολογικό δελτίο!
Δύο οι αφηγήσεις:
«Εμείς παρατήραγαμαν τα μυρμήγκια. Άμα ήνιωθαν κακοκαιρία, κ’βάλαγαν φαΐ, σπόριμα στ’ς φωλιές, μέσα στ’ς τρύπες τ’ς. Ήγλεπες τ’ μυρμηγκόστρατα κι ήταν τα μυρμήγκια μιλιούνι. Θησαυρός (πάρα πολλά)! Δεν είχαν σταμό. Σπυριά (κόκκους) από σιτάρι, κριθάρι, λιναρόσπορο, απ’ όλα. Μέχρι και κολλητσίδες κ’βάλαγαν. Για να ΄χουν για το χειμώνα! Α, νογάν’ (καταλαβαίνουν), είναι νοητά ζ’λάπια (νοήμονα όντα) τα μυρμήγκια. Ας τα γλέπ’ς έτσι που ‘ναι μπιτ κούτσικα. Αυτά καταλαβαίνουν τον καιρό.
Ε, καλά τώρα… Τα παιδιά τα σημερ’νά δεν ξέρουν τίποτα απ’ αυτά. Δεν παρακοιτάν’ (παρατηρούν) τέτοια πράματα. Ούτε και τα π’στεύουν. Λέν’ ότι αυτά είναι χαζαμάρες…».
«Ακόμα και τώρα εγώ που ‘μαι στα 91 μ’ χρόνια, παρακοιτάω τα μυρμήγκια. Τα μ’κρά τα μυρμήγκια, οι εργάτες, κ’βαλάν’ σπόρια. Κι άμα δε μπορεί το ένα και παιδεύεται να κ’βαλήσει κάτι στ’ φωλιά, πααίνει κι άλλο για να το βοηθήσει. Μπαίνει το ένα μέσα στ’ φωλιά και άλλο κάθεται απόξω κι αμπώχνει το σπόρο για να μπει μέσα κι κοντά μπαίνουν κι τα δυο μες στ’ φωλιά. Άμα είναι καλή μέρα και κ’βαλάν’ πολλά πράματα στ’ν τρύπα τ’ς (ενν. φωλιά), θα βρέξει.
Αυτά π’ σ’ λέω τα κάνουν τα μ’κρά τα μυρμήγκια, οι εργάτες, όχι τα μεγάλα τα μυρμήγκια, οι μέρμηγκες π’ τα λέμε… Ξέρ’ς, υπάρχουν κι μυρμήγκια με φτερούδες (φτερά)! Εμείς λέμε ότι τα μυρμήγκια άμα βγάλουν φτερούδες ξεχάνονται (αφανίζονται)».
«Βογκάει το μελίσσι…»
Πολλαπλώς χρήσιμες και οι μέλισσες. Δεν δίνουν μόνο το πολύτιμο μέλι τους…
«Εγώ έχω και μελίσσια. Η μέλισσα καταλαβαίνει πότε θ’ αλλάξει ο καιρός, αφού τ’ν είναι όλη μέρα όξω. Άμα είναι να βρέξει, βογκάει το μελίσσι, βιάζεται να κάμει πλειότερους δρόμους (δρομολόγια), να βγει όξω, να βοσκήσει και να φέρει το φορτιό μέσα. Σαράντα μέρες κάνουν οι εργάτριες κανονικά. Δεν είναι σαν εμάς τ’ς… κοτοφώληδες, π’ κάθομαστε μέσα στο σπίτι, πίνουμε τον καφέ και τρώμε. Οι φορτώστρες (εργάτριες) οι μέλισσες κανιά σαρανταριά μέρες απάνω-κάτω ζηούν, γιατί πόσους δρόμους να κάμει κάθε μέρα για να φκιάσει το μέλι, να το δώκει στ’ αφεντικό, για να το πάρει;».
Οι έγνοιες των γεωργών
Η αγροτική παραγωγή (αλλά και η ίδια η ζωή…) ήταν συνάρτηση κυρίως των καιρικών συνθηκών, άρα εύλογο ήταν το άγχος των ξωμάχων:
«Οι γονέοι μας τήραγαν αποβραδύ τι καιρό θα κάνει. Είχαν δ’λειές στα χωράφια. Ήθιλαν να ξέρουν τι καιρό θα κάνει ‘ν’ άλλη τ’ μέρα, άμα ήθιλαν να σπείρουν. Άμα σπέρ’ς, δεν πρέπει να πιάσει από κοντά (αμέσως μετά) βροχή, γιατί κατακάθονται τα χώματα κι ούτε φ’τρώνει ο σπόρος, ούτε σκαλιόνται τα χώματα. Γένονταν π’τάκα (πιτάκα: πολύ σκληρό) το χώμα! Στούμπος (συμπαγές)!
Κι δεν είχαμαν κι προκοπή (ποιοτικά, ανθεκτικά) τσαπιά ή σκαλιστήρια. Με τι να σκαλίσεις; Με τα νύχια; Κάτι κακοτσάπια (κακοφτιαγμένα τσαπιά) είχαμαν για το σκάλο (σκάλισμα).
Πραχτικά ήγλεπαμαν τον καιρό. Τηλεοράσεις δεν ήταν για να ιδούμε τον καιρό… Εδώ δεν είχαμαν λεχτρικό, ούτε τηλέφωνο, τίποτα».
