Ο Αριστοτέλης και η προσφορά της αγάπης ως ύψιστη ευχαρίστηση
Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της φιλίας στο έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θεωρεί σκόπιμο να εμβαθύνει στο ζήτημα της ευχαρίστησης διερωτώμενος αν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία χωρίς να αντλείται ηδονή από τους ανθρώπους που την πλαισιώνουν: «Εδώ πρέπει να δείξουμε προσοχή και να εξετάσουμε αν υπάρχει φιλία άνευ ηδονής, και αν ναι, σε τι διαφέρει αυτή· επίσης, πού έγκειται εν τέλει η φιλία· άραγε στο ότι κάποιος είναι αγαθός, έστω κι αν δεν είναι ηδύς; Και γίνεται φιλία χωρίς ηδονή;» (1237a 23-27).
Οι προβληματισμοί αυτού του είδους σηματοδοτούν την ιεράρχηση των ανθρωπίνων αναγκών (ή προσδοκιών) που θα καθορίσουν τα κριτήρια της φιλίας. Το ερώτημα του κατά πόσο ο αγαθός μπορεί να γίνει φίλος, ακόμη κι αν δεν είναι ευχάριστος, αντικατοπτρίζει το δίλημμα των προτεραιοτήτων που πρέπει να εκπληρωθούν για τη σύναψη μιας ποιοτικής φιλικής σχέσης. Μοιραία, τίθεται με τρόπο συγκριτικό η προτίμηση στην αρετή ή την ευχαρίστηση.
Ο Αριστοτέλης θα απαντήσει κάνοντας έναν παραλληλισμό: «Όπως στο πεδίο της επιστήμης οι πρόσφατες παρατηρήσεις κι γνώσεις προκαλούν πολύ ισχυρό αίσθημα ηδονής, έτσι συμβαίνει και με τις συναντήσεις μεταξύ φίλων· ο λόγος είναι ο ίδιος και στην επιστήμη και στη φιλία» (1237a 29-32).
Για να δοθούν εξηγήσεις: «εκ φύσεως το γενικώς αγαθό είναι και γενικώς ηδύ, και για όποιους είναι αγαθό, για τους ίδιους είναι και ηδύ. Γι’ αυτό και τα όμοια χαίρονται αυτομάτως το ένα το άλλο, και το πιο ηδύ για τον άνθρωπο είναι ο άνθρωπος. […] Εάν, λοιπόν, η ενεργητική εκδήλωση αγάπης και φιλίας που συνοδεύεται από ηδονή είναι αμοιβαία επιλογή της συγκεκριμένης σχέσης, είναι φανερό ότι και γενικώς η φιλία στην πρωταρχική της σημασία θα είναι αμοιβαία επιλογή των γενικώς αγαθών και ηδέων, ακριβώς για το λόγο ότι αυτά είναι αγαθά και ηδέα» (1237a 33-41).
Με άλλα λόγια, το αγαθό (με όποια κριτήρια κρίνεται ως τέτοιο) δεν μπορεί παρά να είναι και ευχάριστο, αφού κανείς δε δυσαρεστείται με αυτά που κρίνει αγαθά. Από αυτή την άποψη, το ερώτημα που αφορά τη δυνατότητα της φιλίας με κάτι αγαθό που δεν κρίνεται ευχάριστο είναι κενό περιεχομένου, ως κάτι αδύνατο. Κι αν πρέπει να το πούμε αλλιώς, οτιδήποτε κρίνεται αγαθό κρίνεται κατ’ ανάγκη και ευχάριστο χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ισχύει και το αντίστροφο (αυτό που κρίνεται ευχάριστο δεν είναι κατ’ ανάγκη αγαθό).
Η συμπεριφορά εκείνων που εκθειάζουν πράξεις ή συνήθειες ως αγαθές, αλλά ποτέ δεν τις κάνουν επικαλούμενοι εμπόδια, έλλειψη χρόνου κλπ., κρίνεται από θέση αρχής υποκριτική, αφού, αν πράγματι τις έκριναν αγαθές, θα επιδίωκαν οπωσδήποτε την ευχαρίστηση της πραγμάτωσής τους. Τέτοιοι άνθρωποι αρέσκονται να αναπαράγουν αυτά που γενικώς κρίνονται αγαθά (και να τα υποστηρίζουν) περισσότερο για να εντάξουν τον εαυτό τους στα ενδεδειγμένα κοινωνικά πλαίσια.
