Γ’. — Τα μέχρι της πρώτης εκστρατείας του Ηρακλείου.
Κείμενο: Παύλος Καρολίδης
Όταν ο Ηράκλειος ανήλθεν εις τον θρόνον, η κατάστασις του κράτους ήτο εις άκρον αθλία. Κατά τα οκτώ έτη της αιματηράς κυβερνήσεως του Φωκά πάσα τάξις είχεν εκλείψη εις το κράτος. Το σύστημα ηγεμόνος ακολάστου κυβερνώντος διά της βίας και της σφαγής είχε καταβάλη το φρόνημα των υπηκόων και είχε διαφθείρη τα ήθη. Ούτε φρόνημα γενναίον ούτε αίσθημα πατρίδος και θρησκείας εζωογόνει ηθικώς το κράτος και τον λαόν. Ιδίως εις τον στρατόν επεκράτει πνεύμα στασιαστικόν, είχε δε εκλείψη πας νόμος πειθαρχίας. Εκ των γενναίων πολεμιστών, οι οποίοι είχαν τοσάκις νικήση υπό τας σημαίας του Μαυρικίου, οι πλείστοι είχαν πέση υπό τα ξίφη των Περσών. Τα νέα επί του Φωκά στρατολογηθέντα στίφη ήσαν άτακτα, άνευ πειθαρχίας και φρονήματος. Αι πλείσται των Ασιατικών επαρχιών ήσαν παραδεδομέναι εις το έλεος των Περσών, εις τας φλόγας και εις την ερήμωσιν. Ολόκληρος η Αρμενία και η Ασσυρία είχαν καταληφθή από τους Πέρσας. Ανθηρόταται πόλεις μεταξύ του Τίγρητος και του Ευφράτου είχαν πάθη καταστροφάς φοβεράς και μυριάδες των κατοίκων είχαν απαχθή εις αιχμαλωσίαν. Ολίγους δε μήνας μετά την εις τον θρόνον ανάβασιν του Ηρακλείου οι Πέρσαι διαβάντες τον Ευφράτην, την άνοιξιν του 611, κατέλαβαν όλας τας μέχρι της Αντιοχείας ακμαίας Ελληνικάς πόλεις. Ο στρατός ο αντιταχθείς εναντίον των Περσών κατεστράφη καθ’ ολοκληρίαν.
Ο Ηράκλειος δεν ηδύνατο να θεραπεύση αμέσως την οικτράν κατάστασιν. Ούτε στρατόν είχεν αξιόμαχον, ούτε στρατηγούς ικανούς, ούτε την δέουσαν πολεμικήν παρασκευήν. Ο στρατός, τον οποίον έφερεν ο ίδιος από την Αφρικήν, ήτο ανεπαρκής. Και ήλθε μεν μετ’ ολίγον μετά στρατού και ο προμνημονευθείς εξάδελφος του Νικήτας, θερμότατης τυχών δεξιώσεως παρά του Ηρακλείου· αλλά και πάλιν ο όλος στρατός ήτο μικρός αναλόγως των αναγκών της στιγμής. Ο δε μόνος άξιος στρατηλάτης και σύμβουλος αγαθός και πιστός του Ηρακλείου ήτο ο Νικήτας. Μετά την καταστροφήν του στρατού της Συρίας είς μόνος ακόμη υπήρχε στρατός εις την Ασίαν, ο προς άμυναν της Μικράς Ασίας σταθμεύων εις την Καισάρειαν. Αρχιστράτηγον αυτού διώρισεν ο Ηράκλειος τον γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον. Ενώ αι Ασιατικαί επαρχίαι τόσα υπέφεραν από τους Πέρσας, αι Ευρωπαϊκαί επαρχίαι του Κράτους υπέκειντο εις αδιαλείπτους επιδρομάς Αβάρων, Βουλγάρων και Σκλαβηνών (Σέρβων, Κροατών και άλλων), η δε Ιταλία υπέφερε πολλά από τους εισβαλόντας Λομβαρδούς, έθνος Γερμανικόν βάρβαρον.
Εν μέσω τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων ο Ηράκλειος εσκέφθη να συνάψη ειρήνην έντιμον προς τον κινδυνωδέστερον των πολεμίων, τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην. Ήλπιζε δε ότι ηδύνατο να το κατορθώση, καθόσον ο Χισρόης είχε κηρύξη τον πόλεμον διά να τιμωρήση τον Φωκάν ως σφετεριστήν του θρόνου και φονέα του ευεργέτου του Χοσρόη Μαυρικίου του αυτοκράτορος. Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος διά να εξακολουθήση επί πλέον ο πόλεμος. Τούτο είπαν εις τον Χοσρόην οι πρέσβεις του Ηρακλείου. Αλλ’ ο Χοσρόης το όνομα του Μαυρικίου είχε μεταχειρισθή μόνον διά να δικαιολογήση τον πόλεμον, και δεν έστεργε να ειρηνεύση τώρα, ότε είχε καταλάβη τόσας χώρας. Ήλπιζε μάλιστα ότι έμελλε να υποτάξη μετ’ ολίγον και ολόκληρον το κράτος, τουλάχιστον το εν Ασία. Ο Χοσρόης ούτε ηξίωσε να δώση απάντησιν εις τους πρέσβεις και τους απέπεμψεν απράκτους.
