18 Νοεμβρίου 2020 at 03:27

Πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης

από

Πολιορκία και άλωση της Κωνσταντινούπολης

Ο Αλέξανδρος Πασπάτης γεννήθηκε στην Χίο το 1814. Σε ηλικία οχτώ χρονών έφυγε από το νησί του και βρέθηκε στην Αμερική, «τυχών της προστασίας φιλανθρώπων Αμερικανών»· αφού ολοκλήρωσε τα εγκύκλια μαθήματα, σπούδασε Ιατρική στην Αμερική, την Ιταλία και τη Γαλλία. Στα 1839, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διδάκτωρ της Ιατρικής, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως γιατρός. Στην Πόλη ασχολήθηκε με ιστορικές και τοπογραφικές μελέτες, καθώς και με την ιστορία του Βυζαντίου. Εξέδωσε ακόμη μνημειώδες σύγγραμμα για τη γλώσσα των τσιγγάνων της Ανατολής, γραμμένο στην αγγλική γλώσσα. Στα 1888 κυκλοφόρησε το Χιακόν Γλωσσάριον. Από το 1882 έζησε στην Αθήνα, όπου και πέθανε, στις 12 Δεκεμβρίου 1891. Το επόμενο απόσπασμα είναι ο πρόλογος από το βιβλίο του «Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Υπό των Οθωμανών εν έτει 1453. Α.Γ. Πασπάτης. Εκ του τυπογραφείου των ΑΔΕΛΦΩΝ ΠΕΡΡΗ. Εν Αθήναις, 1890.» Το κείμενο είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα της εποχής· εδώ η απόδοση γίνεται στη νέα ελληνική γλώσσα.

Ναός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.
Ναός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.

Κείμενο: Α.Γ. Πασπάτης

Απόδοση: Δημήτρης Τζήκας

Ανέλαβα να ιστορήσω την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, την οποία πάμπολλοι σύγχρονοι και μεταγενέστεροι ήδη περιέγραψαν. Οι σύγχρονοι, ιστορώντας όσα έγιναν στην πόλη και τα περίχωρα, είναι πολλάκις ακατάληπτοι, άνευ της περιγραφής των οχυρωμάτων και πολλών τόπων που μνημονεύονται. Αυτούς μιμήθηκαν και ακολούθησαν και πολλοί άλλοι, οι οποίοι ουδέποτε επισκέφτηκαν τα οχυρώματα που στέκουν μέχρι σήμερα στην πόλη· από τη μελέτη αυτών αποσαφηνίζονται πάρα πολλά γεγονότα της Άλωσης. Ο Γίββων, ο περιγράψας ολόκληρο τον βίο των Βυζαντινών, ουδέποτε είδε από κοντά την Κωνσταντινούπολη. Οδηγούς είχε τους ημέτερους Έλληνες ιστορικούς, τους αυτόπτες μάρτυρες της άλωσης και τον χαλκέντερο Δουκάγγιον, ο οποίος επίσης δεν γνώρισε την πόλη. Ο Φον Χάμμερ, διατρίψας πολλά έτη στην Κωνσταντινούπολη, την περιέγραψε σε καιρούς πολλών ταραχών, όταν η είσοδος στα τεμένη και η επίσκεψη των πολλών οχυρωμάτων της πόλεως ήταν άλλοτε οχληρή και άλλοτε πολύ επικίνδυνη. Μια περιγραφή της Κωνσταντινούπολης, που δημοσιεύτηκε το 1822, προ της ιστορίας του τουρκικού κράτους, είναι λίαν σφαλερή σε πλείστα σημεία. Στα 1822-23, ο ημέτερος πατριάρχης Κωνστάντιος μετά πολλού φόβου κυκλοφορούσε στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να δημοσιεύσει το συντομότατο πόνημά του περί της πόλης.

Πάντων των μέχρι τούδε εκδοθέντων συγγραμμάτων περί της Κωνσταντινουπόλεως πρώτιστον είναι το τρίτομο του ημετέρου επιφανούς συγγραφέα, Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, που δημοσιεύτηκε στα 1851 και 1869.

Άπαντες οι περιηγητές και ιστορικοί περιγράφουν τα γεγονότα της άλωσης εκ των ημετέρων συγχρόνων της άλωσης συγγραφέων. Ουδείς εφρόντισε να μάθει γιατί στις είκοσι οχτώ προηγούμενες πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης οι εχθροί έπλητταν πάντοτε τα χερσαία τείχη στο μέσο της πύλης Ανδριανουπόλεως και του Αγίου Ρωμανού στη λαγκάδα του Λύκου. Ουδείς ιστορικός μνημονεύει το ύδωρ της τάφρου. Επρόκειτο δε να χλευάσουν τα γραφόμενα του Ανδρόνικου του Καλλίστου οι καλοί Michaud και Ponjoulat. Ωστόσο, ακόμη και σήμερα είναι φανεροί πλείστοι σωλήνες, μέσω των οποίων διοχετευόταν το νερό στην τάφρο. Πολλοί, όπως ο ιστορικός Finlay, ουδέποτε αναφέρουν την Κερκόπορτα, η οποία μνημονεύεται στην ιστορία της άλωσης,

Εξαιτίας όλων αυτών, προσπάθησα στην παρούσα ιστορία να περιγράψω, όσο μπόρεσα, όλα τα οχυρώματα της Κωνσταντινούπολης, χερσαία και παράλια, για να μάθει ο αναγνώστης άπαντας τους τόπους που μνημονεύονται τόσες φορές στην ιστορία της άλωσης, από δικούς μας και ξένους.