Στην ουσία τα απορρίπτουν αναζητώντας την ευχαρίστηση σε άλλες ασχολίες που (προφανώς) τους ταιριάζουν περισσότερο. Το παράδειγμα του ανθρώπου που εκθειάζει τα βιβλία αλλά ξοδεύει τον περισσότερο χρόνο του στην τηλεόραση (την οποία και επικρίνει) είναι εξόχως ενδεικτικό. Οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε διάσταση ανάμεσα σε αυτά που πράγματι (θεωρητικά τουλάχιστον) αναγνωρίζουν ως αγαθά κι αυτά που λόγω εθισμού βρίσκουν ευχάριστα.
Σε τελική ανάλυση, η φιλία είναι αυστηρά καθορισμένη από τον εθισμό. Αυτά που συνηθίζει κανείς αυτά του αρέσουν. Κι εφόσον του αρέσουν τα θεωρεί αγαθά είτε το παραδέχεται είτε όχι. Ο άνθρωπος που πράγματι θεωρήσει αγαθές άλλες συνήθειες από αυτές που έχει συνηθίσει δεν έχει άλλη επιλογή από το να μετασχηματίσει τον εαυτό του προς την νέα κατεύθυνση. Αν δεν το κάνει αυτό, παραμένει (και ιδεολογικά) στην προτεραία κατάσταση, όσο κι αν διατείνεται το αντίθετο.
Κι αν η διάσταση ανάμεσα σε αυτό που αναγνωρίζει κανείς ως αγαθό κι αυτό που του δίνει ευχαρίστηση έχει ηθικό περιεχόμενο, υπάρχει ο κίνδυνος της πιο ολοκληρωτικής δυστυχίας. Η απόρριψη αυτών που προσδίδουν ευχαρίστηση (ως πράξεις εντελώς αντίθετες με την αρετή) δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη του ίδιου του εαυτού που εισπράττει χαρά από ανήθικα πράγματα.
Είναι το σημείο που τα πάθη κυριαρχούν τη ζωή σηματοδοτώντας την πιο επώδυνη ψυχική ανισορροπία. Κι όσο πιο ανήθικα είναι τα πάθη, τόσο βαθύτερη και η απόρριψη του εαυτού. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι σχεδόν αδύνατο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Εκτός αν φτάσει στο θηριώδες. Όμως, τότε (αριστοτελικά τουλάχιστον) δεν ανήκει στους ανθρώπους. Εκείνος που εισπράττει χαρά κακοποιώντας μικρά παιδιά ή σκοτώνοντας, και δε νιώθει άσχημα γι’ αυτό, δεν είναι άνθρωπος. Είναι ένα άλογο κτήνος.
Σε κάθε περίπτωση, ο εθισμός θα καθορίσει όλα εκείνα που θα αγαπήσει κανείς: «Και η φιλία στη συγκεκριμένη της μορφή είναι εκείνη η πάγια διάθεση της ψυχής (έξη), από την οποία πηγάζει η επιλογή των αγαθών και των ηδέων» (1237a 41-42).
Κατόπιν αυτών είναι σαφές ότι η φιλία μεταξύ των ανθρώπων είναι η έκφραση της αμοιβαίας τους αγάπης: «Αφού, λοιπόν, η εκδήλωση αγάπης σημαίνει να αντιμετωπίζει κανείς το αντικείμενο της αγάπης του ως ακριβώς τέτοιο, τότε και ο φίλος γίνεται αντικείμενο της αγάπης του φίλου του, ακριβώς διότι είναι στην ουσία φίλος του και όχι μουσικός ή γιατρός· και μόνο η ηδονή που αντλεί από αυτόν ακριβώς ως φίλο είναι η ηδονή της φιλίας» (1237b 1-5).
Το δεδομένο της αναγκαιότητας του αγαθού για τη σύναψη κάθε φιλίας εξασφαλίζει και την ευχαρίστηση. Η ίδια η φύση της φιλίας, ως αμέριστης αγάπης που θα επιφέρει τη βαθύτερη συναισθηματική μοιρασιά, αποτελεί εγγύηση της ηδονής που θα εισπραχθεί. Ο προβληματισμός για το φίλο που δεν προξενεί ευχαρίστηση έχει οριστικά ακυρωθεί. Αν δεν προξενεί ευχαρίστηση, δεν είναι φίλος: «Οπότε, αν δε χαίρεται (κανείς) το φίλο του ακριβώς για το λόγο ότι είναι αγαθός, δεν πρόκειται για τη φιλία στην πρωταρχική της σημασία. Και κανένα τυχαίο και άσχετο με τη φιλία γνώρισμα δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στην απόλαυση του αγαθού» (1237b 5-7).