Μετ’ ολίγον ο Ηράκλειος περιωρίσθη εις άμυναν της πρωτευούσης. Διότι οι Πέρσαι, είτε αυτοί κατασκευάσαντες λέμβους, είτε παρά των Αβάρων και παρά των Βουλγάρων και Σλαύων λαβόντες πλοιάρια πειρατικά, επετέθησαν και κατά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλ’ απεκρούσθησαν απολέσαντες τεσσάρας χιλιάδας ανδρών. Η ανάγκη της αμύνης της Κωνσταντινουπόλεως και η έλλειψις χρημάτων και ο από των Αβάρων και Βουλγάρων κίνδυνος δεν επέτρεπαν εις τον Ηράκλειον ούτε τώρα να παρασκευασθή σοβαρώς εις πόλεμον. Προς τοις άλλοις δε εξερράγη τότε (618) και λοιμός εις Αίγυπτον διαδοθείς εις πολλάς χώρας της Ευρώπης και μαστίσας την Κωνσταντινούπολιν και πολλάς χώρας του κράτους. Τέλος εσκέφθη ότι όπως όπως ήτο ανάγκη να απαλλαγή τουλάχιστον των Αβάρων, οι οποίοι είχαν στρατεύσει εις Θράκην. Έστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Χαγάνον και εζήτησεν ειρήνην. Ο Χαγάνος συνήνεσεν, αλλ’ εζήτησε να έλθη εις συνέντευξιν προς τον Ηράκλειον.
Μετ’ ολίγον οι Πέρσαι κατέλαβαν την μεγάλην πόλιν Αντιόχειαν και ολόκληρον την βόρειον Συρίαν. Και μέρος μεν του στρατού των επροχώρησεν εις την Μικράν Ασίαν, μέρος δε εις την Παλαιστίνην. Η Παλαιστίνη και η Φοινίκη υπέφεραν και από άλλους εχθρούς. Εις τας χώρας εκείνας ευρίσκοντο πολυάριθμοι Ιουδαίοι, ιδίως εις Τύρον, όπου ο πληθυσμός αυτών ανήρχετο εις 40 χιλιάδας. Οι Ιουδαίοι ούτοι ενθαρρυνθέντες από την Περσικήν εισβολήν επανεστάτησαν, και επετέθησαν μάλιστα κατά της Τύρου, αλλ’ ηττήθησαν πανταχού. Μετ’ ολίγον όμως, ότε οι Πέρσαι εισέβαλαν εις την Παλαιστίνην, εξήφθη δεινότατα το κατά των Χριστιανών φανατικόν μίσος των. Ότε δε οι Πέρσαι κατέλαβον τω 614 αυτήν την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, είκοσι χιλιάδες Ιουδαίοι ωπλίσθησαν διά να σφάξουν τους Χριστιανούς. Εις ενενήκοντα χιλιάδας αναβιβάζονται οι χριστιανοί, όσοι εφονεύθησαν τότε εις μόνην την Αγίαν πόλιν υπό των Περσών και των Ιουδαίων. Και αυτούς τους Χριστιανούς, τους οποίους οι Πέρσαι ηχμαλώτιζαν διά να τους πωλήσουν ως δούλους, τους ηγόραζαν οι Ιουδαίοι και τους εφόνευαν. Κατά την επιδρομήν εκείνην εφονεύθησαν και χιλιάδες μοναχών. Οι ασκηταί μοναχοί της περιφήμου μονής του αγίου Σάββα, κειμένης πέντε ώρας μακράν της Αγίας πόλεως, εσφάγησαν ανηλεώς, μέχρι δε της σήμερον εις το προαύλιον της μονής διατηρείται μεγάλος σωρός από οστά των σφαγέντων μοναχών, μάρτυρες του μεγέθους της καταστροφής. Τότε συνελήφθη και απήχθη εις αιχμαλωσίαν εις τα ενδότερα της Περσίας και ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Ζαχαρίας. Ό,τι δε εις μέγιστον βαθμόν ελύπησε τους Χριστιανούς ήτο η υπό των Περσών σύλησις του τιμίου ξύλου του Σταυρού. Ο Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος ήρπασε τον Σταυρόν, τον έκλεισεν εις θήκην και τον εσφράγισε με την σφραγίδα του πατριάρχου προς πίστωσιν της ταυτότητος. Το ναΐδιον του Αγίου Τάφου και αι εκκλησίαι έγειναν παρανάλωμα του πυρός. Οι Πέρσαι επώλησαν τα ιερά σκεύη και όλα τα εκ των ευσεβών δωρεών των πιστών απ’ αιώνων θησαυρισμένα πλούσια αφιερώματα. Η Γαλιλαία και αι όχθαι του Ιορδάνου ποταμού καθ’ όλον το