8 Οκτωβρίου 2021 at 15:00

Ζαν-Φρανσουά Κολοζιμό: Το ξίφος και το σαρίκι (Α΄ μέρος)

από

Ζαν-Φρανσουά Κολοζιμό: Το ξίφος και το σαρίκι (Α΄ μέρος)

Του Ζαν-Φρανσουά Κολοζιμό* | μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου

Δημοσιεύθηκε στο: Νέος Λόγιος Ερμής, τ. 22 (Άνοιξη 2021)

Διαβάστε το Β’ μέρος εδώ.

Ποιος, μέσα στη χώρα του, καταργεί τη δημοκρατία, εκκαθαρίζει τον κρατικό μηχανισμό, καταπιέζει την αντιπολίτευση, φιμώνει τον Τύπο, φυλακίζει καλλιτέχνες, διώκει τις μειονότητες και κηρύσσει ανοιχτά τον πόλεμο εναντίον ολόκληρων τμημάτων του πληθυσμού, προκειμένου να καταξιωθεί ως ο πρωταθλητής του πολιτικού ισλάμ;

Ποιος, εκτός των συνόρων του, προκαλεί την Αμερική, ανταγωνίζεται τη Ρωσία, εκβιάζει την Ευρώπη, καλύπτει τον ISIS, καταδιώκει τους Κούρδους στη Μέση Ανατολή, στέλνει μισθοφόρους στη Λιβύη, πολεμάει τους Αρμένιους στον Καύκασο, προκειμένου να στεφθεί ηγέτης της ισλαμικής διεθνούς; Ποιος θέλει να γίνει νέος σουλτάνος, φιλοδοξεί να μεταβληθεί σε νέο χαλίφη, σκοπεύει να ανασυστήσει την οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να θεωρηθεί μια από τις μεγάλες δυνάμεις στο πλανητικό παιχνίδι;

Σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, συνηθίσαμε να ελαχιστοποιούμε τα γεγονότα, να υποτιμούμε τις ενέργειες, στοιχηματίζοντας ότι την επόμενη μέρα όλα θα ήταν καλύτερα. Και αυτό γιατί, αφού είχε υιοθετήσει την πρόοδο, αναπόφευκτα θα προόδευε.

Η δαιμονοποίηση, της οποίας σήμερα αποτελεί αντικείμενο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον ενθουσιάζει. Την διεκδικεί και την ενθαρρύνει. Η στρατηγική της πρόκλησης που εφαρμόζει ενισχύει το σύστημα εκφοβισμού που ακολουθεί. Ωστόσο, αυτή η δαιμονοποίηση δεν είναι παρά το πέπλο που καλύπτει ένα παλαιότερο κακό. Ο δωδέκατος Πρόεδρος της τουρκικής Δημοκρατίας ολοκληρώνει, οδηγώντας την σε παροξυσμό, τη φυγή προς τα μπρος που γνωρίζει η σύγχρονη Τουρκία από τη στιγμή της ίδρυσής της, το 1923, από τον Μουσταφά Κεμάλ, τον λεγόμενο Ατατούρκ. Και του οποίου ο ίδιος, ο μακρινός διάδοχος αλλά και ο μόνος που τον συναγωνίζεται σε φιλοδοξία και ηγεμονική κυριαρχία, δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος, ο φαινομενικά εχθρικός αλλά στην πραγματικότητα ο δίδυμος αδελφός του.

Μπροστά στην ιλιγγιώδη κλιμάκωση που διαπιστώνουμε, η έκπληξή μας υπήρξε τόσο ξαφνική όσο επίμονη ήταν και η τύφλωσή μας. Τα ερωτήματα είναι πιεστικά, η κρίση καθίσταται προβληματική. Πού θα φτάσει η Τουρκία; Πώς, κατάφερε, μέσα σε έναν αιώνα, να μετατοπιστεί από την επιθυμία ένταξης στην Ευρώπη στην επιθυμία να κυριαρχήσει στην Ούμα; Γιατί και τί φοβάται; Γιατί και με ποιον τρόπο μας απειλεί; Πότε θα σταματήσει ο πολιτικός και στρατιωτικός εκβιασμός της; Η ροπή της στη βίαιη επιβολή, η τάση της να τρομοκρατεί;

Αυτά τα ερωτήματα μας πιέζουν σήμερα επειδή, για μεγάλο διάστημα, παραβλέπαμε την αλήθεια. Σε ό,τι αφορά στην Τουρκία, συνηθίσαμε να ελαχιστοποιούμε τα γεγονότα, να υποτιμούμε τις ενέργειες, στοιχηματίζοντας ότι την επόμενη μέρα όλα θα ήταν καλύτερα. Και αυτό γιατί, αφού είχε υιοθετήσει την πρόοδο, αναπόφευκτα θα προόδευε.