Ακόμη και αντικειμενικά απωθητικά χαρακτηριστικά, όπως η δυσοσμία, δεν μπορούν να αποτρέψουν τη γέννηση της φιλίας, αν υπάρχει το δεδομένο της αρετής: «Με έναν σφόδρα δύσοσμο, δηλαδή, τι θα γίνει; Είναι κάτι που ξεπερνιέται. Θα αγαπιέται και αυτός με την αντίστοιχη φιλική διάθεση· αλλά δεν είναι ανάγκη να συζεί κανείς μαζί του» (1237b 8-9).
Το δεδομένο της δυσκολίας να συζήσει κανείς με το δύσοσμο, ακόμη κι αν κριθεί ως αδυναμία στην αναζήτηση του έρωτα, με τίποτε δε θα δράσει ανασταλτικά στην προσέγγιση φίλων. Εξάλλου, είναι φανερό ότι το συγκεκριμένο σχόλιο γίνεται μάλλον περιπαικτικά από τον Αριστοτέλη.
Η αγάπη έχει στέρεες βάσεις μονάχα όταν θεμελιώνεται στην αρετή. Σε αντίθετη περίπτωση κρίνεται εφήμερη, αφού η έλλειψη αρετής θα επιφέρει και την έλλειψη εμπιστοσύνης και χωρίς εμπιστοσύνη είναι αδύνατο να γίνει λόγος για σταθερότητα: «Διότι όλοι δέχονται ότι η φιλία είναι κάτι σταθερό, και η μόνη σταθερή φιλία είναι η πρωταρχική φιλία. […] Ακόμη, σταθερή φιλία δε γίνεται χωρίς εμπιστοσύνη, και η εμπιστοσύνη θέλει επίσης το χρόνο της, αφού προϋποθέτει τη δοκιμή και την πείρα…» (1237b 12-16).
Αυτός είναι και ο λόγος που ο χρόνος τίθεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση της φιλίας. Οι φίλοι δε γίνονται από τη μια στιγμή στην άλλη, αφού η εμπιστοσύνη χτίζεται μόνο σταδιακά. Εκείνοι που θεωρούν ότι αποκτούν φίλους με κάθε ελάχιστη-τυχαία συναναστροφή είναι προφανές ότι στερούνται κριτηρίων: «Χωρίς τον αναγκαίο χρόνο δεν μπορεί να υπάρξει φίλος, μπορεί να υπάρχει απλώς η βούληση να γίνουν κάποιοι φίλοι· και αυτή η διάθεση της ψυχής πολλές φορές μάς μπερδεύει και τη λέμε φιλία. Αλλά φίλοι είναι μόνο εκείνοι που πραγματώνουν μεταξύ τους όσα απαιτεί μια αληθινή φιλική σχέση» (1237b 20-23).
Κι αν κάποιος θεωρεί ότι το ζήτημα δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Ιδού η απόδειξη: Εύκολα διαβάλλεται η σχέση όσων λένε ότι είναι φίλοι αλλά η φιλία τους δεν έχει δοκιμαστεί. Ασφαλώς, στα θέματα που έχουν δοκιμάσει ο ένας τον άλλο και τον έχουν γνωρίσει καλά, δε θα πιστέψουν σε διαβολές. Στα υπόλοιπα, όμως, όπου δεν έχουν εμπειρία, θα πιστέψουν τους συκοφάντες και τα αληθοφανή επιχειρήματα που αυτοί θα επιστρατεύσουν» (1237b 28-31).
Η εμπιστοσύνη δεν είναι τίποτε άλλο από την επιβεβαίωση της αρετής του άλλου προσώπου. Μόνο τους ενάρετους εμπιστεύεται κανείς και αυτός είναι ο λόγος που η αληθινή φιλία απευθύνεται μονάχα σε αυτούς: «Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι φιλία αληθινή δε συναντάται ανάμεσα σε ανθρώπους κακούς. Εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν μπορεί να υπάρχει, κι ο κακός είναι κακός με όλους· με τον εαυτό του για μέτρο, μετράει και τους άλλους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι οι καλοί εξαπατώνται πιο εύκολα από τους κακούς: δεν έχουν την πείρα να φανούνε δύσπιστοι» (1237b 32-36).