μήκος εκαλύφθησαν από ερείπια. Όσοι εκ των κατοίκων της Αγίας πόλεως και των λοιπών πόλεων της Αγίας Γης κατώρθωσαν να διαφύγουν τα ξίφος των Περσών, κατέφυγαν εις την Αίγυπτον και ιδίως εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί ευρήκαν φιλάνθρωπον περίθαλψιν από τον φιλανθρωπότατον πατριάρχην Αλεξανδρείας Ιωάννην τον Ελεήμονα. Ο άγιος ούτος πατήρ της Εκκλησίας, του οποίου εορτάζεται η μνήμη την 12 Νοεμβρίου, καθώς ήτο πάντοτε, ούτως εφάνη και εις την περίστασιν εκείνην ονόματι και πράγματι Ελεήμων. Έδειξε πατρικήν αγάπην και στοργήν προς τους φυγάδας, μεταβαίνων ο ίδιος εις τα ξενοδοχεία και τα νοσοκομεία, όπου τους εφιλοξένει περιποιούμενος τας πληγάς των και διανέμων διά της ιδίας χειρός τροφάς και ενδύματα. Έστειλε δε και ανθρώπους του εις την Ιερουσαλήμ μετά την αναχώρησιν των Περσών διά να μοιράσουν χρήματα, σίτον και ενδύματα εις τους δυστυχείς, όσοι είχαν επιστρέψει εκεί. Έπεμψε δε και άλλους κληρικούς με πολλά χρήματα εις τον Περσικόν στρατόν, διά να εξαγοράσουν αιχμαλώτους.
Αλλά μετ’ ολίγον (τω 616 μ. Χ.) και η Αλεξάνδρεια και όλη η Αίγυπτος μέχρι των ορίων της Αβησσυνίας εις την αυτήν υπέκυψαν συμφοράν της Περσικής εισβολής. Η Αλεξάνδρεια ελεηλατήθη και η Αίγυπτος πολλαχού ηρημώθη. Αλλ’ ενώ η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος τοιαύτα έπασχαν δεινά, ο φοβερώτατος των κινδύνων επήρχετο εναντίον αυτής της πρωτευούσης.
Πριν ακόμη οι Πέρσαι προχωρήσουν εις την Παλαιστίνην, είχαν εισελάσει εις την Μικράν Ασίαν (612). Στρατός ισχυρός προς απόκρουσίν των δεν υπήρχεν. Ο μόνος εις το κέντρον της χώρας ταύτης, εις Καισάρειαν, σταθμεύων στρατός υπό τον Κρίσπον διετέλει και αυτός εις παραλυσίαν. Οι μεγάλοι εκείνοι γενναίοι στρατοί οι προ 15 ετών επί του Μαυρικίου τοσαύτα διαπράξαντες έργα είχαν εκλείψει. Εκ της απογραφής, την οποίαν ενήργησεν ο Ηράκλειος, εγνώσθη ότι εκ των πολλών εκείνων μυριάδων του στρατού του Μαυρικίου δύο μόνοι έζων έτι. Και όμως μόλις είχαν παρέλθει δέκα έτη από του θανάτου του Μαυρικίου! Ο Ηράκλειος μετέβη εις την Μικράν Ασίαν, επορεύθη μέχρι Καισαρείας, αλλ’ ούτε στρατόν εύρεν αξιόμαχον ούτε κανένα στρατηγόν. Μετά την εις Κωνσταντινούπολιν επστροφήν του αυτοκράτορος οι Πέρσαι εκυρίευσαν και την Καισάρειαν της Καππαδοκίας και ηχμαλώτισαν άπειρον πλήθος ανθρώπων. Από της Καισαρείας επροχώρησαν προς το βορειανατολικόν της Μικράς Ασίας, και κατά το 616, το αυτό έτος κατά το οποίον η Αίγυπτος εκυριεύθη από τους Πέρσας, ο Πέρσης στρατηγός Σαήν(=Σαχίν) προήλασε μέχρι Χαλκηδόνος απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως. Και δεν ηδυνήθησαν μεν οι Πέρσαι να την κυριεύσουν, πολύ δε ολιγώτερον να προσβάλουν την Κωνσταντινούπολιν, ως μη έχοντες άλλως και πλοία, αλλ’ όμως και ούτω μεγάλη ήτο η ταραχή εις Κωνσταντινούπολιν, οπόθεν έβλεπαν οι κάτοικοι τους πολεμίους διά πυρός και σιδήρου ερημούντας πάσας τας πλησίον χώρας εις την απέναντι ασιατικήν παραλίαν. Τότε ο αυτοκράτωρ ενόμισεν ότι πριν πέση από τους Πέρσας η πολιορκουμένη Χαλκηδών έπρεπε να προβή εις διάβημά τι περί ειρήνης προς τους Πέρσας. Προς τούτο δεν εδίστασε να αποταθή