Τώρα πια, όμως, η αδιαφορία και η αμέλειά μας ξεπερνούν τη δυνατότητά μας για κατανόηση. Οι προκαταλήψεις μας, οι ψευδαισθήσεις που αποδεχτήκαμε συνειδητά αποδεικνύονται όλες μάταιες. Μόλις τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε ότι δεν έχουμε καταλάβει τίποτα σχετικά με την Τουρκία. Για πολύ καιρό, προτιμούσαμε να αγνοούμε τον ριζοσπαστικό νεωτερισμό αυτής της χώρας που γεννήθηκε με τον εμβρυουλκό του Μεγάλου Πολέμου και των διεθνών συνθηκών. Ξεχάσαμε ότι λίγο έλειψε να μη δημιουργηθεί. Διαγράψαμε το γεγονός ότι, έκτοτε, προσπαθεί να απαλλαγεί από τον αρχικό φόβο της μπροστά στο κενό. Υποτιμήσαμε την αλλοτρίωση που προκάλεσε ο εκδυτικισμός του Ατατούρκ γιατί έτσι μας βόλευε. Δεν αποτιμήσαμε σωστά την καταπίεση που εγκαινίασε ο εξισλαμισμός του Ερντογάν, εφόσον δεν μας ενοχλούσε. Στη συνέχεια, θελήσαμε να πιστέψουμε ότι υπήρχαν δύο Τουρκίες, μια καλή και μια κακή. Και να διαλέξουμε ανάμεσα στις δύο.

Έτσι, αρνηθήκαμε το προφανές. Στον αγώνα δρόμου που διεξάγει από την ίδρυσή της, κυνηγώντας τον εαυτό της, η Τουρκία είναι μόνο μία και έχει δοκιμάσει όλες τις ακραίες πράξεις.

Ογδόντα χρόνια εθνικισμού που κατέστρεψε τις μειονότητες, προκειμένου να επιβάλει μια κοσμικοφανή Δημοκρατία. Είκοσι χρόνια ισλαμισμού που αρνείται τις ελευθερίες με σκοπό την αναβίωση μιας θεοκρατικής Αυτοκρατορίας. Δύο αμείλικτα καθεστώτα αλλά, σε τελική ανάλυση, εξίσου εξωπραγματικά. Λιγότερα από εκατό χρόνια ύπαρξης, όσο δηλαδή διαρκεί μια ανθρώπινη ζωή, που αναδύονται σαν ένα τεράστιο μοντάζ το οποίο καλύπτει ένα κατά τα άλλα ανησυχητικό κενό.

Ακατανόητη υπήρξε η επιμονή μας να κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε αυτόν τον αγώνα δρόμου προς την άβυσσο. Γιατί σφάλαμε σε ό,τι αφορά το έργο του Ατατούρκ και την κληρονομιά που αυτός άφησε; Γιατί εξαπατηθήκαμε συνειδητά ως προς τις απαρχές της κυριαρχίας του Ερντογάν και ως προς το τι σκόπευε να κάνει; Γιατί είναι λάθος να αντιπαραθέτουμε τον έναν στον άλλον;

Επειδή αρνηθήκαμε, εκ προοιμίου, να διαβάσουμε και τους δυο αντικριστά, ώστε να διακρίνουμε τη συγγένειά τους. Επειδή μια τέτοια ματιά θα μας υποχρέωνε να βγούμε από τα δικά μας μανιχαϊκά σχήματα. Επειδή θα έπρεπε να έχουμε αναθεωρήσει τις προκαταλήψεις μας τόσο για τα ουτοπικά όνειρα του χθες όσο και για τους ιδεολογικούς εφιάλτες του σήμερα. Και να παραδεχτούμε τη συγκλονιστική τους ενότητα.

Ο Ατατούρκ και ο Ερντογάν είναι εχθροί ως προς τη θεατρικοποίηση της ιδεολογίας, αλλά συνεργοί στην επιθυμία για ηγεμονία. Η μετ’ εμποδίων γενεσιουργός πράξη της γέννησης της βαθιάς Τουρκίας συνδέει τα πεπρωμένα τους και τρέφει την κοινότητά τους που ξεπερνά τις αντιφατικές ασυνέχειες μιας φαινομενικής Τουρκίας. Αυτός είναι ο λόγος που ετούτα τα δύο δεσποτικά alter ego δεν είναι παρά φανταστικοί αντίπαλοι. Ο καθένας τους στέκεται στο ένα άκρο ενός εκκρεμούς, που δεν έχει κέντρο, δεν γνωρίζει ανάπαυλα, και μας καταδιώκει με τις ανησυχίες που αναμοχλεύει.