«Δε βάζαμε αλώνια άμα έβρεχε…»
«Τύχαιναν κι αναποδιές τότε που ’ταν να θερίσουμε. Έπιανε βροχή και τα ’στρωνε η βροχή και πού να τα θερίσεις. Να γλέπ’ς τα σπορίματα να τα ‘ναι στρώμα καταή, πεσμένα. Να τ’ αφήκ’ς καταή, θα σάπ’ζαν. Από λίγο κι από λίγο τα μάζωναμαν με το δρεπάνι, χερούλες-χερούλες, και τα θέρ’ζαμαν. Πού ν’ αφήκ’ς σπόριμα να πάει χαμένο. Τι λες, παιδάκι μ’… Πείναγαμαν».
«Άμα βρέχονταν τα σπορίματα, τα γύρναγαμαν, για να μη φ’τρώσουν απ’ τ’ νότη (υγρασία), αφού έβρεχε κάθε μέρα κάτι χρονιά. Όταν τα γύρναγαμαν, στέγνωναν, τα θέρ’ζαμαν και τα κ’βάλαγαμαν κουντούρια (δεμάτια) στ’ αλώνια, για να τ’ αλωνίσουμε.
Κοίταγαμαν τι καιρό τι θα κάμει. Άμα φαίνονταν ότι θα βρέξει, δεν έβαναμαν αλώνι (δεν αλωνίζαμε). Σκέπαζαμαν τα σπορίματα. Σαν και (μήπως) υπήρχαν νάιλα να τα σκεπάσουμε; Με τα τσιόλια αυτά π’ σκεπάζομασταν (κλινοσκεπάσματα) τα σκέπαζαμαν μέχρι να κάμει καιρός να βάλουμε αλώνια…».
Τα άγχη της νοικοκυράς
Οι καιρικές συνθήκες απασχολούσαν όχι μόνο τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους, αλλά και τις νοικοκυρές. Οι λόγοι διάφοροι…
«Το χειμώνα ήθελαμαν να βρέξει, για να πιάσουμε νερό βρόχινο στ’ αγγειά, σε καζάνια, λεκάνες, σκαφίδες, για να πλένουμε τα ρούχα, να λούζομαστε και να πλένουμε και τα σκ’τιά (σκουτιά: ρούχα) μας, τα πιάτα, όλα. Γιατί νερό δεν είχαμαν, όχι. Μία στέρνα (δεξαμενή) μαναχά, κι εκείνη έβγαζε (είχε διαρροή), γιατί τ’ μούντζωσαν αυτοί π’ ‘ν’ έφτιαξαν κι έτρεχε (δηλ. οι τεχνίτες δεν έκαναν καλή δουλειά). Είχαμαν το νου μας στον καιρό κάθε μέρα, για να πιάνουμε κανιά στάλα νερό.
Το καλοκαίρι έκανε και ζ’μιές η βροχή. Πάαιναμαν για πλύμα (πλύσιμο) στο ρέμα. Άμα μας έπιανε η βροχή, ζηβιόνταν (έσβηνε) η φωτιά, βρέχονταν τα ξύλα. Τρόμαζαμαν να τα κακοπλύνουμε, γιατί έπρεπε να φκιάσουμε αλισίβα στο καζάνι, για να πλύνουμε τα ρούχα. Άμα ήταν ήλιος, τ’ άπλωναμαν στ’ς σκίντες (σχίνους) και σφίνιζαν (στέγνωναν) λίγο. Αλλά άμα έβρεχε, γένονταν βαριά κι ατάραγα τα ρούχα. Κι έπρεπε να τα κ’βαλήσεις στο σπίτι. Έβαναμαν τα ρούχα στο σκαφίδι, το ζαλιγκώνομασταν (φορτωνόμαστε στην πλάτη) με τριχιά κι αχπάνω το καζάνι. Ούτε τ’ άλογα δεν τα κ’βάλαγαν! Σαράντα οκάδες γένονταν τα ρούχα τα βρεμένα.
Το καλοκαίρι είχαμαν κι άλλο μπελιά… Να μη βρέξει τότε που ‘χαμαν να φκιάσουμε τραχανά. Άμα τον είχαμαν απλωμένο κι έβρεχε, έπρεπε να τον συμμάσουμε. Θ’μάμαι μία χρονιά, έβρεχε 3-4 μέρες και δε λιάσ’κε (λιάστηκε) ο τραχανάς και σάχνιασε (μούχλιασε), τον πέταξα, χάλασε.
Τα ίδια πάθαιναμαν και με τα σύκα, άμα τα ‘χαμαν να λιαστούν για να τα φκιάσουμε πασιμάδες (αποξηραμένα και πολτοποιημένα σύκα, ζυμωμένα με κρασί και καρύδια). Άμα έπιανε βροχή νύχτα, πάαιναν χαμένα τα σύκα. Βράχ’καν τα σύκα; Θέλουν απέταμα!».
**
Τα χρόνια πέρασαν, οι πρακτικοί μετεωρολόγοι σπανίζουν, μια μακραίωνη παράδοση τείνει να εξαφανιστεί, ενώ οι νεότεροι αποθεώνουν την τεχνολογία. Υπάρχουν όμως και υβριδικές καταστάσεις, αλλά κι ένα κοινό χαρακτηριστικό: η αστοχία των προβλέψεων. «Τ’ράμε (τηράμε: παρακολουθούμε) τα σημάδια τ’ καιρού εμείς, αλλά γλέπουμε και στ’ν τηλεόραση τι καιρό θα κάμει τ’ν άλλη τ’ μέρα. Μας παίρουν κι τα παιδιά μας τηλέφωνο, γιατί εμείς δεν έχουμε Ιντερνέτ. Ε, ούτ’ εμείς, ούτε αυτοίνοι τα πετ’χαίνουν όλα… Λαθεύουν κι οι παπαδιές!».
*Ο Βασίλης Μαλισιόβας, κλασικός φιλόλογος, είναι ο συγγραφέας του βιβλίου «Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Email: [email protected]