εις τον Σαήν και να έλθη μάλιστα εις συνάντησίν του, πέμψας συγχρόνως πολλά και πολύτιμα δώρα. Όταν ο Αυτοκράτωρ απέβη εις την Ασιατικήν παραλίαν, έσπευσεν ο Σαήν εις προϋπάντησιν και ερρίφθη κατά πρόσωπον επί της γης, όπως οι Πέρσαι μεγιστάνες επροσκύνουν τους βασιλείς των. Έπειτα ελάλησε προς τον αυτοκράτορα μεγαλοφώνως περί των ωφελειών της μεταξύ των δύο κρατών διαρκούς ειρήνης και ωρκίσθη ότι αυτός επεθύμει διακαώς τοιαύτην ειρήνην. Παρεκάλεσε δε τον αυτοκράτορα να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην και να ζητήση ειρήνην, υποσχόμενος ο ίδιος να συνοδεύση τους πρέσβεις και να συνηγορήση υπέρ της παραδοχής των προτάσεων του Ηρακλείου. Ο αυτοκράτωρ επιστρέψας εις Κωνσταντινούπολιν και συσκεφθείς μετά του πατριάρχου και της συγκλήτου απεφάσισε να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην. Τοιούτοι δε διωρίσθησαν ο Έπαρχος της αυλής Ολύμπιος, ο έπαρχος της πόλεως Λεόντιος και ο οικονόμος της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας Αναστάσιος. Μετά των πρέσβεων τούτων απήλθε και ο Σαήν αφήσας πολιορκητικόν στρατόν εις την Χαλκηδόνα, αφού απέσυρε το μεγαλείτερον μέρος του στρατού του εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.
Αλλ’ εναντίον πάσης προσδοκίας του Σαήν, ο Χοσρόης κατελήφθη υπό μανίας και οργής, όταν είδε τον Σαήν μετά των πρέσβεων. Και προς μεν τους πρέσβεις είπεν υβριστικώς: «Δεν θα φεισθώ υμών, αν δεν αρνηθήτε τον Εσταυρωμένον, περί του οποίου λέγετε ότι είναι Θεός, και δεν προσκυνήσητε τον ήλιον.» Αποβλέψας δε προς τον Σαήν είπεν: «Άθλιε, ηρνήθης λοιπόν τον κύριόν σου, προσκυνήσας ξένον; Έπρεπε να συλλάβης τον Ηράκλειον και τον φέρης δέσμιον». Και διέταξε να εκδάρουν τον Σαήν ζώντα, και να κατασκευάσουν από το δέρμα του ασκόν, τους δε πρέσβεις να ρίψουν εις το δεσμωτήριον. Και ο μεν Λεόντιος απέθανεν εκεί ασθενήσας· οι δε άλλοι δύο έμειναν δέσμιοι μέχρις ου ο Ηράκλειος εισέβαλεν εις το Περσικόν κράτος, και τότε εφονεύθησαν διά ραβδισμών. Έστειλε δε τότε ο Χοσρόης και επιστολήν προς τον βασιλέα, εις την οποίαν ωνόμαζε τον εαυτόν του «βασιλέα και κύριον του κόσμου, τον ήλιον του μεγάλου Ωρομάσδου, (του μεγάλου θεού των Περσών)», τον δε Ηράκλειον «ευτελή και αναίσθητον δούλον». Έλεγε δε προσέτι: «Αρνούμενος να υποταχθής εις την εξουσίαν μας, καλείς τον εαυτόν σου κύριον και βασιλέα».
Απεκάλει τον στρατόν του βασιλέως «στίφος ληστών», και ηπόρει πως δεν έβλεπεν ο Ηράκλειος ότι αυτός (ο Χοσρόης) κατέστρεφε το κράτος του, καταλαμβάνων την Καισάρειαν, την Ιερουσαλήμ και την Αλεξάνδρειαν. «Και δεν δύναμαι εγώ να καταστρέψω και την Κωνσταντινούπολιν; (έγραφε προσέτι ο Χοσρόης). Δύναμαι να συγχωρήσω όλα τα σφάλματα σου, εάν έλθης ενταύθα μετά της γυναικός και των τέκνων σου. Θα σου δώσω χώρας, αμπέλους και ελαιώνας διά να έχης άφθονα τα προς το ζην. Μη απατάσαι ελπίζων εις τον Χριστόν, αφού δεν ηδυνήθη να σώση εαυτόν από τας χείρας των Ιουδαίων, οι οποίοι τον εφόνευσαν καρφώσαντες εις τον Σταυρόν. Και αν κατέλθης εις τα βάθη της θαλάσσης, και εκεί θα εκτείνω την χείρα μου και θα σε συλλάβω, και τότε θα με ιδής χωρίς να το θέλης!»
