«Παράπονο πουλιού»
Ένα πουλ’ έκαμε φωλιά στης λεϊμονιάς το φύλλο, /
φύσησ’ ανεμοστρόβιλος κ’ επήρε τη φωλιά του. /
Το πήρ’ η παραπόνεση κι η λαύρα της καρδιάς του /
κι επήγε κι έκαμε φωλιά στα χείλια στην πηγάδα. /
Παν τα κοράσια για νερό και του τηνέ χαλούνε· /
το πήρε η παραπόνεση κι η λαύρα της καρδιάς του /
κι επήγε κι έκαμε φωλιά μέσα στον καλαμιώνα /
κι εκεί βοριά εφύσησε, του πήρε τη φωλιά του.
Το πήρ’ η παραπόνεση κι η λαύρα της καρδιάς του· /
πήγε κι εμυριολόγουνε στης μυγδαλιάς το φύλλο. /
Βασιλοπούλα τ’ άκουσεν απ’ ώριο παραθύρι· /
να ‘χα, πουλί, τα κάλλη σου και τον κελαηδισμό σου,
/ τ’ ωριόπλουμο σου το φτερό, την ώρια σου λαλίτσα. /
Τι τα ‘θελες τα κάλλη μου και τον κελαηδισμό μου, /
τ’ ωριόπλουμό μου το φτερό, την ώρια μου λαλίτσα, /
που τρως το διαλεχτό φαγί κι εγώ λιανοστουρνάρι, /
που πίνεις το καλό κρασί κι εγώ νερό απ’ τ’ αυλάκι. /
που συ πέφτεις σε πάπλωμα, σε κεντητά σεντόνια, /
κι εγώ το βαριορίζικο στους κάμπους και στα χιόνια. /
Που καρτερείς τον άγουρο, να παίξεις, να γελάσεις, /
και καρτερώ τον κυνηγό για να με κυνηγήσει. /
για να με ψήσει στη φωτιά, να κάτσει να δειπνήσει. /
Στέκου στον τόπο σου, κυρά, κι εμέ μη με ζηλεύεις, /
Γιατί τον πόνο τ’ αλλουνού κανείς δεν τόνε ξέρει.
Το βρήκαμε στην συλλογή «Τραγούδια Ρωμαίικα – Popularia Carmina Greciae Recentioris» που δημοσίευσε στην Λειψία, το 1860, ο Γερμανός λόγιος Arnold Passow.