Κι όχι μόνο αυτό: «Και, ακόμη, οι κακοί άνθρωποι επιλέγουν αντί του φίλου πράγματα, που μπορεί εκ φύσεως να είναι καλά, πλην όμως τα αγαπούν πιο πολύ από τον άνθρωπο· άρα δεν είναι φίλοι. Διότι με αυτό τον τρόπο δε γίνονται κοινά όσα έχουν οι φίλοι, και χαρίζεται ο φίλος στα πράγματα και όχι τα πράγματα στο φίλο» (1237b 36-42).
Η ρηχότητα της συμφεροντολογικής οπτικής του κακού που βάζει τα πράγματα πάνω από τους ανθρώπους είναι η καταδίκη της αέναης ατομικότητας που θα ζήσει για πάντα περιχαρακωμένη. Οι άνθρωποι αυτοί δε θα απολαύσουν ποτέ τη συναισθηματική ολοκλήρωση της ανιδιοτελούς προσφοράς. Στην ουσία είναι ανίκανοι να βιώσουν την αγάπη. Κι αυτός είναι ο ύψιστος συναισθηματικός ακρωτηριασμός. Για τον Αριστοτέλη η προσφορά της αγάπης είναι σημαντικότερη από την αποδοχή της, αφού η ανεπιτήδευτη χαρά που βιώνει κανείς προσφέροντας σηματοδοτεί την πιο ολοκληρωμένη οπτική της συντροφικότητας.
Σε τελική ανάλυση, το δεδομένο ότι η χαρά του φίλου είναι και προσωπική χαρά (αν αυτό δεν ισχύει, τότε δεν υπάρχει φιλία) καθιστά σαφές ότι η επίγνωση της προσωπικής συμμετοχής στην εδραίωσή της κάνει τη συναισθηματική ευφορία εντονότερη. Εξάλλου, η εκδήλωση της αγάπης διαχωρίζει τα έμψυχα από τα άψυχα.
Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι που αδυνατούν να εκδηλώσουν την αγάπη τους υπολογίζοντας περισσότερο το υλιστικό τους συμφέρον είναι σαν να αρνούνται την ίδια την ψυχική τους υπόσταση: «Γι’ αυτό και το να δείχνει κανείς αγάπη είναι χαρά, ενώ το να δέχεται αγάπη μπορεί να μην είναι. Το να δέχεται κανείς αγάπη δεν είναι δική του ενέργεια αλλά του αντικειμένου της αγάπης, ενώ η εκδήλωση αγάπης χαρακτηρίζει τη φιλία· και το να εκδηλώνουν αγάπη χαρακτηρίζει μόνο τα έμψυχα, ενώ το να δέχονται το έχουν και τα άψυχα, αφού και αυτά γίνονται αντικείμενα αγάπης» (1237a 45-49).
Η προσφορά της χαράς, ως έμπρακτη απόδειξη αγάπης, αποτελεί ενεργητική εκδήλωση της ψυχής και γι’ αυτό κρίνεται ηδονικότερη. Ο φίλος χαίρεται περισσότερο όταν προσφέρει αγάπη παρά όταν τη δέχεται. Χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και η αποδοχή της αγάπης ή της ενθάρρυνσης δεν είναι εξόχως σημαντική για την ισορροπία της ψυχής.
Η αντικατάσταση των ανθρώπων από τα πράγματα σε επίπεδο αξιών και συναισθημάτων σηματοδοτεί την αντίληψη που μετατρέπει τα πάντα σε κατανάλωση. Κατά τον Αριστοτέλη μια τέτοια εκδοχή για τις ανθρώπινες σχέσεις αποτελεί τον ύψιστο παραλογισμό: «… δεν μπορεί να είναι ισοδύναμη επιλογή ένα ρούχο κι ένας φίλος. Και είναι αλήθεια –έτσι πιστεύουμε– ότι σε κάθε περίπτωση ένας άνθρωπος λογικός επιλέγει ανάμεσα σε δύο πράγματα το καλύτερο, και αν στο παρελθόν χρησιμοποιούσε πάντα το χειρότερο και όχι το καλύτερο, τώρα πρέπει να πάει το πράγμα στο καλύτερο. Αλλά με τους φίλους δεν είναι όπως με τα πράγματα: δεν αφήνεις τον παλιό φίλο για έναν άγνωστο, κι ας είναι αυτός καλύτερος» (1237b 43-47).