Μετά από έναν αιώνα αναταραχών με εναλλαγές επαναστάσεων και καταστολής, η Τουρκία παραμένει ένα αδιάκοπα ανανεούμενο ταυτοτικό εργοστήριο. Μια ημιτελής κατασκευή με ασταθή άξονα και απροσδιόριστο ορίζοντα, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ Δύσης και Ανατολής, Ανατολής και Δύσης, εργαλειοποιὠντας πότε τη μία και πότε την άλλη, προκειμένου να εξυπηρετήσουν το ίδιο σχέδιο αντεκδίκησης και παλινόρθωσης.

Για να κατανοήσουμε έστω και κατ’ ελάχιστον την Τουρκία, πρέπει να ανατρέψουμε τη διχοτομία, να ξαναβρούμε τη συμμετρία. Να βυθιστούμε στα εκατό χρόνια συνεχών παραισθήσεων που πέρασε η τουρκική Δημοκρατία, στοιχειωμένη από την αμφίσημη μνήμη της οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Να καλέσουμε τα φαντάσματα που κυριάρχησαν κατά τη γέννησή της, εκείνα της γενοκτονίας των Αρμενίων το 1915, της εθνοκάθαρσης των Ελλήνων το 1923, των σφαγών των Κούρδων και των Αλεβιτών από το 1928 και μετά. Να αποκαλύψουμε τα παρασκήνια των στρατιωτικών πραξικοπημάτων που, μεταξύ 1960 και 2016, στραγγάλισαν τις προσδοκίες για δημοκρατία. Να δημοσιοποιήσουμε τους συμβιβασμούς της Ουάσιγκτον από το 1945 και των Βρυξελλών μέχρι σήμερα, το 2020. Να δείξουμε πώς η Τουρκία αποτελεί το πιο εκρηκτικό πολεμοχαρές εργαστήριο, σε απόσταση τριών ωρών με το αεροπλάνο από το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο. Και να μην ξεχνάμε, σε όλη αυτή την πορεία, το πλήθος των Τούρκων που δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν επειδή είπαν όχι στο θεσμοθετημένο ψεύδος. Είτε υπέφεραν από το πολιτικό ξίφος, είτε από το θρησκευτικό σαρίκι ή και από τα δύο.

Το σπείραμα

Πώς αποδομείται ένας θανατηφόρος μύθος που έδρασε για πάνω από εκατό χρόνια με πλήρη ατιμωρησία; Για να αναθεωρήσουμε την τουρκική χίμαιρα, πρέπει πρώτα να απαλλαγούμε από τον στραβισμό μας. Ναι, αλλά πώς; Συσχετίζοντας τις παράλληλες διαδρομές των δύο κύριων κατασκευαστών του, του Κεμάλ, του ιδρυτή, και του Ερντογάν, του αναδιοργανωτή, του στρατηγού και του ακτιβιστή, του επαναστάτη και του αντιδραστικού, του κοσμικού και του φονταμενταλιστή. Αποκαλύπτοντας πως αυτοί οι οπαδοί της ισχύος, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την κατάκτηση της απόλυτης εξουσίας, όχι μόνο δεν μονομαχούν αλλά αποτελούν ένα δίδυμο. Ανιχνεύοντας την κρυφή όψη της Τουρκίας, το αναστρέψιμο πεπρωμένο της, από την εθνικοποίηση του ισλάμ έως τον εξισλαμισμό της κοινωνίας, από τη δηλητηρίαση των μαζών έως τη χειραγώγηση των γυναικών, από την επιβολή του ενιαίου κόμματος έως την κινητοποίηση φονταμενταλιστικών ομάδων, από τον πόλεμο ανεξαρτησίας στην ένοπλη εμπλοκή στα σύνορα της, από την ένταξη στην Ατλαντική Συμμαχία και την υποψηφιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση στη συνεργασία με το Ισλαμικό Κράτος. Και από την κατάργηση του χαλιφάτου στην ανασύστασή του.

Αυτό το καζάνι που βράζει γίνεται σήμερα ολοφάνερο στην κοινή γνώμη που παρακολουθεί άναυδη τα ξεχασμένα μέτωπα που ανοίγουν, ή μάλλον ξανανοίγουν, το ένα μετά το άλλο. Ιράκ, Συρία, Λιβύη, Αιγαίο, Αρμενία, πού θα σταματήσει η Τουρκία; Πότε θα πάψει να εξαπλώνει τον πόλεμο; Εφησυχάζουμε θέλοντας να το δούμε ως μια προσωρινή αστάθεια εκεί όπου πρόκειται για δομική μονιμότητα.