Τοιαύτα έλεγε προς τους πρέσβεις και έγραφε προς τον αυτοκράτορα Ηράκλειον ο ασεβής Πέρσης. Εννοείται ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να γίνεται λόγος περί ειρήνης. Ο Χοσρόης εις την θέσιν του βαρβάρως φονευθέντος Σαήν έστειλε τον στρατηγόν Σάρβαρον ή Σαρβαραζόν, όστις, κατά τα λεγόμενα εξέτεινε τας επιδρομάς του (617) μέχρι της Χαλκηδόνος και της Χρυσουπόλεως.
Ο Ηράκλειος θέλων να στρέψη πάσας τας δυνάμεις και ενεργείας του εναντίον των Περσών, εθεώρησεν αναγκαίον να καταστήσει ακίνδυνον τον εν Ευρώπη πολέμιον, τον Χαγάνον δηλονότι των Αβάρων, ο οποίος ελεηλάτει τας πλησίον της πρωτευούσης Ευρωπαϊκάς επαρχίας του κράτους. Προς τούτο δεν εδίστασε να έλθη και εις προσωπικήν συνέντευξιν προς τον Χαγάνον πλησίον της Σηλυβρίας. Αλλά κατά την περίστασιν αυτήν έδειξεν ο Χαγάνος απιστίαν και δολιότητα, παρασκευάσας ενέδραν κατά του αυτοκράτορος και ζητών να τον συλλάβη. Αλλ’ αίφνης ο αυτοκράτωρ έμαθε παρά τινων χωρικών τας επιβούλους κινήσεις των βαρβάρων και από την ταραχήν του μόλις διεσώθη, φεύγων επί ίππου ταχέως και εγκαταλείψας την βασιλικήν αποσκευήν και την σωματοφυλακήν. Οι βάρβαροι κατεδίωξαν τον αυτοκράτορα από Σηλυβρίας μέχρι των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως ξιφήρεις και πατούντες διά των ίππων τα φεύγοντα γυναικόπαιδα, φονεύοντες και ληστεύοντες και πληρούντες το έδαφος διά πτωμάτων. Από την επιδρομήν ταύτην επέστρεψαν με πολλάς χιλιάδας αιχμαλώτων. Ταύτα συνέβησαν κατά το 619 μ.Χ.
Το επόμενον έτος 620 ο αυτοκράτωρ θεωρών πάλιν απαραίτητον την προς τους Αβάρους ειρήνην έπεμψε πρεσβείαν εις τον Χαγάνον παραπονούμενος διά την γενομένην παρασπονδίαν. Ο Χαγάνος αισχυνόμενος διά τα γενόμενα εδικαιολογείτο λέγων, ότι δεν ηδυνήθη να κρατήση τους ανθρώπους του και ότι ήτο πρόθυμος να αποδώση τους αιχμαλώτους και ό,τι εκ των αρπαγέντων ηδύνατο να περισυλλέξη, διαβεβαιών δε ότι διά το αδίκημα τούτο έμελλε να αποζημιώση τον αυτοκράτορα διά του ζήλου, τον οποίον έμελλε να δείξη υπέρ του κράτους, γινόμενος σύμμαχος. Όπως είχαν τα πράγματα τότε, ο αυτοκράτωρ την ανάγκην ποιούμενος φιλοτιμίαν, εφάνη ευχαριστημένος από την απάντησιν του Χαγάνου.
Αλλ’ ο Χαγάνος και ο από των Περσών της Μικράς Ασίας κίνδυνος και η απορία χρημάτων δεν ήσαν τα μόνα κακά, κατά των οποίων επάλαιεν ο αυτοκράτωρ. Είχε και πολλούς ευπατρίδας φανερά ή κρυφίως αντιπολιτευομένους κατ’ αυτού. Εκτός του εξαδέλφου του Νικήτα, πάντες οι λεγόμενοι ανώτεροι στρατιωτικοί ήσαν άπιστοι προς αυτόν και εχθροί. Αυτή η Σύγκλητος αντεπολιτεύετο προς αυτόν. Μόνον ο λαός είχεν αγάπην απεριόριστον προς τον αυτοκράτορα. Η δε δημοτικότης του περιποιεί μεγάλην τιμήν εις τον άνδρα.