Άχαρο μελέτημα για εμάς τους Έλληνες είναι η ιστορία της άλωσης ολόκληρη. Ο Μέγας Κωνσταντίνος και ο Θεοδόσιος ο νεώτερος, αυτοί που θεμελίωσαν τα οχυρώματα που στέκονται μέχρι σήμερα, ουδέποτε φαντάζονταν ότι μετά από πολλούς αιώνες έμελλε οι απόγονοί τους ν’ αγωνιστούν εδώ και άπαντες να συνταφώσιν. Ολίγον κατ’ ολίγον το έθνος, πολεμούμενο από εχθρούς άγριους και υπονομευόμενο από άλλους, συγκεντρώθηκε μέσα στα τείχη, αναθεματίζοντας την θρησκεία των ξένων και απορρίπτοντας την παράδοση προς τους εχθρούς, εν ώρα θανάτου.

Ναός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.
Ναός του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.

Πολλά έγραψαν οι ξένοι περί των ημετέρων Βυζαντινών. Μεγάλως τους αδίκησαν οι μετ’ αυτών εμπορευόμενοι Ιταλοί, οι ευργετηθέντες υπό των τότε νωχελών Βυζαντινών. Από τα ιταλικά συγγράμματα εκείνων των χρόνων αντλούν (αρύονται) τα περισσότερα για τους Βυζαντινούς οι συγγράψαντες την Ιστορία του Βυζαντινού κράτους. Η επιμονή εις τα ημέτερα πάτρια, καλούμενη πολλάκις από τους ξένους πεισμονή, ερέθιζε τους Καθολικούς, οι οποίοι πρότειναν πάσαν βοήθειαν στο κράτος που κινδύνευε. Οι ενισχύσεις που αναμένονταν στην τελευταία άλωση ουδέποτε ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη. Δεν γνώριζαν οι Ευρωπαίοι, γείτονες μας, ότι κατά τη διάρκεια της προαιώνιας ιστορίας του το ελληνικό έθνος ήταν και είναι ακόμη φιλοθρησκότατον; Άκουγαν ήσυχα τον Άγιο Παύλο να κηρύσσει από τον Άρειο Πάγο τον Χριστό και την θρησκεία του. Αφού παρήλθαν χρόνοι πολλοί, με κόπους και πολλές θυσίες δέχθηκαν την νέα θρησκεία, την επαγγελλόμενη υπό του Αγίου Παύλου. Αυτή τη θρησκεία, πανταχόσε υπό των Ιουδαίων αγγελομένην, ελάμπρυναν και εξευγένισαν οι Βυζαντινοί. Στον θόλο της Αγίας Σοφίας φαίνονται ακόμα οι τόποι, όπου τόσοι Σύνοδοι συνήλθαν προς κανονισμόν της Χριστιανικής θρησκείας. Αυτής της θρησκείας τα κύρια θεμέλια προσπαθούσαν οι Ιταλοί να υποσκάψουν, με πρωταγωνιστές τους Πάπες, προκειμένου να δεχτούν οι Βυζαντινοί τον Καθολικισμό, και προπάντων την κεφαλή τους, τον Πάπα. Πλείστοι λόγιοι Έλληνες από την πρωτεύουσα και τις επαρχίες, διασωθέντες από την πανωλεθρία των Βυζαντινών, κατέφυγαν στην Ιταλία και έγιναν Καθολικοί, για λόγους βιοπορισμού (χάριν πόρων ζωής) και για ν’ αποκτήσουν αξιώματα εκκλησιαστικά. Η πολυμάθεια και η σώφρων αγωγή τέτοιων ανδρών αύξησαν την υπόληψη των Ελλήνων εν τη αλλοδαπή.