Εδώ, όπως και αλλού, η πανδημική κρίση του 2020 δεν εφηύρε τίποτα, αλλά επιτάχυνε τα πάντα. Μεταξύ των αυταρχικών ηγετών που έσπευσαν να επωφεληθούν από το πλανητικό νοκ-άουτ, ο Τούρκος πρόεδρος ήταν ο ταχύτερος και πιο αδηφάγος. Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, στοιχημάτισε ότι ο τυχοδιωκτισμός στο εξωτερικό θα καλύψει την κρίση στο εσωτερικό. Στοιχημάτισε τα ρέστα του στην παράλυση που προκαλούν η έκπληξη και ο φόβος. Έτσι όμως, υπέδειξε ταυτόχρονα τη συστατική ρωγμή που, πέρα ​​από το καθεστώς που ενσαρκώνει, κατατρώει το έθνος το οποίο θέλει να καθοδηγεί. Πράγμα που έθεσε τέλος στις μυθοπλασίες που τόσο μας αρέσουν. Ξεκινώντας από τη φυσική συμβίωση ανάμεσα στο τουρκικό και το ευρωπαϊκό φαντασιακό: η υποτιθέμενη γοητεία που ασκούσε ο Ατατούρκ έχει σαφώς μετατραπεί σε γενικευμένη αποστροφή απέναντι στον Ερντογάν. Η μιμητική επιθυμία που εκδήλωνε ο προοδευτικός δικτάτορας έχει αντικατασταθεί από τη συγκρουσιακή αντιπαλότητα που επιδεικνύει ο παραδοσιοκεντρικός τύραννος. Και η  πονηριά της παραπλάνησης έχει αντικατασταθεί από τη βιαιότητα του ανταγωνισμού. Είναι αλήθεια όμως ότι, στο μεταξύ, η Ευρώπη των μεγάλων δυνάμεων έχει μεταβληθεί σε μια ανίσχυρη Ένωση.

Ένα πιο ουσιαστικό σφάλμα, ωστόσο, μας εμποδίζει να εκτιμήσουμε την αρχική αιτία αυτού του σταυρόλεξου. Εξηγεί γιατί περάσαμε τόσο εύκολα από την εξύμνηση μιας Τουρκίας πρότυπο μουσουλμανικής δημοκρατίας, στην αποδοχή μιας Τουρκίας, μήτρας της ισλαμο-δημοκρατίας, και τέλος στην καταγγελία μιας Τουρκίας εντολοδόχου του νεο-οθωμανικού ιμπεριαλισμού. Κομματιάσαμε την ιστορία όπως μας άρεσε, ενώ αυτή ακολουθούσε, ακαταμάχητη, μια ενιαία πορεία.

Γι’ αυτό η τουρκική εξίσωση δεν εναρμονίζεται με τις προβλέψεις μας. Για να την κατανοήσουμε πραγματικά, πρέπει να βυθιστούμε στην Ιστορία, να συνδέσουμε τις εποχές, να συγκρίνουμε τις σκηνογραφίες των αρχικών ουσιαστικών ελλείψεών της και των επαναλαμβανόμενων ριμέικ τους που την κάνουν να φαίνεται ότι επανεκκινεί στο διηνεκές την κυοφορία της. Πρέπει να εισέλθουμε ολοκληρωτικά μέσα στην τουρκική δίνη, να ξαναδούμε την τουρκική σπείρα, να ξετυλίξουμε το τουρκικό νήμα όπως θα ξηλώναμε ένα κιλίμι, για να διακρίνουμε, πίσω από ένα χάος διαφορετικών σχημάτων και χρωμάτων, τη γεωμετρική υφή που την συγκροτεί.

Για άλλη μια φορά, εξ αιτίας της τύφλωσής μας απέναντι στη ζωντάνια των θεολογικο-πολιτικών κινήτρων, που αρεσκόμαστε να τα θεωρούμε ξεπερασμένα, παραβλέψαμε ότι, στο τουρκο-οθωμανικό ασυνείδητο, είναι καταγωγική η αμφιθυμία ανάμεσα στον στρατώνα και το τζαμί.

(η συνέχεια στο Β’ μέρος εδώ.)

*Το κείμενο είναι απόσπασμα από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2020 στο Παρίσι. Ο Jean-François Colosimo, (γεννηθείς το 1960) είναι ορθόδοξος θεολόγος, ιστορικός, δημιουργός ντοκυμανταίρ, εκδότης –διευθυντής των éditions du Cerf– και πρώην διευθυντής του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου της Γαλλίας.

Πηγή: https://ardin-rixi.gr/archives/239049

(Εμφανιστηκε 646 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Τα σχίλα είναι κλειστά.