Διότι ήτο σπάνιον εις την Κωνσταντινούπολιν, εν μέσω τοιούτων δεινών, ανήρ έξωθεν ελθών και προ ολίγων ετών ανακηρυχθείς βασιλεύς, να εξακολουθή τοσούτον αγαπώμενος υπό του λαού. Εν τούτοις ο Ηράκλειος εν μέσω τόσων δυσχερειών εσκέφθη επί στιγμήν να φύγη από την πρωτεύουσαν. Δεν ήτο ο σκοπός του να φύγη ως ρίψασπις, εγκαταλείπων το κράτος εν μέσω των κινδύνων. Αλλά θεωρών ότι, ως είχαν τα πράγματα, ήτο αδύνατον να κυβερνά μόνον εις Κωνσταντινούπολιν, ήθελε να επιστρέψη εις την Καρχηδόνα και εκείθεν να διοργανώση τον πόλεμον και την άμυναν του κράτους. Είχε στείλη μάλιστα εις Καρχηδόνα πλοίον με τα πολυτιμότερα βασιλικά κειμήλια. Αλλά ευθύς ως η είδησις εγνώσθη εις Κωνσταντινούπολιν, ο λαός κατελήφθη από θλίψιν μεγάλην. Πανταχόθεν το άπειρον πλήθος έτρεχεν εις τα ανάκτορα και επολιόρκει τας πύλας και με τας χείρας υψωμένας προς τα παράθυρα και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς εξώρκιζε τον αυτοκράτορα να μη τον εγκαταλείψη.
Οι δε τολμηρότεροι προέτειναν να κρατήσουν διά της βίας τον αυτοκράτορα. Κατά την κρίσιμον εκείνην στιγμήν εφάνη εις τα ανάκτορα ανήρ γενναίος και σεβαστός, άγιος και φιλόπατρις, ο πατριάρχης Σέργιος. Κρατών τον αυτοκράτορα εκ της χειρός εξήλθεν εκ των ανακτόρων και τον ωδήγησεν εις τον μέγαν ναόν της Αγίας Σοφίας. Εκεί ενώπιον του Θεού και εν ονόματι αυτού επίεσε τον Ηράκλειον να ορκισθή ότι θα εγκαταλείψη το σχέδιον της φυγής, ως ολεθριώτατον εις την πόλιν και εις το κράτος. Αφ’ ης στιγμής ωρκίσθη ο Ηράκλειος, εισήλθεν εις νέον στάδιον ενεργείας. Εκ της υποχρεώσεως, την οποίαν ανελάμβανεν απέναντι του λαού και του κράτους, ησθάνθη νέαν ηθικήν δύναμιν προς επιτέλεσιν του καθήκοντος, νέαν δύναμιν υψούσαν αυτόν εις το ύψος της μεγάλης βασιλικής αποστολής, υπεράνω του μεγέθους των επικρεμαμένων κινδύνων και συμφορών! Από τούδε αφωσιώθη εις το μέγα έργον της σωτηρίας του κράτους. Η ακράδαντος πίστις εις την βοήθειαν του Θεού και η εκ της πίστεως ταύτης ενισχυομένη συνείδησις του καθήκοντος καθίστα αυτόν ισχυρότατον απέναντι του φόβου και των αδυναμιών, η δε τοσούτον τρανώς εκδηλωθείσα πίστις, αγάπη και αφοσίωσις του λαού και του κλήρου τον κατέστησαν ισχυρότατον επί του θρόνου.
Από τούδε βλέπομεν τον Ηράκλειον αληθώς παντοδύναμον και παντουργόν. Αποφασίζει ν’ αναλάβη αυτός την αρχηγίαν του πολέμου οδηγών τον στρατόν εναντίον του Χοσρόου, ο οποίος επαρθείς διά τας νίκας κατεβασάνιζε τους κατακτηθέντας. Καθ’ όλον τον χειμώνα του έτους 621 — 622 ο Ηράκλειος απεσύρθη εις απομεμονωμένην εκτός της πόλεως κατοικίαν και ειργάζετο εκεί ακοινώνητος και αφανής εις τον λοιπόν κόσμον. Οι πολίται, γνωρίζοντες την μεγάλην ευσέβειάν του, ενόμιζαν ότι ο βασιλεύς ήθελε θρησκευτικώς να παρασκευασθή διά τον πόλεμον, ζητών άνωθεν φωτισμόν διά το μέγα έργον. Τινές μάλιστα έλεγαν, ότι και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο προφήτης Ηλίας και αυτός ο Χριστός εζήτησαν την έμπνευσιν του θείου πνεύματος εις την ερημίαν.