Η αντίληψη που θέλει την εναλλαγή των φίλων σαν να πρόκειται για ρούχα εκμηδενίζει κάθε έννοια φιλίας, αφού δεν εκπληρώνει ούτε το κριτήριο της σταθερότητας ούτε της εμπιστοσύνης. Οι δημιουργία νέων φίλων δε σηματοδοτεί την αντικατάσταση των παλιών και οι φίλοι που τελικά χάνονται με το πέρασμα του χρόνου, όχι από κάποια τυχαία συγκυρία αλλά από έλλειψη ενδιαφέροντος για συναναστροφή, προφανώς δεν εκπλήρωναν τα εχέγγυα της πρωταρχικής φιλίας.
Οι αναντίρρητες προϋποθέσεις του χρόνου και της εμπιστοσύνης καθιστούν σαφές ότι ο αριθμός των φίλων θα είναι κατ’ ανάγκη περιορισμένος. Η ολιγοφιλία κρίνεται αναπόφευκτη, αφού το αντικειμενικό πλαίσιο του χρόνου δεν επιτρέπει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων με πολλούς ανθρώπους. Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος: «… δε γίνεται να υπάρχει φιλία αληθινή ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους, αφού δε γίνεται να τους δοκιμάσουμε και να τους γνωρίσουμε όλους· κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε να τους ζήσουμε από κοντά» (1237b 41-43).
Ο άνθρωπος που θεωρεί ότι έχει πολλούς φίλους απλώς και μόνο επειδή συναναστρέφεται πολλούς σε τυχαίες κοσμικές εκδηλώσεις έχει παντελή άγνοια του θέματος. Επί της ουσίας δεν έχει κανένα φίλο: Επιπλέον, «… να είναι κανείς φίλος με πολλούς, τον δυσκολεύει να τους δείχνει αγάπη και να τους έχει φίλους· δεν μπορεί κανείς να εκδηλώνει τη φιλία του έμπρακτα σε πολλούς ανθρώπους» (1238a 11-13).
Αυτό που μένει είναι η αυτογνωσία για να μπορεί να επιλέγει κανείς τους φίλους που του ταιριάζει: «… δεν αρκεί να είναι γενικά αγαθός ο φίλος, αλλά πρέπει και ειδικά για σένα, αν πρόκειται για φίλο δικό σου. Το να είναι κανείς γενικά αγαθός σημαίνει απλά να είναι αγαθός, ενώ φίλος δικός σου σημαίνει να είναι αγαθός ακριβώς για σένα» (1238a 3-9).
Είναι σαφές ότι για κάθε άνθρωπο το αγαθό, πέρα από τα αντικειμενικά-καθολικά κριτήρια της εντιμότητας, της εχεμύθειας, της δικαιοσύνης, του σεβασμού κλπ. (που πρέπει να εκπληρώνονται οπωσδήποτε), έχει και υποκειμενικά-ειδικά κριτήρια, όπως τα ενδιαφέροντα, η αντίληψη του χιούμορ, με δυο λόγια όλα εκείνα που αποτιμούν το σύνολο της προσωπικότητας. Αυτός είναι και ο λόγος που σε κάθε περίπτωση το αγαθό ταυτίζεται με το ευχάριστο, αφού όλα αυτά που κρίνονται αγαθά επιφέρουν ευχαρίστηση και συμπυκνώνονται στην εικόνα του φίλου που είναι σε θέση να τα εκπληρώσει.
Κι αυτό ακριβώς είναι το πορτρέτο του ιδανικού φίλου. Η δυσκολία του να βρεθούν άνθρωποι που να ανταποκρίνονται σε όλες αυτές τις προσδοκίες είναι ακόμη μια απόδειξη ότι οι αληθινοί φίλοι (με την πρωταρχική σημασία του όρου) δεν μπορούν παρά να είναι λίγοι.
Αριστοτέλης: «Ηθικά Ευδήμια», βιβλίο έβδομο, μετάφραση Βασίλειος Μπετσάκος, εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, Θεσσαλονίκη 2018.