Από ιταλικά συγγράμματα, οι πέραν του Βυζαντίου βιούντες Ευρωπαίοι έμαθαν για την απέχθεια των ξένων προς τους Βυζαντινούς. Άπειροι της ελληνικής γλώσσας, οι Ευρωπαίοι ουδέποτε ανέγνωσαν τα έργα των ημετέρων λογίων. Στα 1204, οι Σταυροφόροι που κατέκτησαν το Βυζάντιο εσύλησαν τις ημέτερες εκκλησίες, κατέστρεψαν πάμπολλα ελληνικά καλλλιτεχνήματα, πυρπόλησαν μέγα μέρος του Βυζαντίου και πολιτεύονταν ως κατακτητές προς δούλους. Αυτά όλα η Ευρώπη τα μάθαινε από επιστολές και συγγράμματα των Σταυροφόρων που ζούσαν στο Βυζάντιο. Ενώ κατά τους χρόνους του βυζαντινού κράτους βασίλευε στην Ευρώπη τόσο μεγάλη αναρχία και συνεχής αλληλομαχία κυβερνώντων και κυβερνωμένων, οι Βυζαντινοί Έλληνες, ησύχως βασιλευόμενοι, απέκρουαν πολύ θαρραλέα τις επιθέσεις των εχθρών από την Ανατολή. Η συγκοινωνία τότε ήταν δυσχερής και πολύ κοπιαστική (πολύπονος). Όσοι ζούσαν πέραν της Ελλάδος αγνοούσαν παντελώς τα ελληνικά γράμματα. Από τον δέκατο αιώνα μέχρι την τελευταία άλωση του κράτους υπό των Οθωμανών, όσα γνώριζαν οι Ευρωπαίοι για τους Βυζαντινούς και την πολιτεία τους τα μάθαιναν είτε από τους Βενετούς και Γενουάτες εμπορευόμενους της Κωνσταντινούπολης είτε από τους Σταυροφόρους του 1204.

Η σύληση των ορθοδόξων εκκλησιών, η αποστολή καλλιτεχνημάτων και χειρογράφων στην Ευρώπη και η πανταχόθεν σαλπιζόμενη κακοδαιμονία των Ελλήνων, που δεν υποτάσσονταν στον Πάπα, συγκίνησαν όλη την Ευρώπη. Την ημέτερη ιστορία του Βυζαντινού κράτους ουδείς εφρόντισε να μάθει. Μετά την τελευταία άλωση του Κράτους, γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες λόγιοι που έφτασαν στην Ιταλία με απορία πληροφορούνταν ότι τα ελληνικά γράμματα ήταν άγνωστα τοις πάσι. Λίγα μόνο εκκλησιαστικά συγγράμματα των ημετέρων επιφανών ιεραρχών διαβάζονταν στη λατινική γλώσσα. Ο Βοκκάκιος λέει: «Nemo est qui Graecas literas novit.», δηλαδή «ουδείς γνωρίζει τα ελληνικά γράμματα.»

Ναός της Παναχράντου. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.
Ναός της Παναχράντου. Κωνσταντινούπολη, 1877. Λιθογραφία.

Η χριστιανική θρησκεία, η οποία ξεκίνησε από την Παλαιστίνη, διαμορφώθηκε στο Βυζάντιο και ακολούθως αυτή τη μορφή (μόρφωσιν) παραδέχθηκε άπασα η Ευρώπη. Λαός, όπως ο Βυζαντινός, αφοσιωμένος σε τέτοια λατρεία, απεχθανόταν την πάλαι των προγόνων λατρείαν. Εμείς σήμερα, οι εν Ελλάδι βιούντες, πατούμε ιερή γη. Όχι εμείς, αλλά ο χρόνος κατέστρεψε τα πλείστα καλλιτεχνήματα των ημετέρων προγόνων. Η γη μας ολόκληρη, και αυτή η θάλασσα και τα πανταχού φαινόμενα προαιώνια έργα, ευφραίνουν τους πάντες. Οι Βυζαντινοί, εμμανείς θιασώτες της νέας θρησκείας, αδαείς τούτων πάντων και πολεμούμενοι από αγροίκους εχθρούς, διατήρησαν για πολλά έτη την αυτοκρατορία τους. Μαρτυρία της δόξας αυτής είναι και η τελευταία άλωση, την οποία ανέλαβα σήμερα να εξιστορήσω. Ουδέποτε πρόκειται το ελληνικό έθνος να μελετήσει όπως πρέπει την πορεία του Βυζαντινού κράτους, από την αρχή μέχρι το τέλος, καθώς και τα έργα των ομογενών Βυζαντίων, αν εμείς μόνοι δεν προμελετήσουμε την ιστορία του· τότε θα σιγήσει και η τόση κατά των Βυζαντινών φλυαρία (ἐρεσχελία) των λογίων που ζουν στην Ελλάδα. Η τελευταία άλωση είναι τεκμήριο της ανδρείας των Βυζαντινών. Ολίγοι, ανταγωνιζόμενοι προς πολλάς μυριάδας εχθρούς, ουδέποτε αποδέχτηκαν την προτεινόμενη παράδοση. Ο τελευταίος αυτοκράτορας Παλαιολόγος, θωπεύων τους Καθολικούς χάριν βοηθείας, υπό του λαού υβριζόμενος ως αίτιος της κακοδαιμονίας της πατρίδας, έπεσε μαχόμενος και θάφτηκε μαζί με τους εχθρούς του· επ’ ουδεμίας στήλης επεγράφη το όνομα του ανδρείου αυτού αυτοκράτορα.

«Μιχαήλ Ψελλός, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος». Τμήμα της τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών.
«Μιχαήλ Ψελλός, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος». Τμήμα της τοιχογραφίας του Φώτη Κόντογλου στο Δημαρχείο Αθηνών.
(Εμφανιστηκε 1,957 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)

Δείτε ακόμη:

Κάντε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.