Ο δε Ηράκλειος καθ’ όλον τούτον τον χρόνον εμελέτα τα κατά τον πόλεμον, σπουδάζων λεπτομερώς την στρατιωτικήν γεωγραφίαν των χωρών όπου έμελλε να εκστρατεύση και έχων υπ’ όψιν πολλούς χάρτας και σχεδιογραφήματα στρατιωτικά των χωρών των Περσικών από τους Περσικούς πολέμους του αυτοκράτορος Μαυρικίου. Ο Ηράκλειος ήτο ευσεβέστατος, εις τον πόλεμον δε τούτον έδειξε τα αληθή θρησκευτικά του αισθήματα, προσπαθών διά της θρησκείας και της εις τον θεόν πίστεως να εμπνεύση εις τον στρατόν αίσθημα τιμής στρατιωτικής, καθήκοντος στρατιωτικού και την δύναμιν την ηθικήν προς καταφρόνησιν του θανάτου. Πόσον πρακτική ήτο του Ηρακλείου η ευσέβεια και το θρησκευτικόν αίσθημα μαρτυρεί το εξής γεγονός:
Ως εκ της καταστάσεως των πραγμάτων μεγάλη έλλειψις χρημάτων υπήρχεν εις το κράτος, ο δε Ηράκλειος είχεν ανάγκην πόρων προς παρασκευήν της εκστρατείας. Διά να θεραπεύση λοιπόν εκ του προχείρου την ανάγκην ταύτην, έλαβεν εν είδει δανείου χρήματα από τα ευαγή ιδρύματα. Από τον ναόν της Αγίας Σοφίας έλαβε τα πολυκάνδηλα και άλλα σκεύη εκκλησιαστικά και εκ τούτων έκοψε νομίσματα. Τόση δε ήτο η πίστις και η αφοσίωσις του λαού προς τον βασιλέα και η πεποίθησις ότι παν ό,τι έπραττε το έπραττεν εξ ανάγκης υψίστης και απαραιτήτου, προς το συμφέρον της Εκκλησίας και του κράτους, ώστε κανείς δεν εσκανδαλίσθη, ουδείς εγόγγυσε διά το γενόμενον. Την δύναμην του θρησκευτικού αισθήματος εις τον στρατόν είχαν εννοήση και οι προκάτοχοι του Ηρακλείου αυτοκράτορες και ηγωνίζοντο να συνδυάσουν εις το πνεύμα και εις την καρδίαν του στρατού το αίσθημα το θρησκευτικόν με το φρόνημα το στρατιωτικόν: Και αυτός ο Φωκάς είχε προτείνει εις την ιεράν Σύνοδον να κατατάσσεται μεταξύ των μαρτύρων πας στρατιώτης πίπτων επί του πεδίου της μάχης εν πολέμω κατ’ αλλοπίστων. Ο δε Ηράκλειος ενόησε κάλλιστα πως ήτο δυνατόν να επιτευχθή το σωτήριον έργον της ανυψώσεως του στρατού διά της θρησκείας, εις τρόπον ώστε ο πολεμών εναντίον των βαρβάρων υπέρ της πατρίδος να αισθάνεται ότι και υπέρ πίστεως επολέμει. Αρχαία τις παροιμία έλεγεν: «Οι λόγοι κινούσι, τα δε παραδείγματα ελκύουσιν.» Ο δε Ηράκλειος ήθελε και διά λόγων να κινή και να εξεγείρη το φρόνημα και το αίσθημα του στρατού και διά παραδειγμάτων να ελκύη και να αναγκάζη τον στρατιώτην να μάχεται μετά ζήλου ενθέου. Δεν υπάρχει διά τον στρατόν παράδειγμα ελκυστικώτερον του παραδείγματος του αρχηγού, και μάλιστα όταν ούτος είναι βασιλεύς. Τούτο μαρτυρεί ολόκληρος η ιστορία της ανθρωπότητος. Οι περισσότεροι των αρχαίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων εστράτευαν μετά του στρατού των εις τους πολέμους, όπως και ο μέγας Αλέξανδρος. Το παράδειγμα ηκολούθησαν και οι πρώτοι του Βυζαντίου αυτοκράτορες. Αλλ’ από διακοσίων περίπου ετών κανείς αυτοκράτωρ δεν παρευρέθη εις μάχην. Βαθμηδόν είχε καταντήσει συνήθεια σχεδόν υποχρεωτική να μη εκστρατεύουν οι αυτοκράτορες διά να μη εκτίθενται εις κινδύνους. Αλλ’ ο Ηράκλειος δεν ήθελε πλέον να υπακούση εις τοιαύτας συνηθείας. Ήθελε να δώση υψηλόν παράδειγμα εις τον στρατόν, εκστρατεύων μετ’ αυτού, ηγούμενος αυτού και μετ’ αυτού κινδυνεύων. Η ιστορία του μεγάλου πολέμου, τον οποίον επεχείρησε μετ’ ολίγον, είνε απ’ αρχής μέχρι τέλους σειρά μεγάλων και γενναίων πράξεων πολεμικών, έργων της προσωπικής του ανδρείας, αλλ’ εν ταυτώ και λόγων και προσφωνήσεων προς τον στρατόν υψίστης ηθικής και θρησκευτικής σημασίας. Εις τους λόγους τούτους φέρεται πάντοτε το όνομα του Θεού και του Χριστού, της Πίστεως και της Εκκλησίας. Ο πόλεμος άλλως τε είχε θρησκευτικόν χαρακτήρα απ’ αρχής μέχρι τέλους, αφού τοιούτον είχε δώση χαρακτήρα και ο Χοσρόης, κηρύξας πόλεμον εξολοθρεύσεως εναντίον της πίστεως του Ιησού Χριστού. Εκράτει δε ως τρόπαιον αυτό το τίμιον ξύλον του Σταυρού, του ιερωτάτου συμβόλου τούτου του Χριστιανικού στρατού.
Η εκστρατεία ήρχισε κατά την άνοιξιν του 622, αφού ο Ηράκλειος διά να μεταχειρισθή τον μόνον στρατόν του, και να δυνηθή να τον μεταφέρη από την Ευρώπην εις την Ασίαν, ανενέωσε την προς τον Χαγάνον φιλίαν. Μετά μεγάλης μάλιστα φρονήσεως φερόμενος προσεκάλεσε τον Χαγάνον, ως φίλον και σύμμαχον, να τον βοηθήση εις τον κατά των Περσών πόλεμον και τον ωνόμασεν επίτροπον του ανηλίκου υιού του.
Η επαύριον του Μεγάλου Πάσχα, η 5 Απριλίου του 622, ωρίσθη διά την έναρξιν της εκστρατείας. Κατ’ εκείνην την ημέραν ο αυτοκράτωρ ηγούμενος του μικρού του στρατού έμελλε να εγκαταλείψη την πρωτεύουσαν.
Η αγγελία της αναχωρήσεως του αυτοκράτορος διαδοθείσα εις την πόλιν συνεκίνησε μεγάλως τον λαόν. Διότι, καθώς είπαμεν, καινοφανές ήτο να απέλθη ο αυτοκράτωρ εις πόλεμον, αφού από διακοσίων ετών τοιούτον τι δεν είχε γίνη. Και αυτοί οι γενναιότατοι βασιλείς Τιβέριος Β’ και Μαυρίκιος, ενώ ως στρατηγοί λαμπρούς διεξήγαγαν πολέμους, ως αυτοκράτορες δεν είχαν επιχειρήσει εκστρατείας. Ο Ηράκλειος και πρότερον είχε μεταβή εις Καισάρειαν, αλλά τούτο είχε πράξει διά να εξετάση την κατάστασιν της χώρας και του στρατού και όχι διά να πολεμήση. Και τώρα όλος ο λαός έβλεπεν ως θαύμα τον αυτοκράτορα αλλάσσοντα την βασιλικήν πορφύραν αντί απλής στρατιωτικής στολής, και το στέμμα αντί περικεφαλαίας, και προσερχόμενον εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας διά να λάβη τας ευλογίας της Εκκλησίας. Ο Ηράκλειος ήκουσε μετά βαθυτάτης κατανύξεως την ιεράν ακολουθίαν, έπεσε πρηνής προ του Αγίου βήματος και εδεήθη προς τον Θεόν λέγων: «Δέσποτα Θεέ και Κύριε Ιησού Χριστέ, μη παραδώς ημάς εις όνειδος τοις εχθροίς σου διά τας αμαρτίας ημών, αλλ’ επιβλέψας ελέησον και την κατά των εχθρών σου νίκην δος ημίν, όπως μη καυχήσωνται οι αλάστορες κατά της σης κληρονομίας επαιρόμενοι». Έπειτα εστράφη προς τον παριστάμενον εκεί Πατριάρχην Σέργιον και είπεν «Εις τας χείρας του Θεού και της θεομήτορος και σου αφίημι την πόλιν ταύτην και τον υιόν μου.» Επιτρόπους του ωνόμασε τον πατριάρχην Σέργιον και τον Πατρίκιον Βόνον ή Βονοσόν, άνδρα εχέφρονα και κατά πάντα συνετόν και πεπειραμένον. Έπειτα δε λαβών την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού και κρατών αυτήν και ηγούμενος του στρατού μετέβη εις την παραλίαν φορών απλουστάτην στρατιωτικήν στολήν και πέδιλα όχι κόκκινα, καθώς συνήθιζαν οι Βασιλείς, αλλά μαύρα όπως των λοιπών στρατιωτών. Τότε δε ο πατριάρχης Σέργιος ηυχήθη να βαφούν κόκκινα διά του αίματος των εχθρών. Μεγάλη συγκίνησις και μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε πάντας τους παρισταμένους εις τον ναόν και όλον τον λαόν της πρωτευούσης. Ησθάνοντο το φρόνημά των υψούμενον και αναζωογονουμένας τας ελπίδας των περί μελλούσης νίκης. Άπειρον πλήθος λαού συνώδευσε τον αυτοκράτορα και τον στρατόν μέχρι της παραλίας και εκεί υπό τας ευφημίας και τας μεγαλοφώνους ευχάς του λαού επεβιβάσθη ο Ηράκλειος μετά του στρατού του εις τα πλοία. Ο στόλος μετ’ ολίγον εξηφανίσθη προς τον Ελλήσποντον, φέρων την τύχην του βασιλέως και του κράτους, χωρίς κανείς να γνωρίζη πού μεταβαίνει.
Ο Παύλος Καρολίδης (1849 – 1930) ήταν Έλληνας ιστορικός, πολιτικός και καθηγητής πανεπιστημίου. Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ. Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ. ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1904. ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ.